Αντώνης Μπρεδήμας

Ομ. καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών

 

Ι. Εισαγωγή

Πέραν της πολιτικής του διάστασης, το θέμα της οριοθέτησης των θαλασσίων συνόρων Ελλάδας και Τουρκίας στο Αιγαίο και στο Καστελόριζο παρουσιάζει έντονο ενδιαφέρον από νομική άποψη, λόγω των ιδιαιτεροτήτων που παρουσιάζουν οι δύο περιοχές, και ιδιαίτερα το Αιγαίο. Τα θέματα που τίθενται προς συζήτηση είναι πολλά, και λόγω του περιορισμένου χρόνου που έχω, η συζήτηση αυτή θα έχει ένα συνοπτικό χαρακτήρα. Εκείνο που θα πρέπει να τονιστεί είναι ότι η όλη επεξεργασία των θεμάτων αυτών θα βασιστεί στη διεθνή νομολογία, έχοντας ταυτόχρονα υπόψη ότι η νομολογία αυτή, παρ’ ότι έχει βελτιωθεί τα τελευταία χρόνια ως προς την προβλεψιμότητα και συνεκτικότητα, παραμένει ατελής, έτσι ώστε να μην μπορεί κανείς να είναι σίγουρος για το τί θα δώσει μία προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Στο επίπεδο μεθοδολογίας, η εξέταση της συγκεκριμένης οριοθέτησης θα ακολουθήσει την γενικά αποδεκτή μέθοδο, προκειμένου να επιτευχθεί ένα δίκαιο αποτέλεσμα, σύμφωνα με τα άρθρα 74 και 83 της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας, τη μέθοδο των τριών σταδίων. Κατά το πρώτο στάδιο, χαράσσεται η προσωρινή γραμμή ίσης απόστασης, ενώ κατά το δεύτερο εξετάζονται εκείνες οι περιστάσεις που μπορούν να επηρεάσουν την οριοθέτηση με την αναπροσαρμογή της προσωρινής γραμμής ίσης απόστασης: σχετικές περιστάσεις (relevant circumstances). Το τρίτο στάδιο, που υιοθετήθηκε μετά το 2009 (τεστ της δυσαναλογίας), χρησιμεύει στη σύγκριση της αναλογίας του μήκους των ακτών των δύο πλευρών προς την αναλογία της θαλάσσιας περιοχής (area) έτσι όπως προσδιορίστηκε κατά το δεύτερο στάδιο. Αν οι αναλογίες αυτές διαφέρουν σημαντικά, το Δικαστήριο μπορεί να προβεί σε αναθεώρηση της γραμμής ίσης απόστασης έτσι ώστε να επιτευχθεί τελικά ένα δίκαιο αποτέλεσμα.

 

ΙΙ. Η οριοθέτηση του Αιγαίου

Η θέση της Τουρκίας συνίσταται στο ότι για τη δίκαιη οριοθέτηση της ΑΟΖ/Υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο, η θαλάσσια περιοχή πρέπει να κατανεμηθεί με δίκαιο τρόπο, λαμβάνοντας υπόψη την παρουσία των δύο ηπειρωτικών ακτών: της μικρασιατικής και της ελληνικής. Έτσι πρέπει να υπάρξει μία οριοθετική γραμμή που θα χωρίζει το Αιγαίο στα δύο. Για την Ελλάδα, η οριοθετική γραμμή περνά ανάμεσα στα ελληνικά νησιά του Ανατολικού Αιγαίου / Δωδεκάνησος και τις μικρασιατικές ακτές, πλην ορισμένων εξαιρέσεων, στο βόρειο, κυρίως, μέρος, λιγότερο σε ορισμένες κεντρικές περιοχές, καθώς και στην περιοχή μετά τη Ρόδο, όπου μπορεί να εφαρμοστεί η γραμμή ίσης απόστασης.

Η τουρκική θέση θα πρέπει να απορριφθεί από το Δικαστήριο για δύο λόγους: αφενός γιατί αντανακλά παλαιότερη –και ξεπερασμένη ολοκληρωτικά από μεταγενέστερες αποφάσεις– νομολογία (υπόθεση της Βόρειας Θάλασσας), όπου οι ζώνες (εν προκειμένω η υφαλοκρηπίδα) αποτελούσε φυσική προέκταση του εδάφους, δηλαδή των δύο ηπειρωτικών ακτών. Η επικρατήσασα νομολογιακή αντίληψη είναι ότι οι θαλάσσιες ζώνες έχουν σχέση και ανήκουν στα κράτη που έχουν την κυριαρχία επί του συγκεκριμένου εδάφους, ηπειρωτικού ή νησιωτικού. Αφετέρου, γιατί η αποδοχή της τουρκικής θέσης θα καθιστούσε εκατοντάδες ελληνικά νησιά και βράχους «όμηρους» της Τουρκίας, μη έχοντας ελεύθερη πρόσβαση στο έδαφος της Ελλάδας.

Κατά το δεύτερο στάδιο, είναι πιθανό η Τουρκία να προβάλλει την αποκοπή (cut-off) των ακτών της από τη θαλάσσια περιοχή του Αιγαίου ως σχετική περίσταση που θα πρέπει να ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο. Θα στηρίξει δε τη θέση της στην απόφαση του ITLOS στην υπόθεση BangladeshMyanmar (2012), όπου το Δικαστήριο έκρινε ότι ένα νησί του Bangladesh, μακρόστενου σχήματος και ευρισκόμενο κατά μήκος των ακτών της Myanmar, απέκοπτε την τελευταία από δικαίωμα στην ΑΟΖ. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο έδωσε μηδενική επήρεια στο νησί αυτό και επέτρεψε στην Myanmar να υπερπηδήσει το νησί και να υιοθετήσει δική της ΑΟΖ προς τα ανοιχτά. Το επιχείρημα αυτό της Τουρκίας δεν φαίνεται να μπορεί να εφαρμοστεί στο Αιγαίο, δεδομένου ότι στη μεν περίπτωση της Myanmar η «υπερπήδηση» του νησιού έγινε δυνατή επειδή πέραν αυτού εκτεινόταν η ανοικτή θάλασσα, ενώ στην περίπτωση του Αιγαίου η «υπερπήδηση» των ελληνικών νησιών του Ανατολικού Αιγαίου θα συναντούσε την παρουσία άλλων πολυάριθμων ελληνικών νησιών. Η λύση της Myanmar δεν μπορεί να εφαρμοστεί παρά μόνο εκεί που υπάρχει ανοικτή θάλασσα.

Από τους υπόλοιπους παράγοντες, που συνιστούν, κατά τη διεθνή νομολογία, σχετικές περιστάσεις, και που ασφαλώς θα επικαλεστεί η Τουρκία, θα πρέπει να μνημονεύσουμε την κύρια γεωγραφική σχετική περίσταση, που είναι το μήκος των ακτογραμμών. Και ενώ η τουρκική ακτογραμμή είναι πράγματι εντυπωσιακά μεγάλη, ξεκινά από τη βορειοανατολική περιοχή του Αιγαίου και φθάνει μέχρι και το Καστελόριζο, στην πραγματικότητα η διαφορά του μήκους των ακτογραμμών ανάμεσα στις δύο χώρες δεν είναι σημαντική, δεδομένου ότι ο υπολογισμός του μήκους των ακτών πολυάριθμων, μεγάλων και μικρών νησιών κατά μήκος των μικρασιατικών ακτών θα μας δώσει ένα μήκος ακτογραμμών των ελληνικών νησιών ίσο αν όχι μεγαλύτερο των τουρκικών ακτογραμμών. Η δε διεθνής νομολογία έχει επανειλημμένα θεωρήσει ότι με διαφορά μήκους των ακτογραμμών 1 προς 1,5 δεν συνιστά σχετική περίσταση.

Όσον αφορά τις άλλες, μη-γεωγραφικές, σχετικές περιστάσεις, θα συγκρατήσουμε δύο, τις οποίες μπορεί να επικαλεστεί η Τουρκία: πρώτο, το ζήτημα της αλίευσης. Η αλίευση έχει γίνει δεκτή από τα Δικαστήρια ως σχετική περίσταση, εφαρμόζεται όμως μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν η εγκαθίδρυση ΑΟΖ θα είχε καταστροφικά αποτελέσματα για τις κοινότητες των αλιέων. Παρόμοια περίπτωση δεν φαίνεται να συντρέχει στην περιοχή του Αιγαίου, όπου ναι μεν θα υπάρξει μια δυσμενέστερη εξέλιξη για τους Τούρκους αλιείς, αυτή όμως δεν θα είναι καταστροφική.

Όσον αφορά τη δεύτερη σχετική περίσταση αυτή της (στρατιωτικής) ασφάλειας, η Τουρκία ενδέχεται να την επικαλεστεί, στηριζόμενη στο δόγμα της «περικύκλωσής» της από Ελλάδα και Τουρκία. Ασφαλώς στο επιχείρημα αυτό θα αντιταχθεί η Ελλάδα, υποστηρίζοντας με βάση τα πραγματικά δεδομένα (εισβολή στην Κύπρο, casus belli, 6η στρατιά Αιγαίου κ.ά.), ότι συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Το πιθανότερο είναι ότι το Δικαστήριο θα αποφύγει να εισέλθει στην ουσία του ζητήματος, περιοριζόμενο στο να πει ότι έλαβε υπόψη του την κατάσταση, όπως έκανε και στην υπόθεση της Μαύρης Θάλασσας.

Εξάλλου, η Ελλάδα μπορεί, από την πλευρά της να προβάλλει ως σχετική περίσταση, προς όφελός της, το γεγονός ότι η οριοθέτηση της ΑΟΖ στη μέση του Αιγαίου δημιουργεί μεγάλα προβλήματα στην ασφάλεια της ναυσιπλοΐας στην περιοχή, αφού ανατολικά της μέσης γραμμής οι γραμμές ναυσιπλοΐας θα πρέπει να διέρχονται διαδοχικά από διαφορετικής δικαιοδοσίας έλεγχο: τουρκική για την ΑΟΖ, ελληνική για τις πολυάριθμες αιγιαλίτιδες ζώνες των νησιών και βράχων, ή, αλλιώς, η ναυσιπλοΐα θα πρέπει να γίνεται με ένα τρόπο ζιγκ-ζαγκ, πράγμα απαράδεκτο για τους κανόνες της ναυσιπλοΐας.

 

ΙΙ. Η οριοθέτηση στο Καστελόριζο

Το πρώτο ζήτημα που έχει να αντιμετωπίσει το Δικαστήριο, κατά το πρώτο στάδιο της οριοθέτησης, είναι αυτό των επικαλυπτόμενων αξιώσεων στις θαλάσσιες περιοχές των δύο χωρών, εν προκειμένω δε της Τουρκίας. Οι ελληνικές αξιώσεις έχουν καθοριστεί στη βάση της αρχής της ίσης απόστασης. Για την Τουρκία, αντίθετα, το σύνολο των θαλάσσιων περιοχών νοτιο – νοτιοανατολικά της Ρόδου, της Καρπάθου, αλλά και γύρω από την Κρήτη, αποτελεί δική της ΑΟΖ, με το επιχείρημα ότι τα νησιά δεν έχουν ΑΟΖ / υφαλοκρηπίδα. Αυτή η αντίληψη εκφράζεται μέσα από το τουρκο-λιβυκό Μνημόνιο του 2020 (δόγμα της «γαλάζιας πατρίδας»). Το Δικαστήριο θα κρίνει ότι η θέση αυτή της Τουρκίας είναι αστήρικτη, δεδομένου ότι όλα τα νησιά διαθέτουν ΑΟΖ/υφαλοκρηπίδα, σύμφωνα με το άρθρο 121,1 της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας. Από εκεί και πέρα, τίποτε δεν εμποδίζει την Τουρκία να προβάλλει επιχειρήματα σχετικά με την ΑΟΖ του Καστελόριζου, υπό τη μορφή σχετικών περιστάσεων (δεύτερο στάδιο). Μια σχετική περίσταση, γεωγραφικού χαρακτήρα, που θα επικαλεστεί η Τουρκία είναι η θέση του Καστελόριζου στο εσωτερικό τουρκικού κόλπου, και θα στηριχτεί, ενδεχομένως, στη διαιτητική απόφαση για τα Αγγλο-νορμανδικά νησιά (1977), όπου το Δικαστήριο του έδωσε ένα καθεστώς «enclave», δηλαδή μία επί πλέον ζώνη πέραν της αιγιαλίτιδας ζώνης, πλάτους όσο και αυτή, αρνούμενο έτσι στα νησιά αυτά ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα. Το επιχείρημα όμως αυτό δεν μπορεί να ισχύσει στην περίπτωση του Καστελόριζου, γιατί η λύση ”enclave” για τα αγγλο-νορμανδικά νησιά οφειλόταν στο γεγονός ότι η αναγνώριση ΑΟΖ (πλήρους ή ακόμα και μισής επήρειας) σ’ αυτά θα είχε ως αποτέλεσμα την αποκοπή της Γαλλίας από τις θαλάσσιες περιοχές της Μάγχης, λόγω της στενότητας της περιοχής. Αντίθετα, στην περίπτωση του Καστελόριζου, δεν υπάρχει αποκοπή της Τουρκίας από τις θαλάσσιες περιοχές και αυτό ισχύει τόσο ως προς την περιοχή ανάμεσα στη Ρόδο και στο Καστελόριζο όσο και στην περιοχή ανατολικά της οριοθετικής γραμμής που δέχεται η Ελλάδα.

Ένα δεύτερο, γεωγραφικού χαρακτήρα, τουρκικό επιχείρημα είναι η απόσταση του Καστελόριζου από τις ηπειρωτικές ακτές της Ελλάδας (περίπου 450 ν.μ.), επιχείρημα που ανάφερε επανειλημμένως ο Τούρκος ΥπΕξ Τσαβούσογλου. Το επιχείρημα αυτό δεν βρίσκει βάση στο δίκαιο της οριοθέτησης, αφού η διεθνής νομολογία έχει αναγνωρίσει ΑΟΖ/υφαλοκρηπίδα σε νησιά πλησίον των ακτών ενός κράτους που βρίσκονται σε πολλαπλάσια απόσταση από αυτή του Καστελόριζου (Jan Mayen, St. Pierre et Miquelon). Αφήνω στην άκρη το γεγονός ότι η απόσταση του Καστελόριζου δεν πρέπει να μετριέται από την πλησιέστερη ηπειρωτική ακτή της Ελλάδας, αλλά από το πλησιέστερο ελληνικό έδαφος, που είναι η Ρόδος. Και αυτό γιατί το Καστελόριζο αποτελεί μέρος της «αλυσίδας» των νησιών της Δωδεκανήσου, ενώ στην περίπτωση των νησιών Jan Mayen, St. Pierre et Miquelon ελήφθη υπόψη η ηπειρωτική ακτή γιατί δεν μεσολαβούν άλλα νησιά.

Από τις υπόλοιπες, μη-γεωγραφικές, σχετικές περιστάσεις θα αφήσω στην άκρη την αλίευση και την (στρατιωτική) ασφάλεια, για τις οποίες μίλησα σε σχέση με το Αιγαίο και οι οποίες δεν ισχύουν εξίσου και για το Καστελόριζο. Μία μόνο μη – γεωγραφική σχετική περίσταση θα πρέπει να αναφερθεί, και συγκεκριμένα το ζήτημα της συμπεριφοράς των κρατών, δηλαδή της διεξαγωγής στην αμφισβητούμενη θαλάσσια περιοχή ερευνών για υδρογονάνθρακες ή ακόμα και περιπολιών. Ως προς το θέμα αυτό, γίνεται γενικά δεκτό στη διεθνή νομολογία ότι παρόμοιες επιχειρήσεις στην μη-οριοθετημένη ΑΟΖ μπορούν να αποτελέσουν στοιχείο που θα επηρεάσει την οριοθέτηση. Αυτό όμως με την προϋπόθεση ότι θα υπάρχει συναίνεση του άλλου κράτους. Στην περίπτωση όμως του Καστελόριζου, η Ελλάδα σταθερά διαμαρτύρεται με διαβήματα για τις έρευνες στην εκεί θαλάσσια περιοχή από τα τουρκικά πλοία.

Άφησα για το τέλος τη σημαντικότερη γεωγραφική σχετική περίσταση που είναι το μήκος των ακτογραμμών των δύο χωρών στην περιοχή του Καστελόριζου. Παρ’ ότι θεωρείται ότι υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ των ακτογραμμών της Ελλάδας και της Τουρκίας προς όφελος της τελευταίας, η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Αυτό οφείλεται στο ότι λαμβάνει κανείς υπόψη τις ακτογραμμές της Τουρκίας από την περιοχή του Καστελόριζου και ανατολικά, μέχρι την περιοχή της Κύπρου. Στην πραγματικότητα όμως οι σχετικές ακτές της Τουρκίας, που μετράνε για τη διαφορά, είναι μόνον αυτές που «γεννούν» τις θαλάσσιες περιοχές όπου υπάρχει επικάλυψη αξιώσεων. Με δεδομένο ότι η Ελλάδα δεν έχει αξιώσεις σε θαλάσσιες περιοχές ανατολικά του Καστελόριζου, οι τουρκικές ακτές ανατολικά του Καστελόριζου δεν προσμετρώνται στη διαφορά ακτών. Έτσι, οι μόνες τουρκικές ακτές που λαμβάνονται υπόψη είναι αυτές μεταξύ Καστελόριζου και Ρόδου, το μήκος των οποίων δεν θα πρέπει να ξεπερνά τα 150 χλμ. Οι ελληνικές ακτές, και συγκεκριμένα αυτές των νησιών του συμπλέγματος του Καστελόριζου, μαζί με τις ακτές της Ρόδου υπολογιζόμενες συνολικά, και όχι μόνο οι απέναντι στην Τουρκία, έχουν ένα μήκος που δεν φαίνεται να διαφέρει σημαντικά από τις τουρκικές ακτές. Δεδομένου δε ότι, κατά τη διεθνή νομολογία, μία διαφορά της τάξεως 0,3%, 0,5% δεν θεωρείται ότι οδηγεί σε μη-δίκαιο αποτέλεσμα, θα πρέπει να συμπεράνουμε ότι το μήκος των ακτογραμμών δεν αποτελεί εν προκειμένω σχετική περίσταση.

Ένα τελευταίο, αλλά σημαντικό κατά την εκτίμησή μου, ζήτημα είναι αυτό που σχετίζεται με το τεστ της δυσαναλογίας (τρίτο στάδιο) και που συνίσταται, όπως ήδη ελέχθη, στην εξακρίβωση της σχέσης ανάμεσα στην αναλογία των ακτογραμμών και στην αναλογία των θαλασσίων εκτάσεων των δύο χωρών. Στην περίπτωσή μας, η μεν αναλογία του μήκους των ακτών δεν φαίνεται να υπερβαίνει σημαντικά το 1 προς 1. Η αναλογία όμως των θαλασσίων εκτάσεων φαίνεται, από μια ματιά στον χάρτη, 1 προς 3 (;). Εκείνο που θα πρέπει να τονιστεί είναι ότι η διεθνής νομολογία είναι πολύ ελαστική στο θέμα αυτό, αφού έχει δεχθεί ότι ακόμα και μια σχέση 1 προς 3 δεν συνιστά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας. Δεδομένου όμως ότι δεν υπάρχει δεδικασμένο και ότι η διακριτική ευχέρεια των διεθνών δικαστηρίων είναι, ιδιαίτερα κατά το τρίτο στάδιο της οριοθέτησης, πολύ μεγάλη, η προβλεψιμότητα στο σημείο αυτό είναι πολύ δύσκολη. Αν δε στην δυσαναλογία μήκους ακτών και θαλασσίων εκτάσεων στην περιοχή του Καστελόριζου προστεθεί και η αντίστοιχη δυσαναλογία στην περιοχή του Αιγαίου, όπου και εκεί φαίνεται να υπάρχει μια, μικρή έστω, διαφορά υπέρ της Ελλάδας, η προβλεψιμότητα καθίσταται ακόμα δυσκολότερη.

 

*Το κείμενο αποτέλεσε εισήγηση σε συνέδριο της Ελληνικής εταιρείας Διεθνούς Δικαίου και Διεθνών Σχέσεων που πραγματοποιήθηκε στη Ρόδο στις 11-12 Σεπτ. 2021