Προκλήσεις στρατηγικής και τακτικής
Γεωργίου Σαββαΐδη
Ας ξεκινήσουμε από μια παραδοχή που είναι μάλλον η επικρατούσα στην τρέχουσα κατάσταση των πολιτικών μας πραγμάτων: Η σημερινή Κυβέρνηση της χώρας έχει να αντιμετωπίσει ταυτόχρονα και όχι διαδοχικά, δύο πολύ σοβαρά ζητήματα: τον κορωνοϊό (με τις επί μέρους παραμέτρους και επιπτώσεις του) και το κεφάλαιο των ελληνοτουρκικών σχέσεων (με τους επιβαλλόμενους χειρισμούς τους στο στρατηγικό και στο τακτικό επίπεδο).
Συνδέονται τα δύο αυτά ζητήματα έστω και χαλαρά;
Η ερώτηση και μόνον προκαλεί μάλλον απορία για να μην πει κανείς ειρωνεία. Η απάντηση όμως θα όφειλε να λάβει υπόψη της και στοιχεία που να μην εκπηγάζουν απλώς από τον σκληρό πυρήνα των δύο ζητημάτων, αλλά και από ευρύτερους παράγοντες, γεωπολιτικούς και γεωοικονομικούς. Όμως η συστηματική προσέγγιση παρομοίων παραγόντων, που ασφαλώς εφάπτονται της εφαρμοστέας στρατηγικής, είναι αδύνατον να γίνει στον παρόντα χρόνο και συγκυρία και με τις υπάρχουσες γνώσεις και εμπειρίες μας.
Απαιτείται μία αποφασιστική εξέλιξη η οποία στον παρόντα χρόνο, όπως θα επιχειρηθεί να εξηγηθεί κατωτέρω, είναι αδύνατον να υπάρξει. Και η εξέλιξη αυτή λέγεται, στο στρατηγικό πάντα επίπεδο, ανακάλυψη ενός αποτελεσματικού εμβολίου για την αντιμετώπιση του φαινομένου της πανδημίας και ενός εμβολιασμού του αντικειμένου των ελληνοτουρκικών σχέσεων, με το στοιχείο της προβλεψιμότητος και συνακόλουθα της εμπιστοσύνης, λέξεις απούσες από το σημερινό λεξιλόγιό τους.
Οι καταστάσεις αυτές που θυμίζουν παρελθούσες παγκόσμιες πανδημίες αφενός και παρελθούσες εχθρότητες και αναμετρήσεις στο ελληνοτουρκικό πεδίο, αφετέρου, ιδίως την πρώτη εκατονταετία του σύγχρονου ελληνικού κράτους (1830-1930), που συνέπεσαν με την ελληνική εθνική ολοκλήρωση, εμφανίζουν σήμερα σαφή προσπάθεια αντιστροφής και ανατροπής εκ μέρους της Τουρκίας στον θαλάσσιο χώρο (Γαλάζια Πατρίδα), αλλά και τον τομέα του σκληρού πυρήνα των διεθνών σχέσεων με την αμφισβήτηση της ισχύος, κατά το δοκούν και κατά χονδροειδή παρερμηνεία, συγκεκριμένων προνοιών Συνθηκών Ειρήνης (Λωζάννη 1923-Παρίσι 1947).
Τα προαναφερθέντα οδηγούν σε δυσάρεστες εκτιμήσεις ελλείψεως στρατηγικών για την αντιμετώπισή τους. Η άποψη αυτή, ακόμη και εάν είχε απόλυτη αξία (που δεν έχει), δεν επαρκεί για να δώσει οποιαδήποτε αξιοπρεπή απάντηση στο τακτικό επίπεδο.
Και τούτο διότι, ενώ στο πεδίο της πανδημίας, τα πράγματα είναι σήμερα δρομολογημένα μεταξύ φαρμακευτικής αγωγής, με μεγάλες βέβαια ανθρώπινες απώλειες, και ανακαλύψεως ενός αποτελεσματικού εμβολίου πρόληψης τους προσεχείς μήνες, στο ελληνοτουρκικό πεδίο οι προκλήσεις είναι παρούσες, ενεργές, αποσταθεροποιητικές και βαθύτατα υπονομευτικές κάθε ουσιαστικής προσπάθειας σοβαρής αντιμετωπίσεως των υποκείμενων προβλημάτων τους (ας μου επιτραπεί ο δανεισμός του όρου από το ιατρικό πεδίο) στο μέλλον. Και τούτο διότι υπογραμμίζονται και συνοδεύονται από μια δηλητηριώδη φρασεολογία και ρητορική που εγκλωβίζει ηγεσίες και άλλες elites, των δύο χωρών σε πολιτικά και ιστορικά στερεότυπα, ικανά μόνον να καταστήσουν τα πράγματα ακόμη δυσχερέστερα στον χειρισμό τους.
Ο εν προκειμένω στόχος της εκστρατείας αυτής της Τουρκίας δεν είναι απλώς η προώθηση των θέσεων και των κερδών της στο ουσιαστικό πεδίο των ζητημάτων, αλλά και η φθορά και η υπονόμευση αυτού που λέγεται στην διπλωματική γλώσσα, της «στόφας» των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Αποδέκτες της εκστρατείας αυτής, είναι τόσο το εσωτερικό της Τουρκίας, όσο και τρίτοι (διεθνείς παίκτες), σε μια προφανή προσπάθεια αποθαρρύνσεώς τους να αναμειχθούν στα «αναρίθμητα και ιδιαίτερα βεβαρυμμένα και περίπλοκα» διμερή με την Ελλάδα και την Κύπρο ζητήματα (η φιλολογία περί Ανατ. Μεσογείου εξυπηρετεί ουσιαστικά την συγκεκριμένη προσπάθεια).
Όπως προσημειώθηκε, η συγκυρία δεν επιτρέπει σήμερα την εκπόνηση στρατηγικής που να υπερβαίνει την έλλειψη ομοφωνίας στους κόλπους της ΕΕ αναφορικά με τον χειρισμό του τουρκικού ζητήματος, σε σχέση τόσο με την Ευρώπη, όσο και με την Ελλάδα και Κύπρο. Οι αναβολές, αμφιθυμίες, ευχολόγια, εκφράσεις λύπης και οι φραστικές καταδίκες για τις τουρκικές ενέργειες και πρακτικές είναι ενδεικτικές, ότι τα προβλήματα δεν έχουν μόνο αποδέκτη και πληρωτή την Ελλάδα και την Κύπρο, αλλά και την ίδια την Ευρώπη, όπου οι ελλείψεις στους τομείς εξωτερικής πολιτικής, άμυνας και ασφάλειας είναι καταφανείς, ορατές δια γυμνού οφθαλμού.
Καθόσον αφορά στις ΗΠΑ, η έλλειψη πολιτικής βούλησης, στο ανώτατο επίπεδο, για να ασκηθούν ισχυρές γεωπολιτικές πιέσεις στην Τουρκία, συνοδευόμενες από επιβολή κυρώσεων, όχι χάριν της Ελλάδος, αλλά σε ζητήματα που αφορούν ευθέως στα αμερικανικά και νατοϊκά συμφέροντα (F-35, S400), είναι επίσης καταφανείς και δεν θα πρέπει να αναμένεται αλλαγή πριν τις προσεχείς εκλογές του Νοεμβρίου 2020. Εάν υπάρξει προεδρική αλλαγή θα επακολουθήσει περίοδος «policy review» αρκετά πέραν του Ιανουαρίου 2021.
Και το ερώτημα που ανακύπτει, για την Ελλάδα πλέον, είναι τι γίνεται μέχρι τότε, δηλαδή στο τακτικό πεδίο. Η απάντηση είναι απλή στην διατύπωσή της, αν και όχι τόσο απλή στην υλοποίησή της.
Εξηγούμαι: Ενίσχυση της προετοιμασίας μας και συμμετοχή στον διάλογο με την Τουρκία εάν αυτή, μετά την επίδειξη δύναμης και αποφασιστικότητας στην οποία επιδίδεται, τον δεχθεί με βάση το αντικείμενό του δηλαδή την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών. Ταυτόχρονα και το σημαντικώτερο, προώθηση προς κάθε κατεύθυνση της βασικής τοποθέτησης, ότι, ως έχουν τα πράγματα, διάλογος επί θαλασσίων ζωνών με την εικοσαετή σχεδόν εμπειρία των διερευνητικών επαφών (από το 2002), θα πρέπει απαραιτήτως να συμπεριλάβει όχι μόνον την βασική προϋπόθεση ενάρξεώς του (δηλ. την έλλειψη των τουρκικών απειλών και προκλήσεων), αλλά και την εκτιμώμενη κατάληξή του, χωρίς συμφωνία ή με μερική συμφωνία όπου, στην περίπτωση αυτή, θα απαιτηθεί η δικαστική επίλυση (third party procedure).
Με άλλα λόγια δημιουργία πεποίθησης προς πάσα κατεύθυνση ότι, διάλογος χάριν του διαλόγου και μόνον, δεν θα οδηγήσει πουθενά εάν δεν υπάρξει εξ υπαρχής δέσμευση για δικαστική παραπομπή. Εάν αυτό δεν συμβεί είναι μαθηματικώς βέβαιον ότι θα οδηγούμαστε από εντάσεις σε κρίσεις με θέατρο εκδηλώσεως όλο τον μεσογειακό χώρο. Εάν αυτό θα ήταν πολιτικά ανεκτό και ευκολοχώνευτο τόσο για την ΕΕ, όσο και για τις ΗΠΑ, ας κληθούν όλοι οι εμπλεκόμενοι να τοποθετηθούν με το βλέμμα στο μέλλον της περιοχής γεωπολιτικά και γεωστρατηγικά. Ίδωμεν.
Ο κ. Γεώργιος Σαββαΐδης είναι Πρέσβης ε.τ., πρώην Γ.Γ. ΥΠΕΞ, συγγραφεύς του βιβλίου «Ανάλεκτα Ελληνικής Διπλωματίας» εκδόσεις Παπαζήση 2019.
**