■ Δεν είναι βέβαιος ο συντάκτης του παρόντος αν πρέπει να μας λυπεί ή να μας χαροποιεί η έκβασις των Τουρκο-Κυπριακών εκλογών. Συνήθως, αισθανόμεθα αμηχανία προς τους μετριοπαθείς. Η πτώσις του Denktas μας είχε προκαλέσει πολλαπλούς προβληματισμούς. Μήπως ωρισμένοι συνέλληνες και αδελφοί Κύπριοι πρέπει να είναι ευτυχείς ότι εξελέγη ο κ. Tatar και όχι ο συμπαθής Κος Akinci;
■ Πέραν πάσης αμερίστου Ελληνικής συμπαθείας προς τους Αρμενίους, οι οποίοι υπήρξαν θύματα μείζονος ―αυθεντικής―, γενοκτονίας, μήπως έχομε ιδεί επί του χάρτου εις τι βάθος εντός του Αζερικού εδάφους ευρίσκεται ο θύλαξ του Nagorno Karabakh;
Πρέπει, βεβαίως, να στηλιτευθεί ως και να ελεγχθεί η Τουρκική στρατιωτική παρέμβασις εκεί και η μεταφορά μισθοφόρων από την Συρία, ακραίων στοιχείων τα οποία θα αποτελούσαν, εν δυνάμει, διαρκή απειλή της σταθερότητος ολοκλήρου του Καυκάσου.
Συγχρόνως, όμως, η Ελλάς, εν όψει της Θρακικής μειονότητος, δεν πρέπει ποτέ να εμφανίζεται ότι υποστηρίζει εις βάθος εντός του εδάφους μιας χώρας αυτονομιστικά και αποσχιστικά κινήματα μειονοτήτων ―έστω και συμπαγών― αυτοπροσδιοριζομένων ως συγγενή του πληθυσμού ενός άλλου κράτους.
■ Η θρυλουμένη Τουρκική μερική προσχώρησις στην Διεθνή Σύμβαση, των Η.Ε., Δικαίου της Θαλάσσης (UNICLOS) δεν πρέπει να εκπλήσσει. Πρέπει να εκπλήσσει, μάλλον, ότι είναι μερική και ότι και αυτή ακόμη έχει καθυστερήσει κατά τέσσερεις και πλέον δεκαετίες. Διότι η σύμβασις αυτή δεν είναι εξ ορισμού δυσμενής προς την Τουρκία. Προβλέπει, επαρκώς, ειδικές συνθήκες ιδιοτύπων γεωγραφικών διαμορφώσεων επί των οποίων χωρούν ειδικές ρυθμίσεις πέραν των γενικών προνοιών της Συμβάσεως, κατόπιν δικαστικής διαιτησίας ―και όπως σημειώνεται και εις άλλη στήλη, η Διεθνής Δικαιοσύνη έχει, επανειλημμένως, επί παρεμφερών περιπτώσεων δικαιώσει απόψεις ταυτόσημες προς τις Τουρκικές. Όχι, βεβαίως προς παραλογισμούς αναλόγους των νέο-Οθωμανικών μεγαλοιδεατισμών προς την κατεύθυνση της Κρήτης και της Λιβύης, αλλά, πάντως, προς τις αρχικές θέσεις της Άγκυρας, επί του Αιγαίου και του Καστελλορίζου.
■ Δεν είναι κατανοητή, στον γράφοντα, η εκρήξις Ελληνικής οργής, την οποία προκαλεί η μνεία και μόνον, από οποιονδήποτε, του ζητήματος του αφοπλισμού των νήσων του Αν. Αιγαίου και της Δωδεκανήσου.
«Θα ανατραπεί αμέσως όποια Κυβέρνηση τολμήσει να δεχτεί να το συζητήσει. Ούτε στην Αθήνα δεν θα προφτάσει να γυρίσει όποιος Πρωθυπουργός το ξεπουλήσει σε Βρυξέλλες, Βερολίνο και Ουάσιγκτων». Αυτός ήταν ο de profundis γογγυσμός προκαταβολικής αγανακτήσεως ευφυούς συνΈλληνος τηλεοπτικού σχολιαστού, μη στερουμένου, περιέργως, επαγγελματικής επιφανείας.
Ατυχώς, η αποστρατικοποίησις, ο αφοπλισμός των νήσων επιβάλλονται από τις διεθνείς συνθήκες δια των οποίων η Ελλάς απέκτησε την κυριότητά τους. Ο επανεξοπλισμός τους συνιστά υπέρβαση συμβατικής υποχρεώσεως. Καλώς, όμως, γενομένης. Καλώς έχουν εξοπλισθεί, καλώς έχουν οχυρωθεί και καλώς ευρίσκονται επ’ αυτών σημαντικές δυνάμεις.
Ο λόγος, ο οποίος επέβαλε την εκ μέρους της Ελλάδος παράβαση αυτής της συμβατικής υποχρεώσεως είναι η παρουσία επί της Μικρασιατικής ακτής μιας ολοκλήρου Τουρκικής στρατιάς ―της Στρατιάς του Αιγαίου― και της συγκεντρώσεως αμφιβίων αποβατικών μέσων, επαρκών να την εξαπολύσουν κατά ολοκλήρου του Ελληνικού Αρχιπελάγους.
Αλλά, αν αρθεί, αν απομακρυνθεί η απειλή ―και η απομάκρυνσις αυτή είναι πραγματική, επαρκής και αποτελεσματικώς ελεγχομένη―, αν απομακρυνθεί το δόρυ, τότε ας χαμηλώσει και η ασπίς.
Η διερεύνησις από την Γερμανική και την Συμμαχική πλευρά δεν στρέφεται προς μονομερή απομάκρυνση των Ελληνικών δυνάμεων, αλλά, εις αμοιβαία μέτρα απεμπλοκής εκατέρωθεν της θαλασσίας λωρίδος μεταξύ των νήσων και της Μικρασιατικής ακτής. Όλα εξαρτώνται από τους συγκεκριμένους όρους.
Η Ελλάς δεν πρέπει να εμφανίζεται ότι εκ προοιμίου απορρίπτει την διαπραγμάτευση. Αρκεί να προτείνει ασφαλείς όρους, να επιμείνει επ’ αυτών και αν δεν τους επιτύχει, ας διακόψει τις διαπραγματεύσεις.
Ασφαλείς όροι αφοπλισμού των νήσων είναι, απολύτως, δυνατόν να υποτεθούν, να προταθούν και να υπάρξουν.
Ενδεικτικώς και μόνον παρατίθενται ορισμένοι:
▶ Συγκρότησις σώματος παρατηρητών και επιθεωρητών της Β.Α. Συμμαχίας, μόνιμη εγκατάστασις κλιμακίων του επί της Μ.Ασιατικής ακτής και επί των νήσων και εποπτεία τους εφ’όλης της συνεχείας παρακολουθήσεως της πιστής εφαρμογής των όρων και της αμέσου προειδοποιήσεως επί παραβάσεων.
▶ Απομάκρυνσις από την Μ.Ασιατική ακτή όλων των Τουρκικών αποβατικών μέσων και μέσων ελικομεταφοράς.
▶ Οπισθοχώρησις των χερσαίων Τουρκικών μονάδων και των αντιαεροπορικών μέσων του συνόλου του οπλισμού προς την ενδοχώρα εις βάθος, διασφαλίζον ότι ο χρόνος χερσαίας και εναερίου επαναφοράς τους επί της Μικρασιατικής ακτής θα ήταν ―εις πραγματικούς επιχειρησιακούς όρους―, ανάλογος εκείνου της δια θαλάσσης και αέρος επαναφοράς Ελληνικών δυνάμεων επί των νήσων. Επ’ αυτού, πρέπει να ληφθεί επιπροσθέτως υπ’ όψιν ότι ο όγκος των ικανών και αναγκαίων, προς άμυνα, Ελληνικών δυνάμεων, λαμβανομένης υπ’ όψιν και της χωρητικότητος των νήσων, είναι αισθητώς μικρότερος εκείνου των δυνάμεων του επιτιθεμένου, ο οποίος πρέπει, προκειμένης, μάλιστα, αμφιβίου επιχειρήσεως, μεγάλης ολκής να προϋπολογίσει αριθμητική υπεροχή 3 έως και 5 προς 1.
■ Ουδέποτε, βεβαίως, η Τουρκία, ιδίως υπό το κράτος του σημερινού καθεστώτος της, θα απεδέχετο όρους ισοδυνάμους ουσιαστικού αφοπλισμού της Μικρασιατικής ακτής, παρ’όλον ότι αυτός δεν προβλέπεται από οποιαδήποτε ισχύουσα διεθνή συνθήκη.
Η Ελλάς, όμως, θα είχε εμφανισθεί έτοιμη να συζητήσει μέτρα αποκλιμακώσεως, χωρίς αυτό να συνεπάγεται οποιαδήποτε μονομερή υποχρέωσή της αν ευρίσκετο προ της αδιαλλαξίας της άλλης πλευράς.
Κυρίως, επί της ουσίας, πρέπει να συγκρατηθεί ότι παρομοία διευθέτησις ―αν ποτέ αυτή επετυγχάνετο―, υπό την εκ του σύνεγγυς εποπτεία της Συμμαχίας, θα απέβαινε και η καλυτέρα κατοχύρωσις της ασφαλείας των νήσων του Αν. Αιγαίου και της Δωδεκανήσου.
Είναι προφανές ότι εδραιομένη, επί προετοιμασμένων θέσεων, δύναμις, έστω όχι μεγάλη, αμυνομένη επί των αιγιαλών αποβάσεως μιας νήσου, επιτυγχάνει σημαντικά μεν αλλά πρόσκαιρα, τακτικά πλεονεκτήματα περιοριζόμενα χρονικώς κατά την πρώτη φάση της εχθρικής επιθετικής ενεργείας. Αν η σύρραξις παραταθεί, ο επιτιθέμενος, όταν ορμάται από βάσεις του ευρισκόμενες εις απόσταση λίγων εκατοντάδων μέτρων από τα σημεία προσβολής, επαυξάνει τα ούτως ή άλλως, από μιας αρχής, πλεονεκτήματά του επί επιχειρησιακού και επί του στρατηγικού επιπέδου – τα οποία, τελικώς, καταλήγουν να ανατρέπουν την αρχική, τακτική υπεροχή του αμυνομένου.
Συνεπώς, μάλλον, να βραβευθεί θα ήταν άξιος οποιοσδήποτε Πρωθυπουργός ετόλμα να αρχίσει διερευνήσεις υπό το πνεύμα αυτό «σε Βρυξέλλες και Βερολίνα» ―κατά την διατύπωση των ευσταλών και παλληκαριζόντων, αλλά και γλωσσικώς αν-Ελληνίστων, νέο-Ελληνίσκων θιασωτών των διαφόρων «αδιαπραγματεύτων»…
Όχι, βεβαίως, ότι απειλούν αυτοί οι Επιμηθείς να αποβούν περισσότερο μοιραίοι απ’ ότι κατέληξαν να είναι οι —εις αρτιώτερα Ελληνικά εκφραζόμενοι και ευπρεπεστάτου ύφους—, πρώιμοι θεωρητικοί της «μη λύσεως», των δεκαετιών ’70 και ’80…
Π.Κ.Μ.
**