ΚΩΣΤΑ ΜΠΟΤΟΠΟΥΛΟY
Συνταγματολόγου, πρώην ευρωβουλευτή
Σε αρκετές περιοχές του κόσμου οι εξελίξεις της πανδημίας ή περί την πανδημία δημιουργούν συνθήκες για βαθιές αλλαγές. Σε χώρες βαριά πληττόμενες, όπως η Ινδία και η Βραζιλία, τρίζουν τα νομιμοποιητικά θεμέλια της εξουσίας και, επειδή πρόκειται για αυταρχικές κυβερνήσεις, απειλείται η ίδια η δημοκρατική συνέχεια. Στην ακόμα πιο αυταρχική Κίνα, τα αυστηρά περιοριστικά μέτρα και η προπαγάνδιση δήθεν «επιτυχίας» στην αντιμετώπιση μιας πανδημίας, η οποία, ας μην το ξεχνάμε, από εκεί εκκίνησε, αποτέλεσαν αφορμή για μια επιθετική εκδίπλωση και για διατράνωση προθέσεων παγκόσμιας κυριαρχίας. Στις από πολλές απόψεις δίδυμες, με επιφύλαξη μεγέθους, περιπτώσεις της Ρωσίας και της Τουρκίας, η πανδημία έφερε όχι μόνο οικονομικές δυσκολίες αλλά και περαιτέρω καταπίεση των δικαιωμάτων και ελευθεριών, καθώς και άνοιγμα πολλών και παράλληλων εσωτερικών και εξωτερικών μετώπων, που συντέλεσαν σε αύξουσα διεθνή απομόνωση και αρχή αμφισβήτησης από τις κοινωνίες αυταρχικών αλλά ως τώρα θεωρούμενων «λαοπρόβλητων» ηγετών. Δοκιμάζεται επίσης, σε κάποιο βαθμό, η συνοχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, λόγω της ολοένα και μεγαλύτερης «διαφοροποίησης» των «χωρών του Βίζεγκαρντ», με επικεφαλής πλέον την Πολωνία, ενώ δημιουργούνται συνθήκες για βαθιά κοινωνική αναταραχή στη Λατινική Αμερική.
Σε δύο όμως μεγάλες για το «δυτικό σύστημα» χώρες, τις ΗΠΑ και τη Γερμανία, οι εξελίξεις προοιωνίζονται κάτι παραπάνω: αλλαγή παραδείγματος. Στις πρώτες, καταλύτης ήταν βέβαια οι εκλογές του περσινού Νοεμβρίου, που θα ήταν σε κάθε περίπτωση καθοριστικές για το μέλλον της δημοκρατίας παγκοσμίως: επικράτηση του Τραμπ, έστω, και πάλι, με τη βοήθεια του εκλογικού συστήματος (γιατί τη λαϊκή πλειοψηφία δεν επρόκειτο να την κατακτήσει σε καμία περίπτωση) θα συνεπαγόταν γενικευμένη δημοκρατική έκπτωση και απαρχή συνολικού θριάμβου του αυταρχικού λαϊκισμού. Οι 100 πρώτες μέρες της προεδρίας Μπάιντεν, ξεπερνώντας τις προσδοκίες των περισσότερων, προσέθεσαν στις ελπίδες δημοκρατικής ανάταξης χαρακτηριστικά αλλαγής πολιτικού και πολιτιστικού παραδείγματος: ύφος και ήθος της εξουσίας, ρόλος του κράτους, εκσυγχρονισμός του κεϋνσιανισμού, πρόσδοση νοήματος στην προοδευτικότητα, τόνωση διεθνούς συνεργασίας. Αποτελούν έτσι, ήδη, κάτι πολύ περισσότερο από την επιστροφή ενός γεροντότερου, λευκότερου και λιγότερο χαρισματικού Ομπάμα. Γιατί ο Ομπάμα μπορεί να ήταν δημοκρατικό προπύργιο, κάθε άλλο παρά έφερε όμως την ανατροπή που είχε υποσχεθεί και την οποία ο κόσμος περίμενε.
Η κατάσταση είναι ακόμα πιο ενδιαφέρουσα, και σίγουρα πιο αβέβαιη, στη χώρα που σε όλον τον 21ο αιώνα ηγεμόνευε, μάλλον απρόθυμα, στην Ευρώπη. Ο συνδυασμός αποχώρησης της επί 16 χρόνια και 4 συνεχόμενες θητείες Καγκελαρίου και εκλογών με εντελώς ανοιχτό, και σίγουρα καινοφανές, αποτέλεσμα, συμπίπτει με αλλαγές στάσης και νοοτροπίας, τόσο στην ίδια τη Γερμανία όσο και σε σχέση με το ευρωπαϊκό οικοδόμημα: δεν θα μπορούσε να υπάρξει πιο πρόσφορη στιγμή για επανεξέταση προτεραιοτήτων, πολιτικών επιλογών και τρόπου άσκησης της εξουσίας. Η μόνη βεβαιότητα, ότι δεν θα υπάρξει κυβέρνηση χωρίς τους Πράσινους, σημαίνει ήδη δυο σημαντικά πράγματα: ότι η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής θα μπει στον πυρήνα της γερμανικής και της ευρωπαϊκής πολιτικής (πολύ παραπάνω, και πολύ πιο πρακτικά, από όσο ήδη γίνεται σε επίπεδο κατευθυντήριων γραμμών) και ότι θα φυσήξει αέρας αλλαγής εντός της γερμανικής κυβέρνησης και εντός της γερμανικής Βουλής. Οι αλλαγές θα είναι, φυσικά, ακόμα πιο βαθιές (και ίσως, αλλά αυτό αφορά το γερμανικό λαό, πιο δύσκολα διαχειρίσιμες) εάν οι Πράσινοι πρωτεύσουν στις εκλογές και ο, ή μάλλον η, νέα Καγκελάριος προέλθει από τις τάξεις τους. Στο φωτεινό πρόσωπο της αδοκίμαστης Ανναλένα Μπέρμποκ μπορεί να προβάλλει, προς το παρόν, ο καθένας αυτά που θέλει, ωστόσο η εξουσία βρίσκει πάντα, και μάλιστα γρήγορα, τον τρόπο να προσγειώνει. Και η προσγείωση, πάντως, θα είναι πιθανότατα σε ένα νέο τοπίο: μια Γερμανία λιγότερο ηγεμονική, πιο συνεργατική, πιο ανοιχτή, σε μια Ευρώπη με μεγαλύτερη περιβαλλοντική και κοινωνική ευαισθησία. Ένας τέτοιος συνδυασμός θα μπορούσε να συμπληρώσει την αμερικανική ανανέωση και να αποτελέσει ανάχωμα στις πολλές και μεγάλες προκλήσεις της εποχής.