Π. Κ. ΜΑΚΡΗ
Η απάντησις εις το ερώτημα αν, μετά την πρόσφατη δημοσία αντιπαράθεση μεταξύ του Έλληνος και του Τούρκου Υπουργού Εξωτερικών, η διαδικασία των διερευνητικών συνομιλιών έχει ευρεθεί εντός αδιεξόδου, εξαρτάται από το πώς έκαστος ορίζει τα αδιέξοδα και τις διεξόδους. Εξ’ ίσου υποκειμενική θα είναι και η απάντησις εις το ―εξ’ ίσου μεταφυσικής υφής―, ερώτημα αν έχομε, πράγματι, ευρεθεί προ αδιεξόδου, ποια των δύο πλευρών είναι εκείνη η οποία φέρει την βαρυτέρα ευθύνη.
Ποια, όμως, ακριβώς, είναι η διαδικασία η οποία έχει, πιθανώς, περιέλθει εντός αδιεξόδου; Είναι αυτή την οποία και η πατριωτική Αριστερά, όπως και κάθε αντι-Πρωθυπουργική φατρία του Κυβερνώντος Κόμματος, δεν θέλουν να αποκαλούν «συνομιλίες». Όπως δεν ήθελαν ―και εξακολουθούν να μη θέλουν―, να αποκαλούν δια του γεωγραφικού ονόματος του εδάφους της και την βορεία γείτονα η οποία έχει πρωτεύουσα την πόλη των Σκοπίων. Είναι αυτοί, εν πάση περιπτώσει, οι οποίοι αρνούνται, πλέον, ακόμη και την άρθρωση του διεθνώς παραδεδεγμένου όρου «διερευνητικές συνομιλίες», παρ’ όλον ότι επί δεκαετίες αυτός έχει χρησιμοποιηθεί, επισήμως, και από την Ελληνική πλευρά. Θεωρούν άσεμνη την λέξη «συνομιλίες» και προσφεύγουν εις διαφόρους νεολογισμούς: «διερευνητικές επαφές», «διερευνητική επικοινωνία», «συναντήσεις», «ανταλλαγές απόψεων». Αρκεί, προς σταχυολόγηση, η παρακολούθησις ωρισμένων εφημερίδων και των σχολίων ωρισμένων πολιτικών. Ο συντάκτης του παρόντος θα τους επρότεινε και «διερευνητικούς περιπάτους», προς αποφυγή κλειστών χώρων, εν όψει και πανδημίας.
Δεν αφήνεται, λοιπόν, αμφιβολία ότι είναι πολλοί από την Ελληνική πλευρά, οι ευσταλείς και αρειμάνιοι πρόμαχοι των «αδιαπραγματεύτων δικαιωμάτων» οι οποίοι εύχονται η διερευνητική διαδικασία να έχει όντως ευρεθεί προ αδιεξόδου. Ίσως, ατυχώς, να είναι και οι περισσότεροι, διότι ο κοινός νους δεν είναι καθόλου κοινός.
Αυτή, άλλωστε, είναι η προσδοκία και της Τουρκικής πλευράς. Οι λόγοι, όμως, εκάστης, είναι διάφοροι.
Οι της Ελληνικής πλευράς θέλουν την εμπλοκή της διαδικασίας εντός αδιεξόδου, ώστε αυτή μεν να παρατείνεται άνευ αποτελέσματος ή έστω, κάποιας προόδου, η οποία θα έθετε υπό κινδύνους ουσιαστικής διαπραγματεύσεως τα προσφιλή τους «αδιαπραγμάτευτα». Αλλά και χωρίς τυπικώς, να διακόπτεται, ώστε ―αυτός είναι ο κουτοπόνηρος υπολογισμός τους―, «να έχουμε ένα ήσυχο καλοκαίρι και φθινόπωρο, να ξεκουραστεί λίγο και το Ναυτικό μας και να αρχίσει και η Αεροπορία να παραλαμβάνει τα Rafale και μετά το αστείο θα τελειώσει από μόνο του» (sic- εμβληματική διατύπωσις, επακριβώς καταγραφομένη).
Η άλλη πλευρά επιθυμεί και εκείνη, την επέλευση ορατού αδιεξόδου, χωρίς να είναι ευκρινές ποιος το προεκάλεσε. Αλλά, εκείνη, την επιθυμεί ώστε να έχει, όπως και τις προηγούμενες φορές, επαρκές πρόσχημα, επανενάρξεως της κλαγγής της σπάθης της και της δραστηριότητος των σεισμογραφικών σκαφών της ―και ίσως πλέον και λειτουργίας των γεοτρυπάνων της―, αφού θα έχει καταδείξει προς την Ε.Ε. την διαλλακτικότητά της.
Υπό αυτό το πρίσμα, η δημόσια αντιπαράθεσις των δύο Υπουργών Εξωτερικών ―ακρόαμα, θέαμα, μονόπρακτη παράστασις προς τους εξώστες και γενικώς, προς τα διαζώματα των φθηνοτέρων θέσεων των εθνικών θεάτρων τους―, και το κλίμα που την επηκολούθησε, εξυπηρετεί τις συνολικές σκοπιμότητες και του Καθεστώτος της Αγκύρας και εκείνες των πάσης προελεύσεως «αδιαπραγματεύτων» των Αθηνών.
Κοινή αμφοτέρων, εφάνη, ατυχώς, να είναι η προσδοκία και η ευχή ―ίσως και η μεθόδευσις δια του δρωμένου (κοινώς happening) της κοινής συνεντεύξεως―, ενός «απροόπτου» συμβάντος επιδεκτικού ποικιλοτρόπου εκμεταλλεύσεως· εσωτερικής τους αφ’ενός, αλλά και ανασταλτικής οποιασδήποτε ουσιώδους θετικής εξελίξεως.
Διότι όποιος δεν επιθυμεί τα απρόοπτα και τις αιφνίδιες ανατροπές φροντίζει να τα αποφεύγει. Αν, κατά μία τόσο πρώιμη και λεπτή και ασταθούς ισορροπίας φάση της διερευνητικής διαδικασίας, ούτε η μία ούτε η άλλη πλευρά ήθελαν να την θέσουν υπό απροόπτους κινδύνους, η κοινή συνέντευξις των δύο Υπουργών έπρεπε να είχε τύχει ειδικής, εκατέρωθεν προσοχής. Είτε να μην είχε περιληφθεί εις το πρόγραμμα της επισκέψεως, είτε αν, χάριν εθιμοτυπικών λόγων, είχε κριθεί αναγκαία, θα έπρεπε να είχε, εκ των προτέρων και επακριβώς, συμφωνηθεί ότι θα ήταν συνοπτική, γενικόλογος και ανώδυνη. Ούτως ώστε να διασφαλισθεί ότι δεν θα επαναλαμβάνοντο σκηνές ενθυμίζουσες την προ ετών ―υπό ΣΥΡΙΖΑϊκή διπλωματική τεχνογνωσία―, επίσκεψη του Τούρκου Προέδρου στην Ελληνική Πρωτεύουσα.
Αν ό,τι συνέβη δεν ήταν το εκατέρωθεν ευκταίον και η κοινή σιωπηρά επιδίωξις χάριν κοινών εσωτερικών προτεραιοτήτων, τότε, η πολιτική και υπηρεσιακή προετοιμασία της επισκέψεως υπήρξε, εκατέρωθεν, πλημελής.
Η δημοσία παρουσίασις των Ελληνικών θέσεων, εκ μέρους του Υπουργού Εξωτερικών Κου Δένδια, ήταν, αναμφισβητήτως, κατά τα προαναφερθέντα, η δέουσα… Η δέουσα στην προπαίδεια, την προδιάθεση και τις προσδοκίες του πλέον θορυβώδους ―και άρα, πολιτικώς χρησίμου―, μέρους της κοινής γνώμης της χώρας του.
Δεν απέφυγε, μάλιστα, ο Έλλην Υπουργός, ούτε την επανάληψη ενός συνήθους επιχειρήματος στηρίξεως μιας παγίας και βασικής, αλλά και στην κυριολεξία ανεδαφικής, Ελληνικής θέσεως, δια του οποίου, όμως, της καταφέρεται χαριστική βολή και επιτυγχάνεται η περαιτέρω γελοιοποίησίς της. Ακριβέστερα: εις αναφορά, του Τούρκου ομολόγου του, στην γνωστή, παράλογη, Ελληνική εσωτερική νομοθετική ρύθμιση περί εναερίου χώρου 10 ναυτικών μιλίων, δηλαδή 4 ναυτικών μιλίων «αέρος», πέραν των χωρικών υδάτων, άρα χωρίς βάση επί της επιφανείας του πλανήτου, ο Κος Δένδιας απήντησε: «η ρύθμιση αυτή ισχύει από την 10ετία του 1930 και εσείς την θυμηθήκατε μια 50ετία μετά;».
Η απάντησις ―την οποία, ευτυχώς, δεν εσκέφθη να δώσει ο Κος Cavusoglu―, θα ήταν ότι ο παραλογισμός παραμένει παραλογισμός πέραν οποιουδήποτε ορίου χρόνου. Δεν υπόκειται εις παραγραφή. Ούτε μετατρέπεται εις λογική δια… χρησικτησίας. Εξ’ ού και όχι μόνον η Τουρκία, αλλά και ουδείς τρίτος αναγνωρίζει αυτήν την εκκεντρική, κοσμογραφική, Ελληνική διεκδίκηση ―η οποία και παραμένει, επί δεκαετίες, ως η πλέον εμβληματική Αχίλλειος πτέρνα των Ελληνικών θέσεων και η εύκολη, πρώτη λαβή της Τουρκικής επιχειρηματολογίας.
Ας μην βαυκαλιζόμεθα ότι η παράστασις των δύο Υπουργών προέβαλε προς Εταίρους και Συμμάχους τα «Ελληνικά δίκαια». Ενέτεινε μάλλον, την προβολή της εικόνος δύο εξ’ ίσου αδιαλλάκτων Ανατολιτών. Το ύφος, βεβαίως, ο τόνος της φωνής και η όλη παράστασις του Κου Δένδια ήταν σαφώς αυθεντικών Δυτικών προδιαγραφών. Ευτυχώς, είναι Επτανήσιος και έχει βαθύτερες αστικές καταβολές απ’ ότι η πλειονότητα των Ελλήνων πολιτικών…
Όσον αφορά εις όσα είπε ο Κος Cavusoglu, ο συντάκτης του παρόντος συγκρατεί ως πλέον σημαντική, ως προς την ουσία των πραγμάτων, την εξής αποστροφή του, όπως την μετέφρασε η διερμηνεύς του: «το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης μας λέγει ότι όλα αυτά πρέπει να τα λύσετε εσείς».
Από αυτήν και μόνη την αποστροφή προκύπτουν η αθυμία, ο φόβος μάλλον, της Τουρκικής πλευράς έναντι της Χάγης, όπως και η σαφής, διαχρονική, εμμονή της επί διμερούς, «πολιτικής», διαπραγματεύσεως από θέσεως υπερτέρας γεωπολιτικής και στρατιωτικής ισχύος. Εξ’ ού και το προφανές ―όπως τουλάχιστον θα έπρεπε να είναι―, μείζον συμφέρον της Ελληνικής πλευράς να εμμείνει επί της παραπομπής όλων των διαφορών στην Χάγη.
Προφανώς, όμως, έχει και η Ελληνική πλευρά λόγους να μην την ελκύει η Χάγη. Διότι έχει και εκείνη πολλούς δικούς της σκελετούς στην ιματιοθήκη της. Γνωρίζει μεν ότι θα απερρίπτετο αμέσως η Τουρκική θέσις ότι μία νήσος στερείται, παντελώς, υφαλοκριπίδος. Συγχρόνως, όμως, δεν αγνοεί και ότι ουδείς διεθνής δικαστής θα ανεγνώριζε τα προαναφερθέντα 4 ναυτικά μίλια προσθέτου εναερίου χώρου – προσθέτου «αέρος» χωρίς βάση, αρχή και τέλος επί και από του εθνικού εδάφους. Ούτε θα ανεγνώριζε πλήρη επήρεια ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδος των νήσων του Ανατολικού Αιγαίου και του Καστελλορίζου, η οποία θα ακύρωνε τις χιλιάδες ναυτικών μιλίων της Τουρκικής ηπειρωτικής ακτής. Ούτε ―μάλλον― και έκταση Ελληνικών χωρικών υδάτων 12 ναυτικών μιλίων επί ολοκλήρου του Αιγαίου, ικανή να επικαλύψει, και μάλιστα κατά κυριαρχία, τους συνολικούς, σχεδόν, θαλασσίους πόρους του.
Εξ’ ού και η Ελληνική ―πλήρως αντίστοιχη στην Τουρκική―, βαρυθυμία έναντι της Χάγης, η οποία κουτοπονήρως εκδηλώνεται δια της θέσεως όρων και εξαιρέσεων ―π.χ. ζητημάτων «εθνικής κυριαρχίας»―, επαρκών να αποκλείσουν εκ προοιμίου την Τουρκική συναίνεση, ακόμη και αν στην Άγκυρα ευρίσκετο η πλέον μετριοπαθής και συνδιαλλακτική Κυβέρνησις και όχι ο Κος Erdogan.
Όμως, τα «αδιαπραγμάτευτα» δικαιώματα ―πάντως θεωρητικά, μη ασκούμενα και ουδέποτε ασκηθέντα―, τα οποία θα εκινδύνευε η Ελληνική πλευρά, να ειδεί απορριπτόμενα από τους δικαστάς της Χάγης, είναι πολύ ολιγώτερο κρίσιμα και ασυγκρίτως ολιγώτερο ζωτικά και καθοριστικά της επιθυμητής γεωπολιτικής, γεωστρατηγικής και γεωοικονομικής υποστάσεως και περιφερειακής εμβελείας της Ελλάδος, από όσα, αντιστοίχως, θα έβλεπε απορριπτόμενα η Τουρκία του Κου Erdogan.
Η άσκησις ηγεμονικής επιρροής έως τις Λιβυκές ακτές αμφοτέρων των Σύρτεων και επί ολοκλήρου του θαλασσίου χώρου της Ανατολής (the Levant, Le Levant κατά την παραδοσιακή ορολογία), έχει, ήδη, αναχθεί εις κορυφαία θέση μεταξύ των ειδοποιών στοιχείων του στρατηγικού δόγματος της Τουρκίας του Κου Erdogan. Είναι, πλέον, ένα των κυρίων ιδεολογημάτων της νέας, Τουρκικής, τάξεως πραγμάτων. Δεν θα εμμείνουν επ’ αυτών, πεισμόνως και μέχρι τέλους, μόνον χάριν λόγων εσωτερικής καταναλώσεως και επιβιώσεως. Πιστεύουν εις αυτά.
Δεν θα διακινδυνεύσει, συνεπώς, η Τουρκία να υποστεί ούτε την παραμικρά απώλεια στην Χάγη. Δεν θα τολμήσει να την προσεγγίσει. Αν επετυγχάνετο η καταστολή, η ακινητοποίησις των ημετέρων «αδιαπραγμάτευτων», των ανθρώπων των σπηλαίων του εθνικιστικού διαδικτύου της Ελληνικής πολιτικής και ο εγκλεισμός τους εις τα σπήλαιά τους ―αν και προς το παρόν, εξακολουθούν να εκβιάζουν και να απειλούν την Κυβέρνηση ακόμη και επί της συμφωνίας των Πρεσπών―, θα ήταν απολύτως εφικτή η θέσις της Τουρκικής πλευράς προ ανυπερβλήτου διλήμματος. Δηλαδή, προ Ελληνικής προτάσεως προσφυγής στην Χάγη χωρίς όρους και εξαιρέσεις ―άρα χωρίς προσχήματα απορρίψεως―, την οποία δεν θα ετόλμα να αποδεχθεί, αλλά και της οποίας η απόρριψις θα συνεπήγετο την καταβολή υψηλού διπλωματικού κόστους. Ίσως και μείζονα αίσθηση, εκ μέρους των Ευρωπαίων Εταίρων και των ΗΠΑ, της υποχρεώσεώς τους αρωγής της Ελλάδος, αν ―ή μάλλον, όταν―, ευρεθεί προ νέας κλιμακώσεως της Τουρκικής ερευνητικής δραστηριότητος.
Αντ’ αυτού, ακούγονται βρυχηθμοί και μυκηθμοί από τα διάφορα σπήλαια των «αδιαπραγματεύτων» ότι η στιγμή αυτή, κατά την οποία η νέα Αμερικανική κυβέρνησις «ξιφουλκεί κατά της Τουρκίας του Erdogan», δεν είναι στιγμή Ελληνικής διαλλακτικότητος αλλά αντεπιθέσεως.
Τους διαφεύγει ότι, τώρα ακριβώς, έχει ο Κος Erdogan ανάγκη ομήρων, μέσω των οποίων να αποπειραθεί την επίτευξη ενός συνολικού εκβιασμού προς την Δύση ―και ότι οι όμηροι αυτοί, ήδη υπάρχουν και είναι η Κύπρος, αλλά, πρωτίστως, η Ελλάς.
Λησμονούν ότι μέσω της συντριβής της Ελλάδος στην Μ. Ασία επέτυχε η Κεμαλική Τουρκία να εκβιάσει τις νικήτριες δυνάμεις του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, να ανατρέψει ―μόνη αυτή από όλους τους συμμάχους της Γερμανίας―, την ήττα της, να καταργήσει την συνθήκη των Σεβρών και να φθάσει να υπαγορεύσει, στην Λωζάνη, τους δικούς της όρους.
Δεν αντιλαμβάνονται ότι ο θρησκευόμενος Κος Erdogan αν και ιδεολογικώς απεχθανόμενος τον κοσμικιστή Κεμάλ, ακολούθησε και ακολουθεί πιστότατα τις δυναμικές μεθόδους του καθεστωτικής επιβολής και ότι εις τα όμματά του η μεν Ελλάς παραμένει ο ασθενής κρίκος της Δύσεως, η δε ΕΕ και απρόθυμη και ανίσχυρη να της προσφέρει δυναμική στήριξη.
Αυτοκαθησυχαζόμεθα ότι η Τουρκική αεροπορία, μετά την επιδείνωση των Αμερικανο-Τουρκικών σχέσεων, στερείται ανταλλακτικών. Αποσιωπάται δε αιδημόνως, ότι η λιτότητα της οικονομικής κρίσεως πλήττει τις Ελληνικές Ένοπλες δυνάμεις, τουλάχιστον, επί μία 12ετία. Εις τα μη παραληφθέντα 18 ―μία λειψή μοίρα―, Rafale αποδίδονται δυνατότητες επιστημονικής φαντασίας. Κορυφαία στρατιωτικής υφής παραμυθία είναι ο κοινός τόπος ότι, μετά το πραξικόπημα του 2016, η Τουρκική αεροπορία απώλεσε μέρος των ιπταμένων χειριστών της. Ουδείς υπενθυμίζει ότι ο βίος του ιπταμένου αξιωματικού είναι σχετικώς, σύντομος, ότι οι περισσότεροι των αποταχθέντων ήσαν μέσων και ανωτέρων βαθμών και ότι κατά συνέπεια, η υπηρεσία τους ως ιπταμένων, θα είχε, ούτως ή άλλως, λήξει.
Η Ελλάς θα χρειασθεί, μάλλον, να πολεμήσει. Όχι προς διασφάλιση όλων όσων διεκδικεί, κατά ακραία μεγιστοποίηση των όσων, πράγματι, θα εδικαιούτο. Όχι χάριν των 4 ν. μιλίων «αέρος» χωρίς επίγεια βάση. Όχι χάριν κυριαρχίας επί ολοκλήρου του εδαφικού θαλασσίου χώρου του Αιγαίου δια της επεκτάσεως των χωρικών της υδάτων, παντού εντός αυτού, εις 12 ν. μίλια και της πλήρους επηρείας, ως προς την ΑΟΖ, όλων, ανεξαιρέτως, των νήσων. Ούτε χάριν της επεκτάσεως της ΑΟΖ του Καστελορίζου έως τα όρια της Κυπριακής και της Ισραηλινής ―και συνεπώς, της ουσιαστικής αποστερήσεως θαλασσίων πόρων των χιλιάδων μιλίων των Τουρκικών ηπειρωτικών ακτών.
Θα χρειασθεί, εν τούτοις, να πολεμήσει η Ελλάς προς προάσπιση της κυριαρχίας της επί των συμπλεγμάτων των νησίδων και βραχονησίδων την πρακτική άσκηση της οποίας απεδέχθη, υπό απειλή, να διακόψει την νύκτα των Ιμίων αλλά, χωρίς αυτό να έχει αρκέσει προς διακοπή της Τουρκικής εδαφικής επιβουλής.
Πρωτίστως, θα χρειασθεί, εις δεδομένη στιγμή, να πολεμήσει προς αποτροπή τετελεσμένων Τουρκικών ενεργειών εκμεταλλεύσεως θαλασσίων πόρων νοτίως της Κρήτης ―της οποίας το πλήρες εύρος των χωρικών υδάτων, 12 ν. μιλίων και την πλήρη επήρεια της ΑΟΖ, ουδείς διεθνής δικαστής, στην Χάγη θα διεννοείτο να αμφισβητήσει.
Ας προσπαθήσει, λοιπόν, η ελληνική πλευρά να επιδείξει αίσθηση πραγματικότητος επί όλων των υπολοίπων, υποτιθεμένων «αδιαπραγματεύτων» και μηδέποτε ασκηθέντων, «δικαιωμάτων». Ας προσκληθεί η Τουρκία, εις κοινή αποδοχή της ετυμηγορίας της Χάγης, εφ’ όλης της ύλης, χωρίς όρους και εξαιρέσεις ―«βάσει των Γενικών Αρχών και των, κατά τους Δικαστάς, εφαρμοστέων κανόνων του Διεθνούς Δικαίου και των διατάξεων των εν ισχύει συνθηκών»―. Ας δυσχεραθνεί κάπως η τήρησις, από τους Εταίρους και Συμμάχους, «ίσων αποστάσεων». Προς αυτήν θα αποκλίνουν ενστικτωδώς την στιγμή της εκρήξεως. Ας μην διευκολυνθούν, τουλάχιστον.
Το προσεχές έτος συμπληρώνεται μία 100ετία από την κατά κράτος Ελληνική ήττα στην Μ. Ασία. Ο Τούρκος Πρόεδρος έχει, πιθανώτατα, σκέψεις «εμπράκτου» εορτασμού της επετείου της Νίκης και δικής του επαυξητικής συνεισφοράς.
Ο συντάκτης του παρόντος δεν εκφέρει άποψη αν είναι ή όχι επικίνδυνος ο «κυνικός ενδοτισμός» και οι διάφοροι «εθνομηδενιστές», όπως τους κατονομάζουν και καταγγέλλουν ωρισμένα μέσα ενημερώσεως και ομάδες ανένδοτων πατριωτών, όλους όσους βλέπουν την πραγματικότητα.
Πιστεύει, όμως ότι πολύ πλέον θανάσιμη παντός «εθνομηδενισμού», είναι η πατριωτική βλακεία. Πλέον εγκληματική πάσης «προδοσίας» είναι η πρόκλησις εθνικών συμφορών από «απερίσκεπτη, κατά τους ατόλμους, αλλά, ηρωική και αγνή φιλοπατρία που δεν την νοθεύει η λογική». Η ανθολογία πατριωτικών φληναφημάτων «μεγάλων ανδρών» περιλαμβάνει και μαργαριτάρια, όπως αυτό.
Π. Κ. Μ.
Υ.Γ. Το προσεχές έτος, πλην της 100ετίας από την Μικρασιατική καταστροφή συμπληρώνεται και 125 έτη από το τέλος της ταπεινωτικής ήττας του 1897, κατά την σύντομη (3η Απριλίου – 7η Μαΐου) Ελληνο-Τουρκική σύρραξη την οποία προεκάλεσαν οι τότε «αδιαπραγμάτευτοι» της «Εθνικής Εταιρείας». Προσεφέρετο τότε από τις μεγάλες δυνάμεις η αυτονομία της Κρήτης, αλλά, εκείνοι εκραύγαζαν «Ένωσις και μόνον Ένωσις». Μέρος του βάρους των συνεπειών της ήττας είχε, τελικώς, τότε, αποσοβηθεί χάρις στην δραστηρία άσκηση προσωπικής διπλωματίας του Βασιλέως Γεωργίου Α΄ και την κινητοποίηση των εστεμμένων συγγενών του, ενώ, η Τουρκική προέλασις προς την Ελληνική Πρωτεύουσα ήταν ραγδαία. Η μνήμη μας των επετείων δεν πρέπει να είναι επιλεκτική.