ΜΙΧΑΛΗΣ ΑΤΤΑΛΙΔΗΣ

Πρώην Διπλωμάτης και πρώην Πρύτανης του Πανεπιστημίου Λευκωσίας

 

Οποιαδήποτε μορφή  διαιώνησης της διχοτόμησης  εμπεριέχει  μεγάλες αβεβαιότητες και κινδύνους για  την Κύπρο και τους Κυπρίους.  Για το  λόγο αυτό, παραίτηση από την προσπάθεια  για επίτευξη της μόνης εφικτής μορφής επανένωσης,  της Διζωνικής Δικοινοτικής  Ομοσπονδίας,  δεν είναι μεταξύ των επιλογών της κυβέρνησης της Κυπριακής Δημοκρατίας, όποιες και να φαίνονται να είναι οι δυσκολίες και όποιες και να είναι οι εκφρασμένες θέσεις της Τουρκίας. Είναι πιθανό η έννοια της διεκδίκησης από την Τουρκία σήμερα των «δύο κρατών», να είναι η συνέχεια της «ενσωμάτωσης» της κατεχόμενης περιοχής, με όσο το δυνατό μεγαλύτερο ελέγχο από την Τουρκία επί των Τουρκοκυπρίων, και σταδιακή αντικατάσταση τους με πληθυσμό από την Τουρκία.  Αυτό, διότι, υπό την ηγεσία του Μουσταφά Ακιντζί, εδειξαν σημεία απειθαρχίας στην «μητέρα πατρίδα».  Εν πάσει περιπτώσει οι δυσκολίες στην παροσπάθεια επανένωσης θα είναι μεγάλες, αλλά υπομνήσκεται ότι στο παρελθόν υπήρξαν ανάλογα αναχώματα.

Εν τούτις, μια λύση, εάν επιτευχθεί, δεν θα είναι το τέλος του δρόμου, και ούτε θα μας οδηγήσει άμεσα σε οδό σπαρμένη με ροδοπέταλλα. Αντίθετα η λειτουργία και ομαλότητα της διακυβέρνησης της ομόσπονδης κυπριακής πολιτείας  θα συνεχίσει να είναι απαιτητικό εγχείρημα, και στόχος της ελληνοκυπριακής πλευράς θα πρέπει να είναι η στενή και ομαλή σχέση με τους Τουρκοκυπρίους και εκείνες τις ηγεσίες τους που αντιλαμβάνονται την αναγκαιότητα της απεξάρτησης από την Άγκυρα.

Ο δρόμος δεν είναι εύκολος. Αλλά δεν προσφέρεται άλλος.

Είναι γι’αυτό ιδιαίτερης σημασίας οι προυποθέσεις που θα διευκολύνουν την ομαλή συνεργασία και θα απομακρύνουν την πιθανότητα  τριβών. Πρώτο, χρειάζεται να επιλεγούν οι σωστες πρωτεραιότητες στις διαπραγματεύσεις. Φαίνεται ότι ένα σημαντικό σημείο που εκκρεμεί είναι η επιδίωξη από την πλευρά της Τουρκίας της ενίσχυσης της «πολιτικής ισότητας» των τουρκοκυπρίων όχι ως ίσων κυπρίων πολιτών αλλά ως κρατική οντότητα. (Η «κυρίαρχη ισότητα» είναι πολύ διαφορετική επιδίωξη από την ισότητα της τουρκοκυπριακής ομοσπονδιακής  πολιτείας με την ελληνοκυπριακή, κάτι που  είναι συμφωνημένο). Αυτή η επιδίωξη της Τουρκίας φαίνεται ότι έχει ενταθεί  μετά τις τελευταίες συνομιλίες, λόγω της ορθής προσπάθειας αποκλεισμού του «δικαιώματος»  μονομερούς επέμβασης όπως και της γενικής κατάργησης της Συνθήκης Εγγυήσεως, προς όφελος ενός νέου συστήματος ασφάλειας (σημεία που συμπεριέλαβε ο Γ.Γ. στο πλαίσιο του).   Φαίνεται όμως ότι μεγάλη διαφορά υφίσταται στην επιμονή της Τουρκίας για παρουσία αγήματος 650 Τούρκων στρατιωτών (η ΤΟΥΡΔΥΚ) που δεν σχετίζεται με την Συνθήκη Εγγυήσεως, αλλά προνοείται από   την Συνθήκη Συμμαχίας. Συχνά εκείνοι που ανάγουν την παρουσία των 650 Τούρκων σε  θέμα επιβίωσης δεν αναφέρουν  ότι η ίδια συνθήκη προβλέπει και την παρουσία  950 Ελλήνων ( η ΕΛΔΥΚ).

Σ’αυτό το σημείο είναι σημαντικό να αναλύσει η δική μας πλευρά αν είναι εποικοδομιτικό  να δώσει ως αντάλλαγμα, ή μέρος του ανταλλάγματος, για την θέση  «ούτε ένας τούρκος στρατιώτης» την εκ περιτροπής εκτελεστική προεδρία, ένα πρωτοφανή συνταγματικό μηχανισμό, όπου πρόεδρος και αντιπρόεδρος ανταλλάσσουν καθήκοντα.  Η ανάληψη της προεδρίας από τον αντιπρόεδρο και ο υποβιβασμός του προέδρου σε αντιπρόεδρο δημιουργούν σοβαρό ζήτημα δημοκρατικής νομιμοποίησης. Εάν είναι επάναγγες το να γίνει αποδεκτή η περιτροπή, είναι  πιό δημοκρατικά ορθό  το σύστημα του προεδρικού συμβουλίου, όπου τα έξη μέλη, από τα οποία δύο τουρκοκύπριοι, ενεργούν μαζί ως προεδρία της δημοκρατίας. Όλοι εκλέγονται από την Βουλή μαζί με την Γερουσία.  Ένας από τους έξη προεδρεύει εκ περιτροπής. Πέραν της λύσης του προβλήματος της περιτροπής προέδρου-αντιπροέδρου, το προεδρικό συμβούλιο επιλύει και το σημερινό πρόβλημα της μονοκρατορίας του προέδρου.

Ένα άλλο ζήτημα πρόσφατου δημόσιου προβληματισμού της πλευράς μας,  η συμμετοχή τουλαχιστο ενός τουρκοκυπρίου στις αποφάσεις του κεντρικού ομόσπονδου κράτους, φαίνεται να εμπεριέχεται στην έννοια της ισότητας που προνοείται από τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας. Τέτοια πρόνοια μαζί με μηχανισμό επιλυσης αδιεξόδων, θα αποτελούσε σημαντική πρόοδο από το βέτο του αντιπροέδρου του  συντάγματος του 1960.

Έχει συναφώς δοθεί  σημασία στο ζήτημα των πολλών η λίγων εξουσιών της κεντρικής κυβέρνησης,  και της προτίμησης  της αποκέντρωσης. («Είναι ανάγκη να αποφασίζει το κεντρικό κράτος για τους κομμωτές;») Oι εξουσίες της κεντρικής κυβέρνησης δεν ήταν, από ότι φαίνεται δημόσια, αμφισβητούμενο ζήτημα, ενώ το αίτημα της δικής μας πλευράς για μείωση τους ξάφνιασε διότι είναι εκτός των ιστορικών μας θέσεων. Στην πραγματικότητα εάν υπάρξουν τριβές θα είναι γύρω από ζητήματα «υψηλής πολιτικής», συνταγματικά ζητήματα, εξωτερική πολιτική, προυπολογισμοί, μετανάστευση, και όχι για τους «κανονισμούς για τους κομμωτές.» Αντίθετα,  οι «κανονισμοί για τους κομμωτές» και τα άλλα ζητήματα «χαμηλής πολιτικής» είναι πιθανό να αποτελούν πεδία συνεργασίας, οπως υπήρξαν και στην Ε.Ε. (Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι κομμμωτές θα μπορούσαν να είναι μέλη του ίδιου επαγγελματικού σωματίου και να ρυθμίζονται από τους ίδιους κανονισμούς). Εξ’ άλλου για ιστορικούς λόγους τα θέματα χαμηλής πολιτικής είναι η κατεξοχήν περιοχή όπου νομοθετεί η Ευρωπαική Ένωση και  όπου  το 60 ως 80 % της νομοθεσίας των κρατών μελών είναι κοινοτική, και για αυτό τον λόγο δεν είναι πιθανό αυτές οι αρμοδιότητες να αποτελέσουν ζήτημα διακοινοτικής διαφοράς.

Τέλος, εάν επιτευχθεί συνολική λύση, θα μπορούσε να εξεταστεί η σταδιακή εφαρμογή της.