Π. Κ. ΜΑΚΡΗ
«Είναι χείρον εγκλήματος. Είναι λάθος». Την αποστροφή αυτή ―κυνική κατά τους ηθικολόγους―, εξετόξευσε ο Ταλλεϋράνδος αναφερόμενος ―αλλά, σωφρόνως, κατόπιν εορτής―, στην απαγωγή και δολοφονία, από τον Βοναπάρτη, του Δουκός d’ Enghien. Το ευφυολόγημα αυτό, είχε αποτελέσει χαρακτηριστική επίδειξη παραδοξολόγου, λεπτού πνεύματος κατά τους κανόνες συζητήσεως της Γαλλικής κοινωνίας του 18ου αιώνος ―της οποίας ο Ταλλεϋράνδος παρέμεινε μέχρι τέλους πεμπτουσιακός καρπός, παρ’ όλες τις κάκιστες, κατά καιρούς, συναναστροφές του. Παρά το χάσμα μεταξύ των εποχών, της αισθητικής τους και του συνειρμού των περιστάσεων, είναι και ο προσφυέστερος, κατά τον συντάκτη του παρόντος, συνοπτικός χαρακτηρισμός της μοιραίας αποφάσεως ολικής αποχωρήσεως των Αμερικανικών Δυνάμεων από το Αφγανιστάν.
Το «λάθος» δεν συνίσταται ούτε εις υποτιθέμενες, εσφαλμένες εκτιμήσεις της αντοχής του ηθικού και των δυνατοτήτων αντιστάσεως του Αφγανικού στρατού, ούτε στις μεθοδεύσεις και τα χρονοδιαγράμματα εφαρμογής. Είναι πολύ περισσότερο θεμελιώδες. Εντοπίζεται στην πρώτη αρχή της στρατιωτικής επεμβάσεως είτε εις το Αφγανιστάν ―καλώς γενομένης μετά την επίθεση κατά των Διδύμων Πύργων―, είτε και παντού αλλού όπου έχει ανακύψει, ή θα ανακύπτει ανάλογη ανάγκη Δυτικής στρατιωτικής επεμβάσεως προς ανάσχεση, εξωστρεφώς, επιθετικών Ισλαμιστικών κινημάτων. Το λάθος, συνίσταται εις το ότι αρχίζει η επέμβασις, λαμβανομένης ως δεδομένης της απεμπλοκής μετά την ελπιζομένη, οριστική, εις οποιοδήποτε βάθος χρόνου, επιτυχή έκβαση της επιχειρήσεως.
Διαφεύγει, δηλαδή, η κατανόησις της ανάγκης αποδοχής ως βασικού και πρωταρχικού δεδομένου ότι παρόμοιες υπερπόντιες πολεμικές επιχειρήσεις πρέπει μεν να αναλαμβάνονται και να διεξάγονται επί των εδαφών από τα οποία εκπορεύεται μία σοβαρά τρομοκρατική απειλή ―προς αποτροπή ή έστω, μείωση, των τρομοκρατικών πληγμάτων τα οποία, άλλως, θα καταφέροντο επί μητροπολιτικών Ευρωπαϊκών ή Αμερικανικών στόχων―, αλλά, χωρίς να προσδοκάται η λήξις τους.
Οι πόλεμοι αυτοί κατά φανατικών, θρησκομανών, τρομοκρατών, πρέπει μεν χάριν της αποτελεσματικότητος της αποτροπής να εξάγονται στις δικές τους εστίες, αλλά κατανοουμένου, εξ υπαρχής, ότι, εκ της φύσεώς τους, δεν θα είναι ποτέ επιδεκτικοί οριστικής νίκης. Δεν θα είναι επιδεκτικοί τελικής νίκης διότι διεξάγονται κατά βιαίας θεοκρατικής ιδεολογίας η οποία δεν θα παύσει ούτε να υπάρχει, ούτε να είναι ικανή να προσελκύει νέα στίφη ζηλωτών και να αντικαθιστά τις απώλειες των μαχητών της, ούτε και να μισεί τις αξίες του Δυτικού κόσμου και να εξαπολύει, κατά των πόλεών του, τους ασσασίνους της.
Πρέπει, συνεπώς, να κατανοήσουν, Ευρωπαίοι και Αμερικανοί, ότι τους πολέμους αυτούς είναι αναγκασμένοι να τους συνεχίζουν αενάως. Χωρίς ποτέ, οριστικώς, να τους κερδίζουν. Αλλά, και χωρίς να τους χάνουν. Ότι πρέπει να αρκούνται να επιτυγχάνουν να καταφέρουν επί του εχθρού προληπτικά και κατασταλτικά πλήγματα πολύ περισσότερο επώδυνα όσων εκείνοι υφίστανται.
Η προσδοκία ότι η βελτίωσις των συνθηκών διαβιώσεως, παιδείας κ.λπ., των πληθυσμών διαφόρων Μουσουλμανικών χωρών, θα επιφέρει βαθμιαία έκλειψη της απειλής του ενόπλου Ισλαμισμού και συρρίκνωση των εδαφικών εστιών και αποστράγγιση των πληθυσμιακών δεξαμενών του, στρέφεται, στην καλυτέρα των περιπτώσεων, προς απώτατες χρονικές προθεσμίες ―αν δεν είναι και εντελώς θεωρητική και Ουτοπική. Η καταβαλλομένη, παντού, προσπάθεια προς την κατεύθυνση αυτή δεν έχει, πάντως, μέχρι στιγμής, οπουδήποτε, τελεσφορήσει.
Εις κάθε περίπτωση, η Δύσις δεν είναι ο αμνός ο αίρων τις αμαρτίες ολοκλήρου του κόσμου και δεν έχει ως κυρία υποχρέωσή της να εξυγιαίνει δια κοινωνικών και ανθρωπιστικών παρεμβάσεων τις καταρρέουσες κοινωνίες της Μ. Ανατολής, της Αφρικής ή της Ασίας. Αξιεπαίνως, το προσπαθεί. Αλλά, κυρία υποχρέωσίς της είναι η προστασία των μητροπολιτικών εδαφών της και πολιτών της. Αυτή, όμως, δεν θα είναι ποτέ πρακτικώς εφικτή, χωρίς την ―κατά την στρατιωτική ορολογία― προκάλυψή τους. Δηλαδή, την προληπτική, μάχιμη, χωρίς χρονικά όρια, επιχειρησιακή, προβολή ισχύος επί των εδαφών προελεύσεως της απειλής.
Αυτό είναι το τίμημα το οποίο πρέπει, διαρκώς, να καταβάλλεται ώστε κρούσματα τρομοκρατικής βίας, όπως των Διδύμων Πύργων ή τόσων άλλων, κατά Ευρωπαϊκών πρωτευουσών, να μειώνονται κατά το δυνατόν.
Αυτό είναι και ό,τι, προ παντός άλλου, πρέπει να κατανοήσει και η Ευρωπαϊκή κοινή γνώμη. Εδώ έγκειται και η εσφαλμένη από Αμερικανικής πλευράς πρόσληψις του ζητήματος η οποία κατέληξε στην Αφγανική τραγωδία.
Η Αμερική και οι σύμμαχοί της κατ’ ανάγκη παρενέβησαν, προ 20ετίας, εις το Αφγανιστάν, όταν η καθολική σχεδόν περιέλευσις μιας, μονίμως ασταθούς, χώρας υπό την πλήρη κυριαρχία ενός βιαίου Ισλαμιστικού κινήματος προσέφερε εις παντοειδή τρομοκρατικά στοιχεία εδαφική βάση οργανώσεως και ασφαλή καταφύγια και ορμητήρια.
Δεν κατενόησαν, όμως, όπως προανεφέρθη, ότι, εκ των πραγμάτων, δεν ετίθετο χρονική προθεσμία λήξεως της αποστολής τους, η οποία ανελήφθη χάριν της αναγκαίας προστασίας των μητροπόλεών τους.
Την φυγή, βεβαίως, εκκίνησε η Προεδρία Obama. Αλλά την έφερε εις προωθημένη φάση, από την οποία η αναστροφή δεν ήταν εύκολη, η Προεδρία Trump : προσέφερε, στην τράπεζα των διαπραγματεύσεων, γη και ύδωρ στους Taliban, εξήγγειλε προθεσμία ολικής αποχωρήσεως των δυνάμεων και επέφερε, τότε, την κατάρρευση του ηθικού του έως τότε καλώς μαχομένου Αφγανικού στρατού.
Παρά ταύτα, ο Πρόεδρος Biden δεν ήταν υποχρεωμένος να εμμείνει και να ολοκληρώσει την καταστροφή, την συνακόλουθη γεωστρατηγική ταπείνωση και την εγκατάλειψη μιας επενδύσεως διεθνούς και εθνικής ασφαλείας, εις αίμα και χρήμα, δύο δεκαετιών. Είχε κάθε θεσμική δυνατότητα να αναστείλει την εκκένωση και να εμμείνει στην παραμονή περιωρισμένων επιλέκτων δυνάμεων ―κρισίμων προς διατήρηση του ηθικού του Αφγανικού στρατού― και στην συνέχιση του αεροπορικού πολέμου. Το κόστος απωλειών και προϋπολογισμού θα είχε παραμείνει εις τα ελάχιστα επίπεδα της τελευταίας 2ετίας.
Ο φόβος εσωτερικού πολιτικού κόστους υπήρχε μεν, αλλά, ούτως ή άλλως, η έντασις των κρωγμών του κ. Trump, ότι ο διάδοχός του παρατείνει την πολεμική εμπλοκή της χώρας, δεν θα ήταν διαφορετική αυτών τους οποίους ήδη εκβάλει, επιχειρών να εκμεταλλευθεί την συγκυρία.
Παρέλκει, όμως, η συνέχεια επί των γενομένων. Αυτά, φευ, ουκ απογίγνεται… Ενδιαφέρει περισσότερο ο συνειρμός των αμέσως, ήδη, ορατών συνεπειών και των χειρισμών περιορισμού ζημιών.
Κατ’ αρχάς, αποκτάται και πάλι, από τους Taliban, αχανής εδαφική βάσις καταφυγής και οργανώσεως παντοειδών ακραίων Ισλαμιστικών σχηματισμών, όπως και απύθμενη πληθυσμιακή δεξαμενή στρατολογήσεως των μαχητών τους. Ακόμη και αν ―μάλλον αφελώς―, επίστευε κανείς ότι οι πολιτικώς ωριμότεροι ―μάλλον, οι πονηρότεροι―, της ηγεσίας των Taliban θα ήταν διατεθειμένοι, χάριν της προβολής βελτιωμένης νέας εικόνος συμβατικής, διεθνούς κρατικής υποστάσεώς τους, να μην το επιτρέψουν, πάλι, εκ των πραγμάτων, δεν θα είναι εις θέση να το αποτρέψουν. Το κίνημά τους έχει διάφορες «συνιστώσες» και ελάχιστες είναι έστω και κατ’ επίφαση «μετριοπαθείς». Στις βάσεις του, θα παραμείνει ενριζωμένη και επικρατούσα η ζωογόνος πίστις στην ανάγκη και το καθήκον του διαρκούς, Jihad των πιστών, κατά της αθέου Δύσεως και της συμπαρατάξεως προς όλους όσους τον διεξάγουν. Αυτή η φανατική πίστις τους επέτρεψε να επικρατήσουν. Δεν θα την εγκαταλείψουν. Όσοι την διατηρούν δεν είναι επιδεκτικοί αναμορφώσεως, αλλά, μόνον, στρατιωτικής εξουδετερώσεως.Άλλωστε, εκτός της πολιτικής υφής των Taliban, η έκτασις και η μορφολογία της χώρας δεν ευνοούν την άσκηση αποτελεσματικού ελέγχου του εδάφους της εκ μέρους των ισχυόντων στην πρωτεύουσα, ακόμη και αν υποτεθεί ότι αυτοί θα απεφάσιζαν να επιδείξουν «μετριοπάθεια».
Η χειροτέρα των συνεπειών είναι ότι ενθαρρύνονται, και επιτυγχάνεται αναζωογόνησις της μαχητικότητος και του φανατισμού όλων, των συνιστωσών της πανσπερμίας των ιεροπολεμιστών. Παλαιών και νέων, περιλαμβανομένων, του εις σχετική αναδίπλωση, μέχρι την στιγμή αυτή, τελούντος Ισλαμικού Κράτους (ISIS), και της υπό ανασυγκρότηση και επανίδρυση, AL-QAEDA.
Αντιστρόφως, αποθαρρύνεται, προς το παρόν η κοινή γνώμη των Δυτικών χωρών ―ποτέ ιδιαιτέρως πρόθυμη επ’αυτού―, να αποδέχεται ακόμη και συντόμου διαρκείας επιχειρήσεις κατά τρομοκρατικών βάσεων επί Μεσανατολικών, Αφρικανικών ή Ασιατικών εδαφών.
Εις επίμετρον, η επάνοδος της Ρωσίας και η προσπάθεια ανακτήσεως επιρροής της στην χώρα η οποία υπήρξε πάντα κύριος στόχος της επεκτατικής πολιτικής της προς την κατεύθυνση της Ινδικής Υποηπείρου ―ου μην αλλά και τάφος της ΕΣΣΔ―, συνιστούν βεβαιότητα.
Θα ήλπιζε, βεβαίως, κανείς ότι η μνήμη των Taliban δεν είναι ασθενής και ότι δεν λησμονούν τις μαζικές εξολοθρεύσεις παντός μη κομμουνιστού των υπό τις υπό Σοβιετική κηδεμονία κυβερνήσεων Taraqui και Anrin, του τέλους της 10ετίας 1970, ούτε την μετέπειτα Σοβιετική εισβολή.
Αλλά και τότε, θα προσφερθεί νέα εδαφική μάζα αναπτύξεως της αποσταθεροποιητικής δράσεως, εμμέσου έστω, του καθεστώτος του Κρεμλίνου κατά της Ευρώπης και της Αμερικής. Να μην λησμονείται ότι κατά βάσιμες πληροφορίες Συμμαχικών υπηρεσιών, έναντι κάθε Αμερικανού ή Ευρωπαίου φονευομένου εις το Αφγανιστάν, προσεφέροντο από την Ρωσία, αναλόγως των βαθμών των φονευομένων, αντίτιμα εις όπλα και χρηματικά ποσά.
Ίδια, αν όχι και μεγαλυτέρα, ευκαιρία γεωπολιτικής και γεω-οικονομικής διεισδύσεως προσφέρεται στην Κίνα.
Δικαιολογούνται οι Ευρωπαίοι, ιδίως μετά την Προεδρία Trump, να μην θεωρούν τις ΗΠΑ ως δύναμη πάντοτε φιλική της Ε.Ε.. Η Κίνα και η Ρωσία, όμως, είναι δυνάμεις αυτόχρημα εχθρικές προς την Ευρώπη και συγχρόνως, παγκόσμιοι και στερούμενοι ενδοιασμών και αναστολών, πολέμιοι των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των δημοκρατικών ελευθεριών.
Εξ ίσου φαίνεται ―εκ πρώτης όψεως τουλάχιστον και εις πρώτη φάση―, ότι ευνοείται και η Τουρκία, όπως πάντοτε συμβαίνει όποτε δημιουργούνται στην Εγγύς και την υπό ευρυτέρα έννοια, Μέση Ανατολή, κενά Δυτικής επιρροής, τα οποία εμφανίζεται εκείνη ως ικανή να πληρώσει ―επαναπεριβαλλομένη, τότε, τον μανδύα της Δύσεως, τον οποίον, άλλοτε, κατά περίσταση, θεαματικώς απορρίπτει. Είτε το θέλομε είτε όχι, είναι αναμφισβήτητη η αντικειμενική γεωπολιτική χρησιμότητά της, ως του εγγυτέρου στις Βορειο-Ανατολικές προσβάσεις της Υποηπείρου, Β.Ατλαντικού προπυργίου.
Ατυχώς δε έχει φανεί ότι εις στιγμές κρίσεως —και ιδίως αμηχανίας άλλων επιλογών—, παραμερίζεται, πλήρως, από Ευρωπαίους και Αμερικανούς, το εις περιόδους ηρέμου σκέψεως, στερεοτύπως πλέον, ανακύπτον ερώτημα αν η σημερινή Τουρκία, παραμένει, έστω κατά προσέγγιση, χώρα Δυτική και Βορειο-Ατλαντική. Αν είναι, ουσιαστικώς, επιδεκτική παρομοίων προσδιορισμών μια χώρα, αυτής της γεωγραφικής θέσεως, πολιτισμικώς και θρησκευτικώς αλλοτρία της Δύσεως ―επί μακρούς αιώνες εχθρική και κατακτητική προς αυτήν― και η οποία, όπως, ακριβώς, η Ρωσία και η Κίνα, επιθετικώς, διεκδικεί την διεύρυνση της σφαίρας επιρροής της, εντός ενός νέου πλαισίου ανακατανεμημένων διεθνών ισορροπιών.
Το ερώτημα αυτό μάλλον θα παραμερισθεί μία ακόμη φορά…
Συνεπώς, δεν πρέπει να εκπλήξει οποιουδήποτε βαθμού, μείωσις της Αμερικανικής, μετά-Trump, αυστηρότητος προς τις εκδηλώσεις ―ούτως ή άλλως, αμείωτες―, Τουρκικής αυτονομήσεως και ασκήσεως περιφερειακής ηγεμονίας.
Η μετριαστική παραλλαγή του ύφους της Αμερικανικής πλευράς επί του ζητήματος των Ρωσικών πυραύλων S400 είναι, ήδη, ευδιάκριτη. Υπήρξε αξιοσημείωτη η ηπιότης της Αμερικανικής φρασεολογίας μετά και νέες, εμφατικές Τουρκικές δηλώσεις περί του τετελεσμένου και μη αναστρέψιμου γεγονότος της αγοράς Ρωσικών εκτοξευτών και βλημάτων.
Χαρακτηριστική, υπό την ίδια έννοια, πρέπει να θεωρηθεί και η Ευρωπαϊκή απουσία ουσιαστικών αντιδράσεων προς τις περιοδικώς ανανεούμενες νύξεις της Αγκύρας περί του παρωχημένου της Συνθήκης της Λωζάννης.
Ομοίως, δεν θα πρέπει να εκπλήξουν ούτε η κορύφωσις των Τουρκικών απαιτήσεων και εκβιασμών επί του προσφυγικού και η κλιμάκωσις της Τουρκικής πιέσεως επί της Ελληνικής πλευράς, αλλά ούτε και νέες ποικίλες επιδείξεις Ευρωπαϊκής διαθέσεως κατευνασμού της Αγκύρας και παροχής ικανοποιήσεων.
Ακόμη, πρέπει να αναμένεται και η σκλήρυνσις της όχι ασυνήθους Ευρωπαϊκής κριτικής ―η Κα Johanson, ποτέ δεν την παραμελεί―, περί Ελληνικής σκληρότητος, βαναυσότητος, αναλγησίας κλπ., προς τα κύματα των από ξηράς και θαλάσσης λαθρομεταναστών ―οι οποίοι, εφ’ εξής, θα προβάλλονται, όλοι, ως Αφγανοί πρόσφυγες. Επ’ αυτού, όπως ήδη εσημειώσαμε, είναι επιβεβλημένη η ανάγκη λελογισμένης μείξεως ενός minimum στοιχειώδους ανθρωπιστικής ευαισθησίας και πολλαπλασίας, δόσεως αναλγησίας.
Είναι αξία, βεβαίως, συμπαθείας τα εξελιγμένα, εκείνα, στρώματα το Αφγανικού πληθυσμού, τα οποία θα υποστούν, πλέον επωδύνως απ’ ότι η μεγάλη μάζα των ομοεθνών τους, την τυραννία των Taliban. Πολλών δακρύων, όμως, δεν δικαιούνται, διότι είναι, πρωτίστως, θύματα της κοινωνίας την οποία εκείνα διεμόρφωσαν. Από τα στρώματα αυτά, των εγγραμμάτων και θρησκευτικώς χειραφετημένων είχε, κυρίως, προέλθει κατά την 10ετία 1970 η υποστήριξις προς το Κ.Κ. του Αφγανιστάν και η ανοχή προς τις δύο θηριώδεις κομμουνιστικές κυβερνήσεις, προδρόμους της Σοβιετικής εισβολής και όσων επηκολούθησαν.
Κάθε κοινωνία αξίζει, τελικώς, την τύχη της, και τους ηγέτες τους οποίους καταλήγει να έχει.
Όποια, παρά ταύτα και αν ήσαν τα αμαρτήματα και τα ελλείμματα της πολιτικής τάξεως του Αφγανιστάν, θα πρέπει δι’ όλων των μέσων να υποστηριχθεί κάθε εσωτερική κίνησις σταθεροποιήσεως της νέας βαναύσου εξουσίας. Δεν πρέπει η Δύσις να εμπέσει στην παγίδα του κατευνασμού και να ελπίσει ότι βαθμιαίως θα επέλθει η εξημέρωσις των Taliban.
Όποια, εν πάση περιπτώσει, και αν θα είναι η καιροσκοπική προσπάθεια Ρωσικής και Σινικής διεισδύσεως η Δύσις δεν πρέπει να σπεύσει να την συναγωνισθεί, εναγκαλιζομένη και αυτή τους νέους κυρίους της Kabul. Η πολιτική της προς αυτούς πρέπει να παραμείνει πολιτική διεθνούς απομονώσεως, παντοειδών κυρώσεων και ευκαιριακώς, ενόπλου φθοράς. Παντού όπου εμφανίζονται ένοπλα κινήματα και θύλακες τοπικής αντιστάσεως πρέπει να ενισχύονται. Είναι ατυχές ότι η κατάρρευσις του Αφγανικού στρατού επήλθε, πριν την απομάκρυνση όλων των Αμερικανών πολιτών, διότι τούτο υπεχρέωσε τις ΗΠΑ να διακόψουν τις εναέριες επιχειρήσεις κατά επιλεγμένων στόχων. Ολοκληρουμένης, όμως, της εκκενώσεως των εγκλωβισθέντων πολιτών, προσχήματα νέων πληγμάτων ―κατά προτίμηση αποκεφαλισμού ηγεσίας―, δεν θα είναι δυσχερές να εξευρεθούν. Ως εξουσία και καθεστώς οι Taliban θα προσφέρουν πολύ ευκρινεστέρους και ευτρώτους στόχους απ’ ότι ως αντάρται. Οποιαδήποτε ολισθήματά τους, οποιαδήποτε προσχήματα στοχευμένων πληγμάτων δώσουν πρέπει να τύχον αμέσου εκμεταλλεύσεως.
Η Δυτική Ευρώπη ―δηλαδή, ο παλαιός στενός μεταπολεμικός πυρήνας της, των 6 ή 7, και οι καλώς, κατά παράδοση, εξοπλισμένοι και ετοιμοπόλεμοι Σκανδιναβοί, οι οποίοι είναι και οι πρώτοι αποδέκται της Ρωσικής απειλής—, πρέπει να κατανοήσουν την ιστορική επιταγή να επενδύσουν επειγόντως τους αναγκαίους πόρους, ώστε να αποκτήσουν την δική τους, αυτονομημένη από την Β.Α. Συμμαχία, πειστική άμυνα. Πρέπει, ακόμη, να κατανοήσουν ότι αν δεν είναι διατεθειμένοι να παρεμβαίνουν ενόπλως πέραν των νοτίων ακτών της ηπείρου τους, θα δέχονται ακόμη περισσότερα πλήγματα επί των εδαφών τους.
Αμεσωτέρα και εγγυτέρα απειλή, εν τούτοις, κατά της Ευρώπης, συνιστούν ο ένοπλος Ισλαμισμός και το καθεστώς του Κρεμλίνου —του οποίου, στην πραγματικότητα, το Α.Ε.Π. (GNP) δεν φθάνει καν εκείνα της Ιταλίας, της Γαλλίας ή —εννοείται—, της Γερμανίας και παραμένει εγγύς του Ισπανικού…
Μόνη η ετοιμότητα του Κρεμλίνου να επενδύει εις αμυντικές δαπάνες και να προσφεύγει εις αδίστακτες, εγκληματικές μεθοδεύσεις αποσταθεροποιήσεως των γειτόνων του, καθιστούν την Ρωσία του Κου Putin επίφοβη απειλή. Στερείται πραγματικής δυνάμεως, ίσης προς τους φόβους τους οποίους προσπαθεί να εμβάλει.
Οι συνδυασμένοι πόροι λίγων Ευρωπαϊκών χωρών, υπό όρους πολιτικής και δημοσιονομικής αποφασιστικότητος, αρκούν να αποτρέψουν και την Ρωσική απειλή και την Ισλαμιστική.
Κατά πόσον η Ελλάς θα ήθελε να αποτελέσει μέλος αυτού του σκληρού αμυντικού Ευρωπαϊκού πυλώνος, αν αυτός καταστεί ποτέ πολιτικώς εφικτός, δεν είναι βέβαιον. Βέβαιον είναι ότι θα ήθελε να επωφεληθεί της υπάρξεώς του. Θα ήταν όμως η πολιτική τάξις της και ιδίως, η κοινή γνώμη της διατεθιμένες να αποδεχθούν το τίμημα αντιστοίχου συνεισφοράς και συμμετοχής, προς όλα τα αζιμούθια και όχι μόνον ―«αβανταδορικώς»―, έναντι της Τουρκίας ;
Τα μέχρι στιγμής δεδομένα δεν δεικνύουν προς την κατεύθυνση αυτή. Είναι μεν πάντοτε επιθυμητή ―και θορυβωδώς απαιτείται―, η ευνοϊκή προς την Ελλάδα παρέμβασις του ΝΑΤΟ εις τα Ελληνο-Τουρκικά. Όποτε, όμως, έχει δοθεί ευκαιρία ουσιαστικής Ελληνικής συνεισφοράς εις εξωτερική ΝΑΤΟϊκή δράση, η Ελληνική θύρα, πέραν παροχής διευκολύνσεως χρήσεως εδάφους, έχει παραμείνει κλειστή.
Ποια ήταν, π.χ., η Ελληνική συνεισφορά στην μάχιμη παρουσία της Συμμαχίας εις το Αφγανιστάν —από όπου την κατακλύζουν κύματα λαθρομεταναστών και εις του οποίου την ειρήνευση, είχε κατά συνέπεια κάθε συμφέρον να συμβάλει ; Η συνεισφορά ενός μη μάχιμου «μικτού τάγματος», υγειονομικών και μηχανικών ―συνήθως παρέμενε εντός του αεροδρομίου της Kabul―, συνεκρίνετο προς εκείνη επιλέκτων μονάδων καταδρομών και σμηνών μαχητικών αεροσκαφών και ελικοπτέρων, άλλων μικρών χωρών, όπως η Δανία και η Ολλανδία ; Χωρών, δηλαδή, πολύ περισσότερο απομακρυσμένων από το Αφγανιστάν, απ’ ότι η Ελλάς, η οποία, ήταν προφανές ότι θα υφίστατο την μείζονα προσφυγική ταλαιπωρία εις περίπτωση καταρρεύσεως.
Άρα, προς μεν τους Taliban, ουδείς κατευνασμός πρέπει να καταχωρηθεί και ουδεμία Ουτοπική προσδοκία αναμορφώσεώς τους να τραφεί. Συνεχής πίεσις, κυρώσεις και διεθνής απομόνωσις είναι ό,τι αξίζουν.
Η εντατική, νυχθημερόν, δορυφορική παρατήρησις εδάφους και η ακρόασις των τηλεπικοινωνιών τους θα συνεχισθεί ούτως ή άλλως. Ας ελπισθεί ότι κάθε επισημαινόμενος στόχος νέας, εκεί, υποδομής και εκπαιδεύσεως τρομοκρατών θα σφυροκοπείται αμέσως, χωρίς αναστολές και ότι εξευρισκομένων, περιοδικώς, αφορμών αντίποινα θα στρέφονται και κατά της ηγεσίας του νέου καθεστώτος, η οποία όπως προελέχθη, θα είναι πλέον, κατ’ ανάγκην, περισσότερο ορατή.
Πρωτεύον μέλημα πρέπει να παραμένει να μην ενθαρρυνθεί η πανσπερμία των Ιεροπολεμιστών του κόσμου και να εξακολουθήσει να δέχεται προληπτικά πλήγματα. Πρωτεύων στρατηγικός σκοπός εις το εξής, η εξόντωσις των τρομοκρατών και όχι η άρσις των κοινωνικών συνθηκών που –υποτιθεμένως–, τους δημιουργούν, διότι αυτή θα συνεπίγετο, ακόμη και αν ετίθετο αυτή η υπόθεσις παρατεταμένη πολιτική και κοινωνική εμπλοκή.
Η απόπειρα μακράς, χερσαίας, παραμονής Δυτικών δυνάμεων επί εδαφών χωρών του Μεσανατολικού, του Αφρικανικού και του Ασιατικού χώρου υπό Ισλαμιστική απειλή ή ήδη υπό Ισλαμιστικά καθεστώτα δεν πρέπει να επαναληφθεί. Αλλά ούτε και να διακοπεί ή να μειωθεί η πολιτική και επιχειρησιακή ετοιμότητα προς ανάληψη προληπτικών τε και κατασταλτικών επιδρομών, εναερίων μέσων και καταδρομέων, κατά παντός ανιχνευομένου στόχου, ακόμη και επί του εδάφους φαινομενικώς «ουδετέρων» ή «μετριοπαθών» χωρών.
Είναι ευχής έργον η σύμπτωσις, αμέσως μετά την αφγανική κατάρρευση, της γαλλικής επιτυχίας εξοντώσεως από καταδρομείς ηγετικού ισλαμιστικού στελέχους εις το Καμερούν.
Αλλά, προ παντός, ας μην επαναληφθεί το λάθος να πιστευθεί ότι ο πόλεμος κατά της Ισλαμιστικής τρομοκρατίας θα είναι ποτέ επιδεκτικός λήξεως, όπως, ομοίως, και η ανάγκη επεμβάσεων στις εστίες της.
Επί του προσφυγικού, όπως προανεφέραμε θα είναι, πέραν λίγων σταγόνων ευαισθησίας, αναγκαία ισχυρά δόσις αναλγησίας, διότι κάθε σχεδόν οικονομικός λαθρομετανάστης από τις χώρες της Υποηπείρου, ομιλών Urdu ή Pashtoon, θα επιχειρεί να εμφανίζεται ως Αφγανός.
Το άλλο μάθημα, το οποίο πρέπει να εξαχθεί από το Αφγανιστάν, είναι ότι μειώνεται διαρκώς η αποδιδομένη, από πλευράς ΗΠΑ, γεωστρατηγική και γεωοικονομική σημασία της Εγγύς και Μέσης Ανατολής. Επίσης και η Αμερικανική αποτίμησις της πραγματικής εντάσεως της Ρωσικής απειλής και των δυνατοτήτων του Κρεμλίνου. Ορθώς μάλλον.
Ορθώς, διότι πρωτεύον μέλημα των ΗΠΑ είναι η αντιμετώπισις της αλματώδους γιγαντώσεως της Σινικής ισχύος —παγκοσμίου μεν, εν δυνάμει, εξαπλώσεως, αλλά, προς το παρόν, στρεφομένης να κυριαρχήσει εντός του ζωτικού χώρου του Ειρηνικού, εντός του οποίου η Κίνα είναι απηλλαγμένη άλλου, αντιπάλου δέους, πλην του Αμερικανικού. Είναι, εις τελευταία ανάλυση, η μόνη ―εν δυνάμει και μεσοπροθέσμως―, υπερδύναμις ίσων δυνατοτήτων προς τις Αμερικανικές.
Η αναμφιβόλως διατηρουμένη τεχνολογική, οικονομική και αμυντική ζωτικότητα και υπεροχή των ΗΠΑ δεν είναι πλέον, απόλυτη. Δεν αρκεί να απαλλάσσει τους Συμμάχους τους ισοβαρών αμυντικών υποχρεώσεων. Ακόμη και αν υποτεθεί ότι ο Αμερικανικός πυλώνας θα συνέχιζε να ανέχεται την διαιώνιση του Ευρωπαϊκού αμυντικού παρασιτισμού.
Ατυχώς και η συνοχή του Αμερικανικού εσωτερικού πολιτικού μετώπου, όπως και της κοινωνίας, εμφανίζεται άκρως ασταθής. Η επάνοδος, μετά 3ετία, στην εξουσία Ρεπουμπλικανών θιασωτών του απομονωτισμού είναι απολύτως πιθανή.
Αλλά ούτε και η όψις της άλλης πλευράς του Αμερικανικού πολιτικού φάσματος δικαιολογεί Ευρωπαϊκή αισιοδοξία : επιταχύνεται, συνεχώς, η περιέλευσις του Δημοκρατικού κόμματος υπό την επιρροή εθνοτικών μειονοτήτων, όχι μόνον αλλοτρίων προς την Ευρώπη και προς τις πολιτισμικές και εθνοτικές καταβολές των λαών της ―και εννοείται και προς την αντίστοιχη Αγγλο-Σαξονική κληρονομία των ΗΠΑ―, αλλά, απροκαλύπτως και ενίοτε μετά μοχθηρίας, επιθετικώς, εχθρικών και απορριπτικών.
Έως τώρα, η μεγάλη Αμερικανική συμπολιτεία εθεωρείτο υψικάμινος συντήξεως φυλών, εθνοτήτων και πολιτισμών. Η διαδικασία της τήξεως επέτρεπε όμως, τα συντηκόμενα, ως εκ της τότε αναλογίας τους ίσως, να καταλήγουν εις μία μήτρα, απαραλλάκτως, Δυτικο-Ευρωπαϊκού τύπου, αφομοιουμένων, εκεί, έως και των Σλαβικών και Μεσογειακών μεταναστευτικών στοιχείων. Όχι, πλέον. Τα συντηκόμενα είναι τόσον διάφορα, αλλότρια και συχνά τοξικά προς όλες τις εθνότητες της Ευρωπαϊκής ηπείρου, ώστε έχουν αρχίσει, αντί να συντήκονται, να καταλήγουν αυτά, να τήκουν τα τοιχώματα της υψικαμίνου… The melting pot is melting…
Η Ευρώπη ―η ΕΕ, οι φορείς και η κοινή γνώμη των επί μέρους χωρών, κατά οποιαδήποτε συλλογική, θεσμική πρόσληψή τους―, πρέπει, λοιπόν, να κατανοήσουν ότι είναι υψηλή, ακόμη και εις σύντομες προθεσμίες, η πιθανότητα ―μακροπροθέσμως είναι σχεδόν απόλυτη η βεβαιότητα―, να χρειασθεί να αντιμετωπίσουν, μόνοι, μία ολόκληρη, ήδη ορατή, δέσμη συμμέτρων και ασυμμέτρων απειλών, από όλα τα σημεία του ορίζοντος. Χωρίς, πλέον, αξιόλογη Αμερικανική, ίσως ούτε και Βρετανική, υποστήριξη. Εκτείνεται η δέσμη αυτή ―ενδεικτικώς οριοθετουμένης―, από την Ρωσική απειλή προς την Βαλτική, την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη και τα Βαλκάνια, έως τα μεταναστευτικά κύματα από την Τουρκία και τις ακτές της Β. Αφρικής. Από την πανταχόθεν ορμωμένη Ισλαμιστική τρομοκρατία, και την συνεχή μεταναστευτική πίεση επί των εξωτερικών Ευρωπαϊκών συνόρων, έως την Τουρκική προσπάθεια ―η οποία θα συνεχισθεί και θα ενταθεί― επιβολής περιφερειακής ηγεμονίας στην Ανατολική λεκάνη της Μεσογείου έως τις ακτές της Λιβύης.
Θα το κατανοήσουν εγκαίρως ; Θα δεχθούν το κόστος ; Θα προχωρήσουν, επιτέλους, προς την δημιουργία αξιοπίστου δυνάμεως Ευρωπαϊκής Αμύνης αναλόγου των συνδυασμένων οικονομικών δυνατοτήτων των Εταίρων, χωρίς παρασιτικές προσκολλήσεις και χωρίς εκπτώσεις ;
Π. Κ. Μ.
*