Του Ι.Α. Ζέπου

 

Για την πλειονότητα των Ελλήνων, η εικόνα που έχουν για την Ινδία είναι ότι πρόκειται για μια μακρινή ασιατική χώρα, με έναν τεράστιο πληθυσμό, που παλεύει καθημερινά για να επιζήσει και όπου επικρατεί, κυρίως, μια απέραντη φτώχεια, που αποτυπώνεται πολύ συχνά σε εικόνες στα διάφορα διεθνή ΜΜΕ.

Σ’ αυτήν την περιγραφή, θα πρέπει να προστεθεί και μια εντελώς ελληνική προσέγγιση, που δεν είναι άλλη από την εκστρατεία του Μ. Αλεξάνδρου εναντίων των Περσών, νικηφόρα πορεία, που έφερε τον στρατηλάτη στα σύνορα της ινδικής υποηπείρου, όπου και ενεπλάκη σε συγκρούσεις με τους τοπικούς ηγεμόνες, χωρίς όμως να αφήσει πίσω του την εικόνα του κατακτητή.

Περί τα τέλη του 18ου αιώνα, πολλοί έλληνες κάτοικοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με τη στήριξη και της ορθόδοξης Εκκλησίας, αναζητούν ένα καλύτερο μέλλον και καταφεύγουν, αρκετοί εξ αυτών, στην υπό αγγλική τότε διοίκηση Ινδία και εγκαθίστανται κυρίως, σε δύο πόλεις του Κόλπου της Βεγγάλης, στην Καλκούτα και την Ντάκα.

Αυτές οι ελληνικές οικογένειες, αυξήθηκαν μέσα στα χρόνια και έφθασαν τα 3.500 περίπου άτομα μέχρι το έτος 1949, οπότε και έπαψε πλέον η άνθησή τους. Είχαν μια σοβαρή παρουσία στην ινδική υποήπειρο, τόσο στον χώρο των γραμμάτων, όπου ανεδείχθη ο Δημήτριος Γαλανός ο Αθηναίος και το έργο του, όσο και στον τομέα της οικονομίας, όπου διέπρεψαν οι αδελφοί Ράλλη, εκ Χίου, με ουσιαστική επιχειρηματική παρουσία σε ολόκληρη την υποήπειρο, ενώ η εταιρεία τους, κρατική πλέον, εξακολουθεί να υπάρχει και σήμερα με την αυτή επωνυμία!

Mέσω ενός πολυσχιδούς απελευθερωτικού αγώνα, κατά του βρετανικού ζυγού, που άρχισε δυναμικά περί τα τέλη του 19ου αιώνα, από την οργάνωση INC (Indian National Congress), σε διάφορες φάσεις, οι Μ. Γκάντι, Γ. Νέχρου και ο ιδρυτής του κράτους του Πακιστάν M. Τζίνα επιτυγχάνουν τελικά την ανεξαρτησία της χώρας, το έτος 1947.

Μετά την ινδική ανεξαρτησία, αργά μεν αλλά με σταθερά βήματα, αναπτύχθηκαν δεσμοί γνωριμίας, συνεργασίας και εμπιστοσύνης μεταξύ Αθηνών και Ν. Δελχί, κυρίως σε επίπεδο πολιτειακών και πολιτικών ηγεσιών. Αυτές βασίστηκαν κυρίως, στην εμπλοκή και στήριξη του Κινήματος των Αδεσμεύτων, όπου ανήκε και πρωτοστατούσε η Ινδία, στο Κυπριακό, στο πλαίσιο του ΟΗΕ, αλλά και στη στενή φιλική σχέση που δημιουργήθηκε στη συνέχεια μεταξύ του προέδρου Νεχρού και του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου.

Βέβαια, η διαπροσωπική αυτή εκτίμηση και συνεργασία μεταξύ πολιτικών παραγόντων, λόγω και της ταραγμένης εποχής, δεν προώθησε αναγκαστικά και τις διμερείς σχέσεις Ελλάδος – Ινδίας.

Στη σημερινή εποχή, λόγω μεγεθών, αλλά και της πυρηνικής πλέον ταυτότητάς της, η μόνη χώρα στην Ασία με την οποία η Δύση έχει τη δυνατότητα, λόγω ύπαρξης κοινών δημοκρατικών θεσμών και αξιών, να αναπτύξει μία πλεονεκτική σχέση, σε πάρα πολλούς τομείς, είναι η Ινδία.

Κάτι τέτοιο επιχειρείται ήδη στις μέρες μας από τις ΗΠΑ, που έχουν αλλάξει ριζικά την όλη θεώρησή τους για την Ινδία, με την οποία επιχειρούν πλέον να οικοδομήσουν μια μακροχρόνια στρατηγική σχέση. Ας σημειωθεί, ότι παραδοσιακά από παλαιά, το Ν. Δελχί διατηρεί μια προνομιακή σχέση, στρατηγική, οικονομική και στρατιωτική, με τη Ρωσία.

Οσον αφορά στην Ινδία, λόγω ιστορικού παρελθόντος, έχει ενδιαφέρον να επισημάνει κανείς, ότι σε αντίθεση με άλλες ασιατικές χώρες, ήταν μια Terra, λιγότερο Ιncognita για τους Ελληνες.

Παρ’ όλα αυτά όμως, δεν είχε δοθεί μέχρι σήμερα η απαραίτητη προσοχή από μέρους μας, στη δυνατότητα ουσιαστικής προώθησης και ενίσχυσης των πάσης φύσεως σχέσεών μας, με μια χώρα που στοχεύει σύντομα να καταλάβει την τρίτη θέση στην παγκόσμια οικονομία.

Επίσης, δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει, όπως δυστυχώς γίνεται ακόμη στη χώρα μας, λόγω κοινοτοπιών και έλλειψης απαραίτητων γνώσεων, ότι ένα αξιόλογα υψηλό ποσοστό, εξαιρετικά εύρωστων οικονομικά Ινδών, που υπολογίζονται συνολικά περί τα 200 εκατομμύρια, ταξιδεύουν κατ’ έτος εκτός Ινδίας, για τουρισμό και αναψυχή.
Πρέπει λοιπόν, να επιχειρήσει η Ελλάδα την οικοδόμηση πολύπλευρων δεσμών με την Ινδία, σε σημεία κοινού ενδιαφέροντος, προωθώντας μεταξύ άλλων περαιτέρω, την πρόταση που είχε ήδη υποβληθεί από μένα τον ίδιο, προς την ινδική πλευρά, το έτος 2011, σε διμερείς διαβουλεύσεις των δύο υπουργείων Εξωτερικών, σχετικά με τη δυνατότητα σύστασης μιας στρατηγικής σχέσης μεταξύ των δύο χωρών, που θα περιλαμβάνει όλους τους τομείς δράσης κοινού ενδιαφέροντος.

Αλλά για να δρομολογηθούν όλα αυτά, με πιθανότητα συνέχειας και επιτυχίας, θα πρέπει να αλλάξει, ριζικά, και η όλη θεώρηση της διπλωματικής, οικονομικής και προξενικής παρουσίας της Ελλάδος στην Ινδία. Θα πρέπει να δοθούν στην πρεσβεία Ν. Δελχί τα κατάλληλα μέσα, όπως ο ουσιαστικός εμπλουτισμός της στελέχωσής της, καθώς επίσης και η δημιουργία νέων προξενικών Αρχών, όπως έχουμε ήδη ορθώς πράξει στην Κίνα, σε σημαντικές, διεθνούς οικονομικού ενδιαφέροντος πόλεις της Ινδίας, όπως η Βομβάη, το Μπανγκαλόρ, το Τσενάι και άλλες, σε βάθος χρόνου.

Με αυτά τα δεδομένα, πιστεύω ότι είναι απαραίτητο να βλέπουμε και να βαθμολογούμε την Ινδία μέσα από τις επιδόσεις της και να πιστέψουμε ότι παρά τις, κατά καιρούς, ιδιόρρυθμες εσωτερικές, πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες – και κατακρίνοντας μερικές από αυτές εφαρμόζοντας αμιγή δυτικά πρότυπα – ότι εν τούτοις, η χώρα αυτή, κινείται προς ένα σημαντικό μέλλον.

Βέβαια, η ποιότητα της δημοκρατίας που εφαρμόζεται στην Ινδία, ίσως να μην κριθεί εφάμιλλη αυτής που ισχύει στη Σουηδία, λειτουργία όμως που κυμαίνεται και σε σχέση με πολλές άλλες χώρες του πλανήτη. Παραμένει πάντως γεγονός, ότι η χώρα κυβερνάται δημοκρατικά με συχνά εναλλασσόμενες κυβερνήσεις και πολιτικά κόμματα και ουδέποτε, πλην μιας μικρής πολύμηνης περιόδου επί κυβέρνησης Ιντιρα Γκάντι (Emergency Rule) παρεξέκλινε από τον κανόνα αυτό, περίοδο για την οποία η συντριπτική πλειονότητα των Ινδών αισχύνεται και θα ήθελε να ξεχάσει.
Στο καθαρά στρατιωτικό πεδίο, είναι αναμφίβολο ότι η Ινδία, πέραν της πυρηνικής της διάστασης, αποτελεί την ισχυρότερη στρατιωτικά χώρα της Ασίας μετά την Κίνα. Αυτή, που θα έχει ίσως καταλάβει μελλοντικά την πρώτη οικονομική θέση στο παγκόσμιο στερέωμα, είναι δυνατόν να επιδείξει σημεία πολυδιάστατου ηγεμονισμού, που δεν θα αφορά απαραίτητα μονάχα τον χώρο της Ασίας.

Στο πλαίσιο αυτό, κρίνουν οι αναλυτές, ότι μια πυρηνική Ινδία, θα πρέπει να θεωρείται ως μία, εν δυνάμει, σύμμαχος της Δύσης, ενάντια σε μια ενδεχόμενη τέτοια απειλή, διότι όπως ανέφερα και προηγούμενα, μοιράζεται με τη Δύση κοινούς δημοκρατικούς θεσμούς, αξίες και δομές, η ίδια δε, δεν έχει δείξει, ούτε νομίζω επιδιώκει να δείξει τάσεις ηγεμονισμού και επεκτατικής διάθεσης.

Θα ήθελα να προσθέσω τέλος, κοιτώντας τη σημερινή Ινδία, ότι ενώ οι γενικότερες πολιτικές σχέσεις με την Ελλάδα είναι καλές, οι οικονομικές, εμπορικές, στρατιωτικές καθώς και αυτές στο πεδίο της κοινωνίας των πολιτών, καταφανώς υπολείπονται και θα πρέπει να καταβληθεί σοβαρή προσπάθεια από μέρους των Αθηνών, παρά τις δυσκολίες που αναμφίβολα θα υπάρξουν, να προσεγγίσει την Ινδία και να προσπαθήσει να προωθήσει τα ιδιαίτερα συμφέροντά της στη χώρα αυτή.

*Ο Ιωάννης – Αλέξιος Ζέπος είναι πρέσβης ε.τ., πρώην πρεσβευτής της Ελλάδος στην Ινδία, πρώην γεν. γραμματέας του υπ. Εξωτερικών, ειδικός σύμβουλος ΕΛΙΑΜΕΠ

Πηγή: Τα Νέα 6-2-2021