Παναγιώτης Λιαργκόβας

Πρόεδρος του ΚΕΠΕ, Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου

 

Αύριο γιορτάζουμε τα 200 χρόνια ανεξαρτησίας της χώρας μας. Σήμερα, το δημόσιο χρέος της χώρας μας έχει ξεπεράσει το 200% του ΑΕΠ. Έχουν σχέση αυτές οι δύο παρατηρήσεις; Δυστυχώς, ναι. H νεοελληνική δανειακή εμπειρία άρχισε ήδη με την επανάσταση του ΄21 και συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Λαβαίνοντάς την υπόψη θέτουμε τις βάσεις για να εξετάσουμε διαχρονικά σταθερές τάσεις. Το χρονικό των δανείων δίνει την εντύπωση ότι  οι πολιτικές ηγεσίες του τόπου έτειναν κατά διαστήματα να θεωρούν  τα δάνεια (και  τις βοήθειες) περίπου ως «τακτικό έσοδο» με διάφορες αιτιολογίες.

Μέχρι σήμερα η Ελλάδα βρέθηκε τέσσερεις φορές σε αδυναμία εξυπηρέτησης των χρεών της (χωρίς να λάβουμε υπόψη εκείνες τις περιπτώσεις που διασώθηκε με έκτακτη βοήθεια όπως το 1985). Μετά από κάθε πτώχευση η Ελλάδα αποκλειόταν για αρκετό διάστημα από τις αγορές, που ήδη τότε καθιστούσαν σαφές ότι η εξυπηρέτηση των χρεών ήταν προϋπόθεση για την χορήγηση νέων δανείων. Τελικά επιτυγχανόταν κάποιος συμβιβασμός των ελληνικών κυβερνήσεων με τους δανειστές και η χώρα αντλούσε νέα δάνεια.

Η χώρα δυσκολεύθηκε να εξυπηρετήσει τα χρέη της από δάνεια της ανεξαρτησίας εξ αρχής. Το 1827 η Γ΄ Εθνική Συνέλευση κήρυξε στάση πληρωμών καθώς η χώρα αδυνατούσε να τα εξυπηρετήσει ομαλά (να πληρώσει δηλαδή τοκοχρεολύσια). Όμως, η Συνέλευση εκείνη  αναγνώρισε τα δάνεια της Ανεξαρτησίας και με βάση αυτή την αναγνώριση έγιναν προσπάθειες σύναψης νέου δανείου. Προτάθηκε μάλιστα η εξόφλησή τους με την παραχώρηση εθνικών γαιών.

Η επόμενη πτώχευση που είχε μονιμότερες συνέπειες συνέβη το 1893. Η δήλωση του τότε πρωθυπουργού Χαρίλαου Τρικούπη «δυστυχώς επτωχεύσαμεν» έχει μείνει την ιστορία. Είχε προηγηθεί εκτεταμένος δανεισμός της χώρας για την κάλυψη των ελλειμμάτων του προϋπολογισμού και εκτέλεση μεγάλων έργων υποδομής με κακοδιαχείριση.  Μια συνέπεια της πτώχευσης ήταν ότι επιβλήθηκε στην χώρα από τους δανειστές αυστηρότερος διεθνής οικονομικός έλεγχος που διατηρήθηκε για δεκαετίες. Έγινε πάλι φανερό ότι, εκτός άλλων, ο υπερβολικός δανεισμός της χώρας οδήγησε σε αυτή την άμεση εξάρτησή της. Λογικά, θα έπρεπε να είχε λειτουργήσει ως προειδοποίηση για μεταγενέστερες κυβερνήσεις.

Όμως στη συνέχεια η χώρα κήρυξε πάλι πτώχευση  και, παρά ταύτα ενεπλάκη σε πόλεμο με την Τουρκία τον Ιούλιο του 1897 με αποτέλεσμα να χειροτερεύσει ακόμα περισσότερο η οικονομική της κατάσταση και να υποχρεωθεί να πληρώσει πολεμικές επανορθώσεις στην Τουρκία με νέα δάνεια. Ο διεθνής έλεγχος πήρε τότε και θεσμικά άμεση μορφή με τη σύσταση μιας «Διεθνούς Οικονομικής Επιτροπής» (ΔΟΕ) που εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα. Τα έσοδά της προέρχονταν από τα ελληνικά μονοπώλια  πετρελαίου, άλατος, σπίρτων  κλπ και κυρίως από το τελωνείο του Πειραιά.

Η επόμενη μεγάλη πτώχευση συνέβη το 1932 όταν η Ελλάδα, στο απόγειο της μεγάλης οικονομικής κρίσης, τα χρέη έφθασαν στο 150% του ΑΕΠ, η κυβέρνηση διέκοψε προσωρινά τις πληρωμές τόκων και χρεολυσίων καθώς η οικονομία περιήλθε σε κρίση και η κυβέρνηση χρειαζόταν περίπου 40% του προϋπολογισμού για την εξυπηρέτηση δανείων. Αλλά, πάλι δεν αμφισβήτησε τις υποχρεώσεις της και επιδίωξε να έλθει σε κάποιο διακανονισμό με τους δανειστές, πράγμα που επιτεύχθηκε το 1935. Από το 1935 και εξής επαναλήφθηκε η αποπληρωμή του δημοσίου χρέους ενώ ο τελικός διακανονισμός όλων των προπολεμικών χρεών της Ελλάδας έγινε από το Σπύρο Μαρκεζίνη το 1952-1953.