ΓΕΩΡΓΙΟY ΣΑΒΒΑΪΔΗ

Πρέσβυ ε.τ., πρ. Γ.Γ. ΥΠΕΞ

 

Θέλω να απευθύνω, μαζί με την καλημέρα μου σε όλους τους συμμετέχοντες και ιδιαίτερα στον Συντονιστή και τους συνομιλητές στο panel μου, τις θερμές μου ευχαριστίες για την πρόσκληση συμμετοχής μου στο Συνέδριο αυτό, και στον Πρόεδρο Καθ. Στ. Περράκη. Να ευχηθώ κάθε επιτυχία στις εργασίες του Συνεδρίου και καρποφόρα συμβολή του στην προώθηση και ευρύτερη κατανόηση της πλούσιας θεματολογίας του.

Εισερχόμενος στην ουσία της σημερινής παρεμβάσεώς μου θέλω να διευκρινίσω εξ αρχής ωρισμένα πράγματα.

α) Ότι η παρέμβασή μου, τουλάχιστον στο πρώτο τμήμα της, θα κινηθεί σε ένα επίπεδο εισαγωγής και γενικότητος.

β) Εφόσον, στην συνέχεια υποβληθούν ερωτήματα από τους συμμετέχοντες σε συγκεκριμένα θέματα διαπραγματεύσεων που έχω χειρισθεί, διμερή και πολυμερή, είμαι έτοιμος να τα απαντήσω. Τα σχετικά ζητήματα αναφέρονται στα ελληνοτουρκικά, στις θαλάσσιες ζώνες και τις οριοθετήσεις, στα ελληνοαμερικανικά, στα νατοϊκά, στα βαλκανικά και ειδικά στο Σκοπιανό και το ΔΔΧ κτλ.

Διευκρινίζω ότι όσα θα πω σήμερα, δεν συνιστούν σε καμμία περίπτωση προσωπικά μου απομνημονεύματα. Δεν συνιστούν όχημα για άσκηση κριτικής, ακόμη και δικαιολογημένης, έναντι οιουδήποτε προσώπου ή ηγεσίας. Δεν συνιστούν επίσης κυτίο παραπόνων για ασκηθείσες ή μη ασκηθείσες πολιτικές, και τέλος δεν αποτελούν κραυγή αγωνίας για την ελληνική διπλωματία και τον ρόλο της στην διαμόρφωση και την άσκηση της εξωτερικής πολιτικής της χώρας.

Η ελληνική εξωτερική πολιτική αντιμετωπίζει τα τελευταία 40-50 χρόνια μεγάλες προκλήσεις και προβλήματα, τα περισσότερα των οποίων παραμένουν ανοικτά και απαιτούν συγκροτημένη και μελετημένη προσπάθεια για την αντιμετώπισή τους. Τα γεωπολιτικά, γεωστρατηγικά και γεωοικονομικά στοιχεία είναι πανταχού παρόντα στα εν λόγω προβλήματα. Η προσέγγισή τους, ξεκινά από το ιστορικό τους, την συγκυρία, ακόμη και την επικαιρότητά τους, καθώς και την προτεραιοποίησή τους στον κάναβο των διεθνών σχέσεων της χώρας. Όμως η εν γένει προσέγγισή τους απαιτεί συνδυαστική προσπάθεια, δεν αρκεί, με άλλα λόγια, η ιστορική, ακαδημαϊκή ή ακόμη και η νομική προσέγγιση.

Στην χάραξη και άσκηση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και του ρόλου του εκτελεστικού της βραχίονος που λέγεται ελληνική διπλωματική υπηρεσία, υπάρχουν και υπήρχαν πάντοτε έννοιες, στόχοι και επιδιώξεις, άλλοτε ευγενείς και σημαντικοί καθ’όλα, και άλλοτε δυσαναπλήρωτοι, αβέβαιοι και εκ πρώτης όψεως ακόμη και αντιφατικοί. Αναφέρω ενδεικτικά μερικούς, όπως η ανάγκη εκπόνησης στρατηγικής για όλα τα μεγάλα αντικείμενα, η προς τούτο δημιουργία δομών, η συνολική προσέγγιση των μεγάλων ανοικτών ζητημάτων, η χάραξη πολιτικής μακράν εσωτερικών πολιτικών στοχεύσεων και πολιτικού κόστους, η συνεχής αναζήτηση διεθνών στηριγμάτων, και πολλά άλλα.

Στον κόσμο που ζούμε, στην περιφέρεια που κινούμαστε, στην πεποίθηση ότι η Ελλάδα απετέλεσε πάντοτε εσχατιά, όχι μόνον γεωγραφικά αλλά και φυλετικά και πολιτισμικά, ενός κόσμου αξιών και ποιότητος, η ελληνική διπλωματία θα κινηθεί τα επόμενα χρόνια αλλά και σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα, εν μέσω σκοπέλων και συμπληγάδων. Επιτακτική ανάγκη να υπηρετήσει έντιμα και αποτελεσματικά το καλώς νοούμενο και οριζόμενο εθνικό συμφέρον, μέσα από ανοίγματα, ευκαιρίες, δυνατότητες, αλλά και υφιστάμενους περιορισμούς.

Εννοώ ότι θα πράξει το καθήκον της, εν γνώσει και εν επιγνώσει ότι ο ρόλος και η συμβολή της θα εκτιμηθούν κατ’αξίαν και κατά το αποτέλεσμα. Και το αποτέλεσμα θα είναι καλύτερο υπό δύο συγκεκριμένες προϋποθέσεις:

Πρώτον, ότι οι εντεταλμένοι με την χάραξη και άσκηση διπλωματίας θα διαθέτουν όχι μόνον επαγγελματική επάρκεια, αλλά και επίγνωση και διάθεση ανάληψης ευθυνών για το έργο που αναλαμβάνουν στον ευαίσθητο τομέα των ανοικτών εθνικών προκλήσεων.

Και, δεύτερον, ότι πολιτικές και πνευματικές elites θα τους στηρίξουν με ειλικρίνεια στην συνέχεια και μακράν πολιτικού κόστους, στην ενάσκηση της αποστολής τους.

Να επισημάνω επίσης κάτι που ακούγεται κοινότοπο. Εφέτος γιορτάζουμε τα 200 χρόνια του ελεύθερου βίου μας.

Η σύγχρονη Ελλάδα, ένα κράτος διακοσίων λοιπόν ετών, αντιμετωπίζει από συστάσεώς του ζητήματα εθνικής και εδαφικής ολοκλήρωσης, γειτνίασης με κρατικές, εθνικές ή φυλετικές οντότητες κατά κανόνα ισχυρότερες, επικάθηται σε γεωπολιτικά σταυροδρόμια που παράγουν συνήθως απειλές, αστάθειες, εντάσεις και ανταγωνισμούς, αισθάνεται (και δικαιολογημένα) ότι ιστορικά και πολιτιστικά έχει προσφέρει διαχρονικά σε περιφερειακό αλλά και παγκόσμιο επίπεδο, πολύ περισσότερα αναλογικά με το μέγεθος και το ειδικό πολιτικό της βάρος κτλ.

Τα προαναφερθέντα συνιστούν όχι μόνον πραγματικά δεδομένα αλλά και προκλήσεις εξωτερικής πολιτικής. Προκλήσεις που δεν αντιμετωπίζονται στο πόδι και με βάση εσωτερικούς ή άλλους υπολογισμούς πολιτικούς ή κόστους δημοσίων σχέσεων. Οι προκλήσεις αυτές, διαχρονικού χαρακτήρος, απαιτούν εις βάθος μελέτη, εισήγηση και χάραξη πολιτικής.

Το έργο αυτό αποτέλεσε πάντοτε το πρώτιστο καθήκον της ελληνικής διπλωματικής υπηρεσίας. Βεβαίως την τελική ευθύνη υιοθετήσεως και αξιοποιήσεώς του, μέσω της εφαρμογής του, είχε και έχει η εκάστοτε νόμιμη Κυβέρνηση της χώρας, δεδομένου ότι η οποιαδήποτε εξωτερική πολιτική δεν παύει να αποτελεί μέρος της ασκούμενης κυβερνητικής πολιτικής.

Σε αυτήν (την Κυβέρνηση της χώρας) ανήκει η ευθύνη της εν γένει μεταχείρισης του δυναμικού που λέγεται διπλωματική υπηρεσία, μακράν κομμάτων και μικροπολιτικών υπολογισμών, με βάση πάντοτε τα ευρύτερα και μονιμώτερα συμφέροντα της χώρας.

Ας μου επιτραπεί επίσης να επισημάνω ότι η χώρα μας, που δεν είχε ποτέ την πολυτέλεια του απομονωτισμού, αλλά ήταν πάντοτε υποχρεωμένη να συμπεριφέρεται στα διεθνή πράγματα ως ενεργός παίκτης, διαθέτει πείρα διαπραγματεύσεων.

Η διαπραγμάτευση όμως έχει πάντοτε είδος, φύση, εύρος, συνθήκες και ποιότητα. Ανάλογες πρέπει να είναι οι γνώσεις, η επαγγελματική επάρκεια και η ακεραιότητα των εκάστοτε διαπραγματευτών. Οι τελευταίοι πρέπει να έχουν συνείδηση του έργου τους, αλλά και να αισθάνονται ότι διαθέτουν την εμπιστοσύνη των πολιτικών προϊσταμένων τους, καθώς και μιας εθνικής κοινής γνώμης η οποία, μέσω των διαφόρων εκφάνσεων και εκφράσεών της, θα τους κρίνει δίκαια και απροσωπόληπτα, χωρίς αφορισμούς και αβασάνιστες κατηγορίες περί μειοδοσίας, ενδοτικότητος και μικροπολιτικών σκοπιμοτήτων, εσωτερικού κυρίως χαρακτήρος.

Θα ήθελα επίσης, επανερχόμενος στα γεωπολιτικά και γεωστρατηγικά στοιχεία των διαπραγματεύσεων επί των εθνικών λεγομένων θεμάτων, να επαναλάβω την άποψη που πολλές φορές στο παρελθόν έχω διατυπώσει, ότι δηλ. η χώρα μας διαθέτει στο οπλοστάσιό της γεωπολιτικά και γεωστρατηγικά εργαλεία που οφείλει να χρησιμοποιεί σε κάθε διαπραγμάτευση του τύπου αυτού. Αυτό δεν είναι ούτε αφορισμός, ούτε χίμαιρα, ιδίως όταν σκεφθεί κανείς τη θέση της χώρας στη διεθνή σκακιέρα διαχρονικά και κυρίως στην περίοδο μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τα εργαλεία αυτά πάντοτε υπήρξαν στην φαρέτρα μας και αξιοποιήθηκαν, στο μέτρο του δυνατού, αναλόγως των συνθηκών και των ιδιαιτεροτήτων των εξωτερικών ζητημάτων της χώρας.

Η αναφορά όμως στα γεωπολιτικά εργαλεία μας από μόνη της είναι ανεπαρκής, εάν μέσω αυτών ευελπιστούμε ότι θα υπερβούμε ή θα παραμερίσουμε την οικονομική και κοινωνική κρίση που βιώσαμε και βιώνουμε. Γεωπολιτικά εργαλεία διαθέτεις και οφείλεις να τα αξιοποιήσεις, όταν, πρώτον, εμπνέεις εμπιστοσύνη, σοβαρότητα και δέσμευση στην αντιμετώπιση ενός προβλήματος, δεύτερον, όταν μέσω αυτών οικοδομείς συμμαχίες, κοινότητα συμφερόντων και συντονισμό πρωτοβουλιών και ενεργειών και, τρίτον, όταν (και εδώ ακριβώς βρίσκεται η ουσία του γεωπολιτικού όπλου), εξηγείς και πείθεις τους τρίτους ότι τυχόν αποτυχία της Ελλάδος στην αντιμετώπιση παρομοίων προβλημάτων, θα έχει συνέπειες πολύ σοβαρές για τα γενικότερα συμφέροντά τους στο χώρο, είτε αυτά είναι ευρωπαϊκά (ανάγνωθι βορειοευρωπαϊκά) είτε ευρωατλαντικά.

Ολοκληρώνοντας στο σημείο αυτό το γενικό τμήμα της σημερινής παρουσιάσεώς μου, ας περάσω τώρα στις ειδικώτερες πτυχές του, δηλ. στις έννοιες, στα πρόσωπα, στα ζητήματα, στην εκτίμηση των συνθηκών στο πλαίσιο της οποίας καλείται να οργανωθεί και να διεξαχθεί μια παρόμοια διαπραγμάτευση κτλ. Ομιλούμε πάντοτε για διαπραγμάτευση ανοικτών θεμάτων εθνικού ενδιαφέροντος. Εξηγούμαι ειδικώτερα:

Α) Οριοθέτηση του θέματος. Τι εννοούμε με τον όρο «ζητήματα εθνικού ενδιαφέροντος».

Ζητήματα εθνικού ενδιαφέροντος είναι εκείνα τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, τα οποία άπτονται ζωτικών δικαιωμάτων και συμφερόντων της χώρας στο πεδίο της κυριαρχίας, των κυριαρχικών δικαιωμάτων, της εδαφικής ακεραιότητος, της πολιτικής ανεξαρτησίας και της ευημερίας του λαού της.

Β) Υπόκεινται τα ζητήματα αυτά σε διαπραγμάτευση;

Εκ πρώτης όψεως όχι διότι τα εξ αυτών απορρέοντα δικαιώματα υφίστανται εξ υπαρχής (ab initio) όπως λέμε και αναγνωρίζονται ως τοιαύτα από το Διεθνές Δίκαιο. Όμως το ίδιο το Διεθνές Δίκαιο θέτει όρια και προϋποθέσεις, τόσο στην ύπαρξη όσο και στην άσκηση των δικαιωμάτων αυτών, εξ ού και προκύπτει η ανάγκη διαπραγματεύσεως σε διμερές, περιφερειακό, ή πολυμερές επίπεδο για την εξειδίκευση και οριοθέτησή τους. Παράδειγμα: Υφαλοκρηπίδα-ΑΟΖ.

Γ) Χαρακτήρας ζητημάτων αυτών:

α) Σύνθετος (ιστορικός, πολιτικός, στρατιωτικός, οικονομικός, γεωπολιτικός, κτλ.),

β) Διαχρονικός,

γ) Πολιτικά βεβαρυμένος,

δ) Διαπερατικός και διαχεατικός, κατά ορθό ή στρεβλό τρόπο, σε ευρέα στρώματα της πνευματικής elite και της σκεπτόμενης κοινωνίας του τόπου,

ε) Επιδεκτικός να εμπλέξει τη χώρα σε εντάσεις και κρίσεις με αβέβαιη ή επικίνδυνη εξέλιξη και αποτελέσματα.

Δ) Χειριστές των ζητημάτων αυτών

Θεωρητικά είναι οι αρμόδιοι πολιτικοί ταγοί του τόπου και κατ’εντολήν τους ανώτατοι διπλωματικοί παράγοντες συνεπικουρούμενοι από κατάλληλους ακαδημαϊκούς, νομικούς, στρατιωτικούς και άλλους εμπειρογνώμονες στον χώρο των γνώσεων και εμπειριών εκάστου. Βασικό προσόν όλων ο καλώς νοούμενος επαγγελματισμός και ειδικώς για τον επικεφαλής διπλωμάτη η μελέτη, εκτίμηση και ικανότητα συνολικής προσέγγισης των επί μέρους πτυχών των ζητημάτων της εκάστοτε διαπραγμάτευσης.

Ε) Εκτίμηση συνθηκών και διεθνούς περιβάλλοντος

Προετοιμασία και διαπραγμάτευση παρομοίων ζητημάτων δεν μπορεί και δεν πρέπει να γίνεται σε συνθήκες εργαστηρίου, αλλά με βαθειά και πλήρη εκτίμηση της εν γένει θέσεως της χώρας από εσωτερικής και εξωτερικής πλευράς, καθώς και του διεθνούς γεωπολιτικού περιβάλλοντος. Συχνότατα ανακύπτει ανάγκη επιλογών μεταξύ δεδηλωμένης αδυναμίας, απραξίας, επίδειξης ενός βαθμού κινητικότητος, έστω και επίπλαστης, ή τέλος διεξαγωγής μιας ουσιαστικής διαπραγμάτευσης με αβεβαιότητες και ρίσκα τελικής εκβάσεως και συνεπειών.

ΣΤ) Απαραίτητη η ύπαρξη και εκδήλωση πολιτικής βούλησης και υποστήριξης στο αντικείμενο της διαπραγμάτευσης

Η παράμετρος αυτή δεν συνιστά απλή τυπικότητα (formality), ή προαπαιτούμενο. Είναι η ουσία της όλης προσπάθειας. Πρέπει να είναι ειλικρινής, συνεχής και εκπεφρασμένη, τόσο στο εσωτερικό της χώρας και προς πάσα κατεύθυνση, όσο και προς την άλλη πλευρά της διαπραγματευτικής διελκυστίνδας.

Ζ) Απαραίτητη η ενημέρωση της κοινής γνώμης

Η έγκαιρη, συνεχής και συστηματική ενημέρωση της κοινής γνώμης αποτελεί επίσης αναγκαία προϋπόθεση για την επιτυχία του όλου δομήματος των διαπραγματεύσεων. Βεβαίως δεν νοείται διαπραγμάτευση μέσω μεγαφώνων ή δημόσιας ρητορικής. Επιδιωκτέα πάντοτε η εθνική ομοψυχία ή τουλάχιστον συναντίληψη μεταξύ των πολιτικών φορέων του τόπου και η αποφυγή πολιτικής εκμετάλλευσης του τύπου «προδοσία, μειοδοσία, ξεπούλημα κτλ.». Τέλος επίγνωση του γεγονότος ότι πολιτική βούληση της ηγεσίας για διαπραγμάτευση ενός ζητήματος εθνικού ενδιαφέροντος και οι επικρατούσες αντιλήψεις της κοινής γνώμης επί του ιδίου θέματος, έχουν χαρακτήρα συγκοινωνούντων δοχείων, υπό τη μορφή αλληλοεπηρεασμού.

Θα ήθελα να ολοκληρώσω την σημερινή μου παρέμβαση με μια αναφορά στον παράγοντα χρόνο.

Αισθάνομαι, ζώντας, παρακολουθώντας και κινούμενος μέσα στα ζητήματα αυτά, δηλ. τα ανοικτά ζητήματα εθνικού ενδιαφέροντος, τα άλλως καλούμενα έστω καθ’υπερβολήν, εθνικά ζητήματα, κατά τα τελευταία 50 χρόνια, ότι ο χρόνος δεν είναι ο καλύτερος σύμμαχος των δικαίων μας. Μας χρειάζεται στρατηγική, φαντασία, αλλά και ρεαλισμός. «Οι καιροί ού μενετοί».

 

Το παρόν κείμενο αποτέλεσε την ομιλία του κου Γ.Σαββαϊδη στο διαδικτυακό συνέδριο: «Διεθνείς Διαπραγματεύσεις στον καιρό της πανδημίας. Διασταυρούμενες ματιές στις διεθνείς, ευρωπαϊκές και εθνικές διαστάσεις: χθες, σήμερα, αύριο.» που διοργάνωσε στις 26 και 27 Φεβρουαρίου 2021 η Ελληνική Εταιρεία Διεθνούς Δικαίου και Διεθνών Σχέσεων.