Π. Κ. ΜΑΚΡΗ

 

Το προσεχές έτος προοιωνίζεται έτος κορυφώσεως εντάσεων και αν όχι τελικής εκβάσεως, οπωσδήποτε, σημαντικής καμπής διατεμνομένων γεωπολιτικών κρίσεων.

Το παρόν θα εντοπισθεί επί των Ελληνο-Τουρκικών. Επί των ευρυτέρων διεθνών και περιφερικών συγκυριών ας αρκέσει να επισημανθεί ότι υπό την σκιά της πανδημίας και των συνακολούθων εσωτερικών περισπασμών προκύπτει αρκετά δυσμενής η πρόγνωσις ως προς την βούληση ― ίσως και την πραγματική δυνατότητα ―, των Ευρωπαίων Εταίρων και των Δυτικών δημοκρατιών εν γένει, προβολής ενεργού αντιστάσεως έναντι εκβιασμών και μονομερών ενεργειών εκ μέρους των ολοκληρωτικών και αυταρχικών καθεστώτων : Ρωσία, Κίνα και η Τουρκία του Κου Erdogan παίζουν θαρραλέα, έως και απονενοημένα, παίγνια, είτε ανακτήσεως απωλεσθεισών σφαιρών επιρροής, είτε αποκτήσεως νέων, χωρίς να περισπώνται από εσωτερικές προτεραιότητες αναγκών ευημερίας του πληθυσμού τους και χωρίς να ακολουθούν συμβατικούς κανόνες γεωπολιτικής συνέσεως. Θεωρούν ότι αυτή είναι η στιγμή της μεγαλυτέρας αδυναμίας της Δύσεως ― εντεινομένης εν όψει και του ακραίου εσωτερικού διχασμού των ΗΠΑ ―, ότι η ευκαιρία δεν πρέπει να αφεθεί να παρέλθει και ότι το εύρος του χρονικού παραθύρου εκμεταλλεύσεώς της είναι βραχύ.

Ενδεικτική, π.χ., των δυνατοτήτων εκβιασμού της Ε.Ε., εκ μέρους του καθεστώτος του Κρεμλίνου ― είτε επί της εκτάσεως οποιωνδήποτε κυρώσεων επί του Ουκρανικού, είτε, γενικώς, επί της Ευρωπαϊκής συμβολής εις επίδειξη Βορειο-Ατλαντικής αποφασιστικότητος ―, είναι η επιρροή του επί της τιμής του φυσικού αερίου και των επακολούθων της επί του τιμαρίθμου και των πληθωριστικών πιέσεων εντός και εκτός Ευρωζώνης.

Συνεπώς, ας μην διατηρούνται ψευδαισθήσεις ότι θα υπάρξουν αποφασιστικές Ευρωπαϊκές αντιδράσεις όταν ― και όχι αν ―, τα Τουρκικά πλωτά γεωτρύπανα επιχειρήσουν τις πρώτες γεωτρήσεις επί βυθού της Αν. Μεσογείου θεωρουμένου από Ελληνικής πλευράς ως Ελληνικής υφαλοκρηπίδος. Ούτε πρέπει να ελπίζονται Ευρωπαϊκές παρεμβάσεις στην ένοπλη σύγκρουση, η οποία θα ακολουθήσει αν επιχειρηθεί δυναμική Ελληνική αποτροπή των γεωτρήσεων. Η Ελληνο-Γαλλική συμφωνία, αναφέρεται ― τούτο να μην λησμονείται ―, σαφώς και αποκλειστικώς, στην προστασία του Ελληνικού εδαφικού χώρου, εντός των 6 ν.μ. Ελληνικών χωρικών υδάτων.

Εφ’ όσον, δε, θα παραμένει επί της πλάστιγγος η τύχη της Ουκρανίας, θα αναβαθμίζεται και περαιτέρω η πάντοτε βαρύνουσα σημασία της Τουρκίας ως Δυτικής συμμάχου εντός του Ευξείνου Πόντου. Αντιστοίχως, θα μειώνεται και η Αμερικανική ― πάντως, πιθανωτέρα πάσης Ευρωπαϊκής ―, διάθεσις παρεμβάσεως, πέραν των συνήθων συστάσεων αυτοσυγκρατήσεως, «προς όλους». Ούτως ή άλλως, η γεωστρατηγική θέσις της Τουρκίας είχε από μηνών ενισχυθεί, κατά την Αμερικανική ιεράρχηση προτεραιοτήτων, από την επικράτηση των Taliban εις το Αφγανιστάν, ενώ η ήδη προσφερομένη, όπως και η υπολογιζομένη, μελλοντική, συμβολή της στην προσπάθεια εξοπλιστικής υποστηρίξεως των Ουκρανικών δυνάμεων, δεν είναι αμελητέα.

Η Γαλλική δέσμευσις προς την Ελλάδα, τελεί, όπως προανεφέρθη, υπό σαφείς περιοριστικούς εδαφικούς όρους. Θα απέκτα σημασία αν κατά την εξέλιξη του πρώτου επεισοδίου ανταλλαγής πυρών εκτός του υπό στενή έννοια Ελληνικού εδαφικού χώρου, θα επεχειρείτο προσβολή Ελληνικών νησιωτικών εδαφών. Αλλά και πάλι, ακόμη και τότε, η Τουρκική πλευρά, προς πολιτική αποθάρρυνση Γαλλικής παρεμβάσεως, θα επεκαλείτο ότι είναι αδιευκρίνιστη η κυριαρχία επί συμπλεγμάτων νησίδων, όπως και ότι είναι παραβατικός των υφισταμένων διεθνών συνθηκών ο εξοπλισμός των νήσων του Αν. Αιγαίου.

Συγχρόνως, η ήδη υπό εξέλιξη, παρατεταμένη, Γαλλική προεκλογική και εκλογική χρονική περίοδος πρέπει να προσλαμβάνεται από την Άγκυρα ως περίοδος μειωμένης Γαλλικής τόλμης και αποφασιστικότητος ενεργειών, η οποία δεν πρέπει να αφεθεί να παρέλθει. Το διάστημα του προεκλογικού και εκλογικού τριμήνου Φεβρουαρίου-Απριλίου προβάλλει ως περίοδος υψηλού κινδύνου. Η δε Γαλλική Προεδρία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Α΄ 6μήνου του έτους, θα δεσμεύει και περαιτέρω μάλλον, παρά θα ευνοεί, την αυτονομία και την αποφασιστικότητα Γαλλικών υπερποντίων στρατιωτικών παρεμβάσεων.

Όσον αφορά τους μηρυκαζομένους αυτοκαθησυχαστικούς κοινούς τόπους περί της κακής καταστάσεως της Τουρκικής οικονομίας, αυτοί κατοπτρίζουν, ως επί το πλείστον, απλούς ημετέρους ευσεβείς πόθους. Η αντιμετωπιζομένη από το καθεστώς της Αγκύρας οικονομική δυσχέρεια ― νομισματική, περισσότερο, παρά δομική/διαρθρωτική ―, εντείνει, δεν αποδυναμώνει, τα κίνητρα θεαματικών μονομερών ενεργειών. Ευνοεί την εσωτερική σκοπιμότητα δημιουργίας πολεμικής ατμοσφαίρας και περισπασμού της κοινής γνώμης. Όλοι οι κυβερνήσαντες στην Άγκυρα, εξήγαγαν τις εσωτερικές δυσχέρειές τους. Εις στιγμή βαρυτάτης, ακραίας, οικονομικής κρίσεως, η Κυβέρνησις Ecevit εξαπέλυσε την εισβολή της Κύπρου.

Εξ άλλου, η προθυμία των Εμιράτων ― διαφαίνεται και της Αιγύπτου και μάλλον επίκειται ανάλογη και της Σαουδικής Αραβίας ―, να ανταποκριθούν στην τελικώς, αφ’ υψηλού, επιδειχθείσα συνδιαλλακτική διάθεση του Κου Erdogan και να ρίψουν και τον οβολόν τους (10-12 δισεκατομμυρίων $), στην προτεταμένη παλάμη του, είναι παραστατική της διατηρουμένης περιφερειακής, βαρύτητος της Τουρκίας. Είναι, μάλιστα, η προθυμία αυτή, ειδικώς παραστατική του εκτιμωμένου βαθμού της απ’ ευθείας επιρροής του Τούρκου Προέδρου επί των μαζών των Μουσουλμανικών χωρών και της εν δυνάμει ικανότητός του να αποσταθεροποιεί τις ηγεσίες τους.

Επιπροσθέτως, παγίως δεδομένη ― και στρατηγικώς αυτονόητη ―, είναι και η Ισραηλινή επιθυμία βελτιώσεως σχέσεων.

Η συμπεριφορά της Τουρκίας ως δυνάμεως «νευρικής» και «απροβλέπτου» η οποία σπεύδει προς στρατιωτικές λύσεις, αποδίδει και οικονομικώς. Αποδίδει, διότι ενδυναμώνει την πειστικότητα των εκβιασμών και των απειλών της, και τρέπει Νατοϊκούς Συμμάχους, Ευρωπαίους Εταίρους και Άραβες, εις επιλογές κατευνασμού, παραχωρήσεων και παροχής στηρίξεως, «διότι έχει εμπράκτως αποδείξει ότι όταν εξωθείται προς αδιέξοδα, είναι επικίνδυνη…».

Τέλος, επί της επαγγελλομένης ενισχύσεως των Ελληνικών ενόπλων δυνάμεων, πρέπει να συγκρατηθεί ότι η ένταξις στις μονάδες του στόλου 3 νέων Γαλλικών φρεγατών ― διότι μόνον περί αυτών υπάρχει, προς το παρόν, βεβαιότης ―, θα έχει ολοκληρωθεί μόνον περί τα τέλη του έτους 2026 και ότι ο χρόνος παραλαβής και εντάξεως οποιουδήποτε επιχειρησιακώς υπολογισίμου αριθμού νέων αεροσκαφών, παντός τύπου ― ούτε καν, μείζονος 2 πλήρων μοιρών ―, θα είναι, στην καλυτέρα των περιπτώσεων, 2ετής.

Δεν επίκειται, λοιπόν, οποιαδήποτε πραγματική μετατροπή της παρούσης δυσμενούς, προς την Ελλάδα, ισορροπίας δυνάμεων και η εξαγγελία παραγγελιών νέου Ελληνικού οπλισμού ― ακόμη και αν, μετά μεγίστης αισιοδοξίας, υποτεθεί ότι θα ήταν, οικονομικώς, δυνατόν να καταστούν ουσιαστικές ―, δεν συνιστά, ούτε εις άμεσες, ούτε εις σύντομες και μέσες προθεσμίες, παράγοντα αποθαρρύνσεως της Τουρκικής επιθετικότητος. Αντιθέτως, τρέπει προς επίσπευση Τουρκικών ενεργειών πριν να επέλθει οποιαδήποτε αλλαγή ― πάντως όχι ανατροπή ―, του συσχετισμού δυνάμεων.

Άρα, επί μεν του πολιτικού πεδίου, μέχρι της εκλογής του νέου Γάλλου Προέδρου, της σταθεροποιήσεως της λειτουργίας της νέας Γερμανικής κυβερνήσεως και της λήξεως της αβεβαιότητος έναντι των εξελίξεων στην Ουκρανία, τόσον ΗΠΑ όσον και Ε.Ε. θα ευρίσκονται εις ακόμη μεγαλυτέρα δυσχέρεια ― απ’ ότι και ούτως ή άλλως θα ήσαν ―, να λάβουν αποφασιστικά μέτρα αποτροπής Τουρκικών γεωτρήσεων εντός αμφισβητουμένων θαλασσίων περιοχών.

Ενώ δε δεν θα έχει επέλθει, επί μία ακόμη 3ετία ή και 4ετία, οποιαδήποτε πραγματική ενίσχυσις των Ελληνικών ενόπλων δυνάμεων, εντός του ιδίου διαστήματος θα αρχίσει και η παράδοσις των 7 νέων, Γερμανικής κατασκευής, Τουρκικών υποβρυχίων ― επ’ αυτού ρεαλιστικές αντίθετες προσδοκίες δεν χωρούν ―, η οποία, έστω και 3-4 μονάδων, θα είναι ικανή να επιφέρει δραστική επιβάρυνση της Τουρκικής ναυτικής υπεροπλίας. Αρκεί να ληφθεί υπ’ όψιν ότι 2 ή 3 των υποβρυχίων αυτών, ορμώμενα από την Τουρκική ναυτική βάση επί των Αλβανικών ακτών νοτίως της Αυλώνος, θα αρκέσουν, τότε, να προκαλέσουν παράλυση των Ελληνικών λιμένων και του Ιονίου και να αποσπάσουν Ελληνικές ναυτικές δυνάμεις από τα κρίσιμα θέατρα επιχειρήσεων του Αιγαίου και της Αν. Μεσογείου.

Εις επίμετρον, το έτος 2022 είναι το έτος της 100στής επετείου της συντριπτικής Τουρκικής νίκης όχι μόνον επί της Ελλάδος, αλλά, εις τυπικούς όρους, μέσω της Ελληνικής ήττας, εφ’ όλων των νικητριών Δυνάμεων του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η Τουρκία υπήρξε η μόνη των ηττημένων χωρών του πολέμου η οποία επέτυχε να επιβληθεί των νικητών και να τους εξαναγκάσει εις άρση και αντικατάσταση της, αρχικώς, επιβληθείσης από αυτούς, Συνθήκης Ειρήνης των Σεβρών.

Υπό αυτό το πρίσμα, το έτος 2022 είναι το έτος της 100ρίδος της γενέσεως της νέας Τουρκίας.

Αλλά και πέραν των γενομένων το 1922, εντός του αρχομένου έτους (εντός του Απριλίου) συμπληρώνονται και 125 έτη από μια άλλη συντριπτική και ταπεινωτική Τουρκική νίκη επί της Ελλάδος : εκείνη του πολέμου του 1897, όταν μετά τις μάχες των Φαρσάλων και της Δομοκού, και την άτακτη, σχεδόν, Ελληνική υποχώρηση, ο Τουρκικός Στρατός, ολοταχώς, προήλαυνε προς την Ελληνική πρωτεύουσα. Η εσχάτη ταπείνωσις απεφεύχθη, τελικώς, μετά παρέμβαση των 3 «Προστατίδων Δυνάμεων» και της Γερμανίας, χάρις και στην κινητοποίηση από τον τότε Βασιλέα (Γεώργιος Α΄) των εστεμμένων συγγενών του.

Επίκειται, λοιπόν και η επέτειος 125 ετών από την εξευτελιστική κατάληξη ενός πολέμου τον οποίον είχαν προκαλέσει, οι θιασώται των «φυσικών και απαραγράπτων εθνικών δικαίων», της εποχής εκείνης, οι οποίοι και τότε πανταχού παρόντες, δεν διέφεραν πολύ ― πέραν του ότι τα Ελληνικά τους ήταν καλύτερα ―, των σημερινών αρειμανίων αμυντόρων των «αδιαπραγμάτευτων δυνητικών (!) κυριαρχικών δικαιωμάτων»…

Συνελόντι ειπείν, είναι πολλαπλοί και πολυσήμαντοι οι συνειρμοί Τουρκικών θριάμβων και Ελληνικών κατεξευτελισμών, τους οποίους κινεί η χρονολογία 2022.

Φοβείται, ως εκ τούτου, ο συντάκτης του παρόντος, ότι θα είναι ακαταγώνιστος ο πειρασμός ο οποίος θα διακατέχει τον Κον Erdogan να εορτάσει δια γεωτρήσεων τις προαναφερόμενες επετείους Τουρκικών νικών, καταφέρων ένα ακόμη πλήγμα επί του Ελληνικού γοήτρου ― και αποδεικνύων ότι, διαχρονικώς, μετά 125 και 100 έτη, ουδέν μετεβλήθη ως προς το ποια των δύο χωρών παραμένει η δέρουσα και ποια η μονίμως δερομένη.

Αλλά και τα πραγματικά, πέραν των ιστορικών συμβολισμών, οφέλη παρομοίας επιδείξεως Τουρκικής επιθετικής τόλμης, παρ’ όλους τους κινδύνους, δεν θα είναι ευκαταφρόνητα εις όρους εκβιαστικού εκφοβισμού Αμερικανών, Ευρωπαίων και Αράβων και προβολής περιφερειακής ισχύος.

Τα καθεστώτα της Άγκυρας, όπως έχουν αποδείξει, δεν επιζητούν, άνευ ετέρου ― και αυτό πρέπει να συγκρατείται ―, την πολεμική εμπλοκή. Ό,τι επιθυμούν είναι οι καρποί, είναι η λεία, ενός νικηφόρου πολέμου, δια του εκφοβισμού των αντιπάλων, χωρίς, ει δυνατόν, τελική ένοπλη σύγκρουση. Αλλά αν ο εκφοβισμός δεν αρκέσει, τότε, και δια πολέμου.

Ο Κος Erdogan δικαιολογείται αν θεωρεί ότι η όλη συγκυρία της στιγμής είναι ιδανική και προσφέρει ευκαιρία, περιορισμένου χρονικού εύρους, η οποία δεν πρέπει να χαθεί. Είναι παρακινδυνευμένος, αλλά και στρατηγικώς βάσιμος ο υπολογισμός ότι η Ελλάς είναι ο ασθενής κρίκος της Ε.Ε. και του Αμερικανικού πλέγματος συστημάτων περιφερικής ασφάλειας, και ότι δια της σφυροκοπήσεώς του, θα εκβιασθεί η ταυτόχρονη ικανοποίησις πολλαπλών σκοπών και διεκδικήσεων, προς διάφορες κατευθύνσεις ― τις ΗΠΑ, την Ευρώπη, την λεκάνη της Μεσογείου και την Μ. Ανατολή.

Κατά συνέπεια, οποιοσδήποτε βαθμός επισφαλείας της Τουρκικής οικονομίας δεν θα αποτελέσει παράγοντα αποτροπής ενεργών καταληκτικής κλιμακώσεως, διότι, ακριβώς, από παρομοία επίδειξη ισχύος και ικανότητος ασκήσεως περιφερειακής ηγεμονίας θα αναμένονται και έμμεσα οικονομικά οφέλη.

Ούτε η θρυλουμένη σοβαρά νόσος του Τούρκου Προέδρου θα αποθαρρύνει ριψοκίνδυνες αποφάσεις του. Αντιθέτως, θα επείγεται ακόμη περισσότερο να προσθέσει στις περγαμηνές του, δι’ εκφοβισμού ή δια πολέμου, την υποταγή της Ελλάδος εις τα κελεύσματά του, να αποπλύνει την Κεμαλική «λιποψυχία της Λωζάννης» και να αποβεί μείζων του Ataturk.

Ο Κος Erdogan δεν είναι τυχοδιώκτης, στερούμενος οράματος. Είναι, ειλικρινώς, πεπεισμένος ότι ο Κεμάλ, μετά την Μικρασιατική νίκη του, ελιποψύχησε στην Λωζάννη, ότι εδέσμευσε την Τουρκία εις θέση υποδεεστέρα της βαρύτητός της και ότι εκείνος πρέπει να απελευθερώσει την πραγματική ισχύ της ως μεγάλης διεθνούς και όχι μόνον περιφερειακής δυνάμεως.

Τι δέον γενέσθαι;

Προ παντός άλλου, να γνωρίζομε τι επέρχεται. Να το αναμένομε. Να μην υπάρξει καθησυχασμός ότι η τελική κρίσις θα αποτραπεί, είτε λόγω της καταστάσεως της Τουρκικής οικονομίας, είτε εκείνης της υγείας του Κου Erdogan, είτε χάρις εις οποιαδήποτε, νέα ή παλαιά, διπλωματικά ή στρατιωτικά, ερείσματα της Ελλάδος.

Κατά δεύτερον λόγον, ο κώδων του βεβαίου κα επερχομένου κινδύνου πρέπει να κρούεται, συνεχώς, προς Εταίρους και Συμμάχους, ώστε όσοι εξ αυτών επιθυμούν και δύνανται να ασκήσουν, εγκαίρως, αποτρεπτική επιρροή, να το πράξουν.

Τρίτον, αλλά όχι έλασσον : αφ’ ενός, να διαμηνυθεί προς όλους ότι η Ελληνική πλευρά είναι έτοιμη να αποδεχθεί οποιαδήποτε ετυμηγορία των Διεθνών Δικαστών ― βάσει των Γενικών Αρχών Δικαίου, των κανόνων του Εθιμικού Διεθνούς Δικαίου και των συμβατικών κειμένων, όπως εκείνοι θα κρίνουν ότι ισχύουν και θα ερμηνεύσουν ―, επί της οριοθετήσεως των αμφισβητουμένων εκατέρωθεν θαλασσίων ζωνών, περιλαμβανομένων χωρικών υδάτων και εναερίου χώρου. Η διαβεβαίωσις αυτή περί των χωρικών υδάτων και του εναερίου χώρου, πρέπει να είναι, αθορύβως έστω, σαφής.

Αφ’ ετέρου, να προειδοποιηθούν όλοι ότι, εν τω μεταξύ, θα ληφθούν, αμέσως, στρατιωτικά μέτρα παρεμποδίσεως Τουρκικών γεωτρήσεων, παντού όπου θα επιχειρηθούν εντός αμφισβητουμένων περιοχών.

Έχομε κατά κόρον επιμείνει ότι παρόμοιος συνδυασμός, επιδείξεως διαλλακτικότητος και απολύτου αποφασιστικότητος προσφυγής εις ένοπλη αντίδραση, θα ήταν πολύ πλέον αποτελεσματικός, ως προς τις διαθέσεις Συμμάχων και Εταίρων κατά την στιγμή της εκρήξεως, αν η Ελληνική πλευρά εδήλωνε ετοιμότητα αποδοχής της ετυμηγορίας του Διεθνούς Δικαστηρίου επί παντός προσλαμβανομένου ως «διαφοράς» εκ μέρους ενός των διαδίκων, όπως έκαστος θα υπέβαλε στις έγγραφες παραστάσεις του προς το Δ.Δ. της Χάγης και επί του οποίου, εννοείται, οι Διεθνείς Δικασταί θα έκριναν και θα εδέχοντο ότι έχουν αρμοδιότητα να δικάσουν.

Ατυχώς, όμως, αυτό θα υπερέβαινε τις δυνατότητες της Ελληνικής Κυβερνήσεως, διότι όπως εσημειώσαμε, οι ευσταλείς πρόμαχοι των «αδιαπραγματεύτων δυνητικών κυριαρχικών δικαιωμάτων» είναι, φευ, πανταχού παρόντες. Έτοιμοι, πάντοτε, είτε πατριωτικο-βλακωδώς, είτε ιδιοτελώς ― χάριν ιδίου πολιτικού οφέλους ―, να υπονομεύσουν…

Προ παντός, όμως, να μην διατηρούνται ψευδαισθήσεις περί Ευρωπαϊκών, η Βορειο-Ατλαντικών ή άλλων 3μερών, 4μερών, 5μερών, κ.ο.κ., περιφερειακών ερεισμάτων, τα οποία ακόμη και αν θεωρητικώς υπάρχουν, θα αποβούν, στην πραγματικότητα, άκρως περιωρισμένης πρακτικής αξίας όταν θα έχει ριφθεί η πρώτη βολή. Όπως, άλλωστε, και ως προς την καταγραφή , την παγίωση και την διαιώνιση «τετελεσμένου» όταν, πλέον, θα έχει αφεθεί ανεμπόδιστη, η πρώτη Τουρκική γεώτρησις επί αμφισβητουμένου βυθού.

Οι οιωνοί, εις κάθε περίπτωη, δεν είναι ευμενείς.

Η υπέρμετρη διαφήμισις της εξοπλιστικής προσπαθείας και η υπόθαλψις ψευδαισθήσεων της κοινής γνώμης περί υπεροχής ή και επαρκείας δυνάμεων είναι, ακριβώς, ό,τι πρέπει να αποφεύγεται. Κάθε ψευδαίσθησις ισχύος τρέπει την κοινή γνώμη εις προσδοκία ανεκδοτισμού και εμμονής επί των «αδιαπραγματεύτων» ― και αυξάνει, εκ προοιμίου, την αξιοπιστία των ιδιοτελών ή βλακών προμάχων τους.

Η προειδοποιητική προβολή αποφασιστικότητος και ετοιμότητος ενόπλου αντιδράσεως εις περίπτωση αποπείρας Τουρκικής γεωτρήσεως, πρέπει να γίνεται αθορύβως και επί ανωτάτου μόνον επιπέδου προς Εταίρους και Συμμάχους.

Νέα αεροπορικά θεάματα υπεράνω της Ακροπόλεως μάλλον περιττεύουν…

Χρήσιμες, αντιθέτως, θα απέβαιναν, μείζονες ― αλλά χωρίς τυμπανοκρουσίες ―, Ελληνικές αερο-ναυτικές ασκήσεις, περιλαμβανομένων πραγματικών πυρών, επί δεσμευομένων περιοχών του διαδρόμου της Τουρκο-Λιβυκής συμφωνίας οριοθετήσεως ΑΟΖ και επί άλλων σημείων κινδύνου, και εκτελουμένων επί εμφανούς ― εις ναυτικούς παρατηρητάς ―, επιχειρησιακού σεναρίου παρεμποδίσεως Τουρκικών γεωτρήσεων επί αμφισβητουμένου βυθούν. Θα συγκρατήσουν περισσότερο, απ’ ότι η επίδειξις λίγων νέων αεροσκαφών, την προσοχή και το ενδιαφέρον εκείνων, φίλων και πολεμίων, οι οποίοι πρέπει να προβληματισθούν και να αρχίσουν να θεωρούν πιθανή την άμεση Ελληνική στρατιωτική αντίδραση εις Τουρκική απόπειρα επιβολής, ως τετελεσμένου, της ενάρξεως των γεωτρήσεων.

Πρέπει να προβληθεί εικών όχι συνήθων επικοινωνιακών παληκαρισμών, αλλά κατά το δυνατόν αθορύβου πολεμικής προετοιμασίας, μη στρεφομένης προς εσωτερική δημοσιότητα. Πρέπει να αφεθεί αίσθησις κλιμακουμένης Ελληνικής απαισιοδόξου αποφασιστικότητος έναντι του χειροτέρου, εκτιμωμένου πλέον ως πιθανοτέρου.

Αυτά, εν τούτοις, μόνον υπό τον όρον ότι θα έχει προηγουμένως διαμηνυθεί η Ελληνική δεκτικότητα των κελευσμάτων της Χάγης, αν όχι επί άλλων διαφορών, τουλάχιστον, επί του πλήρους φάσματος του Δικαίου της Θαλάσσης. Χωρίς την συνήθη κουτοπόνηρη επεξήγηση, ουρά κάθε σχεδόν δημοσίας κυβερνητικής αναφοράς στην παραχωρουμένη, από την Ελληνική πλευρά, αρμοδιότητα του Διεθνούς Δικαστηρίου : «όταν λέμε οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών εννοούμε αποκλειστικά και μόνο την υφαλοκρηπίδα»

Π. Κ. Μ.