Στις 20 Σεπτεμβρίου, στην εναρκτήρια ομιλία του στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, ο γενικός γραμματέας Αντόνιο Γκουτιέρες, ήταν ιδιαίτερα επικριτικός για τη διεθνή διακυβέρνηση. Κινούμαστε σε λάθος κατεύθυνση και βρισκόμαστε στο χείλος της αβύσσου. Ο κόσμος μας είναι διχασμένος, βρίσκεται σε μεγάλη πίεση και τίθεται το ερώτημα αν μπορούμε να αποφύγουμε την καταστροφή. Η κλιματική κρίση και η πανδημία απαιτούν παγκόσμια προσπάθεια. Αντ’ αυτής κυριαρχούν η έλλειψη εμπιστοσύνης και οι ψεύτικες ειδήσεις που διχάζουν τις κοινωνίες και παραλύουν τον πλανήτη.
Για άλλη μια φορά στο διεθνές θέατρο βλέπουμε να αλλάζουν τόσο το σκηνικό όσο και ο θίασος, αλλά και το έργο που παίζεται.
H έννοια της ισχύος, αν και σε μεγάλο βαθμό ακαθόριστη, παραμένει στο κέντρο του διεθνούς θεάτρου. Προφανώς χωρίς επαρκή ισχύ, μια χώρα δεν μπορεί να επιβιώσει, πολύ περισσότερο να κυριαρχήσει σε έναν ταραχώδη κόσμο. Όμως η ισχύς δεν πρέπει να ταυτίζεται με τη δύναμη που είναι η συγκεκριμένη χρήση στρατιωτικών μέσων. Η ισχύς είναι μια γενικότερη ικανότητα της χώρας να χαράζει το δρόμο της. Η ταύτιση της ισχύος μόνο με επιλογές καταναγκασμού ισοδυναμεί με την αγνόηση της συνεργασίας, του αμοιβαίου συμβιβασμού, της αλληλεγγύης και του αμοιβαίου οφέλους.
Σήμερα σε έναν κόσμο πολυπολικό καλούμαστε να επαναπροσδιορίσουμε την έννοια της ισχύος.
Ο καθηγητής Τζότζεφ Νάι, ίσως ο σημαντικότερος σήμερα μελετητής της έννοιας της ισχύος στη διεθνή πολιτική, έβαλε στη συζήτηση τις έννοιες της ήπιας και έξυπνης ισχύος. Είναι άραγε αυτές χρήσιμα εργαλεία για έναν «έντιμο» συμβιβασμό της ισχύος με τη δικαιοσύνη;
Στις σύγχρονες κοινωνίες όπως είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση, υπάρχουν θεσμοί που προσφέρουν ρυθμιστικούς μηχανισμούς. Αντιθέτως στο διεθνές σύστημα παρατηρείται μια απουσία αποτελεσματικών και νομιμοποιημένων θεσμών.
Η ΕΕ είναι από τη φύση της ήπια δύναμη και τις περισσότερες φορές αδυνατεί να αντιληφθεί συμπεριφορές ισχύος από χώρες όπως οι ΗΠΑ, η Ρωσία και η Κίνα.
Στο τελευταίο τετράμηνο του 2021 οι ΗΠΑ αιφνιδίασαν δυο φορές την ΕΕ. Τη μια με την αποχώρησή τους από το Αφγανιστάν και τη δεύτερη με την πρόσφατη στρατηγική συμφωνία με Μεγάλη Βρετανία και Αυστραλία για την αντιμετώπιση της Κίνας. Διαταράσσουν το διεθνές σύστημα διακυβέρνησης το οποίο οι ίδιες θέσπισαν στο τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και αποξενώνουν συμμάχους και εταίρους την ώρα που χρειαζόμαστε περισσότερη συνεργασία.
Οι δυο πλευρές του Ατλαντικού, βρίσκονται πλέον σε έναν μετα-ηγεμονικό κόσμο που είναι πιο ψηφιακός, πιο κινεζικός, έναν κόσμο της διακινδύνευσης και του ρίσκου και μάλιστα σε μια εποχή όπου μια μεγάλη σύγκρουση ανάμεσα στη δημοκρατία και τον λαϊκισμό είναι σε εξέλιξη.
Για να έλθουμε στα θέματα ισχύος και ηγεσίας στην ΕΕ, πρέπει να θυμίσουμε πως η μεταπολεμική καχυποψία οδήγησε ευρωπαϊκές χώρες και τις ΗΠΑ να αφιερώσουν τη στρατηγική τους ώστε να εξασφαλίσουν ότι η Γερμανία δεν θα ξαναγίνει παντοδύναμη. Όμως η ΕΕ χρειάζεται ισχύ και ηγεσία και η Γερμανία υπό την Μέρκελ δεν κατάφερε ή δεν θέλησε να ανταποκριθεί. Εξάλλου ο κόσμος που συνέβαλε στην επιτυχία της Άνγκελα Μέρκελ έχει αλλάξει. Το Βερολίνο πρέπει πλέον να αναλάβει περισσότερες ευθύνες σε επίπεδο γεωπολιτικής. Βέβαια αυτό δεν είναι εύκολο για μια χώρα με τόσο τραυματική Ιστορία, η οποία έχει αποτυπωθεί στη συλλογική μνήμη των πολιτών της, με αποτέλεσμα να μεταθέτουν σε άλλους την ευθύνη για την ασφάλεια, υπογράμμιζε πρόσφατα ο Ζίγκμαρ Γκάμπριελ, πρώην υπουργός Εξωτερικών και αντικαγκελάριος της Γερμανίας. Η αποφυγή της γεωπολιτικής για μια χώρα 80 εκατομμυρίων που βρίσκεται στο κέντρο της Ευρώπης και είναι η οικονομική ατμομηχανή της ΕΕ δεν αποτελεί επιλογή.
Όσον αφορά το Ευρωπαϊκό Σχέδιο που δοκιμάζεται τα τελευταία χρόνια από πολυεπίπεδες κρίσεις, αλλά επιβιώνει, αποτελεί πλέον μια πολιτική, οικονομική, θεσμική και νομική πραγματικότητα και ένα κύριο χαρακτηριστικό της καθημερινής ζωής των ευρωπαίων πολιτών. Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε πως η Ευρώπη εξαρτάται κυρίως από τη ζωτικότητα της ιδέας στην οποία βασίζεται.
Αν αυτή η Ευρωπαϊκή ιδέα υποχωρεί μεταξύ των πολιτών και των λαών της Ευρώπης, η ΕΕ θα αποτελέσει παρελθόν. Σε έναν κόσμο ραγδαίων αλλαγών η ΕΕ δεν μπορεί να πορευτεί με πολιτικές μικρών βημάτων.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να προχωρήσει και ως γεωπολιτική δύναμη, με περισσότερη στρατηγική σκέψη, περισσότερα μέσα, σύγκλιση συμφερόντων και αλληλεγγύη.
Η αλληλεγγύη στην οποία στηρίζεται σήμερα το Ευρωπαϊκό σχέδιο έχει τις ρίζες της στον απελευθερωτικό αγώνα του 1821, τόνιζε με εύστοχο τρόπο τον Μάρτιο στο μήνυμά του για τα 200 χρόνια από την Επανάσταση του 1821, ο Πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας Εμμανουέλ Μακρόν, υπογραμμίζοντας την οικουμενικότητα των ιδεών και αξιών της εποχής.
Σήμερα, η Ελλάδα είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης (40 χρόνια) και της Ευρωζώνης (20 χρόνια) και αποτελεί εγγυητή της ειρήνης, της ασφάλειας και της συνεργασίας στην περιοχή. Και αυτό είναι κομβικής σημασίας για την ευρωπαϊκή κυριαρχία στη σημερινή γεωπολιτική στιγμή. Γιατί χρειαζόμαστε μια πιο κυρίαρχη και πιο ανεξάρτητη Ευρώπη που θα διαθέτει στρατηγική αυτονομία. Να μπορεί να διαχειριστεί τις διεθνείς κρίσεις μόνη της και να εγγυάται τα εξωτερικά σύνορά της.
Ένα μεσογειακό Σεν Μαλό: Ενίσχυση της ευρωπαϊκής ενοποίησης με διμερείς συμφωνίες.
Η γαλλοβρετανική συμφωνία του Σαν Μαλό του 1998 για ενισχυμένη στρατιωτική και αμυντική συνεργασία των δυο χωρών, δημιούργησε εκείνη την περίοδο νέα δεδομένα στη συζήτηση για μια ευρωπαϊκή αμυντική ταυτότητα.
Η γαλλοβρετανική Διάσκεψη Κορυφής που πραγματοποιήθηκε στις 3 και 4 Δεκεμβρίου 1998 στο Σεν Μαλό της Βρετάνης, έκλεισε με τη Διακήρυξη, με την οποία οι δυο χώρες (οι μεγαλύτερες στρατιωτικές δυνάμεις της Ευρώπης), ζητούσαν την τόνωση της αμυντικής ταυτότητας της Ενωμένης Ευρώπης, ώστε να μπορέσει να διαδραματίσει στο μέλλον αποφασιστικό ρόλο στην επίλυση κρίσεων στην περιφέρειά της.
Στη Διακήρυξη του Σεν Μαλό αναφερόταν πως η Ευρωπαϊκή Ένωση «πρέπει να έχει τις δυνατότητες αυτόνομης δράσης, με την υποστήριξη αξιόπιστων στρατιωτικών δυνάμεων και την ικανότητα να λαμβάνει αποφάσεις σχετικά με τη χρήση των δυνάμεων αυτών καθώς και την προθυμία να τις χρησιμοποιήσει στο πλαίσιο διεθνών κρίσεων. Η Σύνοδος του Σεν Μαλό χαρακτηρίσθηκε από πολλούς αναλυτές ως ιστορική γιατί άνοιγε τον δρόμο για την απόκτηση από την ΕΕ αυτόνομης στρατιωτικής παρουσίας στη διεθνή σκηνή, διακριτής από εκείνης του ΝΑΤΟ.
Τη γαλλοβρετανική προσέγγιση είχε επιδοκιμάσει και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Βιέννης στις 12.12. 1998 και ανέλαβε την υποχρέωση να αναζητήσει το κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο. Το Σεν Μαλό σηματοδοτούσε μια σημαντική στροφή στη βρετανική πολιτική (Τόνι Μπλερ) η οποία μέχρι εκείνη την περίοδο απέρριπτε κατηγορηματικά πρωτοβουλίες για μια αυτόνομη ευρωπαϊκή στρατιωτική παρουσία στη διεθνή σκηνή.
Δώδεκα χρόνια αργότερα, τη γαλλοβρετανική συμφωνία του Σεν Μαλό που είχαν υπογράψει Μπλερ και Σιράκ, την ενίσχυσαν περισσότερο οι σημαντικές συμφωνίες στενότατης στρατιωτικής συνεργασίας που υπέγραψαν οι δυο χώρες το 2010. Οι συμφωνίες που υπέγραψαν στις 3 Νοεμβρίου του 2010 στο Λονδίνο, Σαρκοζί και Κάμερον προέβλεπαν μεταξύ άλλων ίδιο εργαστήριο για τους τακτικούς ελέγχους της αποτελεσματικότητας του πυρηνικού οπλοστασίου τους, δυνατότητα χρησιμοποίησης ίδιου αεροπλανοφόρου και δημιουργίας αγγλογαλλικού εκστρατευτικού σώματος. Βέβαια, τις συμφωνίες αυτές είχαν υπαγορεύσει σε μεγάλο βαθμό οι συγκυρίες της οικονομικής στενότητας. Έτσι οι δυο πλευρές αναβίωναν το πνεύμα το Σεν Μαλό και προχωρούσαν σε σύμπραξη των στρατιωτικών βιομηχανιών των δυο χωρών προκειμένου να μοιραστούν οι δυο χώρες το κόστος έρευνας και ανάπτυξης.
Από τότε άλλαξαν πολλά και η Βρετανία και η πολιτική ζωή της Μεγάλης Βρετανίας διολίσθησε στο λαϊκισμό που την οδήγησε μέσω του δημοψηφίσματος του Ιουνίου του 2016 στο Brexit που την απομάκρυνε από όλες αυτές τις μορφές ενισχυμένων συνεργασιών.
Στην άλλη πλευρά της Μάγχης, η Γαλλία μετά την εκλογή του Μακρόν τον Μάιο του 2017, αρχίζει να διατυπώνει όλο και περισσότερο την πρόταση του Γάλλο προέδρου για μια στρατηγική αυτονομία της ΕΕ.
Έχοντας πολλά κοινά στοιχεία από το πνεύμα των δυο γαλλοβρετανικών συμφωνιών, η συμφωνία Γαλλίας και Ελλάδας που υπέγραψαν οι δυο χώρες στο Παρίσι στις 28 Σεπτεμβρίου 2021, έχει χαρακτηριστικά στρατηγικής σημασίας και για τις δυο χώρες. Επιπλέον, εμπεριέχει και σοβαρά στοιχεία αμυντικής συνδρομής και θα μπορούσε να χαρακτηριστεί συμφωνία-ανάχωμα στην Τουρκία.
Η συμφωνία αυτή που κυρώθηκε από το Ελληνικό Κοινοβούλιο στις 7 Οκτωβρίου 2021, αν και ήταν υπό συζήτηση για περισσότερο από ένα χρόνο, συνδέεται και με την συγκυρία. Δηλαδή, τόσο με την εκλογή Μπάιντεν και τη σταδιακή μετατόπιση του αμερικανικού ενδιαφέροντος προς την Κίνα και τον Ειρηνικό, όσο και με τη δραστηριοποίηση του Μακρόν στη Μεσόγειο (προβολή ισχύος) τη στιγμή που η «μεταμερκελική» Γερμανία βυθίζεται σε έναν εσωστρεφή αναστοχασμό. Συνδέεται όμως και με την ανάγκη της Ελλάδας να μοιραστεί το ασύμμετρο βάρος της γεωγραφίας.
Η απαραίτητη ευρωπαϊκή κυριαρχία θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό και από τις εξελίξεις στην Ανατολική Μεσόγειο και τη «διαχείριση» της Τουρκίας. Με πρωταγωνιστικό ρόλο στη Μεσόγειο, Γαλλία και Ελλάδα, εργάζονται για μια ειρηνική και ευημερούσα περιοχή, που διέπεται από συνεργασία και σεβασμό του διεθνούς δικαίου.
Από την άλλη πλευρά η Τουρκία του Ερντογάν έχει εξελιχθεί σε κορυφαίο πρόβλημα μιας Ευρώπης που επιθυμεί να έχει και γεωπολιτικό ρόλο. Αποφεύγει να σεβαστεί τους όρους και τις προϋποθέσεις προκειμένου να ενεργοποιηθεί η «θετική ατζέντα» στις ευρωτουρκικές σχέσεις και υπονομεύει τη βελτίωση του κλίματος με πράξεις όπως η αποχώρησή της από τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης για τη βία κατά των γυναικών. Η πολιτική συμπεριφορά του Ερντογάν, πέρα από τις συχνές απειλές προς την Ελλάδα, στηρίζεται στην προσβολή που είναι το άσφαιρο όπλο των καιροσκόπων γιατί οι προσβολές και η χυδαιότητα δεν αποτελούν διπλωματικά επιχειρήματα.
Τη σημαντική συμφωνία Ελλάδας και Γαλλίας πρέπει να την εντάξουμε στη νέα συζήτηση για το μέλλον της Ευρώπης, μια συζήτηση που οδηγεί εκ των πραγμάτων σε μια νέα αλληλεγγύη συμφερόντων σε ευρωπαϊκό επίπεδο που θα συμπληρώνει και δεν θα ακυρώνει το εθνικό συμφέρον.
Η πρόεδρος της Ευρ. Επιτροπής, μιλώντας στην ετήσια εκδήλωση για την Κατάσταση της Ένωσης, έδωσε έμφαση στην ασφάλεια και την άμυνα και στα βήματα που πρέπει να γίνουν προς αυτή την κατεύθυνση. Ήδη έχει ανακοινωθεί για τον Φεβρουάριο του 2022 στο εξάμηνο της γαλλικής προεδρίας στην ΕΕ, ειδική Σύνοδος Κορυφής με αυτό το θέμα.
Απειλές όπως αυτές που αντιμετώπισε η Ελλάδα στα ελληνοτουρκικά -ευρωτουρκικά σύνορα στον Έβρο, η τεράστια κρίση-απειλή του κορωνοϊού που αντιμετωπίζει αυτή την περίοδο η Ευρώπη, η αποχώρηση των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν και η μετατόπισή τους προς τον Ειρηνικό με τη στρατηγική συμφωνία ΗΠΑ, Αυστραλίας και Αγγλίας, δείχνουν την κατεύθυνση που πρέπει να ακολουθήσουμε. Να δούμε την ΕΕ ως συνολική, αναπτυξιακή, κοινωνική, θεσμική και πολιτική οντότητα. Ως πολιτικό εργαλείο δημιουργίας σε έναν διαρκώς μεταβαλλόμενο κόσμο.
Η πρόθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να αναδειχτεί η Ευρώπη σε ηγέτιδα δύναμη στην πράσινη οικονομία είναι σωστή επιλογή γιατί είναι ένα πεδίο όπου η Ευρώπη θα καταστεί πρωτοπόρος και θα διαθέσει τεχνογνωσία στον υπόλοιπο κόσμο. Όμως σήμερα βρισκόμαστε μπροστά στην «τέλεια καταιγίδα». Ύστερα από πολλά χρόνια η Ευρώπη βρίσκεται αντιμέτωπη με «επίθεση» αυξήσεων στις τιμές όλων των μορφών ενέργειας. Η μετάβαση στην πράσινη οικονομία δεν θα είναι δρόμος στρωμένος με ροδοπέταλα.
Μπροστά στις διεθνείς προκλήσεις χρειαζόμαστε μια νέα φιλόδοξη ΕΕ, εξοπλισμένη με την απαραίτητη κυριαρχία για να καθορίζει η ίδια το μέλλον της και να ανταποκρίνεται στις νέες προκλήσεις της παγκοσμιοποίησης. Στη μετά covid εποχή η ΕΕ πρέπει να πάει με καλύτερη συνοχή και περισσότερη αλληλεγγύη. Και η συμφωνία Αθηνών-Παρισίων δείχνει το δρόμο.
Ο Σωτήρης Ντάλης είναι αν. καθηγητής του Πανεπιστημίου Αιγαίου. Πρόσφατα επιμελήθηκε το συλλογικό έργο «Μετά την Πανδημία. Η Ελλάδα, η Ευρώπη και ο Κόσμος στη σκιά της Δυστοπίας», Εκδ. Παπαζήση.