Γράφει η

ΜΑΡΙΑ ΤΕΛΑΛΙΑΝ*

Τέως Προϊσταμένη της Ειδικής Νομικής Υπηρεσίας του ΥΠΕΞ

 

Η αμφισβήτηση από Τούρκους αξιωματούχους, Bουλευτές και συγγραφείς, της ελληνικής κυριαρχίας σε ορισμένες νησίδες και βραχονησίδες στη θαλάσσια περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και εγγύς της Κρήτης,[1] με το επιχείρημα ότι τούτες ουδέποτε μεταβιβάσθηκαν στην Ελλάδα με βάση τις ισχύουσες διεθνείς συμβάσεις,  εντάσσεται στην ίδια αντίληψη με τη θεωρία των ‘’γκρίζων ζωνών’’ που προωθεί η Τουρκία μετά την κρίση των Ιμίων (1995-1996).

Πράγματι, από το 1995 και μετά η Τουρκία, υποστηρίζει ότι η Ελλάδα δεν διαθέτει τίτλους κυριαρχίας για όλες τις νησίδες και βραχονησίδες της Ανατολικής Μεσογείου, οι οποίες, ως εκ τούτου, παραμένουν υπό την κυριαρχία της, ως διαδόχου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Την θέση αυτή στηρίζει σε δική της ερμηνεία των διεθνών κειμένων που καθορίζουν την κυριαρχία της Ελλάδας επί των νησιωτικών αυτών σχηματισμών, ιδίως δε της  Συνθήκης Ειρήνης της Λωζάννης του 1923 (στο εξής Συνθήκη της Λωζάννης) και της Συνθήκης Ειρήνης των Παρισίων του 1947 (στο εξής Συνθήκη των Παρισίων του 1947).[2]

Στο άρθρο αυτό εξετάζονται οι ανωτέρω ισχυρισμοί, υπό το φως των τίτλων κυριαρχίας που διαθέτει η Ελλάδα, και οι οποίοι πηγάζουν ιδίως από τις διατάξεις των δύο Συνθηκών Ειρήνης (Λωζάννης και Παρισίων), αλλά και των δύο Ιταλο-τουρκικών Συμφωνιών του 1932.

I. Η Συνθήκη Ειρήνης της Λωζάννης και οι διατάξεις της περί του εδαφικού καθεστώτος των νήσων της Ανατολικής Μεσογείου: Άρθρο 12.

Το νομικό καθεστώς όλων των νήσων, νησίδων και βραχονησίδων του Αιγαίου καθορίστηκε με τη Συνθήκη της Λωζάννης,[3] συγκεκριμένα δε με τα Άρθρα 12 και 15 αυτής. Πράγματι, με βάση το Άρθρο 12 της Συνθήκης αυτής, όλα τα νησιά, νησίδες και βραχονησίδες του Βορειοανατολικού Αιγαίου εκχωρήθηκαν οριστικά  και τελεσίδικα στην Ελλάδα, με μόνη εξαίρεση την Ίμβρο, την Τένεδο και τις Λαγούσες νήσους (Μαυρυές), που παρέμειναν υπό τουρκική κυριαρχία, όπως και όλα τα νησιά που βρίσκονται σε απόσταση μικρότερη των τριών μιλίων από την ασιατική ακτή.[4]

Επίσης με το Άρθρο 15 της Συνθήκης, η Τουρκία παραιτήθηκε υπέρ της Ιταλίας παντός δικαιώματος και τίτλου επί των νήσων Αστυπάλαιας, Ρόδου, Χάλκης, Καρπάθου, Κάσσου, Τήλου, Νισύρου, Καλύμνου, Λέρου, Πάτμου, Λειψούς, Σύμης και Κω και των νησίδων ‘των εξ αυτών εξαρτωμένων’, καθώς και της νήσου Καστελλόριζου.

Ειδικότερα σε ό,τι αφορά το ανωτέρω Άρθρο 12 της Συνθήκης της Λωζάννης,  αξίζει να γίνουν οι εξής παρατηρήσεις:

α) Η απαρίθμηση των νήσων που μεταβιβάζονται στην Ελλάδα (Λήμνος, Σαμοθράκη, Μυτιλήνη, Χίος, Σάμος και Ικαρία), είναι καθαρά ενδεικτική, καθώς στη διάταξη γίνεται χρήση του όρου ‘ιδία’, σε αντίθεση με την περιοριστική αναφορά των νησιών που, κατ’ εξαίρεση, παραμένουν τουρκικές.

Όπως λοιπόν  προκύπτει από το γράμμα της διάταξης αυτής, στην Ελλάδα μεταβιβάστηκε η κυριαρχία όλων των νήσων, νησίδων και βραχονησίδων του Βορειοανατολικού Αιγαίου, και όχι συγκεκριμένων μόνο νήσων, όπως λανθασμένα υποστηρίζει η Τουρκία, επικαλούμενη το γεγονός ότι στο Άρθρο 12 γίνεται ρητή αναφορά στη Διακοίνωση των έξη Μεγάλων Δυνάμεων του 1914 (με τροποποίησή της σε ό,τι αφορά την κυριαρχία της Τουρκίας στις Λαγούσες και όχι στο Καστελλόριζο), με την οποία στην Ελλάδα εκχωρήθηκαν μόνο τα νησιά εκείνα (του Βορειοανατολικού Αιγαίου), που βρίσκονταν ήδη υπό ελληνική κατοχή (‘toutes les iles de la Mer Egee actuallement occupees),[5] όχι όμως και οι νησίδες και βραχονησίδες, για τα οποία η Διακοίνωση δεν κάνει λόγο.[6] Εφόσον δε το Άρθρο 12 της Συνθήκης παραπέμπει ρητά στη Διακοίνωση του 1914, το καθεστώς κυριαρχίας όσων νησίδων και βραχονησίδων του Αιγαίου που δεν αναφέρονται ρητά στη Συνθήκη αυτή, παραμένει σε εκκρεμότητα.

Οι ισχυρισμοί αυτοί είναι νομικά αστήρικτοι, και βασίζονται σε μη καλόπιστη  ερμηνεία των ανωτέρω κειμένων, επιπλέον δε δεν λαμβάνουν υπόψη και άλλες σημαντικές συμφωνίες της εποχής εκείνης, που προηγήθηκαν της Συνθήκης της Λωζάννης, από τις οποίες προκύπτει ξεκάθαρα ότι οι Μεγάλες Δυνάμεις έλαβαν σαφή εντολή να μην αφήσουν αρρύθμιστα τα σημαντικά και ευαίσθητα αυτά εδαφικά ζητήματα. Καθοριστικό είναι εν προκειμένω το Άρθρο 5 της Συνθήκης Ειρήνης του Λονδίνου της 17/30 Μαΐου 1913 (που υπεγράφη μετά τη λήξη των Βαλκανικών Πολέμων), σύμφωνα με το οποίο, η Ελλάδα, η Βουλγαρία, το Μαυροβούνιο, η Σερβία και η Οθωμανική Αυτοκρατορία, ανέθεσαν στις έξη Μεγάλες Δυνάμεις το έργο του “καθορισμού της τύχης πασών των οθωμανικών νήσων του Αιγαίου Πελάγους” (η έμφαση δική μας).[7]

Στη συνέχεια δε, και βάσει του Άρθρου 15 της Συνθήκης των Αθηνών της 1/14 Νοεμβρίου 1913, η Ελλάδα και η Οθωμανική Αυτοκρατορία συμφώνησαν να εφαρμόσουν τις διατάξεις της Συνθήκης του Λονδίνου του 1913, συμπεριλαμβανομένου και του ανωτέρω Άρθρου 5 αυτής. Επιπλέον, τα δύο αυτά Κράτη ανέλαβαν την υποχρέωση να αποδεχθούν την απόφαση των έξη Μεγάλων Δυνάμεων σχετικά με την τύχη όλων των νησιών του Αιγαίου Πελάγους (le soin de statuer le sort de toutes les iles ottomanes de la mer Εgée). Η απόφαση αυτή ελήφθη στο Συνέδριο του Λονδίνου (των Πρέσβεων των Δυτικών Δυνάμεων), και  ανακοινώθηκε στην Ελλάδα στις 13 Φεβρουαρίου του 1914 (γνωστή ως ‘Διακοίνωση των Δυνάμεων της 31 Ιανουαρίου/13 Φεβρουαρίου 1914’),[8] βάσει δε αυτής  αποφασίστηκε η εκχώρηση στην Ελλάδα οριστικής κυριαρχίας επί όλων των νήσων του Βορειοανατολικού Αιγαίου.[9]

Ο συνδυασμός λοιπόν των ανωτέρω Άρθρων 5 της Συνθήκης Ειρήνης του Λονδίνου της 17/30 Μαΐου 1913 και 15 της Συνθήκης των Αθηνών της 1/14 Νοεμβρίου 1913, δεν αφήνει αμφιβολία ότι η μεταβίβαση εξουσίας στις έξη Μεγάλες Δυνάμεις αφορούσε το σύνολο των νησιών του Αιγαίου, δηλαδή και των νησίδων και  βραχονησίδων. Συνεπώς, οι Δυνάμεις, με βάση την εντολή που έλαβαν, καθόρισαν τη συνολική κυριαρχία των νήσων του Αιγαίου για το μέλλον.[10]

Αλλά και από τις αντιρρήσεις που εξέφρασε η Οθωμανική Αυτοκρατορία προς τις Μεγάλες Δυνάμεις, σχετικά με την εν λόγω απόφασή τους, δεν προκύπτει ότι τούτες αφορούσαν το ζήτημα της εκχώρησης κυριαρχίας στην Ελλάδα επί όλων ή συγκεκριμένων μόνο νήσων του Αιγαίου, καθώς αυτές έθιγαν τελείως διαφορετικά ζητήματα.[11]

Τέλος, και από τη γραμματική ερμηνεία του άρθρου 84 της Συνθήκης Ειρήνης των Σεβρών του 1920 (από το οποίο εμπνεύστηκε το Άρθρο 12 της Συνθήκης της Λωζάννης), προκύπτει ότι και το άρθρο αυτό αφορούσε σε όλα τα άλλα νησιά της Ανατολικής Μεσογείου που βρίσκονταν πέραν των 3νμ. από την Ασιατική ακτή.[12]

Συνεπώς, το Άρθρο 12 της Συνθήκης της Λωζάννης αποτελεί τον οριστικό τίτλο κυριαρχίας της Ελλάδας σε όλα τα νησιά, νησίδες και βραχονησίδες του Βορειανατολικού Αιγαίου, με μόνη εξαίρεση τα νησιά που ρητά παρέμειναν υπό τουρκική κυριαρχία, η δε αναφορά στο Άρθρο αυτό στην απόφαση των Μεγάλων Δυνάμεων επιβεβαιώνει και επικυρώνει απλώς την παραχώρηση της κυριαρχίας αυτής, κάτι που στην πράξη είχε συντελεστεί ήδη από την εποχή των Βαλκανικών Πολέμων. Το Άρθρο αυτό αποτελεί και την αυθεντική ερμηνεία της Διακοίνωσης του 1914, όχι δε το αντίστροφο.

β) Όπως εξάλλου, προκύπτει από το ίδιο το γράμμα του Άρθρου 12, η εκχώρηση της κυριαρχίας αυτής στην Ελλάδα έγινε άνευ όρων και προϋποθέσεων. Παρολ’ αυτά η Τουρκία θεωρεί ότι η κυριαρχία αυτή συναρτάται με το θέμα της αποστρατικοποίησης των νησιών αυτών, επειδή το άρθρο αυτό παραπέμπει, όπως είδαμε, στη Διακοίνωση του 1914, η οποία προέβλεπε πράγματι τον αφοπλισμό των νησιών που παραχωρούνταν στην Ελλάδα.

Και η ερμηνεία αυτή είναι τελείως αστήρικτη, και αντιβαίνει, όπως είδαμε, στο ίδιο το γράμμα του ανωτέρω Άρθρου, η δε αναφορά στην εν λόγω Διακοίνωση επαναλαμβάνει απλώς και επικυρώνει, όπως προαναφέρθηκε, την απόφαση των Μεγάλων Δυνάμεων να εκχωρήσουν κυριαρχία στην Ελλάδα κυριαρχία επί όλων των νήσων του Βορειοανατολικού Αιγαίου. Το γεγονός εξάλλου ότι οι συντάκτες της Συνθήκης της Λωζάννης ρύθμισαν το θέμα του αφοπλισμού των ανωτέρω νησιών σε ξεχωριστό άρθρο αυτής (Άρθρο 13),[13] αποτελεί απτή απόδειξη ότι τούτοι δεν θέλησαν να συνδέσουν το ζήτημα της ελληνικής κυριαρχίας στα ανωτέρω νησιά με τον αφοπλισμό τους.

 

 Άρθρα 6 και 16 της Συνθήκης της Λωζάννης.

Καθοριστικές για το νομικό καθεστώς των νήσων του Αιγαίου είναι και οι διατάξεις των Άρθρων 6 και 16 της Συνθήκης της Λωζάννης.

Σύμφωνα με το Άρθρο 6 παράγραφος 2: «Εκτός αντιθέτων διατάξεων της παρούσης Συνθήκης, τα θαλάσσια όρια περιλαμβάνουσι τας νήσους και νησίδας τα κειμένας εις απόστασιν μικροτέραν των τριών μιλλίων από της ακτής».

Εξάλλου, με τη διάταξη του Άρθρου 16 της Συνθήκης της Λωζάννης: «Η Τουρκία δηλοί ότι παραιτείται παντός τίτλου και δικαιώματος πάσης φύσεως επί των εδαφών  ή εν σχέσει προς τα εδάφη άτινα κείνται πέραν των προβλεπομένων υπό της παρούσης Συνθήκης ορίων, ως και επί των νήσων, εκτός εκείνων ων η κυριαρχία έχει αναγνωρισθεί αυτή δια της παρούσης Συνθήκης, της τύχης των εδαφών και των νήσων τούτων κανονισθείσης ή κανονισθησομένης μεταξύ των ενδιαφερομένων», (η υπογράμμιση δική μας). Με βάση λοιπόν το Άρθρο αυτό, η Τουρκία παραιτήθηκε ρητά από κάθε δικαίωμα και τίτλο κυριαρχίας επί όλων των νήσων του Αιγαίου, εκτός εκείνων στις οποίες η εν λόγω Συνθήκη ρητά της αναγνωρίζει κυριαρχία (δηλαδή της Ίμβρου, Τενέδου και των Λαγουσών νήσων, όπως και όλων των νήσων που βρίσκονται σε απόσταση μικρότερη των τριών μιλίων από την ασιατική ακτή):

Υπό το φως των ανωτέρω, το τουρκικό επιχείρημα ότι στην Ελλάδα έχουν εκχωρηθεί μόνο τα νησιά που αναφέρονται ονομαστικά στις Συνθήκες της Λωζάννης και των Παρισίων, ενώ το νομικό καθεστώς των μη κατονομαζόμενων στα διεθνή αυτά κείμενα νησίδων και βραχονησίδων πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο μελλοντικής διαπραγμάτευσης,[14] έρχεται σε προφανή αντίθεση με το γράμμα τόσο του Άρθρου 12 όσο και 16 της Συνθήκης της Λωζάννης.

 

Η Συνθήκη Ειρήνης της Λωζάννης και οι διατάξεις της σχετικά με τα μεθοριακά ζητήματα.

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονιστεί ότι οι Συνθήκες Ειρήνης, δεν ρυθμίζουν αποσπασματικά τα ζητήματα εδαφικής κυριαρχίας, παραπέμποντας τα σε μελλοντική διαπραγμάτευση.[15] Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά τη Συνθήκη Ειρήνης της Λωζάννης, είναι σαφές ότι η πρόθεση των συντακτών της ήταν, όπως προαναφέραμε, να προβούν σε μια συνολική και οριστική διευθέτηση των ζητημάτων κυριαρχίας όλων των νήσων, χωρίς να αφήσουν περιθώριο για την εκ των υστέρων έγερση εδαφικών διεκδικήσεων από τα εμπλεκόμενα μέρη σε βάρος μικρών νησιωτικών σχηματισμών.[16] Άλλωστε θα ήταν παράδοξο μια τέτοια συνθήκη να καθορίζει την κυριαρχία των νήσων, να αφήνει όμως αρρύθμιστο το ζήτημα της κυριαρχίας των μικρών και ακατοίκητων νησίδων.  Τα ανωτέρω επιβεβαιώνονται και από την ίδια τη δομή των εδαφικών και μεθοριακών διατάξεων που καθιερώνει η εν λόγω Συνθήκη, από τις οποίες προκύπτει ότι  δεν υπάρχουν εκκρεμότητες σε ό,τι αφορά τη διευθέτηση των εδαφών και των συνόρων της Τουρκίας με τις ενδιαφερόμενες χώρες (βλ. Άρθρα 2, 3 και 5 αυτής, που ρυθμίζουν τα μεθοριακά ζητήματα).[17]

Στις ελάχιστες περιπτώσεις που οι συντάκτες της Συνθήκης της Λωζάννης είχαν αμφιβολία για τον καθορισμό μιας μεθορίου, ή ετίθετο κίνδυνος δημιουργίας μιας μεθοριακής διαφοράς, άφησαν το ζήτημα αυτό σε εκκρεμότητα, προέβλεψαν όμως διατάξεις σχετικά με την επίλυσή του. Έτσι, π.χ. το ζήτημα του καθορισμού των συνόρων μεταξύ Τουρκίας-Ιράκ έμεινε μεν εκκρεμές στη Συνθήκη της Λωζάννης, το Άρθρο 3 παράγραφος 2 όμως αυτής, προέβλεπε ότι η μεθόριος αυτή θα καθορίζονταν μεταξύ Τουρκίας και Μεγάλης Βρετανίας εντός εννέα μηνών, σε περίπτωση δε που δεν μπορούσε να επιτευχθεί συμφωνία εντός της προθεσμίας αυτής, η διαφορά θα παραπέμπονταν στο Συμβούλιο της Κοινωνίας των Εθνών, όπερ και έγινε. Τελικά, μετά την αμφισβήτηση από την Τουρκία της αρμοδιότητας του Συμβουλίου της ΚτΕ να καθορίσει δεσμευτικά την μεθόριο αυτή, ζητήθηκε γνωμοδότηση από το Διαρκές Δικαστήριο Διεθνούς Δικαιοσύνης, στην οποία το Δικαστήριο αυτό αποφάνθηκε ότι το ανωτέρω άρθρο 3 της Λωζάννης έδινε στο Συμβούλιο τη δυνατότητα να καθορίσει με δεσμευτική απόφαση του την οροθετική γραμμή. Αξίζει να σημειωθεί ότι το Δικαστήριο στην εν λόγω Γνωμοδότησή, ερμηνεύοντας το άρθρο 3 της Λωζάννης, τόνισε, μεταξύ άλλων, ότι …σκοπός του άρθρου αυτού είναι να καθορίσει τη μεθόριο της Τουρκίας…είναι εξάλλου φυσικό ότι κάθε άρθρο που αποβλέπει στον καθορισμό ενός συνόρου πρέπει να ερμηνεύεται , εφόσον είναι δυνατόν, έτσι ώστε το αποτέλεσμα της εφαρμογής των διατάξεών του να είναι η δημιουργία ενός ακριβούς, πλήρους και οριστικού συνόρου.[18]

Εξάλλου το τουρκικό επιχείρημα ότι η φράση του ανωτέρω Άρθρου 16 της Συνθήκης της Λωζάννης ‘’…της τύχης των εδαφών και των νήσων τούτων κανονισθείσης ή κανονισθεισομένης μεταξύ των ενδιαφερομένων” αφορά και τα ελληνικά νησιά του Αιγαίου, είναι παντελώς αβάσιμο, εφόσον η φράση αυτή δεν αφορά, όπως είδαμε, τα δικαιώματα της Τουρκίας σε νησιά, νησίδες και βραχονησίδες του Αιγαίου που βρίσκονται πέραν των τριών ν.μ. από τις ασιατικές ακτές της. Όπως προαναφέρθηκε, σύμφωνα με το Άρθρο 16, η Τουρκία παραιτήθηκε της κυριαρχίας της επί όλων των ανωτέρω νήσων, που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του και δεν μπορεί να θεωρηθεί ‘ενδιαφερόμενο μέρος’.

Σημειώνεται πάντως ότι η φράση αυτή αναφέρεται σε κάποιες άλλες κατηγορίες νησιών, που δεν αφορούν όμως το Αιγαίο, και οι οποίες μπορεί να έχρηζαν διευθέτησης μεταξύ των ‘ενδιαφερομένων’, όπως π.χ. τα νησιά στην Ερυθρά θάλασσα, τα οποία έγιναν αντικείμενο εξέτασης στην υπόθεση Ερυθραίας/ Υεμένης, όπου όμως η Τουρκία δεν μπορούσε να είναι ‘ενδιαφερόμενο μέρος’. [19]

Η απόφαση μάλιστα του διαιτητικού δικαστηρίου στην ανωτέρω υπόθεση είναι πολύ σημαντική για την ερμηνεία του ανωτέρω Άρθρου 16 της Λωζάννης. Πράγματι, το δικαστήριο αυτό τόνισε χαρακτηριστικά ότι: the correct analysis of Article 16 is, in the Tribunal’s view, the following: in 1923 Turkey renounced title to those islands over which it had sovereignty until then“. [20] Επίσης, σε σχέση με τη χρήση του όρου “νήσος” στο άρθρο 16 της Συνθήκης της Λωζάννης, το δικαστήριο τόνισε ότι ο όρος αυτός καλύπτει και τις νησίδες: Altoughterritoriesandislandsare separately mentioned, their treatment under Article 16 is identical. These phrases presumably covered also those islets not transferred by operation of Article 6″[21].

Το μέρος αυτό της απόφασης απαντά ευθέως στον τουρκικό ισχυρισμό ότι το Άρθρο 16 της Λωζάννης σκοπίμως κάνει λόγο μόνο για ‘’νήσους’’ και όχι για ‘’νησίδες’’, σε αντίθεση με τα άρθρα 6 και 15 της Συνθήκης αυτής, που κάνουν ρητή αναφορά σε ‘νησίδες’, και επομένως η τύχη των τελευταίων δεν έχει ακόμα καθοριστεί.

Άλλωστε μέχρι τη δεκαετία του 1970, το κλασσικό διεθνές δίκαιο δεν έκανε νομική διάκριση μεταξύ νησιών ανάλογα με το μέγεθός τους ή με το αν ήταν κατοικήσιμα ή μη. Τέτοια διάκριση δεν απαντάται ούτε το 1930 στη Συνδιάσκεψη της Χάγης, αλλά ούτε και στη διάρκεια των προπαρασκευαστικών εργασιών των Συμβάσεων της Γενεύης του 1958. Ακόμα δε και αυτή η διάταξη του άρθρου 121 (3) της Σύμβασης του Δικαίου της Θάλασσας, η οποία αναφέρεται για πρώτη φορά σε βράχους, θεωρεί τους σχηματισμούς αυτούς ως ειδική κατηγορία νησιών.[22]

  1. II. Οι Ιταλο-τουρκικές Συμφωνίες του 1932 μεταξύ Ιταλίας και Τουρκίας.

Με  βάση το Άρθρο 15 της Συνθήκης της Λωζάννης (βλ. πιο πάνω), η Ιταλία άσκησε πλήρη και αδιατάρακτη κυριαρχία στα Δωδεκάνησα και στις εξαρτώμενες από αυτά νησίδες, χωρίς η Τουρκία να αμφισβητήσει την κυριαρχία αυτή, παρά μόνο σε ό,τι αφορά το καθεστώς κάποιων νησίδων κοντά στο Καστελλόριζο και της νησίδας Καρά-Αντά.[23] Τα δύο Κράτη είχαν συνάψει μάλιστα, το από 30 Μαΐου 1920 Συνυποσχετικό, για να παραπέμψουν τη διαφορά αυτή στο Διαρκές Δικαστήριο Διεθνούς Δικαιοσύνης, τελικά όμως συνήψαν τη Συμφωνία της 4ης Ιανουαρίου 1932, με την οποία ρυθμίστηκε μεταξύ τους το ζήτημα της κυριαρχίας των νήσων, νησίδων και βράχων που βρίσκονται μεταξύ της Ανατολίας και του Καστελλορίζου, καθώς και της νήσου Καρά-Αντά.[24]

Σημειώνεται ότι η Συμφωνία του Ιανουαρίου, αυτή προβλέπει στο άρθρο 4 αυτής, ότι όλα τα νησιά, νησίδες και βραχονησίδες που βρίσκονται από τη μια και την άλλη πλευρά της οριοθετικής γραμμής, είτε αναφέρονται ονομαστικά είτε όχι, ανήκουν στο Κράτος στην κυριαρχία του οποίου ανήκει η ζώνη στην οποία βρίσκονται τα νησιά, νησίδες και βράχοι αυτοί (Η  έμφαση δική μας). [25]

Στις 28 Δεκεμβρίου του 1932, Ιταλία και Τουρκία συνήψαν και δεύτερη Συμφωνία (Proces Verbal), γνωστή ως Πρωτόκολλο του Δεκεμβρίου του 1932, με την οποία οριοθετείται το εναπομείναν τμήμα της θαλάσσιας συνοριακής γραμμής, μεταξύ Δωδεκανήσων και Ανατολίας. Το Πρωτόκολλο αυτό περιέχει κατάλογο με 37 συντεταγμένες, που καθορίζουν την κυριαρχία επί των νησίδων και βραχονησίδων της περιοχής, συμπεριλαμβανομένων των Ιμίων (Kardak), τα οποία αποδίδονται στην Ιταλία (συντεταμένη 30), πράγμα αυτονόητο εφόσον το Πρωτόκολλο αυτό, αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της Συμφωνίας του Ιανουαρίου του 1932, και επικυρώνει ουσιαστικά το προϋπάρχον καθεστώς κυριαρχίας του Άρθρου 15 της Συνθήκης της Λωζάννης.[26]

Τέλος, με το Άρθρο 14 της Συνθήκης Ειρήνης των Παρισίων της 10ης Φεβρουαρίου του 1947, η Ιταλία εκχώρησε στην Ελλάδα την κυριαρχία της επί όσων νήσων κατείχε βάσει της Συνθήκης της Λωζάννης (Δωδεκάνησα και παρακείμενες σ’ αυτά νησίδες).[27] Επίσης, με το Άρθρο 43 της Συνθήκης αυτής, η Ιταλία παραιτήθηκε ‘’πάντων των δικαιωμάτων και συμφερόντων άτινα αύτη δύναται να έχη, δυνάμει του Άρθρου 16 της Συνθήκης της Λωζάννης…’’.

Η αμφισβήτηση της ισχύος του Πρωτοκόλλου του Δεκεμβρίου του 1932.

Σε αντίθεση με το γράμμα και το πνεύμα των ανωτέρω Συνθηκών Ειρήνης και των Συμφωνιών του 1932, η Τουρκία με αφορμή το επεισόδιο των Ιμίων,[28] αμφισβήτησε για πρώτη φορά την ελληνική κυριαρχία όχι μόνο στα Ίμια,[29] αλλά και το καθεστώς των λοιπών νησίδων και βραχονησίδων της Ανατολικής Μεσογείου, όπως προκύπτει κυρίως από το περιεχόμενο της Ρηματικής της Διακοίνωσης  της 29ης Ιανουαρίου 1996,[30] αλλά και μετέπειτα από ανάλογες δηλώσεις Τούρκων αξιωματούχων, Βουλευτών και συγγραφέων.

Το βασικό επιχείρημα όλων αυτών είναι ότι το καθεστώς των μικρών νήσων, νησίδων και βραχονησίδων στο Αιγαίο δεν έχει καθοριστεί με σαφήνεια από τα διεθνή κείμενα, και θα πρέπει επομένως γίνει αντικείμενο συμφωνίας με την Ελλάδα.[31] Επίσης, σε ό,τι αφορά τις δύο Ιταλο-τουρκικές Συμφωνίες του 1932, υποστηρίζεται ότι τούτες έχουν συναφθεί στο πλαίσιο των ειδικών συνθηκών που επικρατούσαν την περίοδο μεταξύ των δύο Πολέμων.[32]

Ειδικότερα, η Τουρκία αμφισβητεί την ισχύ του Πρωτοκόλλου του Δεκεμβρίου του 1932, με την αιτιολογία ότι για το κείμενο αυτό δεν τηρήθηκαν οι νομικές διαδικασίες (δεν κυρώθηκε από το τουρκικό κοινοβούλιο) και δεν πρωτοκολλήθηκε στην Κοινωνία των Εθνών, με τον τρόπο αυτό δε αμφισβητεί και την ελληνική κυριαρχία επί των Ιμίων, εφόσον οι βραχονησίδες αυτές μνημονεύονται ρητά μόνο στο Πρωτόκολλο του 1932  και όχι στην κύρια Συμφωνία του Ιανουαρίου του 1932.[33]

Τα επιχειρήματα αυτά έχουν επαρκώς απαντηθεί από ελληνικής πλευράς [34]και στο άρθρο αυτό θα περιοριστούμε στις εξής μόνο παρατηρήσεις:

Κατ’ αρχάς το Πρωτόκολλο του 1932 έγινε αποδεκτό και από τα δύο συμβαλλόμενα μέρη (Ιταλία-Τουρκία), όπως προκύπτει αβίαστα από τις ρηματικές διακοινώσεις που αντηλλάγησαν μεταξύ τους.[35] Τούτο εξηγείται από  το γεγονός ότι το θαλάσσιο σύνορο το οποίο χαράχθηκε βάσει του Πρωτοκόλλου αυτού βόρεια του Καστελλορίζου, δεν αποτελούσε αντικείμενο αμφισβήτησης μεταξύ των δύο χωρών, όπως ρητά προκύπτει και από το ίδιο το προοίμιο του, αλλά και τις ανωτέρω ανταλλαγείσες επιστολές μεταξύ των Υπουργείων Εξωτερικών τούτων. Επίσης, η συναίνεση της Τουρκίας σε ό,τι αφορά την οριοθέτηση αυτή, προκύπτει και από τα μετέπειτα διεθνή κείμενα και χάρτες, οι οποίοι αποτυπώνουν την οριοθέτηση αυτή.[36]

Είναι επίσης σαφές τόσο από το ίδιο το περιεχόμενο του Πρωτοκόλλου, αλλά και τις επιστολές που αντηλλάγησαν μεταξύ του Τούρκου ΥΠΕΞ και του Ιταλού Πρέσβυ στην Άγκυρα στις 4 Ιανουαρίου του 1932, ότι τούτο είχε καθαρά τεχνικό χαρακτήρα σε σχέση με την ανωτέρω Συμφωνία του Ιανουαρίου, πράγμα που εξηγεί γιατί το Πρωτόκολλο δεν περιείχε, σε αντίθεση με την ανωτέρω Συμφωνία, κυρωτική ρήτρα και δεν χρειάστηκε να πρωτοκολληθεί στην Κοινωνία των Εθνών (ΚτΕ).[37]  Σύμφωνα εξάλλου με την πρακτική της εποχής εκείνης, η μη νομοθετική κύρωση μιας διεθνούς συμφωνίας δεν την καθιστούσε και μη νομικά δεσμευτική. Επίσης, δεν είναι σαφές ότι η μη πρωτοκολληθείσα (στην ΚτΕ) συμφωνία θεωρείτο άκυρη,[38] αλλά απ’ ότι φαίνεται  δεν μπορούσε να γίνει απλώς επίκλησή της ενώπιον της Συνέλευσης της ΚτΕ ή ενώπιον του Διαρκούς Δικαστηρίου Διεθνούς Δικαιοσύνης.[39]

Οι δύο Ιταλο-τουρκικές Συμφωνίες του 1932, πάντως, οι οποίες συνήφθησαν μετά τη Συνθήκη της Λωζάννης, αποτελούν απτή απόδειξη του πως τα δύο συμβαλλόμενα μέρη, με τις δύο αυτές μετέπειτα συμφωνίες, ερμήνευσαν και εφήρμοσαν το Άρθρο 15 της Συνθήκης αυτής, προβαίνοντας σε διαχωρισμό της μεταξύ τους κυριαρχίας (και χάραξη της οριοθετικής γραμμής).

Στο πλαίσιο αυτό, θα μπορούσε να λεχθεί ότι οι εν λόγω Συμφωνίες αποτυπώνουν τη «μεταγενέστερη πρακτική» των δύο κρατών ως προς την ερμηνεία του Άρθρου 15 της Συνθήκης της Λωζάννης, η οποία (μεταγενέστερη πρακτική), σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις της Σύμβασης της Βιέννης του 1969 (άρθρα 31 και 32), συνεισφέρει στην αποσαφήνιση του νοήματος του συμβατικού κειμένου και αποτελεί συμπληρωματική ένδειξη για τον τρόπο με τον οποίο αυτό θα πρέπει να ερμηνεύεται[40]. Εν προκειμένω, δε, η «μεταγενέστερη πρακτική» των δύο κρατών επιβεβαιώνει τη γραμματική ερμηνεία του Άρθρου 15, η οποία και ενισχύεται έτι περαιτέρω από τις μετέπειτα πράξεις κυριαρχίας της Ιταλίας στα Δωδεκάνησα που δεν αμφισβητήθηκαν από την Τουρκία. [41] Μια τέτοια ερμηνεία, εξάλλου, κατά το μέτρο που αποτελεί προϊόν απευθείας συμφωνίας δύο συμβαλλομένων στη Συνθήκη της Λωζάννης κρατών, θα μπορούσε να θεωρηθεί και αυθεντική, υπό την έννοια ότι αποτελεί αντικειμενική απόδειξη της συναντίληψης (“objective evidence of the understanding”)[42] των δύο αυτών κρατών ως προς την έννοια του Άρθρου 15 της Συνθήκης της Λωζάννης.

Σημειώνεται επίσης, ότι σύμφωνα με άλλο τουρκικό επιχείρημα (επικουρικό σε σχέση με τα ανωτέρω), το εν λόγω Πρωτόκολλο δεν ισχύει λόγω θεμελιώδους αλλαγής των περιστάσεων.[43] Η αποδοχή όμως μιας τέτοιας άποψης θα σήμαινε ότι το Πρωτόκολλο αυτό ίσχυσε (τέθηκε σε ισχύ), ακολούθως όμως επήλθε μια τόσο θεμελιώδης αλλαγή των συνθηκών, που μεταβλήθηκε ριζικά η έκταση των υποχρεώσεων της Τουρκίας, σε σχέση με αυτές που περιείχε το Πρωτόκολλο.[44] Είναι λοιπόν σαφές, ότι η Τουρκία δεν αρκεί να επικαλείται το επιχείρημα αυτό, αλλά θα έπρεπε και να αποδείξει ποιες είναι οι θεμελιώσεις αυτές αλλαγές που επήλθαν εν προκειμένω, κάτι που φαίνεται σχεδόν αδύνατον, εφόσον δεν υπήρξαν τέτοια γεγονότα.

Άλλωστε το επιχείρημα αυτό δεν ευσταθεί και λόγω του άρθρου 62 (2) της Σύμβασης της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών του 1969, σύμφωνα με το οποίο η ρήτρα της θεμελιώδους μεταβολής των περιστάσεων δεν εφαρμόζεται σε συνθήκες που καθιερώνουν σύνορα, όπως στην περίπτωση των δύο Ιταλο-τουρκικών συμφωνιών του 1932. Ανάλογη ρύθμιση περιέχει και το άρθρο 11 της Σύμβασης της Βιέννης του 1978 για τη διαδοχή Κρατών ως προς τις διεθνείς συνθήκες, σύμφωνα με το οποίο, η διαδοχή κρατών δεν επηρεάζει: (α) σύνορο που καθορίζεται από συνθήκη· ή (β) υποχρεώσεις και δικαιώματα που δημιουργήθηκαν από μια συνθήκη και αφορούν συνοριακό καθεστώς.[45] Επομένως, η ισχύς των δύο Συμβάσεων του 1932, που όπως είδαμε καθορίζουν σύνορα στην εν λόγω περιοχή, δεν επηρεάζεται από το γεγονός της διαδοχής της Ελλάδας στην κυριαρχία της Ιταλίας στα Δωδεκάνησα το 1947 ( Συνθήκη των Παρισίων).

Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η κυριαρχία της Ελλάδος επί των νησίδων και βραχονησίδων των Δωδεκανήσων δεν εξαρτάται από την εγκυρότητα ή μη του Πρωτοκόλλου του 1932, το οποίο είναι εκτελεστικό του Άρθρου 15 της Συνθήκης της Λωζάννης. Σημειώνεται ότι και εάν ακόμα οι συμφωνίες του 1932 δεν είχαν συναφθεί, η κυριαρχία επί των νησίδων και βραχονησίδων που είναι παρακείμενες στα Δωδεκάνησα, εφόσον τούτες βρίσκονται πέραν των τριών μιλίων από την τουρκική ακτή, έχει εκχωρηθεί οριστικά αρχικά στην Ιταλία, βάσει του Άρθρου 15 της Λωζάννης, αργότερα δε, βάσει του άρθρου 14 της Συνθήκης Ειρήνης των Παρισίων του 1947, στην Ελλάδα ως διάδοχο της Κράτος της Ιταλίας (ανωτέρω άρθρο 11 της Σύμβασης του 1978 περί διαδοχής κρατών).

Νομικά αδιάφορο είναι τέλος, το γεγονός ότι το Άρθρο 14 της Συνθήκης των Παρισίων χρησιμοποιεί τον όρο ‘παρακείμενες’ (σε αντίθεση με το Άρθρο 15 της Συνθήκης της Λωζάννης που μιλάει για ‘εξαρτώμενες’[46]) στα Δωδεκάνησα νησίδες και βραχονησίδες η κυριαρχία των οποίων εκχωρήθηκε στην Ελλάδα το 1947, εφόσον το διεθνές δίκαιο δεν κάνει καμία διάκριση μεταξύ παρακείμενων και εξαρτώμενων νησίδων. Αλλά και εάν ακόμα μια τέτοια διάκριση ίσχυε, αυτό θα σήμαινε ότι οι παρακείμενες στα Δωδεκάνησα νησίδες που δεν είναι όμως εξαρτώμενες από αυτά, παρέμειναν υπό Ιταλική (και όχι τουρκική) κυριαρχία, κάτι που όμως δεν συνέβη εφόσον η πρόθεση των συντακτών της Συνθήκης Ειρήνης των Παρισίων ήταν να εκχωρήσουν στην Ελλάδα πλήρη κυριαρχία επί όλων αυτών των νησιωτικών σχηματισμών.             

          III. Συμπεράσματα:

Με το Άρθρο 12 της Συνθήκης της Λωζάννης κατοχυρώθηκε οριστικά και αμετάκλητα η κυριαρχία της Ελλάδας σε όλα τα νησιά, νησίδες και βράχους του Βορειοανατολικού Αιγαίου, πλην της Ίμβρου, Τενέδου και Λαγουσών νήσων και όσων βρίσκονται εντός των τριών μιλίων από τις τουρκικές ακτές. Όσον αφορά τα Δωδεκάνησα, η κυριαρχία αυτών παραχωρήθηκε με βάση το Άρθρο 15 της Συνθήκης της Λωζάννης στην Ιταλία, και μετά το 1947, βάσει του Άρθρου 14 της Συνθήκης Ειρήνης των Παρισίων, στην Ελλάδα, μαζί με όλες τις παρακείμενες νησίδες και βραχονησίδες, είτε τούτες κατονομάζονται είτε όχι, και εφόσον βρίσκονται πέραν των τριών μιλίων από τις τουρκικές ακτές.

Με βάση εξάλλου, τη διάταξη του Άρθρου 16 της ίδιας Συνθήκης, η Τουρκία παραιτήθηκε κάθε τίτλου και δικαιώματος επί των νήσων του Βορειανατολικού Αιγαίου υπέρ της Ελλάδος, επί δε των Δωδεκανήσων και των εξαρτώμενων από αυτά νησίδων και βραχονησίδων υπέρ της Ιταλίας, στην περίπτωση δε νησίδων που βρίσκονται εντός 3 ν.μ. από τις ακτές άλλων χωρών, η παραίτηση αυτή λειτουργεί υπέρ των χωρών αυτών.  Η λέξη ‘νήσος’ στο εν λόγω Άρθρο 16 περιλαμβάνει και  τις νησίδες και βραχονησίδες, όπως η διάταξη αυτή ερμηνεύτηκε από την απόφαση του διαιτητικού δικαστηρίου στην υπόθεση Ερυθραίας/Υεμένης.

Με τη σύναψη των δύο Ιταλο-τουρκικών Συμφωνιών του 1932, τα δύο αυτά Κράτη επιβεβαίωσαν και αποδέχτηκαν ρητά τον (προϋπάρχοντα βάσει του Άρθρου 15 της Συνθήκης της Λωζάννης) καθορισμό της κυριαρχίας στα νησιά, νησίδες και βραχονησίδες που βρίσκονται μεταξύ της Ανατολίας και του Καστελλορίζου, αλλά και τη χαραχθείσα  οριοθετική γραμμή στη λοιπή περιοχή των Δωδεκανήσων, που συμπεριλαμβάνει και τα Ίμια υπό ιταλική (και μετά το 1947 υπό ελληνική) κυριαρχία. Η ισχύς της Συμφωνίας του Ιανουαρίου του 1932 είναι αδιαμφισβήτητη, όπως επίσης και του Πρωτοκόλλου του Δεκεμβρίου του 1932, τα οποία εξακολουθούν και ισχύουν και έναντι της Ελλάδος ως διάδοχο Κράτος της Ιταλίας.

Τα δύο αυτά διεθνή κείμενα είναι εκτελεστικά του Άρθρου 15 της Συνθήκης της Λωζάννης, το οποίο καθορίζει το νομικό καθεστώς των Δωδεκανήσων και των εξαρτώμενων από αυτά νησίδων, πράγμα που σημαίνει ότι το ζήτημα της κυριαρχίας της Ελλάδας επί όλων των ανωτέρω νησιωτικών σχηματισμών δεν επηρεάζεται από την ισχύ των κειμένων αυτών.

Τέλος, θα ήταν πράγματι περίεργο, ειδικά για το Αιγαίο όπου υπάρχουν περί τους 2000 νησιωτικούς σχηματισμούς, να δεχθεί κανείς ότι το ζήτημα της κυριαρχίας τούτων είχε μείνει αρρύθμιστο μέχρι την κρίση των Ιμίων, και χωρίς μάλιστα καθ’ όλο το διάστημα αυτό να έχει εγερθεί από την Τουρκία επίσημη αμφισβήτηση ή αμφιβολία για το νομικό καθεστώς τους.

 

Πηγή: Eπιθεώρηση Διεθνής και Ευρωπαϊκή Πολιτική, τ. 48-49

*Το κείμενο αυτό εκφράζει τις προσωπικές απόψεις της συγγραφέως, και αποτελεί την εισήγησή της στο πλαίσιο του Συμποσίου του Διεθνούς Δικαίου και Διεθνούς Πολιτικής στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο (Ρόδος/Καστελλόριζο, 27-30 Σεπτεμβρίου 2018) που διοργάνωσε η Ελληνική Εταιρεία Διεθνούς Δικαίου και Διεθνών Σχέσεων.

[1]Αν και το εύρος των τουρκικών διεκδικήσεων ποικίλλει κατά καιρούς, τα νησιά αυτά φαίνεται ότι  είναι τα εξής: Οινούσες, Φύμαινα, Φούρνοι, Αγαθονήσι, Αρκοί, Φαρμακονήσι, Καλόλιμνος, Ψέριμος, Γιαλί, Λεβίθα, Σύρνα, Δίας (βόρεια του Ηρακλείου), Διονυσάδες (στην περιοχή της Σητείας), Γαύδος, Γαϊδουρονήσι (νότια της Ιεράπετρας), Κουφονήσι (Ν.Α. Λασιθίου) και Καλόγεροι.

[2] Η Τουρκία διατείνεται ότι επιθυμεί να διατηρήσει το status quo που καθιερώνει η Συνθήκη της Λωζάννης. Bλ. Background Note on Aegean Dispute: The Aegean Status Quo. Βλ. ιστοσελίδα του Τουρκικού ΥΠΕΞ: http://www.mfa.gov.tr/background-note-on-aegean-dispute.en.mfa

[3] Για το θέμα αυτό βλ. και Κ. Οικονομίδη, “Les îlots d’imia dans la mer Égée: un différend créé par la force”, RGDIP 1997, p. 323-352 και “Quelques commentaires sur l’article de Mr. H. Pazarci”, ibid., p. 380-389.

[4] Άρθρο 12: «Η ληφθείσα απόφασις τη 13η  Φεβρουαρίου 1914 υπό της Συνδιασκέψεως του Λονδίνου εις εκτέλεσιν των άρθρων 5 της Συνθήκης του Λονδίνου της 17/30 Μαΐου 1913, και 15 της Συνθήκης των Αθηνών της 1/14 Νοεμβρίου 1913, η κοινοποιηθείσα εις την Ελληνικήν Κυβέρνησιν την 13ην  Φεβρουαρίου 1914 και αφορώσα  εις την κυριαρχίαν της Ελλάδος επί των νήσων της Ανατολικής Μεσογείου, εκτός της Ίμβρου, Τενέδου και των Λαγουσών νήσων, ιδία των νήσων Λήμνου, Σαμοθράκης, Μυτιλήνης, Χίου, Σάμου και Ικαρίας, επικυρούται, υπό την επιφύλαξιν των διατάξεων της παρούσης Συνθήκης των συναφών προς τας υπό την κυριαρχίαν της Ιταλίας διατελούσας νήσους, περί ων διαλαμβάνει το άρθρον 15. Εκτός αντιθέτου διατάξεως της παρούσης Συνθήκης, αι νήσοι αι κείμεναι  εις μικροτέραν απόστασιν των τριών μιλλίων της ασιατικής ακτής, παραμένουν υπό την τουρκικήν κυριαρχίαν».

[5] Σύμφωνα δηλαδή με την άποψη αυτή, στην ελληνική κυριαρχία περιήλθαν μόνο τα 11 νησιά που είχαν καταληφθεί την εποχή εκείνη από την Ελλάδα, ενώ τα λοιπά νησιά, νησίδες και βραχονησίδες παρέμειναν υπό Οθωμανική κυριαρχία. Κατά τον Τούρκο συγγραφέα, Bolukbasi,  ο μόνος λόγος που γίνεται ειδική αναφορά στην Ίμβρο, Τένεδο και Καστελλόριζο, είναι ότι τούτα βρίσκονταν την εποχή εκείνη υπό ελληνική διοίκηση. Ο ίδιος μάλιστα υποστηρίζει ότι και σύμφωνα με το Άρθρο 15 της Συνθήκης της Λωζάννης, μόνο τα Δωδεκάνησα και οι εξαρτώμενες νησίδες που ρητά αναφέρονται στο κείμενο αυτό, μεταβιβάστηκαν στην Ιταλία, ενώ οι λοιπές νησίδες και βραχονησίδες του Αιγαίου παρέμειναν υπό Οθωμανική κυριαρχία.: Βλ. Deniz Bolugbasi, Turkey and Greece : The Aegean Disputes: A Unique Case in International Law (London: Cavendish Publishing Limited, 2004), 837, 845.

[6] Legal Background on Kardak Crisis in a Nutshell, September 2019.Βλ. Ιστοσελίδα Τουρκικού ΥΠΕΞ:.

[7] Με τη Συνθήκη αυτή η Οθωμανική Αυτοκρατορία παραιτήθηκε επίσης των δικαιωμάτων της στην Κρήτη.

[8] Για το κείμενο της απόφασης αυτής βλ. Ch. Strupp, La situation internationale de la Grèce (1821-1917).

[9]Η εκχώρηση αυτή έγινε αφού η Ελλάδα απεδέχθη την ετυμηγορία των Μεγάλων Δυνάμεων να δεχθεί τους όρους του Πρωτοκόλλου της Φλωρεντίας της 17ης Δεκεμβρίου 1913, εκκενώνοντας τα εδάφη της Βορείου Ηπείρου που κατείχε την εποχή εκείνη. Βλ. Κωνσταντίνου Οικονομίδη, Το Νομικό Καθεστώς των Ελληνικών Νησιών του Αιγαίου, στο Θέματα Διεθνούς Δικαίου Ελληνικής Εξωτερικής Πολιτικής, Εκδόσεις Ν. Σάκκουλα 1999, σ. 104. Η Τουρκία πάντως έκανε εν μέρει δεκτή την ανωτέρω απόφαση των Δυνάμεων.  Βλ. υποσημείωση μας 11..

[10] Μια πιθανή εξήγηση γιατί η εν λόγω απόφαση του 1914 κάνει λόγο για όλα νησιά του ΒΑ Αιγαίου που βρίσκονταν υπό ελληνική κατοχή (‘toutes les iles de la Mer Egee actuallement occupees’), είναι ότι η φράση αυτή ενδέχεται να μπήκε λόγω Δωδεκανήσων τα οποία βρίσκονταν ήδη υπό ιταλική κατοχή (από  το 1912)..

[11] Πράγματι οι αντιρρήσεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην από από16 Φεβρουαρίου 1914 επιστολή της αφορούσαν σε άλλα ζητήματα: ‘’Le Gouvernement Imperial, en laissant aux Grandes Puissances le soin de statuer le sort des iles occupées par la Grece leur avait en meme temps et a différentes reprises, expose les conditions d’ordre supérieur qui rendaient indispensable pour lui la possession des iles se trouvant damns le voisinage des détroits, ainsi que celle qui font parie intégrante des possessions asiatiques de l’Empire… Tout en prenant acte de la decision des six Grandes Puissances concernant la restitution a l’ Empire des iles d’Imbros, de Tenedos, et de Castellorizo, Le Gouvernement Imperial, conscient de ses devoirs et appréciant a sa haute valeur les bienfaits de la paix, s’ efforcera a faire valoir ses justes et légitimes revendications’’. Βλ. Deniz Bölükbasi, Turkey and Greece: The Aegean Disputes. p. 834.

[12] H Σύμβαση αυτή δεν τέθηκε σε ισχύ και αντικαταστάθηκε από τη Συθήκη της Λωζάννης. Άρθρο 84:: ‘’…Η Τουρκία παραιτειται, πλην τουτων, υπερ της Ελλαδος και ολων των δικαιωματων και τιτλων αυτης επι των νησων Ιμβρου και Τενεδου. Η υπο της εν Λονδινω Συνδιασκεψεως των Πρεσβευτων ληφθείσα, εις εκτελεσιν των άρθρων 5 της Συνθηκης του Λονδινου της 17)30 Μαιου 1913 και 15 της Συνθηκης των Αθηνών της 1/14 Νοεμβρίου 1913, και κοινοποιηθείσα εις την Ελληνικήν Κυβερνησιν τη 13 Φεβρουαρίου 1914 (ν.ημ) αποφασις περι κυριαρχιας της Ελλαδος επι των αλλων νησων   της ανατολικης Μεσογειου, ιδις της Λημνου,Σαμοθρακης, Λεσβου, Χιου , Σαμου και Ικαριας, επικυρουται χωρις να επηρεασθωσιν αι διαταξεις της παρουσης Συνθηκης αι αφορωσαι εις τας υπο την κυραρχια της Ιταλιας τελουσας νησους, πει ων το αρθρο 122, ως και εις τας νησους τας κειμενας εις αποστασιν μεχρι τριων μιλιων από της ασιατικης ακτης…’’. Η έμφαση δική μας.

[13]Βλ. και Σύμβαση της Λωζάννης του 1923 για τα Στενά (άρθρο 4).

[14] Σύμφωνα εξάλλου με δηλώσεις Τούρκων (συγγραφέων) και αξιωματούχων, εφόσον η Τουρκία δεν έχει παραιτηθεί των τίτλων κυριαρχίας της επί των σχηματισμών αυτών, οι ελληνικές ενέργειες επί τούτων συνιστούν παράνομη (de facto) κατοχή (illegal occupation), η οποία δεν επιφέρει έννομες συνέπειες και δεν δημιουργεί νομικά δικαιώματα υπέρ της Ελλάδος.

[15] Βλ ανωτέρω άρθρο 5 της Συνθήκης ειρήνης του Λονδίνου της 17/30 Μαΐου 1913, και άρθρο 15 της Συνθήκης των Αθηνών της 11/14 Νοεμβρίου 1913, σύμφωνα με το οποίο η Ελλάδα και η Οθωμανική Αυτοκρατορία ανέλαβαν την υποχρέωση να αποδεχθούν την απόφαση των Μεγάλων Δυνάμεων σχετικά με το καθεστώς των νησιών του Αιγαίου Πελάγους.

[16] Βλ. Κωνσταντίνος Σβολόπουλος, ‘Το καθεστώς των νησίδων στο Νοτιοανατολικό Αιγαίο, Η μαρτυρία των πηγών’, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ, βιβλιοπωλείο της Εστίας, Αθήνα, 2002, σ.22.

[17] Βλ. Άρθρο 2 που καθορίζει τα σύνορα με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία, το Άρθρο 3 με Περσία και Ιράκ και το Άρθρο 5 προβλέπει την σύσταση Συνοριακής Επιτροπής για τη χάραξη της μεθορίου μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας.

[18] Βλ. Γνωμοδότηση του ΔΔΔΔ από 21.11. 1925.  PCIJ Ser B No 12 (1925),   19-20.

[19]Award of the Arbitral Tribunal in the First Stage of the Proceedings (Territorial sovereignty and Scope of the Dispute), Eritrea/Yemen, 9 October 1998, 114 ILR 1, 49-53 (paras 158-173).

[20] Eritrea/Yemen  par. 165.

[21] Eritrea/Yemen  par. 158.

[22] Η διάταξη του άρθρου 121 (3) της Σύμβασης του Δικαίου της Θάλασσας, κάνει μεν λόγο για  βράχους (που δεν στηρίζουν ανθρώπινη διαβίωση ή δική τους οικονομική ζωή), ως ειδική όμως κατηγορία νήσων και σε σχέση με το ζήτημα του εάν ένας τέτοιος σχηματισμός δικαιούται να έχει υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ.

[23] Για περισσότερα βλ. Κωνσταντίνος Σβολόπουλος, ‘Το καθεστώς των νησίδων στο Νοτιοανατολικό Αιγαίο, Η μαρτυρία των πηγών’, ό.π, σσ.8-13.

[24] Συμφωνία της 4ης Ιανουαρίου 1932 μεταξύ Ιταλίας και Τουρκίας ‘’για τον καθορισμό των χωρικών υδάτων μεταξύ της νήσου του Καστελλορίζου και της ακτής της Ανατολίας’’. Βάσει αυτής χαράχθηκε η οριοθετική γραμμή στην περιοχή του Καστελλορίζου. Η Συμφωνία κυρώθηκε από την Τουρκική Βουλή, τέθηκε σε ισχύ στις 10 Μαΐου 1933 και πρωτοκολλήθηκε στην Κοινωνία των Εθνών στις 24 Μαΐου 1933.

[25]. Άρθρο 4 της Συμφωνίας: « Il est bien entendu que toutes les îles et tous les îlots et rochers se trouvant des deux côtés  de la ligne de délimitation définie par la présente Convention, que leurs noms y aient été mentionnés ou non, appartiennent à l’État sous la souveraineté duquel se trouve placée la zone où lesdites îles,  îlots et rochers sont situés ». .

[26] Βλ. παράγραφο 1: ’’η συνοριακή γραμμή έχει χαραχθεί για να ορισθεί σε ποιον ανήκουν τα εδάφη που κατέχονται από τα δύο  κράτη και όχι για να διαχωριστεί η θάλασσα”.

[27]Άρθρο 14:  «Η Ιταλία εκχωρεί εις την Ελλάδα εν πλήρει κυριαρχία τας νήσους της Δωδεκανήσου τας κατωτέρω απαριθμουμένας, ήτοι: Αστυπάλαιαν, Ρόδον, Χάλκην, Κάρπαθον, Κάσον, Τήλον, Νίσυρον, Κάλυμνον, Λέρον, Πάτμον, Λειψών, Σύμην, Κω και Καστελλόριζον, ως και τας παρακειμένας νησίδας»

[28] Για το επεισόδιο στα Ίμια και για τα ελληνικά επιχειρήματα βλ. Constantin Economides, “Les îlots d’imia dans la mer Égée: un différend créé par la force”, RGDIP 1997, p. 323-352 και “Quelques commentaires sur l’article de Mr. H. Pazarci”, ibid., p. 380-389. Για τα τουρκικά επιχειρήματα βλ. Husseyin Pazarci, ‘’Different Greco-turk sur le statut de certaines ilots et rochers dans la mer Egee: Une reponse a Mr. C.P. Economides’’,   RGDIP 1997, p. 353-378.

[29] Στις 29 Δεκεμβρίου 1995, Η Τουρκία έστειλε ΡΔ στην Πρεσβεία της Ελλάδος στην Άγκυρα, στην οποία υποστήριζε  ότι τα Ίμια είναι υπό τουρκική κυριαρχία και είναι εγγεγραμμένα στο υποθηκοφυλακείο της επαρχίας Mugla.

[30]Η Ελλάδα απάντησε στην Τουρκική ΡΔ της 29ης Ιανουαρίου 1996 με τη ΡΔ της 12ης Φεβρουαρίου 1996.

[31] .Βλ. Ιστοσελίδα Τουρκικού ΥΠΕΞ, οπ.σ. υποσημείωση 6. :

Εξάλλου, τον Μάιο του 1996 η Τουρκία αμφισβήτησε την κυριαρχία της Ελλάδος και στις νησίδες Γαύδο και Γαυδοπούλα στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, αντιτασσόμενη στην συμπερίληψη τους σε άσκηση της Συμμαχίας.

[32] Τουρκική ΡΔ της 29ης Ιανουαρίου 1996:  “The Turkish -Italian Agreement of 1932 and the subsequent instrument of December 1932 ‘have been negotiated within the context of the particular situation of the pre-second world era’’.

[33] Ο.π.

[34] Ελληνική Ρηματική Διακοίνωση της 12.2.1996.

[35] Ειδικότερα στην από 3.1. 1933  επιστολή του Τούρκου ΥΠΕΞ  προς τον Ιταλό ομόλογό του τονίζεται: ‘’apres avoir examine le process verbal et les cartes y annexes …mon Gouvernement a approuve le trace de la frontier en question…’’. Επίσης, στην απαντητική επιστολή του Ιταλού ΥΠΕΞ, στις 27. 6.1933, ο οποίος επίσης επεδέχθη την οριοθετική γραμμή του Πρωτοκόλλου του 32.  Βλ. περισσότερα,  Κ. Οικονομίδη, “Les îlots d’imia dans la mer Égée: un différend créé par la force”, RGDIP 1997, p. 338-340. Βλ. επίσης του ιδίου: ‘’Οι νησίδες Ίμια στο Αιγαίο Πέλαγος: Μια διαφορά που δημιουργήθηκε με τη βία. Ανάλυση από τη σκοπιά του Διεθνούς Δικαίου’’, Αθήνα –Κομοτηνή, 1999, σσ. 31 και επ.

[36] Στην ελληνική ΡΔ της 12.2.1996 γίνεται αναφορά στην Περιοχική Συμφωνία Αεροναυτιλίας της δεύτερης Περιοχικής Συνδιάσκεψης Αεροναυτιλίας Μέσης Ανατολής του 1950, αλλά σε χάρτες που δημοσιεύτηκαν από την Τουρκία, όπου τα Ίμια εμφανίζονται υπό ελληνική κυριαρχία (1953, 1972). Βλ. επίσης, Κ. Οικονομίδη, “Les îlots d’imia dans la mer Égée: un différend créé par la force”, RGDIP 1997, p. 346.

[37] Βλ. και απόφαση της 5.9.1921 της Πρώτης Επιτροπής της Κοινωνίας των Εθνών, στην οποία τονίζεται ότι πράξεις καθαρά τεχνικού ή διοικητικού χαρακτήρα…δεν έχρηζαν πρωτοκόλλησης. Βλ. Κ. Οικονομίδης, Ο.π. σ. 340.

[38] Άρθρο 18 του Συμφώνου της Κοινωνίας των Εθνών .

[39] Βλ.και AD McNair (ed), Oppenheim’s International Law, 4th eden (London Longmams, Green and Co, 1928, p. 719-720. Βλ. επίσης, άρθρο 102.2 του Χάρτη των ΗΕ, που ακολουθεί την πρακτική αυτή.

[40] Σημειώνεται ότι η Επιτροπή Διεθνούς Δικαίου των Ηνωμένων Εθνών, στο σχέδιο Συμπερασμάτων για τις μεταγενέστερες συμφωνίες και τη μεταγενέστερη πρακτική σε σχέση με την ερμηνεία των συνθηκών, επιβεβαιώνει τον εθιμικό χαρακτήρα των άρθρων 31 και 32 της Σύμβασης της Βιέννης του 1969, παραπέμποντας σε εκτενή νομολογία των διεθνών δικαστηρίων (βλ. σχέδιο συμπεράσματος 2). Όσον αφορά, δε, τις έννομες συνέπειες της μεταγενέστερης πρακτικής, η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι η μεταγενέστερη πρακτική μπορεί να συνεισφέρει στην αποσαφήνιση του νοήματος (“…clarification of the meaning …”) της συνθήκης (βλ. σχέδιο συμπεράσματος 7, παρ. 1 και 2). Για το σύνολο των ανωτέρω βλ. Yearbook of the International Law Commission, 2018, vol. II, part 2,

[41] Για την αποδοχή των Συμφωνιών αυτών από την Τουρκία και τις πράξεις από τις οποίες προκύπτει αυτή βλ. Κ. Οικονομίδη, “Les îlots d’imia dans la mer Égée, p. 446. Βλ. επίσης Κωνσταντίνος Σβολόπουλος, ‘Το καθεστώς των νησίδων στο Νοτιοανατολικό Αιγαίο, Η μαρτυρία των πηγών’, σσ. 8-13.

[42] Βλ. σχέδιο συμπεράσματος 3 το οποίο αφορά πάντως μόνο τη μεταγενέστερη πρακτική σύμφωνα με το άρθρο 31 παρ. 3 (α) της Σύμβασης τηε Βιέννης του 1969.

[43] Βλ. άρθρο 62 παρα 1 (α) και (β) Σύμβασης της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών του 1969. Ανάλογη είναι και η ρύθμιση του άρθρου 15

[44] Σύμφωνα με σχετική τη νομολογία του ΔΔΧ, η αλλαγή αυτή θα πρέπει να έχει αυξήσει σε τέτοιο βαθμό τις ανωτέρω συμβατικές υποχρεώσεις της ενδιαφερόμενης χώρας, που η εκτέλεση τους να είναι σημαντικά διαφορετική απ’ότι αρχικά είχε προβλεφθεί. ‘’Moreover, in order that a change of circumstances may give rise to a ground for invoking the termination of a treaty it is also necessary that it should have resulted in a radical transformation of the extent of the obligations still to be performed. The change must have increased the burden of the obligations to be executed to the extent of rendering the performance something essentially different from that originally undertaken’’. Fisheries Jurisdiction case (United Kingdom v. Iceland), Jurisdiction, ICJ Reports 1973, para 43.

[45] Η Σύμβαση αυτή που κωδικοποιεί εθιμικό δίκαιο, τέθηκε σε ισχύ στις 6/11/96..

[46] Βλ. Deniz Bolugbasi, p. 845.