ΤΑΣΟΣ ΓΙΑΝΝΙΤΣΗΣ

Ομοτ. Καθηγητής Πανεπ/μίου Αθηνών, π. υπουργός

 

Η εκρηκτική αύξηση της ανθρώπινης ευημερίας τα τελευταία διακόσια χρόνια, σε συνδυασμό ίσως και με αναπότρεπτες κλιματολογικές αλλαγές, πραγματοποιήθηκε με παράλληλη ρύπανση του πλανήτη, δημιουργώντας το μεγαλύτερο πρόβλημα των τελευταίων τουλάχιστον δέκα χιλιάδων ετών.  Για σημαντικό διάστημα η κλιματική αλλαγή θεωρούνταν ως ένα απόμακρο ρίσκο που ελάχιστοι πίστευαν ότι θα επέλθει καν. Γι’ αυτό δεν γινόταν τίποτα. Όμως, μέσα σε 150 περίπου χρόνια πραγματοποιήθηκαν εκπομπές διοξείδιου του άνθρακα που διαφορετικά θα γίνονταν σε περισσότερες χιλιάδες χρόνια, φέρνοντας τις γενιές μας μπροστά στην πύλη της κόλασης.

Μια χώρα μεμονωμένα, και μάλιστα μικρή, δεν μπορεί να επηρεάσει την ίδια την εξέλιξη της κλιματικής αλλαγής. Όμως, κάθε χώρα μπορεί να κάνει πολλά σε ένα διαφορετικό μέτωπο: στο αν θέλει να περιορίσει τις επιπτώσεις που φέρνει η κλιματική αλλαγή στον πληθυσμό της (πυρκαγιές, ερημοποποίηση, ενεργειακό, τοπικό περιβάλλον, υγεία, μορφές και κόστος παραγωγής, εφαρμογές καινοτομιών). Για το λόγο αυτό, προέχει η αναζήτηση ρεαλιστικών εκτιμήσεων για το πώς μπορούμε να πλεύσουμε ανάμεσα σε πρωτόγνωρα προβλήματα και δυσκολίες. Αυτό όμως σημαίνει ότι θα έχουμε κατανοήσει ότι είτε κάνουμε, είτε δεν κάνουμε ότι απαιτείται, θα πληρώσουμε ένα δύσκολο τίμημα. Απλώς στη δεύτερη περίπτωση το τίμημα θα είναι μεγαλύτερο, όπως και τα προβλήματα, όχι μόνο για τους απογόνους μας, αλλά και για εμάς τους ίδιους.

Η χώρα σήμερα βρίσκεται αντιμέτωπη με τεράστιες φυσικές καταστροφές πολύτιμου φυσικού περιβάλλοντος, και ακόμα είμαστε σε πολύ αρχική φάση. Όμως, επίσης, δεν είμαστε αντιμέτωποι μόνο με τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής και το τεράστιο ρίσκο που σημαίνουν. Ο τρόπος που έχουμε φτάσει στο 2021 είχε ως αποτέλεσμα την παράλληλη συσσώρευση ενός μίγματος περισσότερων σημαντικών ρίσκων, όπως το τεράστιο χρέος, η υπογεννητικότητα, η γήρανση, τα συνεχή δημοσιονομικά ελλείμματα, η αδύναμη εκπαίδευση, η τεχνολογική μας υστέρηση, η επενδυτική και αναπτυξιακή αναιμικότητα. Όλα αυτά μαζί συνιστούν ένα συνολικότερο κίνδυνο σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα. Οι επιπτώσεις –ο λογαριασμός- είναι πρωτόγνωρες και άγνωστες. Κάθε τόσο θα ανακαλύπτουμε ότι το τίμημα θα είναι εκθετικό. Η Αναπόφευκτα, η πραγματικότητα αυτή κάνει αναγκαίες δύσκολες ιεραρχήσεις, καθώς η επικέντρωση πόρων στα οξύτερα προβλήματα, θα έχει ως αναγκαστικό αποτέλεσμα τη μη-επαρκή αντιμετώπιση άλλων προβλημάτων. Κάνει, επίσης, αναγκαίες, μορφές παρέμβασης που δεν θα οδηγούν στην υπερχρέωση μέσα σε συνθήκες υφιστάμενης υπερχρέωσης.

Οι εξελίξεις αυτές έχουν μια εξαιρετικά σημαντική επίδραση στις ανισότητες. Ουσιαστικά, όλα αυτά  συνδέονται με το ερώτημα ‘ποιος θα πληρώσει περισσότερο και ποιος λιγότερο, με ποιο τρόπο’, αλλά και  ‘ποιος μπορεί να πληρώσει και τι γίνεται με όσους αντικειμενικά αδυνατούν’. Αυτό αναδεικνύει ένα διαφορετικό πρακτικό πρόβλημα. Σε μια Ελλάδα, όπου ένα όχι ασήμαντο τμήμα όσων δηλώνουν χαμηλά εισοδήματα απλώς αποκρύπτει την πραγματική του κατάσταση, το πρόβλημα περιπλέκεται, καθώς μια ενίσχυση όλων όσων πλασματικά εμφανίζονται αδύνατοι, κινδυνεύει να χάσει κάθε νομιμοποίηση στα μάτια όλης της κοινωνίας.

Το πώς αντιμετωπίζουμε όλα αυτά σχετίζεται με τις αντιλήψεις που καλλιεργούμε, τις  συμπεριφορές και την άγνοιά μας. Η διάχυτη αντίληψη που ακόμα και τώρα επικρατεί, είναι ότι η κλιματική αλλαγή είναι θεωρία κάποιων γραφικών, ότι πίσω από αυτήν κρύβονται συνομωσίες, και ότι ένα Κράτος όπου ανθεί η φοροδιαφυγή και η διαφθορά μπορεί να αντιμετωπίζει με άψογο τρόπο όποια καταστροφή προκύπτει. Στη λογική αυτή, τα τελευταία 50 χρόνια περίπου, η κοινωνία μας αφ’ ενός δεν θέλει να σκέφτεται για το αύριο, και αφ’ ετέρου έχει εθισθεί στη συνεχή απόκρυψη προβλημάτων και δυσκολιών. Σε ελάχιστες στιγμές στην ιστορία μας οι πολιτικές ηγεσίες προσπάθησαν έγκαιρα και αυτόβουλα να περάσουν στην κοινωνία το μήνυμα, ότι υπάρχουν δυσκολίες και ότι το πώς θα είναι το αύριο της κοινωνίας εξαρτάται από το τι επιλογές και προσπάθειες θα γίνουν σήμερα και ότι τις υποστηρίζουν.  Πάντα το σήμερα έσβηνε το μέλλον. Όταν, βέβαια, έρχονταν στιγμές όπου το αφήγημα του ‘όλα βαίνουν καλώς’ κατέρρεε βροντερά, οι κοινωνικές προσδοκίες διαψεύδονταν παταγωδώς, η κοινωνία θεωρούσε ότι εξαπατήθηκε, και,  δικαιολογημένα ή όχι, ξεσπούσε στη χώρα οργή, φόβος, μεσσιανισμός, τυφλή εκδικητικότητα, η ανάδειξη του παράλογου -η επιβεβαίωση του έργου «Τα παιδιά των ανθρώπων» των Φ. Ντ. Τζέιμς και Αλφόνσο Κουαρόν.

Από ένα τέτοιο σημείο και μετά προκύπτουν νέοι –δευτερογενείς- κίνδυνοι. Κοινωνικές αναταράξεις με παράλληλη συνύπαρξη περισσότερων άλυτων προβλημάτων αποτελούν κίνδυνο για τη δημοκρατία και την ανάπτυξη. Το είδαμε έντονα όλα αυτά τα χρόνια στην Ελλάδα και αλλού. Οι κίνδυνοι θα προέρχονται από τις αναταραχές που θα εμποδίζουν τις αναγκαίες αναδιαρθρώσεις σε μια γερασμένη, υπερχρεωμένη και υπερεκτεθειμένη στην υπερθέρμανση μεσογειακής χώρας, από την εμφάνιση αφελών ή συνειδητά ψεύτικων λύσεων, το τίμημα των οποίων θα αποκαλύπτεται εκ των υστέρων, και από την τυχόν παθητικότητα των πιο ισχυρών τμημάτων της κοινωνίας να διασφαλίσουν τη συνοχή της χώρας, αναλαμβάνοντας ευθύνες και πρωτοβουλίες για την αντιμετώπιση των προβλημάτων.

Οι επιπτώσεις δεν είναι κάτι που μπορεί να αντιμετωπιστεί από την αγορά ή κάποιους αυτοματισμούς. Αγγίζει οριζόντια κάθε πεδίο πολιτικής (από την εκπαίδευση μέχρι τη φοροδιαφυγή) και κάνει αναγκαία τη μετάβαση σε νέες, αποτελεσματικότερες, μορφές διακυβέρνησης. Μόνο το Κράτος, σε συνεργασία με άλλες χώρες, αλλά και με τη μαζική στήριξη ‘από κάτω’ μπορεί να διασφαλίσει ένα αποτελεσματικό και πολυδιάστατο μηχανισμό και μια επώδυνη μετάβαση. Είναι απόλυτα αναγκαίο το Κράτος να ξεπεράσει το γνωστό βραχυπρόθεσμο εκλογικό κύκλο και να δώσει προτεραιότητα στις μεσο-μακροπρόθεσμες προκλήσεις και στον καταμερισμό του αναπόφευκτου κόστους, ώστε να αποφευχθεί ένα πολύ μεγαλύτερο τίμημα και, κυρίως, να κερδίσει την εμπιστοσύνη της κοινωνίας γι’ αυτά.  Η δυσκολία είναι, ότι μεγάλα τμήματα της κοινωνίας είναι πολύ μακριά από την πραγματικότητα και αυτό είναι ένα δεδομένο που δύσκολα αλλάζει από μόνο του. Αν σε άλλα θέματα μια τέτοια διάσταση έχει αρνητικές επιπτώσεις λίγων ετών, στο θέμα κλιματική αλλαγή έχει κόστος δεκαετιών.

Μπορούμε να συνεχίσουμε να αγνοούμε τους ευρύτερους κινδύνους που δημιουργούν οι επιλογές και οι κοινωνικο-πολιτικές συμπεριφορές μας και να λειτουργήσουμε ξανά όπως τα ‘Κακομαθημένα παιδιά της ιστορίας’, κατά την έκφραση του Κώστα Κωστή. Τότε, το αύριο θα είναι μια μεγέθυνση καταστάσεων που γνωρίζουμε ήδη και συνοψίζεται σε τρεις λέξεις: αδιέξοδα, αναταραχές, επιδείνωση. Τότε τα γνωστά πολιτικά σχήματα και οι ιδεολογίες θα σαρωθούν. Η υπέρβαση, έστω εν μέρει, μιας τέτοιας δύστοπης πραγματικότητας δεν είναι ανέφικτη. Αλλά το εφικτό θα εξαρτηθεί από το αν ταχύτατα θα αρχίσουμε να κάνουμε ‘ότι χρειάζεται’ για να υλοποιηθεί ή να ματαιωθεί. Η εμπειρία και η μνήμη μας δίνουν ίδιες πιθανότητες στο να πετύχουμε ή να αποτύχουμε.