Άλλα ας μην υπερβάλλεται η σημασία ως σχήματος διμερούς συμμαχίας.

Π. Κ. ΜΑΚΡΗ

 

Η Ελληνο-Γαλλική συμφωνία, επί ενός φάσματος θεμάτων αμύνης και ασφαλείας, είναι, αναμφιβόλως, άκρως ευπρόσδεκτη. Κατ’ αρχάς, η προμήθεια των φρεγατών και των κορβετών θα επιτρέψει ―όταν, βεβαίως, θα έχουν, τελικώς, μετά 3ετία ή 4ετία, παραδοθεί 2 ή 3 πλοία εκάστης κατηγορίας―, την ελαχίστη αναγκαία και κατά πολλά έτη καθυστερημένη, ενίσχυση του Ελληνικού στόλου επιφανείας. Δεν είναι του παρόντος κειμένου να σημειώσει ότι αυτή, σαφώς, δεν αρκεί και ότι πρέπει, συντόμως, να συμπληρωθεί από προμήθειες μιας ακόμη τετράδος ή έστω, ζεύγους, υποβρυχίων, όπως και μαχητικών αεροσκαφών της 5ης γενεάς. 

Ας συγκρατηθεί προς το παρόν, ότι μεσαίου εκτοπίσματος πλοία επιφανείας ικανά να παραμένουν εις επιχειρησιακή ετοιμότητα, συνεχώς εν πλω, επί παρατεταμένα χρονικά διαστήματα, είναι μεν μεγάλοι και ελκυστικοί στόχοι, κατ’ εξοχήν τρωτοί από αεροπορικές επιθέσεις, αλλά και απολύτως αναγκαία προς παρακολούθηση των Τουρκικών ερευνητικών και των συνοδών τους σκαφών και γενικώς, της Τουρκικής προπαρασκευής εξορύξεων υδρογονανθράκων στην ανοικτή λεκάνη της Αν. Μεσογείου, μεταξύ Κύπρου, Κρήτης και Λιβύης. 

Είναι, ακόμη, ευπρόσδεκτη η Ελληνο-Γαλλική συμφωνία διότι συνιστά μιαν ακόμη ―έχουν προϋπάρξει και άλλες, μεταξύ άλλων Εταίρων―, πρωτοβουλία εφηρμοσμένης εισαγωγής, μεταξύ δύο κρατών-μελών της Ε.Ε., ενός σχήματος αμυντικής συνεργασίας αυτονομημένου της Β.Ατλαντικής Συμμαχίας. Σημειωτέον, επ’ αυτού, ότι και η Αμερικανική πλευρά δεν φαίνεται δυσαρεστημένη ότι Σύμμαχοί της αυτονομούνται στον τομέα της αμύνης. Αντιθέτως, φαίνεται μάλλον ικανοποιημένη και συγκατανεύουσα, διότι κατευνάζεται, κάπως, η Γαλλική δυσαρέσκεια την οποία προεκάλεσε η ανατροπή, μετά Αμερικανική παρέμβαση, της Αυστραλο-Γαλλικής συμφωνίας προμηθείας υποβρυχίων. Ίσως, μάλιστα, η Αμερικανική συγκατάνευσις ή και ενθάρρυνσις, να επέδρασαν καθοριστικώς, διότι, κατά ορισμένες ενδείξεις η Ελληνική πλευρά διεφαίνετο να κατευθύνεται, όπως συνήθως, εις φθηνότερες, αποσπασματικές, επιλογές. 

Τούτων, όμως, λεχθέντων, όλων αναμφισβητήτως θετικών, δεν πρέπει να υπερβάλλεται η σημασία της επιτευχθείσης συμφωνίας και να εκλαμβάνεται, αυτή, ως Γαλλο-Ελληνική «συμμαχία», συνεπαγομένη, αυτομάτως, δέσμευση ενόπλου Γαλλικής υποστηρίξεως της Ελλάδος εις περίπτωση Ελληνο-Τουρκικής συρράξεως. 

Δεν πρόκειται ποτέ μια Ελληνο-Τουρκική σύρραξις να αρχίσει δια Τουρκικής, απροκαλύπτου εισβολής επί Ελληνικού εδάφους υπό πραγματικά περιστατικά τα οποία δεν θα αφήνουν αμφιβολίες ότι η Ελληνική επικράτεια δέχεται απρόκλητη επίθεση. Θα ήταν ανόητη η ηγεσία του Τουρκικού καθεστώτος να παραχωρήσει το πλεονέκτημα αυτό στην Ελληνική πλευρά. 

Οποιαδήποτε σύρραξις μεταξύ των 2 γειτόνων θα εκκινήσει εκ θερμού επεισοδίου εντός του Αιγαίου ή της Αν. Μεσογείου, υπό συγκεχυμένες πραγματικές περιστάσεις και εντός του γενικού πλαισίου της ασυμφωνίας των δύο χωρών επί της ερμηνείας και εφαρμογής των κανόνων του Δικαίου της Θαλάσσης, όπως και επί του συνόλου των δεσμεύσεών τους εκ διεθνών συνθηκών. 

Η υπόθεσις ότι εντός ενός παρομοίου πλαισίου η Γαλλία θα έσπευδε να προσφέρει την ένοπλη υποστήριξή της εξέρχεται και του γράμματος και πνεύματος της επιτευχθείσης συμφωνίας ―η οποία σαφώς αναφέρεται εις 6 ν. μίλια αιγιαλίτιδος ζώνης― αλλά και της πραγματικότητος. Κάθε πραγματικότητος. Της πραγματικότητος κάθε παραλλήλου σύμπαντος. Πρωτίστως, εξέρχεται της Γαλλικής εσωτερικής πολιτικής πραγματικότητος. Ομοίως και εκείνης εις τους κόλπους της Ε.Ε.. Το μέγιστον των Ελληνικών προσδοκιών από την Γαλλία ή και οποιουσδήποτε άλλους, φιλικώς διακειμένους, Εταίρους, εις παρομοία περιπτώση, θα έφθανε έως την τήρηση συμπαθούς ουδετερότητος, την παροχή διπλωματικής υποστηρίξεως και την αδιατάρακτη συνέχιση της εκτελέσεως των έως τότε Ελληνικών παραγγελιών πολεμικού υλικού.

Τίποτε πέραν αυτών. Τίποτε, εφ’ όσον και η Τουρκία και κάθε τρίτη πλευρά, Ευρωπαϊκή ή Αμερικανική, όλοι, θα νομιμοποιούνται να επικαλούνται ασάφεια ως προς τους ισχύοντες κανόνες διεθνούς δικαίου και την νομιμότητα των εκατέρωθεν νομικών θέσεων και διεκδικήσεων. 

Μια ακόμη φορά, συνεπώς, θα τονίσωμε ότι παντός άλλου προέχει η ανάληψις Ελληνικής πρωτοβουλίας δια της οποίας κάθε διαφορά ―όπως εκάστη πλευρά θα την θεωρήσει ότι υφίσταται και θα την προσδιορίσει―, θα τεθεί υπό την κρίση της Διεθνούς Δικαιοσύνης. Υπό την κρίση, ακριβέστερα, του Δ. Δικαστηρίου της Χάγης, βάσει των Γενικών Αρχών του Δικαίου, των κανόνων εθιμικού Δικαίου και των διακρατικών συμβατικών κειμένων, όπως θα επιλέξουν ότι ισχύουν και αυθεντικώς, θα ερμηνεύσουν οι Διεθνείς Δικασταί. 

Φαντάζεται ήδη ο συντάκτης του παρόντος, τους βρυχηθμούς και τους γρυλλισμούς οι οποίοι θα ακουσθούν από τα σπήλαια των Neanderthals, αμυντόρων των «αδιαπραγματεύτων και μη συζη­του­μένων κυριαρχικών δικαιωμάτων», αν ποτέ μια Ελληνική Κυβέρνησις ετόλμα να υπο­βάλει παρομοία πρόταση. Φευ, θα της εχρειά­ζετο, όντως, τόλμη. Οι κίνδυνοι, αν και μόνον εσωτερικοί ―«πολιτικού κόστους» και παροχής ευκαιριών εκμεταλλεύ­σεως από κάθε λαϊκιστή και τυχοδιώκτη πολιτευτή―, δεν θα είναι ευκαταφρόνητοι ως προς την πολιτική σταθερότητα της χώρας. Θα ήταν άμεση, παρά ταύτα, η επίτευξις, του επιδιωκομένου στρατηγικού διπλωματικού σκοπού : αφ’ ενός της προβολής απεριορίστου Ελληνικής διαλλακτικότητος εφ’ όλης της ύλης, υπό το κράτος του Διεθνούς Δικαίου· αφ’ ετέρου, καταδείξεως της Τουρκικής αδιαλλαξίας. 

Θα ήταν άμεση η επίτευξις του σκοπού αυτού, διότι η Τουρκία, αφ’ ής στιγμής θα ευρίσκετο προ παρομοίας προτάσεως, θα την απέρριπτε αμέσως, εμμένουσα επί της διμερούς διαπραγματεύσεως υπό πολεμική απειλή. 

Έχομε, κατά κόρον επισημάνει, κατά το παρελθόν, ότι αν και είναι αρκετά τα σημεία παραλογισμού των Ελληνικών απόψεων και της διασταλτικής Ελληνικής ερμηνείας της Συμβάσεως του Δικαίου της Θαλάσσης ―επί των οποίων ουδείς Διεθνής Δικαστής θα παρείχε ικανοποίηση―, τα αντίστοιχα σημεία των Τουρκικών διεκδικήσεων είναι πολύ περισσότερα και υψηλότερα επί της κλίμακος του παραλόγου. Είναι, εις επίμετρον, καθοριστικού και ειδοποιού χαρακτήρος της ιδεολογίας, της συνέπειας και υπό μίαν έννοια, του λόγου υπάρξεως του μεταλλαχθέντος Τουρκικού καθεστώτος. Ουδέποτε θα διεκινδύνευε ο Κος Erdogan να εναποθέσει το ιδεολόγημα της Watan Mavi («Γαλάζιας Πατρίδος»), στην κρίση του Διεθνούς Δικαστηρίου. Γνωρίζει και ότι δεν θα δικαιωθεί, αλλά, και ότι δεν θα δύναται να διαχειρισθεί, εσωτερικώς, την μη δικαίωσή του επ’ αυτών. 

Εννοείται ότι, η προβολή, της Ελληνικής αυτοπεποιθήσεως και ετοιμότητος γενικής ρυθμίσεως των διαφορών βάσει των γενικών αρχών και των κανόνων του Διεθνούς Δικαίου και, ταυτοχρόνως, η κατάδειξις της Τουρκικής αδιαλλαξίας, δεν θα αρκέσουν να μετατρέψουν όλους τους Εταίρους εις εμπράκτους συμμάχους της Ελλάδος, όταν επέλθει η στιγμή της εκρήξεως. Θα διευκολύνει, εν τούτοις. Την μεν Γαλλία θα διευκολύνει να δώσει την ευρυτέρα δυνατή ερμηνεία των όρων της Ελληνο-Γαλλικής συμφωνίας, ως προς την ευχέρεια ενεργού εμπλοκής των δυνάμεών της. Τους δε υπολοίπους Ευρωπαίους Εταίρους και Βορειο-Ατλαντικούς Συμμάχους, θα πιέσει, ηθικώς, να τηρήσουν στην χειροτέρα περίπτωση, φιλική ουδετερότητα ―όχι, δηλαδή, «ίσες αποστάσεις» προς τις οποίες, ενστικτωδώς, το νυν έχον, αποκλίνουν― ή και να παράσχουν ουσιώδη διπλωματική υποστήριξη. 

Η άμμος στην κλεψύδρα τελειώνει. Προμηνύει θύελλες η Τουρκική επιστολή προς τα Η.Ε. επί του εξοπλισμού των νήσων του Ανατολικού Αιγαίου και ως εκ τούτου της μη αναγνωρίσεως της επ’ αυτών Ελληνικής κυριαρχίας. 

Είναι απολύτως εύλογη μεν η Ελληνική δικαιολογία ότι τα βάσει των υφισταμένων διεθνών συνθηκών, αποστρατικοποιημένα νησιωτικά εδάφη του Αν. Αιγαίου τελούν υπό πρόδηλη απειλή, μετά την προ 5 σχεδόν δεκαετιών ρίψη επί τάπητος του Τουρκικού casus belli και την εγκατάσταση, επί της Μικρασιατικής ακτής, μιας ολοκλήρου Τουρκικής στρατιάς και αμφιβίων αποβατικών μέσων. Το γράμμα, παρά ταύτα, των Συνθηκών παραμένει: η αποστρατικοποίησις και ο αφοπλισμός επιβάλλεται μόνον επί νήσων. Όχι και επί της απέναντι ακτής (Σημ.).

Είναι βέβαιον ότι την Τουρκική επιστολή προς τα Η.Ε. θα ακολουθήσει κλιμάκωσις. Τελικώς, ίσως και μέχρι τελεσιγράφου απομακρύνσεως των Ελληνικών δυνάμεων και νέου casus belli.

Το καθεστώς της Αγκύρας επιθυμεί την εξώθηση των πραγμάτων εις τα άκρα. Μάλλον δεν επιδιώκει αμέσως, ως πρώτη επιλογή, την πολεμική σύγκρουση. Την αποδέχεται όμως προθύμως και την προετοιμάζει αν αποτύχει ο εκφοβισμός. Αυτοκαθησυχαζόμεθα ότι η οικονομική κατάστασις της Τουρκίας δεν είναι ανθηρά. Η Ελληνική, ατυχώς, είναι χειροτέρα. 

Επείγει, λοιπόν, η ανάληψις Ελληνικής πρωτοβουλίας, συμβολικής διαστάσεως, προβολής διαλλακτικότητος και ετοιμότητος υποβολής υπό την κρίση της Διεθνούς Δικαιοσύνης όλων των διαφορών μεταξύ των δύο χωρών, όπως εκάστη πλευρά τις αντιλαμβάνεται, τις καταγράφει και τις προσδιορίζει. Δεν θα συνεπάγεται κινδύνους, διότι η Τουρκία επιδιώκει την de facto αναθεώρηση της Συνθήκης της Λωζάννης erga omnes. Προς όλα τα σημεία του ορίζοντος. Θα αποκρούει κάθε συνολική διευθέτηση από την Διεθνή Δικαιοσύνη. Θα εμμείνει επί διμερούς διαπραγματεύσεως υπό απειλή. Η Τουρκική απόρριψις Ελληνικής πρωτοβουλίας συνολικής διευθετήσεως στην Χάγη, χωρίς προκαταρκτικούς όρους εξαιρέσεως θεμάτων, θα αποτελέσει, συν τοις άλλοις, και την πλέον πειστική δικαιολόγηση του εξοπλισμού των Ελληνικών νήσων.

 

Π. Κ. Μ.

 

Σημ.: Εκ των πρακτικών των διαπραγματεύσεων μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους και επίσης πριν την σύναψη των Συνθηκών της Λωζάννης (1922) και των Παρισίων (1946), προκύπτει ότι προσελαμβάνετο ως διττή, η διασφάλισις της Τουρκίας ότι η Ελληνική κυριαρχία επί των νήσων του Αν. Αιγαίου δεν θα συνιστά απειλή κατά της εδαφικής ασφάλειάς της· ως στηριζόμενη επί δύο όρων: την αποστρατιωτικοποίηση των νήσων και αντιθέτως την διατήρηση παρουσίας στρατιωτικών δυνάμεων επί της Μικρασιατικής ακτής.

Τελικώς, η Συνθήκη της Λωζάννης περιέλαβε όρον αφοπλισμού μόνον της Λήμνου, η άρσις του οποίου έγινε δεκτή κατόπιν ―κατά την διάρκεια περιόδου εγκαρδίων Ελληνο-Τουρκικών σχέ­σεων (193__)―, δι’ επιστολής του Τούρκου Υπουργού Εξωτερικών Rüştü Aras επί της οποίας, κατόπιν (10ετία 1970) η Τουρκία υπαναχώρησε και την εχαρακτήρισε ως προσωπική πρωτοβουλία, στερουμένη τυπικής υποστάσεως επαρκούς να τροποποιήσει κείμενα Συνθηκών.

Επί της Δωδεκανήσου, όμως, είναι σαφής η Ελληνική συμβατική δέσμευσις αφοπλισμού της, εκ της Συνθήκης των Παρισίων δια της οποίας και απέκτησε (1946) την επ’ αυτής κυριαρχία. Ούτε, βεβαίως, η εν λόγω συνθήκη, περιλαμβάνει οποιαδήποτε ανάλογη Τουρκική υποχρέωση, εφ’ όσον, άλλωστε, η Τουρκία δεν ήτο εκ των συμβαλλομένων μερών.

Ο επανεξοπλισμός, συνεπώς, οποιουδήποτε εδάφους του Δωδεκανησιακού νησιωτικού συμπλέγματος δύναται να αιτιολογηθεί μόνον υπό την σκιά του casus belli και εν όψει του μεγέθους των Τουρκικών δυνάμεων επί της αντίπερα ακτής, ιδίως δε της παρουσίας καθ’ όλη την έκτασή της, ισχυρών μέσων αμφιβίου εισβολής.

Αλλά, παρομοία αιτιολόγησις της εκτροπής της Ελληνικής πλευράς από τις συμβατικές υποχρεώσεις της, δεν θα είναι πειστική παρά μόνον αν συνοδεύεται και από Ελληνική πρόταση επαναφοπλισμού όλων των νήσων επί των οποίων είχε, συμβατικώς, επιβληθεί, έναντι δραστικής μειώσεως των απέναντι Τουρκικών δυνάμεων ―ιδίως, απομακρύνσεως όλων των αποβατικών μέσων εις απόσταση μη επιτρέπουσα την αιφνιδιαστική και απαρατήρητη επαναφορά τους εις θέσεις εξορμήσεως―, αλλά και ΝΑΤΟϊκής εγγυήσεως και τοποθετήσεως, εκατέρωθεν, συμμαχικών παρατηρητών.