Σημειολογικές και Ουσιαστικές Προσεγγίσεις

 

ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΣΑΒΒΑΪΔΗ

Πρέσβης ε.τ. πρ. Γεν. Γραμματεύς ΥΠΕΞ,

πρ. Πρέσβης της Ελλάδος

στην Washington, πρ. Μον. Αντιπρόσωπος της Ελλάδος στο ΝΑΤΟ

 

Είναι ίσως μία από τις λίγες φορές που η εκλογή ενός Αμερικανού Προέδρου προκαλεί, ειδικά στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ, το παγκόσμιο ενδιαφέρον.

Οι λόγοι πολλοί, πιθανώς και ασύμβατοι ως προς την προέλευσή τους, αλλά ερμηνεύσιμοι ως προς τα αίτια που τους προκαλούν: Εν συνόψει, πρώτον η διαδοχή ενός προκατόχου (Προέδρου), ο οποίος κινήθηκε, στα παγκόσμια τουλάχιστον ζητήματα, με βάση τις προσωπικές εκτιμήσεις, αντιλήψεις και ιδεοληψίες του, δεύτερον, διότι οι ασκηθείσες εκ μέρους του ιδίου (προκατόχου του) πολιτικές στα εν λόγω ζητήματα, εξασθένησαν την αμερικανική ηγεσία παγκοσμίως με την έλλειψη συνέπειας και προβλεψιμότητος και τρίτον, διότι οι ενδοαμερικανικές πολιτικές, κοινωνικές, οικονομικές κ.α. συγκρούσεις, που πάντοτε υπέβοσκαν σε μία πολυφυλετική χώρα μεταναστών, αφέθηκαν να λάβουν τέτοια έκταση, ώστε να θαμπώνουν τουλάχιστον την εικόνα των ΗΠΑ διεθνώς, ως χώρας-προτύπου, της οποίας οι θεσμοί και η λειτουργία του πολιτεύματος εν γένει, δεν αποτελούν μόνον εσωτερική της υπόθεση, αλλά επιπροσθέτως συνιστούν μεγάλο κεφάλαιο αξιοποιήσιμο στην εξωτερική της πολιτική.

Εάν λοιπόν τα προαναφερθέντα φαίνονται να μην αφίστανται ουσιωδώς και παρά την γενικότητά τους από την κατάσταση που θα κληθεί να παραλάβει και να διαχειρισθεί ο νέος Αμερικανός Πρόεδρος, ανακύπτει μία σειρά αδήριτων ερωτημάτων στρατηγικής, τακτικής και μεθοδολογίας στα οποία, ο ίδιος θα κληθεί να απαντήσει στην περίοδο αμέσως μετά την ορκωμοσία του (20 Ιανουαρίου 2021) και στο πλαίσιο της διαδικασίας  ανασκόπησης/αναθεώρησης (policy review), της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής που είναι υποχρεωμένος να επιχειρήσει.

Ο πειρασμός να απαριθμήσει κανείς προβλήματα, προκλήσεις και προτεραιότητες μεταξύ εσωτερικής καταστάσεως των ΗΠΑ και πρωτοβουλιών ανατροπής στην εξωτερική τους πολιτική είναι όντως μεγάλος. Ταυτόχρονα όμως θα αποτελούσε σοβαρό λάθος, η απλή επιστροφή σε πρότερες καταστάσεις και αντιλήψεις περί εφαρμογής πολιτικών, που όντως δοκιμάσθηκαν στο παρελθόν, προσέφεραν σε ικανό βαθμό στο πεδίο διαχείρισης και αποφυγής συγκρούσεων καθώς και στο επίπεδο εκφράσεως, αλλά δεν τόλμησαν καν να αγγίξουν την ουσία τους. Αναφέρομαι ειδικά σε προβλήματα της τάξεως της οικονομικής ανάπτυξης, της κατανομής των φυσικών πόρων, του μεταναστευτικού/προσφυγικού φαινομένου, της κλιματικής αλλαγής, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων με παγκόσμια πρότυπα, της παγκόσμιας ασφάλειας μέσω μειώσεως των εξοπλισμών (ειδικά των πυρηνικών) κτλ.

Σε όλα αυτά τα ζητήματα αλλά και σε πολλά άλλα, θα απαιτηθεί όχι απλώς συμβιβαστική αλλά συνεργατική προσέγγιση. Ο επιβοηθητικός παράγων υφίσταται. Είναι το γεγονός ότι ο νέος Αμερικανός Πρόεδρος διαθέτει βαθιά εμπειρία στο διεθνές πεδίο. Εάν συγκροτήσει ένα ποιοτικό επιτελείο, τόσο στον Λευκό Οίκο (Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας), όσο και στους τομείς που σχετίζονται άμεσα με την εξωτερική πολιτική, την άμυνα και την ασφάλεια των ΗΠΑ και των ανά τον κόσμο συμμάχων τους, οι προοπτικές θα είναι ευοίωνες για την βαθμιαία ανάκτηση του εδάφους που χάθηκε στην διάρκεια των τελευταίων ετών από τις ΗΠΑ, λόγω, είτε διφορουμένων μηνυμάτων ισχύος που εξέπεμπαν διεθνώς, είτε και λόγω διαπιστωμένης απουσίας τους από τα μεγάλα θέατρα εκδηλώσεως σοβαρών και χρονίων διεθνών προβλημάτων (ενδεικτικά της Μ. Ανατολής και της Ανατ. Μεσογείου).

Η ενεργός επάνοδος των ΗΠΑ στην Ευρώπη μέσω της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας, η επανάκτηση δημιουργικής συνεργασίας με την ΕΕ, όχι μόνο στον οικονομικό τομέα αλλά και κυρίως στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής και άμυνας, μέσω κατανομής ρόλων, πόρων και συμφερόντων, η αντιμετώπιση της Ρωσίας, όχι ως συλλογικού εχθρού αλλά ως συλλογικού και στρατηγικού εταίρου ασφαλείας, όπερ (εάν συμβεί) θα μειώσει, εκτός των άλλων, τις απόπειρες καλύψεως του αμερικανικού και νατοϊκού κενού, μέσω διασπαστικών της δυτικής ενότητας εθνικών επιδιώξεων (πχ. η ρωσοτουρκική συνεργασία στην Συρία, στον Καύκασο κτλ.), είναι μερικοί από τους τομείς όπου επιβάλλεται ριζική επαναπροσέγγιση ζητημάτων εκ μέρους της νέας αμερικανικής Administration.

Οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις επικεντρώνονται διαχρονικά, παρά τις μεγαλόστομες διακηρύξεις, περί εμπλουτισμού τους, στον αμυντικό τομέα. Ο τομέας αυτός παρουσιάζει μεγάλες προκλήσεις και δυνατότητες γεωπολιτικής και γεωστρατηγικής φύσεως, σε σειρά ζητημάτων από τα οποία εξαρτάται η ασφάλεια και το μέλλον της χώρας μας, στο διμερές, περιφερειακό και ευρωπαϊκό επίπεδο. Χωρίς να παραγνωρίζονται οι θετικές εξελίξεις των τελευταίων ετών σε διπλωματικό, στρατιωτικό αλλά και στο πολιτικό επίπεδο, απαιτείται η ουσιαστική αναβάθμισή τους μέχρι του ανωτάτου πολιτικού, με βάση αφενός την ποιότητα της συνεργασίας μας και αφετέρου την ουσιαστική και όχι απλώς φραστική (ρητορική) υποστήριξη των ΗΠΑ προς την χώρα μας, έναντι της διαπιστωμένης πλέον από τους πάντες αποσταθεροποιητικής τουρκικής πολιτικής στην ευρύτερη περιοχή της Ανατ. Μεσογείου.

Είναι καιρός να ομιλήσουν ευκρινέστερα οι ΗΠΑ, στο πλαίσιο των καλύτερων από ποτέ σχέσεων που έχουν σήμερα με τη σύμμαχό τους Ελλάδα (όπως και εμείς αλλά και οι ίδιοι διακηρύσσουν), για το πως αντιμετωπίζουν τις συνεχείς τουρκικές προκλήσεις και προσπάθειες στο γεωπολιτικό αλλά και γεωστρατηγικό πεδίο να ανατρέψουν το εδαφικό καθεστώς των Συνθηκών Λωζάννης αλλά και των Παρισίων. Το περιμένουμε από τους Αμερικανούς από το 1996 (με την κρίση των Ιμίων), όταν οι ίδιοι δήλωσαν ότι έχουν άποψη επί του θέματος αλλά δεν την ανακοινώνουν δημοσία για τους δικούς τους λόγους, μολονότι ενημερώθηκαν εις βάθος εκ μέρους μας για το ζήτημα που εφηύρε «ξαφνικά» η Τουρκία.

Είναι επίσης καιρός να ομιλήσουν ευκρινέστερα οι ΗΠΑ για το εάν μία χώρα (Ελλάς) η οποία απειλείται ευθέως από σύμμαχό της εντός του ΝΑΤΟ (Τουρκία), δικαιούται να συζητήσει θέματα αποστρατικοποίησης περιοχών της επικρατείας της και δη κατά χονδροειδή παρερμηνεία διεθνών συνθηκών, στις οποίες η Τουρκία δεν είναι καν μέρος, όταν οι ίδιες οι ΗΠΑ δεν έχουν κανένα πρόβλημα οιασδήποτε φύσεως, είτε σε περίοδο ειρήνης, είτε σε περιόδους γεωπολιτικών εντάσεων, να χρησιμοποιούν και να αξιοποιούν ελληνικές υποδομές στις εν λόγω περιοχές.

Είναι επίσης καιρός να ομιλήσουν ευκρινέστερα οι ΗΠΑ, εάν μία σύμμαχος χώρα (Τουρκία) η οποία συμπεριφέρεται με τον γνωστό τρόπο των προκλήσεων και των αποπειρών τετελεσμένων στο Αιγαίο και την Ανατ. Μεσόγειο, είναι πολιτικά υποχρεωμένη να θέσει υπό διεθνή δικαστική κρίση τις αξιώσεις της και τις θεωρίες της, ότι δηλαδή ελληνικά νησιά στο Ανατ. Αιγαίο, η Δωδεκάνησος, και η Κρήτη απλώς δεν υφίστανται στον γεωγραφικό χάρτη και επίσης ότι ολόκληρη η διεθνής νομολογία και φυσικά το Δίκαιο της Θαλάσσης, αφορά άλλους κόσμους και άλλες περιοχές αλλά όχι και την ιδική μας.

Είναι επίσης αναγκαίο και απολύτως επίκαιρο να τοποθετηθούν οι ΗΠΑ πρακτικά και ουσιαστικά και δη μέσω του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ εάν τα συγκεκριμένα ψηφίσματα του τελευταίου που αφορούν, τόσο στην μορφή του μελλοντικού καθεστώτος της Κύπρου, το καθεστώς των Βαρωσίων, και τα δικαιώματα της Κυπριακής Δημοκρατίας στην αποκλειστική εκμετάλλευση των θαλασσίων ζωνών που τους αναγνωρίζει το διεθνές δίκαιο, έχουν οποιαδήποτε αξία υπό το φως της τουρκικής πολιτικής στα εν λόγω ζητήματα, ή απλώς συνιστούν «αρχαία ιστορία».

Θα ήταν εξωπραγματικό και μάλλον αφελές να αναμένει κανείς θετικές απαντήσεις στα προαναφερθέντα, τουλάχιστον στο άμεσο μέλλον, από οποιαδήποτε αμερικανική Administration, ακόμη και την πιο φιλική προς την Ελλάδα. Η εμπειρία του παρελθόντος από την δεκαετία του 1970 και εντεύθεν, ενισχύει ασφαλώς την άποψη αυτή. Όμως κάτι έχει αλλάξει στα τελευταία χρόνια. Και αυτό είναι η τουρκική συμπεριφορά έναντι όχι μόνον της Ελλάδος και της Κύπρου, αλλά και έναντι των πάντων, των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ ασφαλώς συμπεριλαμβανομένων.

Πως θα τοποθετηθεί ο νέος Αμερικανός Πρόεδρος έναντι της διαπιστώσεως αυτής; Ως απλούς κληρονόμος με το ευεργέτημα της απογραφής σε σχέση με τα πεπραγμένα του προκατόχου του; Ιδού το ερώτημα/πρόκληση για τα ευρύτερα αμερικανικά συμφέροντα και όχι μόνον για τα ελληνικά.

 

*