Η υποβολή, όμως, παρόμοιας προτάσεως ικανής να φέρει την Τουρκία προ του διλλήματος αυτού, συνεπάγεται ότι, πρώτη, η ελληνική πολιτική τάξις θα αποκτήσει αίσθηση της πραγματικότητος και ικανότητα σοβαρού νομικού λογισμού.
Π. Κ. ΜΑΚΡΗ
Η επιτυχία, κατά την διάρκεια του παρόντος έτους, των προσπαθειών των Αθηνών προς την σύναψη συμφωνιών οριοθετήσεως Αποκλειστικών Οικονομικών Ζωνών μεταξύ της Ελλάδος και γειτονικών χωρών, αν και μερική, δεν στερείται σημασίας. Η συνακόλουθη ενίσχυσις της Ελληνικής διαπραγματευτικής θέσεως έναντι της Τουρκίας, δεν είναι μεν καταλυτική, αλλά ούτε αμελητέα. Συγχρόνως, η τουρκική οικονομία δεν εμφανίζει συμπτώματα ταχείας ανακάμψεως. Επίσης, παρόλη την εμφανή προσπάθεια, της Αγκύρας, βελτιώσεως του κλίματος των σχέσεών της προς τις Η.Π.Α. και την Ε.Ε., οι κλυδωνισμοί θα εξακολουθούν, διότι η ιδιοσυγκρασία του κ. Ερντογκάν επικρατεί –και θα επικρατεί– των συμβουλών των χειριστών της εξωτερικής πολιτικής του.
Παρά ταύτα, ενώ, επίκειται ―όταν γραφεται το παρόν―, η έναρξις των διερευνητικών συνομιλιών, η έντονη αμηχανία η οποία διακατέχει την Ελληνική πλευρά είναι πρόδηλη.
Είναι η ιδία αμηχανία η οποία καταλαμβάνει, πάντοτε, τις Ελληνικές Κυβερνήσεις, όποτε η Άγκυρα επανεμφανίζεται ―ποτέ, άλλωστε, δεν το παραλείπει επί μακρόν―, να επιδιώκει την έναρξη διμερούς διαλόγου και διακόπτει την κλαγγή της σπάθης. Η ίδια αμηχανία ως προς την συνέχεια κυριαρχεί στην Ελληνική Πρωτεύουσα, όποτε η γείτων αναστέλλει ή μετριάζει την συνδυασμένη χρήση όλων, όσων παρέχουν την ευπρόσδεκτη πρόφαση της διαχρονικής Ελληνικής αρνητικότητος ―ουσιαστικής, αρνήσεως―, διαπραγματεύσεως, των υποτιθεμένων «αδιαπραγματεύτων» ή ―αυτός είναι τελευταίος, Ελληνικός νομικός νεολογισμός―, «δυνητικών κυριαρχικών δικαιωμάτων». Όπως, π.χ., της επεκτάσεως, «οψέποτε κριθεί σκόπιμη» των χωρικών υδάτων «οπουδήποτε εντός του Αιγαίου», εις 12 ναυτικά μίλια και του παραλογισμού της διατηρήσεως, ακόμη και υπό το νυν ισχύον, καθεστώς των 6ν.μ. αιγιαλίτιδος ζώνης, εναερίου χώρου 10 ν.μ. ―δηλαδή, 4ν.μ. στήλης «αέρος» πέραν των χωρικών υδάτων, χωρίς βάση επί της επιφανείας του πλανήτου.
Λίγες σύντομες υπομνήσεις δεδομένων δεν παρέλκουν:
Kατά τους θερινούς μήνες, η Τουρκική επιθετικότητα και φρασεολογία, όχι, μόνον προς την Ελλάδα, αλλά και προς την Ε.Ε., υπερέβη όλα τα προηγούμενα όρια. Όλα τα προηγούμενα υπερέβη και η αυτονόμησις των αμυντικών προμηθειών της Αγκύρας από την Μόσχα, η αψήφισις των Η.Π.Α., όπως και η έντασις και μονομέρεια των Τουρκικών πολεμικών ενεργειών και η κλιμάκωσις στρατιωτικής παρουσίας, προς όλα τα αζιμούθια: προς την Λιβύη και τις παρυφές της Δυτικής Μεσογείου, εις το Nagorno-Karabakh, όπως πάντοτε προς την Συρία, ακόμη και προς το Κατάρ προς μεγίστη δυσφορία των άλλων ηγεμονιών του Κόλπου. Η προβολή Τουρκικής ενόπλου δυνάμεως αυτής της εμβελείας, απειλητικής όχι, μόνον, κατά της Ελλάδος και της Κύπρου, αλλά ανατρεπτικής των ευρυτέρων περιφερειακών ισορροπιών, εκρίθη, από τους Εταίρους, ότι υπερβαίνει τα αποδεκτά όρια, ακόμη και υπό το πρίσμα της Ευρωπαϊκής ασφαλείας.
Εξ ου και η εκδήλωσις της Ευρωπαϊκής υποστηρίξεως προς την Ελλάδα και την Κυπριακή Δημοκρατία και η αυστηρότητα της φρασεολογίας προς την Άγκυρα, ομοίως, υπερέβησαν όλα τα προηγούμενα όρια. Όχι χάριν των Αθηνών και της Λευκωσίας, αλλά, ως περιστασιακά και προσωρινά αντίποινα προς την Άγκυρα, ως μέσα πιέσεως και εκφοβισμού της, να περιορίσει την ευρύτερη περιφερειακή παρεμβατικότητά της.
Πράγματι, η φραστική ―τηρουμένων, τουλάχιστον, των μέχρι τότε αναλογιών―, σκληρότητα και η σαφής απειλή κυρώσεων του ανακοινωθέντος του προτελευταίου Ευρωπαϊκού Συμβουλίου απέδωσαν καρπούς: προς μεν την Ε.Ε. και τις Η.Π.Α., η Άγκυρα άρχισε να επαναλαμβάνει διαβεβαιώσεις ότι, η Τουρκία επιθυμεί να είναι Δυτική και Ευρωπαϊκή χώρα, προς δε την Ελλάδα, την ετοιμότητά της συζητήσεως, «όλων» των διμερών διαφορών. Γνωρίζει, βεβαίως, από το παρελθόν, τις Ελληνικές σκληρώσεις και αγκυλώσεις και την εσωτερική δυσχέρεια όλων των Ελληνικών Κυβερνήσεων, την οποία τους προκαλεί η διασταλτική θεώρησίς τους των «θεμάτων κυριαρχίας». Γνωρίζει άρα τη δυσκινησία των Αθηνών και επί της αρχής, αλλά και της θεματικής κάθε διμερούς επικοινωνίας.
Ήταν, αναμφιβόλως, μείζων η Ελληνική Διπλωματική επιτυχία ότι οι Εταίροι υϊοθέτησαν, προς στιγμή, την Ελληνική άποψη περί οριοθετήσεως υφαλοκρηπίδος και Α.Ο.Ζ., ως μόνου θέματος των συνομιλιών τις οποίες επέτασσαν. Αλλά εις όλους όσους δεν στερούνται στοιχειώδους διπλωματικής διορατικότητος, ήταν ―ή έπρεπε να είναι―, προφανές ότι η επιτυχία εκείνη ήταν προσωρινή και δεν επρόκειτο να διαρκέσει. Η στήλη αυτή το είχε επισημάνει.
Ίσως, η επιτυχία εκείνη να οφείλετο, εν μέρει και εις ελλιπή προκαταρκτική υπηρεσιακή προετοιμασία και ενημέρωση των Ευρωπαίων πολιτικών ηγετών επί της αρχικής και βασικής Ελληνοτουρκικής διαφοράς, επί του εύρους των Ελληνικών χωρικών υδάτων του Αιγαίου. Αν πράγματι υπήρξε το έλλειμμα αυτό υπηρεσιακής ενημερώσεως των Ευρωπαίων συνομιλητών του, ο Έλλην Πρωθυπουργός έσπευσε και επέτυχε επιτηδείως να εκμεταλλευθεί. Αλλά, ακόμη και τότε, έπρεπε να αναμένεται ότι οι εμπειρογνώμονες των Ευρωπαϊκών Κυβερνήσεων και των θεσμών της Ε.Ε. θα έσπευδαν να ενημερώσουν, επί του ιστορικού της διενέξεως, τους πολιτικούς προϊσταμένους τους, οι οποίοι και δεν θα έμεναν επί οξυμώρου και παραδόξου. Δηλαδή, να οριοθετηθούν υφαλοκρηπίδα και Α.Ο.Ζ., ενώ, θα παραμένει εκκρεμής η βασική διαφορά επί του υπερκειμένου ζητήματος των χωρικών υδάτων και του επ’ αυτού και από μιας αρχής–, ριφθέντος Τουρκικού casus belli.
Πολύ πιθανωτέρα, εν τούτοις, παραμένει η υπόθεσις ότι ακόμη και η «μονοθεματικότητα» των συνομιλιών, «παρεχωρήθη» και αυτή, στην Ελληνική πλευρά, εις τα ίδια πλαίσια της γενικής αυστηρότητος του κειμένου του κοινού ανακοινωθέντος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Σεπτεμβρίου, προς εκφοβιστική μεν πίεση και παρενόχληση της Αγκύρας, αλλά χωρίς πραγματική Ευρωπαϊκή πρόθεση η τοποθέτησις αυτή να συγκρατηθεί.
Ήταν, πάντως, εκείνη η στιγμή, όταν «μέθη και υπεροψία» ―κατά την Καβαφική αποστροφή― κατέλαβαν την Ελληνική πλευρά και ψευδαισθήσεις περί εφικτών και μάλιστα επωδύνων, Ευρωπαϊκών κυρώσεων. Ακριβέστερα, περί κυρώσεων «που να πονάνε» ή «που να τσούζουν» ή «που να τις νιώσουν» κατά την τρέχουσα –καλλιεπεστάτη και εκλεπτυσμένη–, Νέα Ελληνική την οποία χρησιμοποιούν πολιτικοί τε και μέσα ενημερώσεως.
Όποια, εν πάση περιπτώσει, εξήγηση και αν θέλει να δώσει κανείς εις εκείνη την εν πολλοίς ανέλπιστη και στιγμιαία ικανοποίηση των Ελληνικών θέσεων, εκ μέρους της Ε.Ε., στερείται πλέον παντελώς, πρακτικής σημασίας, εφ’ όσον, το ανακοινωθέν του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Δεκεμβρίου δεν ορίζει, πλέον, την ημερησία διάταξη των διμερών συνομιλιών.
Το γε νυν έχον, λοιπόν τι μέλει ―και τι δέον―, γενέσθαι; Διότι, τα δέοντα και τα τελικώς γενόμενα δεν συμπίπτουν πάντοτε. Κατά δε την διαχείριση των Ελληνο-Τουρκικών διαφορών και του Κυπριακού, ουδέποτε ή σπανιώτατα, συνέπεσαν…
Είναι πρακτικώς σκοπιμωτέρα η εκκίνησις της προσεγγίσεως του ερωτήματος από το μη δέον γενέσθαι· από ό,τι πρέπει, προπαντός άλλου, να αποφευχθεί. Και αυτό είναι η προβολή της εικόνος ανασφαλείας της Ελληνικής πλευράς και της γενικής εφεκτικότητός της να διαπραγματευθεί. Της εικόνος ελλείψεως αυτοπεποιθήσεως και εμπιστοσύνης εις τα νομικά ερείσματα των παγίων Ελληνικών θέσεων. Της εικόνος της ιδίας, από πολλές δεκαετίες, Ελληνικής παρελκύσεως, εις τα όρια του δυνατού, «διερευνήσεων» και «επαφών», ώστε να εξωθείται η άλλη πλευράς στην διακοπή τους. Της εικόνος όχι μόνον απορρίψεως του διμερούς πολιτικού διαλόγου, αλλά και της απροθυμίας και καχυποψίας έναντι της Χάγης.
Η εικών αυτή, θα παριστά, ατυχώς, την πραγματικότητα της Ελληνικής δυσκαμψίας μιας 50ετίας και δεν έχει διαφύγει, εννοείται, του οπτικού πεδίου των Ευρωπαίων παρατηρητών του Ελληνικού ψυχισμού. Πρέπει, όμως, πάση θυσία, να αποφευχθεί η απροκάλυπτη μετάδοσίς της μία ακόμη φορά. Αυτό είναι ό,τι πρέπει, πρωτίστως, να αποφευχθεί.
Πέραν, όμως των προς αποφυγήν, τι θα πρέπει και να επιτευχθεί; Ατυχώς, όχι μόνον η επιφανειακή παραλλαγή της εικόνος, αλλά η μετάλλαξις των απεικονιζομένων.
Η Ελλάς πρέπει να εμφανισθεί πλήρης αυτοπεποιθήσεως και έτοιμη να συζητήσει τα πάντα. Η μόνη εκδοχή «μονοθεματικότητος» στην οποία θα επέμεναν οι Έλληνες χειρισταί των διερευνητικών συνομιλιών ―ή «επαφών», όπως, σεμνοτύφως, έχουν μετονομασθεί από Ελληνικής πλευράς―, θα έπρεπε να περιορίζεται, μόνον, στην κεχωρισμένη συζήτηση κάθε θεματικής δέσμης και επί της κατά προτεραιότητα συζητήσεως της δέσμης του Δικαίου της Θαλάσσης. Η Ελληνική πλευρά νομιμοποιείται να εμμείνει επ’ αυτού, επικαλουμένη το γεγονός ότι επί αυτής της δέσμης και όχι επί άλλης εντοπίζεται το casus belli της Αγκύρας.
Παρομοία, όμως, ελαστική και ευέλικτη διαπραγματευτική στρατηγική θα προϋπέθετε την κρίσιμη Ελληνική αναγνώριση ότι τίθεται υπό συζήτηση, γενικώς, η ερμηνεία της Συμβάσεως των Η.Ε. του Δικαίου της Θαλάσσης, αρχής γενομένης από τα όρια των χωρικών υδάτων και του εναερίου χώρου – την παραδοχή, ότι η ιδία η σύμβασις προνοεί επί «ειδικών και συναφών» συνθηκών (special and relevent circumstances) επί των οποίων αποφαίνεται η Διεθνής Δικαιοσύνη. Θα συνεπήγετο, με άλλους λόγους, την επιστροφή της Ελληνικής πλευράς ―ή μάλλον, την πρώτη στροφή της―, προς την νομική σοβαρότητα.
Πρέπει, ακόμη, η πλευρά των Αθηνών να εμφανισθεί ως επισπεύδουσα· όχι κωλυσιεργούσα. Πρέπει, εκείνη να θέτει την Άγκυρα προ προθεσμιών προς εποικοδομητική διερευνητική κάλυψη κάθε ενιαίας θεματικής ενότητος και εις ―σχεδόν βεβαία―, περίπτωση μη εμπροθέσμου, εκάστοτε, προόδου, να εμμένει επί της παραπομπής της στην Χάγη ―της προτεραιότητος διδομένης, όμως, στην δέσμη του Δικαίου της Θαλάσσης.
Ουδεμιάς των Ελληνικών θέσεων θα εχρειάζετο η εγκατάλειψις ―ούτε καν της εσχάτης ανοησίας των προσθέτων μιλίων στηλών «αέρος», στερουμένων, όπως προανεφέρθη, επιγείου βάσεως. Η Ελληνική πλευρά θα επέμενε, απλώς, κάθε θέσις της, όπως και κάθε θέσις της Τουρκικής πλευράς, επί της υφής και του τρόπου δικαίας επιλύσεως των διαφορών να τεθεί υπό την κρίση των διεθνών δικαστών ―όπως έκαστος διάδικος, εκείνος, θα την προσδιορίζει, διότι η επίτευξις συμφωνίας επί του από κοινού προσδιορισμού των διαφορών, φαίνεται ελάχιστα πιθανή.
Εναλλακτικές διατυπώσεις, ενός άκρως συνοπτικού συνυποσχετικού προς την κατεύθυνση αυτή δεν συνεπάγονται νομική δυσκολία. Θα παραπέμπουν, αφ’ ενός, εις συνημμένα κείμενα εκάστης πλευράς, καταγραφής και προσδιορισμού, κατά την κρίση της, των διαφορών· αφ’ ετέρου, θα απονέμουν απεριόριστη διακριτική ευχέρεια των Δικαστών της Χάγης να επιλέξουν, εκείνοι, τις Γενικές Αρχές Δικαίου, τους κανόνες Εθιμικού Διεθνούς Δικαίου και τα συμβατά κείμενα ―όπως εκείνοι θα τα ερμηνεύσουν― εφ’ ων θα στηρίξουν την ετυμηγορία τους.
Ως μόνος όρος της Ελληνικής πλευράς πρέπει να παραμένει η ρητή, κοινή παραδοχή επί του συνυποσχετικού, ότι τα κείμενα των Συνθηκών της Λωζάνης και των Παρισίων (1946), αποτελούν την βάση του προσδιορισμού της εδαφικής κυριαρχίας εντός των θαλασσίων και νησιωτικών χώρων του Αιγαίου και της Δωδεκανήσου.
Ως προς το «έλλειμμα αξιοπιστίας» του δικαστηρίου της Χάγης να αποφασίζει επί ζητημάτων απτομένων κυριαρχίας, είναι υπόδειγμα λαϊκιστικής ευτελείας και κουτοπονήρου απλοϊκότητος τα επιχειρήματα των ευσταλών, αρειμανίων θιασωτών του πατριωτικού ανενδοτισμού. Μεταξύ άλλων ―κατά επί λέξει μεταφορά διατυπώσεων σημαντικών εκπροσώπων τους―, «ούτε ο Μεξικάνος ούτε ο Ουρουγουάνος ούτε ο ΝοτιοΑφρικάνος (τους τονίζουν στην παραλήγουσα, ώστε να τονίζουν την … εξωτικότητά τους) δικαστής στη Χάγη μπορούν να ξέρουν τους Τούρκους και τα δικά μας θέματα μαζί τους». Ή, ακόμη χειρότερα, ότι «όλοι αυτοί, εκεί, δωροδοκούνται και διαφθείρονται».
Αν μη τι άλλο και ο Μεξικανός και ο Ουρουγουανός και ο ΝοτιοΑφρικανός δικαστής της Χάγης, δεν είναι άμοιροι νομικής παιδείας. Είναι, συνεπώς, όλοι, ικανοί και να αναγνώσουν και να ερμηνεύσουν τα κείμενα και τις πρόνοιες των συνθηκών της Λωζάνης και των Παρισίων, τα οποία δεν αφήνουν περιθώρια παρερμηνειών, ούτε περί της μειονότητος της Θράκης, ούτε περί της Ελληνικής κυριαρχίας επί των ζωνών νησίδων και βραχονησίδων διεκδικουμένων από την Τουρκική πλευρά ―άλλοτε ως τετελεσμένων Τουρκικών και άλλοτε ως ακαθορίστου κυριαρχίας.
Όσον αφορά την επίκληση των κινδύνων «δωροδοκίας» και «διαφθοράς» ή «εκβιασμού» των διεθνών δικαστών, στην χυδαιότητα αυτού του δημοφιλούς κοινού τόπου ας δοθεί αντίστοιχη απάντησις: απολύτως ισότιμοι συνεχισταί της ιδίας Οθωμανικής και Ανατολιτικής ―χωρίς η Δύσις να είναι άσπιλη―, παραδόσεως διαφθοράς και δωροδοκίας είναι και η νέο-Ελληνική και η σύγχρονη Τουρκική Πολιτεία και κοινωνία. Της ιδίας πολιτικής και κοινωνικής παιδείας μετέχουν. Αρκεί η σύγκρισις των τηλεοπτικών σειρών των δύο χωρών.
Είναι λάθος, ότι οι Τούρκοι «εξ ορισμού υπερτερούν στην τεχνογνωσία δωροδοκίας και διαφθοράς». Αντιθέτως, επί αιώνες, οι υποτελείς ήταν εκείνοι οι οποίοι εδωροδόκουν τον δυνάστη και απέκτησαν πείρα εις το άθλημα. Εκείνος δεν είχε ανάγκη να δωροδοκεί. Συνεπώς, οποιοιδήποτε υποτιθέμενοι, Τουρκικοί χειρισμοί διαφθοράς και εκβιασμού της Διεθνούς Δικαιοσύνης θα είναι δυνατόν να αντιμετωπισθούν διά των αυτών μέσων.
Κατά τα λοιπά, είναι, ακριβώς, τα ζητήματα τα απτόμενα εθνικής κυριαρχίας τα οποία είναι προς το συμφέρον της Ελλάδος να αχθούν στην Χάγη και όχι να αποκλεισθούν της δικαιοδοσίας της.
Κατ’ αρχάς και όλως ειδικώς, επί των ζωνών νησίδων και βραχονησίδων πρέπει όλοι να συγκρατούν ότι, προς αποτροπή πολέμου, η Ελλάς έχει, ούτως ή άλλως, ήδη, από την νύκτα των Ιμίων, ήδη από 25ετίας, παραιτηθεί της ασκήσεως επ’ αυτών, πράξεων κυριαρχίας και έχει ως εκ τούτου, εκείνη πρώτη, ανάγκη ενάρξεως διαδικασιών προς ουσιαστική ανάκτησή της.
Ομοίως και επί του αφοπλισμού των νήσων δεν πρέπει να υπάρχει εφεκτικότητα έναντι της Χάγης. Διότι και επ’ αυτού τα ερείσματα της Ελληνικής θέσεως είναι ισχυρά: έναντι μιας ολοκλήρου στρατιάς επί της Μικρασιατικής ακτής ―η οποία δεν υπήρχε, εκεί, όταν απεφασίζετο ο αφοπλισμός των Ελληνικών νήσων του Αν. Αιγαίου και αργότερα, της Δωδεκανήσου― και αμφιβίων μέσων ικανών να στηρίξουν μείζονα αποβατική επιχείρηση, η Ελλάς δικαιούται να προστατεύσει τα εδάφη της. Επ’ αυτού, δεν παρέχεται έδαφος Ελληνικής διαλλακτικότητος.
Πρέπει, όμως, συγχρόνως, η Ελληνική πλευρά να εμφανισθεί έτοιμη να αποσύρει τις δυνάμεις της αν και η Τουρκική απομακρύνει την δική της στρατιά εις ικανή απόσταση ―και υπό ειδικούς στρατιωτικούς όρους και μέτρα επιτηρήσεως από τρίτους―, ώστε να διασφαλίζεται ότι εις περίπτωση ενάρξεως επανόδου Τουρκικών δυνάμεων και αποβατικών μέσων στις αρχικές τους θέσεις, θα παρέχεται επαρκής χρόνος επανόδου και των Ελληνικών δυνάμεων στις δικές τους επί των νήσων.
Εν συντομία: είναι πρόδηλη, απροκάλυπτη και επιθετική η άσκησις από την Τουρκία περιφερειακής ηγεμονικής και επεκτατικής πολιτικής. Η Ελληνική πλευρά, όμως, πρέπει να ρίψει επί της τραπέζης πρόταση συνολικού διακανονισμού στην Χάγη, την οποία η άλλη πλευρά ούτε θα δύναται να δεχθεί χωρίς να εγκαταλείψει κρίσιμες διεκδικήσεις της ―τις οποίες, γνωρίζει, ότι κανείς διεθνής δικαστής δεν θα δικαιώσει―, αλλά ούτε και να την απορρίψει χωρίς να υποστεί, εκείνη, το κόστος της επιδείξεως αδιαλλαξίας.
Η υποβολή, όμως, παρομοίας προτάσεως ικανής να φέρει την Τουρκία προ του διλλήματος αυτού, συνεπάγεται ότι, πρώτη, η ελληνική πλευρά θα αποκτήσει αίσθηση της πραγματικότητος και ικανότητα σοβαρού νομικού λογισμού.
Κατά την πλειονότητά της, η Ελληνική πολιτική τάξις, εκ πεποιθήσεως ή χάριν ψηφοθηρίας, έχει επί μία 50ετία εμμείνει επί μονομερών, ακροβατικών και διασταλτικών ερμηνειών της Συμβάσεως του Δικαίου της Θαλάσσης.
Πρώτοι, συνεπώς, οι Έλληνες πολιτικοί ―και βεβαίως η Ελληνική κοινή γνώμη την οποία κατοπτρίζουν―, πρέπει να αντιληφθούν ότι όταν αρνούνται την αρμοδιότητα της Διεθνούς Δικαιοσύνης επί θεμάτων «εθνικής κυριαρχίας», όπως την έκταση των χωρικών υδάτων, ή την αποστρατικοποίηση των νήσων του Αν. Αιγαίου, αναγνωρίζουν και στην Τουρκία το δικαίωμα να προβαίνει εις μονομερείς ενέργειες, χάριν της προστασίας αυτών τα οποία θεωρεί δικά της κυριαρχικά δικαιώματα.
Ευελπιστεί κανείς ότι, όταν ο Πρωθυπουργός, αυτός, τουλάχιστον και οι ομόφρονές του, λέγουν «θαλάσσιες ζώνες», δεν αυταπατώνται και υποννοούν, πρωτίστως, την αιγιαλίτιδα ζώνη. Τί εννοεί, όμως, όταν το λέγει ο Υπουργός Εξωτερικών είναι προς συζήτηση…
Υ.Γ.: Η τοποθέτησις του Κου Σαμαρά ότι απορρίπτει την διεξαγωγή συνομιλιών «με πειρατές», είναι απείρως σοβαρωτέρα και συνεπεστέρα της αστειότητος ―η οποία προκαλεί κατ’ ιδίαν καγχασμούς και των φιλικώτερα διακειμένων προς την Ελλάδα Εταίρων― ότι «θα διερευνηθεί μόνον η οριοθέτησις υφαλοκρηπίδος και ΑΟΖ και τίποτε απτόμενο κυριαρχίας».
Υ.Υ.Γ.: Πώς όμως, ο διατελέσας άριστος Υφυπουργός Εξωτερικών και πάντοτε, διαπρεπής διεθνολόγος κ. Ιωάννης Βαληνάκης συνδυάζει αφ’ ενός την πεποίθησή του ότι πριν οποιεσδήποτε διερευνητικές «επαφές» η Ελλάς είχε ανάγκη χρόνου στρατηγικού διαλογισμού και συγχρόνως, την διαπίστωσή του ―ορθή―, ότι ορισμένοι Εταίροι επείγονται προς την θέρμανση των σχέσεών τους με την Τουρκία; Παρέχεται, άρα, χρόνος διαλογισμών;
Π.Κ.Μ.