ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΣΑΒΒΑΪΔΗ

 

Οι ελληνοτουρκικές διερευνητικές συνομιλίες, που επαναρχίζουν τις επόμενες ημέρες, μεταφέρουν ένα ιστορικό φορτίο άγονων προσπαθειών δύο δεκαετιών, στην διάρκεια των οποίων η ήδη βεβαρυμμένη παθολογία των διμερών μας σχέσεων εμπλουτίσθηκε με νέα ζητήματα και ενεργές υποθήκες για το μέλλον.

Eξηγούμαι: Ο σχεδιασμός και η οργάνωση των συνομιλιών αυτών δεν έγινε σε ένα ακαδημαϊκό περιβάλλον διδασκαλίας επιλύσεως διεθνών διαφορών και συγκρούσεων (conflict resolution) και σε πνεύμα συμβιβαστικών προσεγγίσεων. Οι δύο πλευρές είχαν εξ αρχής επίγνωση ότι εκκινούν από δύο εντελώς διαφορετικές επιδιώξεις: Η μεν χώρα μας από την προσπάθεια να τιθασεύσει, να εκλογικεύσει και να εξευρωπαΐσει την τουρκική συμπεριφορά στην βάση διεθνών και ευρωπαϊκών προτύπων και στο πλαίσιο πάντοτε των προνοιών του διεθνούς δικαίου. Η Τουρκία πάλι, να αποκτήσει ένα χρήσιμο όχημα, μια πρόσθετη πλατφόρμα, όπου η προβολή της ισχύος της να εναλλάσσεται μεταξύ του στρατιωτικού πεδίου και της διπλωματικής μεθοδολογίας, με σταθερό πάντοτε στόχο την προώθηση της αναθεωρητικής της στρατηγικής.

Ας σημειωθεί ότι με ανάλογους στόχους κινήθηκαν οι δύο πλευρές, κατά τις τελευταίες δεκαετίες, και στο πεδίο αποφυγής συγκρούσεων μέσω υιοθετήσεως Μέτρων Οικοδομήσεως Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ). Τα τελευταία, στρατιωτικού και πολιτικού χαρακτήρος, δεν αποσκοπούν στην εξεύρεση λύσεων σε ζητήματα ουσίας, αλλά κατά βάσιν στην εγκαθίδρυση ενός ασφαλούς περιβάλλοντος στο πρακτικό πεδίο, αποφυγής εντάσεων και ατυχημάτων κ.τλ.

Εάν σήμερα, είκοσι χρόνια σχεδόν μετά (από το 2002 και εντεύθεν), αποπειραθεί κανείς να εκτιμήσει μέσω των προαναφερθέντων, τα αποτελέσματα και των δύο μηχανισμών (διερευνητικών και διαδικα­σιών ΜΟΕ), θα κατέληγε σε δυσοίωνα συμπεράσματα. Ο περιορισμένος χώρος δεν επιτρέπει την ανάλυσή τους. Και εδώ τελειώνει η ενδοσκόπηση γιατί το ερώτημα τίθεται κατά αμείλικτο τρόπο: Υπάρχει ελπίδα στις ελληνοτουρκικές διερευνητικές όταν επί τόσα χρόνια δεν απέδωσαν παρά ελάχιστα, όταν στο διάστημα αυτό προστέθηκαν νέα ζητήματα, τόσο στο διμερές πεδίο, όσο και στο ευρωπαϊκό (ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας) και όταν τέλος, ενώ εξαγγέλλεται η επανέναρξή τους (25/1/2021) και δη από το σημείο που διεκόπησαν το 2016, δεν τίθεται κάποιος χρονικός και πολιτικός ορίζων για την περάτωσή τους, ούτε υπάρχει μια άτυπη έστω κατανόηση μεταξύ των δύο πλευρών για το αντικείμενο του διερευνητικού διαλόγου;

Η απάντηση στα προηγούμενα θα μπορούσε να είναι, ότι υπάρχει επίγνωση των τεράστιων δυσκολιών και από τους δύο παίκτες, αλλά από την απουσία επαφών, την σιωπή και τις συνεχείς προκλήσεις επί του πεδίου, προτιμώτερο είναι ένα θερμόμετρο για τον έλεγχο της θερμοκρασίας των διμερών μας σχέσεων, ίσως και αποφυγής μονομερών ενεργειών, εφόσον ούτε το φάρμακο ούτε το εμβόλιο για την αντιμετώπιση της παθογένειάς τους δεν έχουν ακόμη ανευρεθεί. Εκτιμάται ότι πόρρω απέχουμε από παρόμοιες εξελίξεις.

Εάν το εκτιθέμενο σκιαγράφημα αποτελεί τρόπο φυγής προς τα εμπρός, αλλά με επίγνωση των κινδύνων και για τις δύο πλευρές, τότε η έννοια των διερευνητικών κινδυνεύει να μεταπέσει και πάλι σε καθεστώς ρουτίνας και σε open ended πλαίσιο προσθήκης νέων ζητη­μάτων.

Άλλως, απαιτείται εντελώς άλλη εξελικτική προσέγγιση και από τις δύο πλευρές, με βάση το κοινό συμφέρον και όχι την αυθαιρεσία και την απροκάλυπτη ισχύ. Προσέγγιση εντός πλαισίου, όπου το διεθνές δίκαιο και η διεθνής πρακτική, δεν θα αποτελούν υποθέσεις εφαρμοστέες αλλού (παγκοσμίως), αλλά όχι στο Αιγαίο και την Ανατ. Μεσόγειο και όπου, τέλος, η ειρηνική επίλυση των διαφορών δεν θα είναι απλή εξαγγελία ή ισχυρισμός, αλλά διαδικασία συμπεριφοράς περιλαμβανομένης και της δικαστηριακής.

Τότε και μόνον τότε, θα μιλήσουμε για υπέρβαση και όχι για απλή φυγή προς τα εμπρός.

 

Ο κος Γεώργιος Σαββαΐδης είναι Πρέσβης ε.τ., πρώην Γ.Γ. ΥΠΕΞ