του ΙΩΑΝΝΗ Ν. ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗ*

 

Πρόσφατες αναφορές του διεθνούς τύπου επανέφεραν στην δημοσιότητα μία από τις μεγαλύτερες ανθρωπιστικές τραγωδίες της εποχής μας, την ανηλεή καταπίεση της μειονότητος των Ουιγούρων από τις δυνάμεις ασφαλείας της Κίνας. Θα μπορούσε να γράψει πολλά κανείς για την «συνωμοσία σιωπής» που διακατέχει την διεθνή κοινότητα για το ζήτημα. Σίγουρα όμως η στάση της Τουρκίας παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

Ζώντας στα όρια του ιστορικού Τουρκεστάν μεταξύ ανατολικού Καζαχστάν και δυτικής Κίνας, οι Ουιγούροι ανήκουν στις σουνιτικές τουρκογενείς εθνότητες της κεντρικής Ασίας που βρέθηκαν από τα τέλη του δεκάτου ενάτου αιώνος στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος του παντουρκικού εθνικισμού. Αυτός ήταν μια από τις παραφυάδες του τουρκικού εθνικισμού που φιλοδοξούσε να ενώσει όλες τις τουρκογενείς εθνότητες υπό την ηγεσία της Τουρκίας. Σε πολιτικό επίπεδο το ιδεολογικό αυτό ρεύμα βρήκε αργότερα εκπροσώπηση στην τουρκική ακροδεξιά, ιδίως στο Κόμμα Εθνικιστικής Δράσεως (ΜΗΡ).

Η άνοδος της οικονομικής και διπλωματικής επιρροής της Κίνας από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 συνέπεσε με την αυξανόμενη καταπίεση των περί τα 12 εκατομμύρια Ουιγούρων που κατοικούσαν στις αχανείς στεπώδεις εκτάσεις της επαρχίας Σινγκιάνγκ της δυτικής Κίνας. Οι κοινές πολιτισμικές αναφορές συνέβαλαν στην ανάδειξη της Τουρκίας σε χώρα υποδοχής Ουιγούρων προσφύγων. Με κέντρο την Κωνσταντινούπολη αναδύθηκε μια σημαντική παροικία περίπου 50.000 Ουιγούρων στην Τουρκία. Η σημαία τους, μια γαλανόλευκη ημισέληνος, απαντάται συχνά σε εκδηλώσεις των τουρκογενών διασπορικών κοινοτήτων της Τουρκίας.

Δεδομένης της φιλοδοξίας της τουρκικής κυβερνήσεως να αναδειχθεί η Τουρκία σε προστάτη των μουσουλμάνων ανά τον κόσμο, αλλά και του ανοίγματος προς την τουρκική ακροδεξιά, θα μπορούσε να αναμένει κανείς σαφή υποστήριξη προς τους Ουιγούρους και την προστασία των δικαιωμάτων τους. Τα πράγματα όμως άλλαξαν με την ανάδειξη της Κίνας ως μελλοντικής υπερδυνάμεως και μοντέλου εναλλακτικού σε αυτό της δυτικής φιλελεύθερης δημοκρατίας. Η ανάπτυξη στενών οικονομικών σχέσεων και η φιλοδοξία καλλιέργειας στρατηγικής συνεργασίας με την Κίνα οδήγησε στην θυσία των Ουιγούρων. Ούτε οι πληροφορίες για συστηματικό εποικισμό του Σινγκιάνγκ με εκατομμύρια Κινέζων από άλλες επαρχίες της χώρας, ούτε η λειτουργία στρατοπέδων συγκεντρώσεως, όπου λαμβάνουν χώρα συστηματικοί βασανισμοί και βιασμοί των εγκλείστων, ούτε η απαγόρευση τηρήσεως κάθε μουσουλμανικής παραδόσεως, όπως η νηστεία κατά το ραμαζάνι, πτόησαν την τουρκική κυβέρνηση. Μια πρόταση βουλευτών της αντιπολιτεύσεως τον περασμένο Ιούλιο να συσταθεί κοινοβουλευτική επιτροπή με σκοπό να διερευνήσει την κατάσταση των δικαιωμάτων των Ουιγούρων απορρίφθηκε από την κυβερνητική πλειοψηφία. Οι ανησυχίες της ουιγουρικής κοινότητος της Τουρκίας εντάθηκαν με την πρόσφατη κύρωση από την Κίνα διμερούς κινεζοτουρκικής συμφωνίας δικαστικής συνεργασίας και εκδόσεως καταζητουμένων. Η προοπτική να εκδοθούν εγκατεστημένοι στην Τουρκία Ουιγούροι πολιτικοί πρόσφυγες στην Κίνα, αδιανόητη μέχρι πριν μερικά χρόνια, πλέον φαντάζει δυνατή.

Μπορεί η τουρκική κυβέρνηση να εγκαλεί την Δύση για υποκρισία στην υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, για την αποτυχία της να υπερασπισθεί αποτελεσματικά τα δικαιώματα των Παλαιστινίων και να λαμβάνει το μέρος του Πακιστάν στο πρόβλημα του Κασμίρ. Η δική της υποκρισία, ωστόσο, στο θέμα των Ουιγούρων είναι κάτι παραπάνω από εξόφθαλμη. Η κακομεταχείριση των μουσουλμάνων της δυτικής Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών ωχριούν μπροστά στους απηνείς διωγμούς που υφίστανται οι Ουιγούροι και οι υπόλοιποι μουσουλμανικοί πληθυσμοί της Κίνας. Αν όντως η ισλαμοφοβία αυξάνεται διεθνώς, είναι δύσκολο να βρεθεί πιο ισλαμοφοβικό καθεστώς από την Κίνα. Ούτε καν οι πολιτισμικοί δεσμοί μεταξύ Ουιγούρων και Τουρκίας επηρεάζουν την στάση της τουρκικής κυβερνήσεως. Προέχει η αναζήτηση οικονομικών και πολιτικών ερεισμάτων σε μια περίοδο που οι σχέσεις της Τουρκίας με την Δύση βρίσκονται σε σημείο καμπής.

 

* Ο Ιωάννης Ν. Γρηγοριάδης είναι Αναπληρωτής Καθηγητής του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Μπίλκεντ και Επικεφαλής του Προγράμματος Τουρκίας του ΕΛΙΑΜΕΠ.