Αν έχουν, πράγματι, κερδηθεί στις Βρυξέλλες, κάποια περιθώρια χρόνου, ας αξιοποιηθούν προς πειστικότερη διαμόρφωση των Ελληνικών θέσεων και εγκατάλειψη των παραλογισμών.

 

Π. Κ. ΜΑΚΡΗ

Δεν γνωρίζομε αν η συνάντησις του Πρωθυπουργού και του Τούρκου Προέδρου στις Βρυξέλλες εντός Βορειο-Ατλαντικού πλαισίου, όπως και η πρόσφατη επίσκεψις του Κου Çavuşoğlu στην Ελληνική πρωτεύουσα, απέδωσαν ή όχι ουσιώδη αποτελέσματα. Η αβεβαιότης αυτή, όμως, συνιστά μια πρώτη επιτυχία, διότι η προηγηθείσα επίσκεψις του Έλληνος Υπουργού Εξωτερικών στην Άγκυρα, η οποία είχε προκαλέσει την ικανοποίηση και ρίγη υπερηφάνειας του Πανελληνίου, υπήρξε, μετά βεβαιότητος, παταγώδης αποτυχία ως προς την επίτευξη του υποτιθεμένου σκοπού των ανταλλαγών αυτών δηλαδή, την εκτόνωση των εντάσεων. Τουλάχιστον, την φορά αυτή, δεν εδόθησαν θεατρικές παραστάσεις και ετηρήθη ο στοιχειώδης κανών κάθε επιτυχούς διπλωματικής διαδικασίας: του απορρήτου των συνομιλιών. Η εξωτερική πολιτική δεν ασκείται «με διαφανείς διαδικασίες, και μέσα από δημόσιο διάλογο», κατά εμβληματική Συριζαϊκή διατύπωση, νοηματικώς ανόητη και φραστικώς ανελλήνιστη.

Η επιτυχία, εν τούτοις, των δύο προαναφερομένων, ούτως ειπείν, «γύρων» επικοινωνίας, φθάνει, μάλλον, μόνον μέχρις εδώ. Έως του ότι απεφεύχθη να προσθέσει νέες εντάσεις και περαιτέρω όξυνση. Θα κριθεί στην πράξη η ανθεκτικότητα και η διάρκεια της θρυλουμένης συμφωνίας των Βρυξελλών, περί διατηρήσεως ηρέμων υδάτων.

Οι παντοειδείς, βεβαίως, εξ επαγγέλματος συντηρηταί χρονίων ψευδαισθήσεων, επιμένουν και θριαμβολογούν και πάλι ότι χάρις «στην αποφασιστική Ελληνική άρνηση διαπραγμάτευσης κυριαρχικών δικαιωμάτων, η οποία, τώρα, δικαιώνεται», διασφαλίζεται μακρά περίοδος moratorium ―ουδεμία, εν τούτοις, έγινε χρήσις του σαφούς, αυτού, όρου― και άρα, διατηρήσεως του ισχύοντος status quo, του οποίου η Άγκυρα επιχειρεί την ανατροπή. Επίσης, ότι «σαφώς φάνηκε» ότι το καθεστώς της γείτονος αρχίζει να αντιλαμβάνεται ότι ευρίσκεται «μέσα σε γεωπολιτικά και οικονομικά αδιέξοδα», ότι έχει «απόλυτη ανάγκη αποκατάστασης των σχέσεών του με την Ευρώπη και τις ΗΠΑ», και ότι αυτή «περνάει από την Αθήνα…». 

Στην πραγματικότητα, ουδέποτε η Άγκυρα είχε εγκαταλείψει την στρατηγική επιδίωξη της διατηρήσεως των στενωτέρων δυνατών Ευρω-Τουρκικών δεσμών, έως και πλήρους εντάξεως ―και, εννοείται, των Αμερικανο-Τουρκικών συμμαχικών δεσμών. Αλλά υπό τους δικούς της όρους. Κάθε Τουρκική καθεστωτική ηγεσία ―όχι μόνον ο Κος Erdogan―, είναι διαχρονικώς πεπεισμένη ότι η Τουρκία είναι αρκετά μεγάλη και πολλαπλώς κρίσιμη χώρα ώστε να είναι ικανή να προσφέρει επαρκή ανταλλάγματα, καταπραϋντικά ή και πλήρως αναισθητοποιητικά, των οποιωνδήποτε ενδεχομένων Ευρωπαϊκών ή Αμερικανικών ευαισθησιών έναντι της Ελλάδος και της Κύπρου. Ούτε είχε, ποτέ, οποιαδήποτε Κυβέρνησις της γείτονος, εγκαταλείψει την έναντι της Ελλάδος, αλλά και της Ευρώπης και των ΗΠΑ, τακτική εναλλαγής ύφους και παραχωρήσεως περιόδων εκτονώσεως. 

Συνεπώς, ας μην εφησυχάζομε. Η Άγκυρα δεν παρεχώρησε moratorium μονομερών ενεργειών και δεν εγκαταλείπει, ούτε θα εγκαταλείψει, την προσπάθεια αποσπάσεως Ελληνικών παραχωρήσεων μέσω διμερούς διαπραγματευτικής διαδικασίας, υπό ανανεουμένη συνεχή πολεμική απειλή. Αν όχι τυπικών, de jure, Ελληνικών παραχωρήσεων κατόπιν διαπραγματεύσεων, τουλάχιστον, Ελληνικής αποδοχής τετελεσμένων, χωρίς πρακτική αντίσταση. Όπως, ακριβώς, επέτυχε την νύκτα των Ιμίων, υπό την σκιά της αμέσως, τότε, επικείμενης αναφλέξεως, την έμφοβη de facto, αποποίηση, εκ μέρους της Ελλάδος, της ασκήσεως της κυριαρχίας της και επί της συγκεκριμένης βραχονησίδος, αλλά ουσιαστικώς και επί ολοκλήρου ζώνης νησίδων και βράχων ―επί των οποίων μάλιστα, οι ευσταλείς πρόμαχοι των «αδιαπραγμάτευτων κυριαρχικών δικαιωμάτων», αποκλείουν, εκ προοιμίου, την ανάμιξη του Διεθνούς Δικαστηρίου, μέσω της οποίας θα παρίστατο ελπίς αποκαταστάσεως της πρακτικώς απολεσθείσης κυριαρχίας.

Την Χάγη, πάντως, δεν τολμά, ούτε θα τολμήσει εις το μέλλον, η Άγκυρα να την πλησιάσει διότι είναι προφανές ότι πολλά τα οποία, παραλόγως, επιδιώκει και την διεκδίκηση των οποίων δεν είναι εις θέση, πλέον, να εγκαταλείψει, ουδείς διεθνής δικαστής θα της επιδικάσει.

Η εξ υπαρχής, καθοριστική, αυτή, Τουρκική αναστολή έναντι της Χάγης, η οποία επιφέρει μείωση των ορίων της Τουρκικής διπλωματικής ευελιξίας, είναι προφανής. 

Προφανή, επίσης, τουλάχιστον εις τους λογικούς, είναι και τα οφέλη ―έστω και απλώς επικοινωνιακά προς Εταίρους και Συμμάχους―, να τύχει εκμεταλλεύσεως η πρόδηλη αθυμία του αντιπάλου προς την Διεθνή Δικαιοσύνη.

Ατυχώς, ούτε η Ελληνική πλευρά τολμά να ζητήσει συνολική ρύθμιση στην Χάγη, χωρίς όρους και θεματικές εξαιρέσεις. Δεν τολμά, διότι και εκείνη παραλογίζεται επί ουκ ολίγων σημείων των θέσεών της, τα οποία ούτε εκείνη ―ακριβέστερα, το φάσμα της ηγεσίας των πολιτικών δυνάμεών της―, ευρίσκει το θάρρος να εξορθολογήσει. Ο τρόμος του επαράτου «πολιτικού κόστους» παραλύει.

Ατυχώς, η πατριωτική τρομοκρατία, ο αντι-πρωθυπουργικός τυχοδιωκτισμός των ημιπροτογόνων Λαϊκοδεξιών, ο αντι-Δυτικισμός της ευρυτέρας Αριστεράς, η οποία, πάντοτε, εύχεται την όξυνση των ενδο-Νατοϊκών εντάσεων και ειδικώς, ο διαχρονικός αμοραλισμός του κόμματος της αξιωματικής αντιπολιτεύσεως, εξακολουθούν να πτοούν ακόμη και τα πλέον εγνωσμένου θάρρους και ρεαλισμού ηγετικά στελέχη του φιλελεύθερου κυβερνητικού χώρου και να τα πειθαναγκάζει να ανασκευάζουν ορθές δηλώσεις τους… 

Εξ’ ού και εις δεδομένη στιγμή, πέραν πάσης ενδιαμέσου εναλλαγής εντάσεων και υφέσεων, θα ευρεθεί η Ελλάς, όπως και εις τα Ίμια, προ της επιλογής μεταξύ πολέμου και αποδοχής ενός ακόμη «τετελεσμένου». Την φορά αυτή, μιας Τουρκικής γεωτρήσεως… 

Αν κανείς λαμβάνει σοβαρώς υπ’ όψιν την υπόθεση Ελληνικής ενόπλου αντιδράσεως, ας κατανοήσει, συγχρόνως, την σκοπιμότητα του να έχει προηγουμένως, η Τουρκία αχθεί, εξαναγκασθεί, να απορρίψει ―διότι, ας επαναληφθεί αυτό, δεν είναι εις θέση να δεχθεί―, μια Ελληνική πρόταση συνολικής εκδικάσεως στην Χάγη, «εφ’ όλης της ύλης», χωρίς θεματικούς όρους και εξαιρέσεις. Ακριβέστερα, εκδικάσεως όλων των διαφορών, όπως εκάστη πλευρά θα τις προσδιορίσει εις τα υπομνήματά της και όπως οι δικασταί θα κληθούν να επιλέξουν, να κρατήσουν και να δικάσουν, βάσει των εν ισχύει, μεταξύ των μερών, συνθηκών και των κανόνων του συμβατικού και εθιμικού Διεθνούς Δικαίου ―τους οποίους θα εξουσιο­δοτηθούν, εκείνοι, να κρίνουν ως εφαρμοστέους και να ερμηνεύσουν.

Η κατάρτισις συνυποσχετικών κοινής προσφυγής υπό την έννοια των προαναφερομένων, δεν θα συνεπάγεται οποιαδήποτε νομική δυσχέρεια, ούτε και θα αφήνει προσχήματα διαπραγματευτικής χρονοτριβής και παρελκύσεως διαδικασιών εκ μέρους των μερών. 

Αν έχουν, πράγματι, κερδηθεί στις Βρυξέλλες, κάποια περιθώρια χρόνου, ας αξιοποιηθούν προς πειστικότερη διαμόρφωση των Ελληνικών θέσεων και εγκατάλειψη των παραλογισμών ―όπως, π.χ., ότι ζήτημα προς διαπραγμάτευση και ενδεχομένη παραπομπή στην Χάγη, είναι δυνατόν να τίθεται, μόνη, η οριοθέτησις της υφαλοκρηπίδος χωρίς προτέρα αναφορά στην οριοθέτηση των χωρικών υδάτων… 

Ας παύσει, επί τέλους, να ακούεται η βλακεία διαφόρων αρειμανίων μικρονόων, βαρυθύμου ύφους, ότι «σοβαρές και αξιοπρεπείς χώρες δεν παραπέμπουν θέματα εθνικής κυριαρχίας τους σε άσχετους ξένους δικαστές».

 

Π. Κ. Μ.

 

ΑΝΤΙ ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟΥ

 

Ο Κος Çavuşoğlu, μετρών τις λέξεις του, ωμίλησε περί «Τουρκικής κοινότητος», αλλά και αυτή η προσεκτική διατύπωσις προεκάλεσε ενόχληση της Ελληνικής πλευράς και τα συνήθη σχόλια περί της ανάγκης του να κολακεύει την εσωτερική Τουρκική κοινή γνώμη κλπ.

Πρέπει, επιτέλους, να αντιληφθούν οι συν-Έλληνες ―και να διαφωτισθούν, όχι να συσκοτίζονται, ως προς αυτό, από τους πολιτικούς τους―, την ανάγκη αντιδιαστολής των εννοιών: ορθώς μεν η Ελλάς εμμένει επί του ορισμού της Θρακικής μειονότητος ως «Μουσουλμανικής», κατά την πρόνοια του κειμένου της Συνθήκης της Λωζάννης. Ορθώς δεν πρέπει να διευκολύνεται η Άγκυρα να σφετερίζεται τους άλλους, μη Τουρκογενείς, Μουσουλμάνους μειονοτικούς ―«Πομάκους» ή Ρομά ή όποιας άλλης Βαλκανικής προελεύσεως. Συγχρόνως, όμως, είναι προφανές ότι μεγάλα τμήματα του Μουσουλμανικού Θρακικού πληθυσμού αυτοπροσδιορίζουν την εθνοτική ταυτότητά τους ως Τουρκική, όπως και έχουν κάθε δικαίωμα.

Συνεπώς, αφ’ ής στιγμής το δικαίωμα του εθνοτικού αυτοπροσδιορισμού δεν αμφισβητείται, η παρουσία στην Θράκη μιας σημαντικής Τουρκικής κοινότητος δεν πρέπει να τίθεται υπό αμφιβολία. Ούτε και το δικαίωμα της Αγκύρας να την προσδιορίζει ως «Τουρκική», εφ’όσον την αναφέρει ως «κοινότητα» και δεν την ταυτίζει προς την συνολική Μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης υπό την συμβατική έννοια της Συνθήκης της Λωζάννης.

Στην Ελληνική Πολιτεία εναπόκειται ―και εναπέκειτο από μιας αρχής―, να ενθαρρύνει τα όχι λίγα μη Τουρκογενή στοιχεία της μειονότητος να μην ταυτίζονται προς τους Τουρκογενείς και να διατηρούν και να αναπτύσσουν την αυτόνομη εθνοτική υπόστασή τους. Μάλλον, όμως, η Ελληνική Πολιτεία απέτυχε παταγωδώς επ’αυτού και κατέληξε, αντιθέτως, εκείνη η ιδία, να ρίπτει, μέσω οριζοντίων ρυθμίσεων, τους μη Τουρκογενείς Μουσουλμάνους στην Τουρκική αγκάλη.

Αλλά και πέραν αυτών, πόσες φορές μείζονες Έλληνες πολιτικοί, κατά την ρύμη του κοινοβουλευτικού λόγου τους, δεν ανεφέροντο, έως και προσφάτως, στην «Τουρκική μειονότητα» της Θράκης; Επίσης, όταν οι Έλληνες, κυβερνώντες τε και κυβερνώμενοι, αναφέρονται στους Έλληνες της Κωνσταντινουπόλεως, πριν ή μετά την εποχή του διωγμού τους, χρησιμοποιούν, ποτέ, την ακριβή ορολογία της Συνθήκης της Λωζάννης, δηλαδή, «κάτοικοι Ελληνικού Ορθόδοξου δόγματος»;

Π. Κ. Μ.

 

*