Η ένοπλη σύγκρουσις πολλών η λίγων ημερών, παραμένει η πρώτη των πιθανοτήτων.
Ας φροντίσουμε, τουλάχιστον, αυτή να επέλθει υπό τους καλύτερους όρους έξωθεν καλής μαρτυρίας ως προς την προηγηθεισα ελληνική έμπρακτη προσπάθεια αποτροπής της – ανεξαρτήτως του βαθμού ειλικρίνειας της.
Η ελληνική εμμονή επί του “αδιαπραγμάτευτου” και “κυριαρχικού” δικαιώματος επεκτάσεως των χωρικών υδάτων εντός του Αιγαίου, “οπουδήποτε” και “οπότε το θέλουμε”, στερεί εκ προοίμιου το νόημα πάσης διαδικασίας περί οριοθετήσεως της υφαλοκρηπίδος και της ΑΟΖ.
Η Ελληνική θέσις πρέπει να είναι ότι και το ζήτημα του εύρους των χωρικών υδάτων θα κριθεί από την διεθνή δικαιοσύνη.
Π. Κ. ΜΑΚΡΗ
Ακόμη και αν δεν είχε μεσολαβήσει η επιβαρυντική επιπλοκή της εκδόσεως νέας Τουρκικής Navtex και νέας εξόδου του σεισμογραφικού πλοίου ORUC REIS, ακόμη και αν, παρ’όλα αυτά, καταστεί δυνατή η έναρξις των θρυλλουμένων διερευνητικών συνομιλιών, δεν πρέπει να αναμένεται, κατ’αυτές, εκτόνωσις· ούτε, βεβαίως, πρόοδος επί της ουσίας των θεμάτων. Ακόμη και αν εξ αρχής ―και παρ’όλη την Τουρκική εμμονή επί διευθετήσεως εις τα πλαίσια διμερούς πολιτικού διαλόγου και την πρόδηλη αθυμία προς έναρξη μονοθεματικών διερευνητικών συνομιλιών―, επετυγχάνετο ο εντοπισμός μέσω οποιουδήποτε διαύλου επικοινωνίας, επί της προετοιμασίας μεθοδεύσεως κοινής προσφυγής στην Χάγη, πάλι, εν όψει του χάσματος των απόψεων των δύο πλευρών ως προς την θεματική έκταση της προσφυγής, δεν θα ήταν πολύ περισσότερο πιθανή η κατάληξις εις αποτελέσματα.
Πρέπει να κατανοηθεί, επί τέλους, από Ελληνικής πλευράς, ότι ουδείς, έστω και ο πλέον μετριοπαθής και ήπιος, αλλά και επαγγελματικώς ώριμος Τούρκος διπλωματικός λειτουργός δεν θα διενοείτο να εισηγηθεί ―και ακόμη χειρότερα, οι πολιτικοί του προϊστάμενοι και ο Κος Erdogan, να εγκρίνουν―, την αποδοχή της βασικής, κατά την φάση αυτή, Ελληνικής απόψεως. Δηλαδή, ότι είτε προς συζήτηση είτε ενδεχομένως κατόπιν, προς εκδίκαση από τους Διεθνείς Δικαστάς, τίθεται, αποκλειστικώς, ένα θέμα: «η οριοθέτηση θαλάσσιων ζωνών» και όπως, αμέσως μετά, κάθε, σχεδόν, Έλλην εκπρόσωπος σπεύδει, σωφρόνως, ―προς αποφυγή επικίνδυνων παρανοήσεων, υψηλού «πολιτικού κόστους»― να επεξηγήσει, «δηλαδή, αποκλειστικά, της ΑΟΖ και της υφαλοκρηπίδος». Χωρίς, δηλαδή, καν, αναφορά των χωρικών υδάτων εντός του Αιγαίου ―επί του οποίου και έχει ριφθεί και το casus belli της Άγκυρας. Ούτε της Ελληνικής παραλόγου επιμονής επί των 10 ν.μ. οιονεί εναερίου χώρου, δηλαδή 4 ν.μ. πέραν των χωρικών υδάτων, χωρίς, άρα, βάση επί της επιφανείας του ύδατος― άρα, από τι ύψος αρχίζει ο «αέρας»;
Απετέλεσε, βεβαίως, σημαντική Ελληνική επιτυχία ότι η Ευρωπαϊκή πλευρά απεδέχθη την Ελληνική εκδοχή συνομιλιών περιοριζομένων επί της ΑΟΖ και της υφαλοκρηπίδος. Είτε εξ αβλεψίας ή και εκ πλημμελούς προετοιμασίας των ενημερωτικών φακέλλων τους, διέφυγε από τους Εταίρους ότι η πρώτη αρχή και θεμελιώδες πρόκριμα των Ελληνο-Τουρκικών διαφορών επί του Δικαίου της Θαλάσσης, υπήρξε η αντίθεσις επί του εύρους των χωρικών υδάτων και του εναερίου χώρου εντός του Αιγαίου ―όπως και επί του, εννοιολογικώς, υπερκειμένου ζητήματος αν η ιδιομορφία αυτού του θαλασσίου χώρου επιβάλλει ή όχι, ειδικές ρυθμίσεις, περί των οποίων προβλέπει και η ιδία η Σύμβασις των Η.Ε. του Δικαίου της Θαλάσσης (special and relevant circumstances).
Όμως, ότι η Ε.Ε., όπως προελέχθη, είτε εξ αγνοίας, είτε εκ στιγμιαίας λήθης του ιστορικού της Ελληνο-Τουρκικής διενέξεως επί του Δικαίου της Θαλάσσης, εδέχθη παρομοία συσταλτική, Ελληνική, θεώρηση των εννοιών του Δικαίου της Θαλάσσης και συνακολούθως, της θεματικής των διερευνητικών συνομιλιών, δεν σημαίνει ότι θα την δεχθεί και η Τουρκία.
Επιτρέπει, βεβαίως, ελπίδες βαθμιαίας εξελίξεως της Ελληνικής θέσεως ως προς το εύρος του φάσματος των συνομιλιών, η πρόσφατη, προσφυώς ελαστική, διατύπωσις του Πρωθυπουργού ότι, «κατ’ αυτήν την φάση των διερευνητικών συνομιλιών το θέμα είναι η οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών».
Το γε νυν έχον, όμως, ο αποκλεισμός από Ελληνικής πλευράς της συζητήσεως επί των χωρικών υδάτων αποτρέπει εκ προοιμίου και την έναρξη κάθε χρησίμου διερευνητικής διαδικασίας, ακόμη και αν η άλλη πλευρά δεν είχε εξελιχθεί, όπως κατέληξε να εξελιχθεί υπό την παντοδυναμία του Κου Erdogan και ήταν σοβαρώς διατεθειμένη να την αρχίσει.
Η Ελληνική πλευρά δεν πρέπει, βεβαίως, να δεχθεί να ριφθούν επί της τραπέζης των διερευνητικών συνομιλιών ―ή οποιουδήποτε πολιτικού διαλόγου ή επί συνυποσχετικών προσφυγής στην Χάγη―, ως πλίνθοι και κέραμοι ατάκτως ερριμένα, όλα όσα έχουν φέρει εις προστριβή τις 2 χώρες κατά την διάρκεια 6 και πλέον δεκαετιών.
Πρέπει, εν τούτοις, χάριν της δικής της, πρωτίστως, αξιοπιστίας, όλα να δεχθεί και να διερευνήσει, και να συζητήσει και τέλος, να επιμείνει να τα φέρει προ των Δικαστών της Χάγης. Κατά δέσμη όμως. Εις χωριστές μεταξύ τους διαδικασίες εις «κάνιστρα» θεμάτων ―κατά την φρασεολογία των πάλαι ποτέ συνομιλιών ασφαλείας MBFR. Τότε, θα ήταν απολύτως κατανοητή η Ελληνική επιμονή να δοθεί απόλυτη προτεραιότητα στην ενιαία δέσμη, των Ελληνοτουρκικών διαφορών επί του φάσματος του Δικαίου της Θαλάσσης. Αλλά επί ολοκλήρου του φάσματος αυτού· μηδενός εξαιρουμένου.
Αν η Ελληνική πλευρά εξακολουθεί ―όπως έχει σαφώς φανεί κατά την διάρκεια των τελευταίων ημερών― να εμμένει επί του «αδιαπραγμάτευτου» και «κυριαρχικού» δικαιώματός της να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα εντός του Αιγαίου εις 12 ν.μ., τότε, είναι κοροϊδία, λοιδορία και προσβολή της νοημοσύνης όλων να ομιλεί περί του «μόνου υπαρκτού θέματος, που είναι η οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών» και να καταλογίζει στην άλλη πλευρά ότι δεν το αποδέχεται και δεν προσέρχεται ευχαρίστως εις ―εν τοιαύτη περιπτώσει―, στερούμενες νοήματος διερευνητικές συνομιλίες.
Ποιο θα ήταν το νόημα της οριοθετήσεως υφαλοκρηπίδος και ΑΟΖ εντός του Αιγαίου αν η Ελλάς επιφυλάσσεται του «αδιαπραγμάτευτου και κυριαρχικού δικαιώματός της» να επεκτείνει, παντού εντός αυτού, τα χωρικά της ύδατα εις 12 ν.μ., οπότε και ο βυθός και η επιφάνειά του, θα περιέλθουν, εντελώς σχεδόν, υπό Ελληνική κυριαρχία και συνεπώς δεν θα απομένει τίποτε να οριοθετηθεί.
Ας μην αυταπατώμεθα. Δεν θα εξακολουθήσει να διαφεύγει επ’άπειρον από τους Εταίρους η κουτοπονηρία αυτού του Ελληνικού συνδυασμού, αφ’ενός, προτάσεως διαδικασιών οριοθετήσεως ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδος αλλά συγχρόνως και επιφυλάξεως του «κυριαρχικού» ―ακούεται και ο βλακώδης νεολογισμός «δυνητική κυριαρχία»― δικαιώματος της επεκτάσεως των χωρικών υδάτων εις 12 ν.μ. όποτε αυτή κριθεί σκόπιμη.
Ουδείς Διεθνής Δικαστής θα εδέχετο να εκδικάσει επί της ΑΟΖ και της υφαλοκρηπίδος είτε του Αιγαίου είτε του Καστελορίζου, χωρίς να έχει σαφή, προ του δικαστηρίου, τα όρια των χωρικών υδάτων.
Ευτυχώς, ο Κος Erdogan σπεύδει πάντοτε εις βοήθειά μας. Υποσχόμενος την ανασυγκρότηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, απειλών τους πάντες,. εκβάλλων πολεμικάς ιαχάς και παράγων ήχους δυναμένους να προέλθουν μόνον από την συνδυασμένη λειτουργία της πλαταγιζούσης γλώσσης, των φωνητικών χορδών, του βάθους του λάρυγγος και της άνω κοιλίας βασιβουζούκου εν οίστρω, τρομάζει τους Εταίρους και τους καθιστά ευηκοωτέρους των Ελληνικών απόψεων.
Εξ’ού, εν μέρει, ίσως και η έως τώρα παράληψίς τους να θέσουν ευθέως το ερώτημα αν η Ελλάς προτίθεται προ πάσης συνομιλίας επί της υφαλοκρηπίδος να θέσει υπό συζήτηση την δεδηλωμένη και ειλημμένη θέση της περί χωρικών υδάτων.
Δεν πρέπει να υποτιμάται η αξία σειράς προσφάτων Ελληνικών επιτυχιών και η σύμπηξις μιας ομάδος περιφερειακής στρατηγικής συνοδοιπορίας, ούτως ειπείν «περιορισμένης ευθύνης», στην οποία μετέχουν το Ισραήλ, η Αίγυπτος και τα Αραβικά Εμιράτα. Ούτε η Αμερικανική ενόχλησις προς την Άγκυρα πρέπει να υποτιμάται, ούτε η συχνότητα των Ευρωπαϊκών επιτιμήσεων των τελευταίων μηνών παρά την ηπιότητά τους.
Ακόμη και η Ελληνο-Αιγυπτιακή συμφωνία μερικής οριοθετήσεως, όπως η Ελληνο-Αλβανική συμφωνία κοινής προσφυγής στην Χάγη, συμβάλλουν στην δημιουργία ενός σαφώς ευνοϊκωτέρου, απ’ότι προ ολίγων μηνών, πλαισίου κινήσεως της Ελλάδος.
Αλλά, ούτε και όλα αυτά να υπερτιμώνται. Ουδείς Ευρωπαίος ή Αμερικανός θα θελήσει να επισπεύσει την αποκοπή του κορμού της Δύσεως από την Τουρκία. Η γεωστρατηγική και η γαιοοικονομική αξία της εδαφικής μάζης την οποία απώλεσαν ο Ρωμανός Δ΄ Διογένης και κατόπιν ο Μανουήλ Α΄ Κομνηνός, αντιστοίχως, στις μάχες του Manzikert και του Μυριοκεφάλου είναι τεραστία. Πτοεί και αποθαρρύνει κάθε σπουδή προς αυστηρότητα ―όπως εντυπωσιάζει και η δημογραφική και ηλικιακή ζωτικότητα ενός πληθυσμού, σχεδόν 82 εκατομμυρίων και η αποδεδειγμένη ετοιμότητά του αποδοχής πολεμικών λύσεων και απωλειών. Καμία παραγωγική χώρα είτε της Δύσεως είτε της Ανατολής δεν θα έστεργε να σπεύσει να στερηθεί ενός εμπορικού εταίρου τόσης δυναμικότητος. Ούτε είναι ρεαλιστική η προσδοκία καταρρεύσεως της πολυδυναμικής Τουρκικής οικονομίας πέραν των συναλλαγματικών/νομισματικών δυσχερειών της ―εξωγενών και προσκαίρων απορρυθμίσεων, μάλλον, παρά εγγενών και διαχρονικών παθογενειών.
Η Ελληνική πλευρά πρέπει, κατά συνέπεια, να μεγιστοποιήσει την ηθική υπεροχή την οποία της προσφέρει το ύφος του αντιπάλου της. Πρέπει να αιφνιδιάσει και να προτείνει την παραπομπή στην Χάγη, υπό τους όρους ενός συνοπτικού συνυποσχετικού, «όλων των διαφορών μεταξύ των δύο χωρών, απτομένων του Δικαίου της Θαλάσσης, εντός του χώρου του Αιγαίου και της Αν. Μεσογείου, όπως εκάστη πλευρά θα τις παραθέσει και θα τις προσδιορίσει, αφηνομένου στην διακριτική ευχέρεια των Δικαστών να συγκρατήσουν προς εκδίκαση όσες αυτοί κρίνουν και να επιλέξουν και να ερμηνεύσουν, εκείνοι, τις Γενικές Αρχές Δικαίου, τα συμβατικά κείμενα και τους κανόνες εθιμικού Διεθνούς Δικαίου επί των οποίων θα δικάσουν».
Ο Ελληνικός όρος, στην προκειμένη περίπτωση, θα ήταν ένας, μοναδικός και απόλυτος: η ρητή αναφορά επί του συνυποσχετικού ότι η Συνθήκη της Λωζάννης (1923) ―όπως θα την ερμηνεύσουν οι Δικασταί―, παραμένει ακρογωνιαίος λίθος των Ελληνο-Τουρκικών σχέσεων και η Συνθήκη των Παρισίων (1946) ―πάλι κατά την ερμηνεία των Δικαστών―, ορίζει εις το διηνεκές ό,τι αφορά την άσκηση κυριαρχίας εντός του θαλασσίου χώρου της Δωδεκανήσου. Αυτή είναι η εισήγησις του «Διπλωματικού Ταχυδρόμου»
Η πιθανότης αποδοχής από Τουρκικής πλευράς παρομοίας Ελληνικής προτάσεως είναι μηδαμινή. Γνωρίζει ότι ουδείς εκ των μελών του Διεθνούς Δικαστηρίου θα εδικαίωνε τους παραλογισμούς της προς την Λιβύη, τους οποίους ο Κος Erdogan αδυνατεί, πλέον, να εγκαταλείψει. Αισθάνεται εξ’ίσου δεσμευμένος έναντι της πελατείας του ―όπως και οι Έλληνες, αντίστοιχοί του, πρόμαχοι των διαφόρων «αδιαπραγματεύτων». Τα ήθη, όμως και η ιδιοσυστασία των Τουρκικών πολιτευμάτων ―το καταδεικνύει η ιστορία―, όπως και ο Τουρκικός ψυχισμός, καθιστούν τις ασυνέπειες και τις αποτυχίες των πολιτικών πολύ περισσότερο επικίνδυνες απ’ότι παρ’ημίν, όπου τα πάντα (ευτυχώς, ίσως), λησμονούνται.
Οι κίνδυνοι του παιγνίου του Τούρκου Προέδρου είναι υψηλοί: έχει ήδη ρίψει τους κύβους, ενώ, τα χρονικά όρια του παραθύρου ευκαιρίας του είναι περιορισμένα. Πρέπει να τολμήσει και να εκμεταλλευθεί την μερική ακινητοποίηση της ΕΕ υπό τα επερχόμενα κύματα της πανδημίας, όπως και την προεκλογική και μετεκλογική μεταβατικότητα στις ΗΠΑ.
Αν ο Κος Erdogan δεν ήθελε να φθάσει, πέραν της Κρήτης, έως τις ακτές της Τριπόλεως, αν περιόριζε τις διεκδικήσεις του εντός του Αιγαίου και πέριξ του Καστελορίζου, αν δεν έρρεπε να επιδεικνύει την σπάθη, θα είχε, ήδη, επιτύχει προς τρίτους, σημαντικά πλεονεκτήματα νομικής αξιοπιστίας, έναντι της Ελληνικής πλευράς. Μέχρι στιγμής, οι Δικασταί της Χάγης εις παρεμφερείς υποθέσεις ―π.χ., νήσοι της Μάγχης, Γαλλ. νήσοι εγγύς των ακτών του Καναδά―, εδικαίωσαν πάντοτε απόψεις ανάλογες των Τουρκικών. Εξ’ού, άλλωστε και η δική μας εφεκτικότητα και δυσπιστία προς την Χάγη και η μοιραία Ελληνική επιλογή του Σεπτεμβρίου 2004 να εγκαταλειφθεί η διαδικασία των αποφάσεων του Helsinki (Δεκεμβρίου 1999).
Αλλά να μην υπάρξουν παρανοήσεις. Ο κος. Erdogan δεν δρα σπασμωδικώς υπό το κράτος εξάψεως ή αισθήσεως ανασφαλείας. Αίσθησις ισχύος και αυτοπεποιθήσεως διακατέχει και αυτόν και όλη την πυραμίδα του καθεστώτος του.
Εκτιμούν ότι αυτή είναι η στιγμή κατά την οποία πρέπει να επιτευχθούν οι κύριοι στόχοι της ριζικής ανακατανομής των περιφερειακών ισορροπιών υπέρ της Τουρκίας και «υπερβατικής» λύσεως πολλαπλών ζητημάτων και υπηρετήσεως πολλαπλών σκοπιμοτήτων. Κατά προτίμηση μεν υπό πολεμική απειλή, χωρίς, τελικώς, ένοπλη σύγκρουση, αλλά, αν χρειασθεί και δια πολέμου.
Ακόμη και η βαναυσότητα του ύφους και η αμετροέπεια του Προέδρου της γείτονος είναι, τουλάχιστον, μέχρις ενός βαθμού, θεατρικώς υπολογισμένα ώστε να τρομάξουν Ευρωπαίους τε και Αμερικανούς. Προκαλούν, ίσως, την πολιτισμική απέχθεια τους, αλλά, πράγματι, φοβίζουν και αποθαρρύνουν την ουσιαστική ανάμειξη και εμπλοκή τους, όπως η αγριότητα και η ακρότητα τα της Ανατολής πάντοτε εφόβιζε τους ελλόγους Δυτικούς.
Άρα, προ της αναγκαίας ―χάριν του πυρήνος των σκοπών της―, αδιαλλαξίας της άλλης πλευράς, ούτε οι Ελληνικοί ακροβατισμοί ερμηνείας της Συμβάσεως του Δικαίου της Θαλάσσης, θα καταλήξουν να κριθούν, ποτέ, από τους Δικαστάς της Χάγης.
Θα έχει, όμως, επιτευχθεί η εντύπωσις μείζονος Ελληνικής αποπείρας ειρηνικής διευθετήσεως διαφορών την οποία θα έχει απορρίψει η Τουρκία.
Άλλωστε, ακόμη και έναντι Τουρκικής επιμονής παραπομπής και του θέματος της Θρακικής μειονότητος δεν θα έπρεπε να επιδειχθεί, «κατ’αρχήν», Ελληνική αρνητικότητα. Η Ελληνική πλευρά θα έπρεπε να επιμένει μόνον επί της ανάγκης χωριστών διαδικασιών υπό την σκοπιμότητα διατηρήσεως, προ των Δικαστών, ενιαίων χωριστών ενοτήτων. Η Συνθήκη της Λωζάννης παρέχει επαρκές έρεισμα των Ελληνικών απόψεων και επί της μειονότητος.
Είναι, εξ’άλλου, μεγίστη η ανοησία η Ελλάς να μην δέχεται παραπομπή του ζητήματος των συμπλεγμάτων βραχονησίδων και νησίδων τα οποία διεκδικεί η Άγκυρα. Ουδείς πρέπει να λησμονεί ότι επί των συμπλεγμάτων αυτών, των «φαιών ζωνών», όπως τις απεκάλεσε η γείτων, έχομε ήδη, μετά την νύκτα των Ιμίων, αποποιηθεί την άσκηση κάθε πράξεως κυριαρχίας, υποκύπτοντες και φεύγοντες ολοταχώς, προ της απειλής, τότε, αμέσου ενάρξεως εχθροπραξιών.
Αφ’ής στιγμής, λοιπόν, η Ελληνική κυριαρχία επ’αυτών των θαλασσίων ζωνών δεν κινδυνεύει να απωλεσθεί ―εφ’όσον έχει, ήδη, de facto, καταργηθεί, προ 24 ετών―, είναι ηλιθία η εμμονή μας να μην δεχόμεθα ότι το θέμα πρέπει να τεθεί προ του Διεθνούς Δικαστηρίου και άρα, να περιληφθεί προηγουμένως μεταξύ των προς «διερεύνηση» ζητημάτων.
Είναι απύθμενη η ηλιθιότητα και να έχομε, έμφοβοι, εγκαταλείψει την άσκηση κυριαρχίας επί ολοκλήρων ζωνών βραχονησίδων και βράχων και συγχρόνως, να αρνούμεθα οποιαδήποτε συνέχεια η οποία θα επέτρεπε την πραγματική την ανάκτηση κυριαρχίας επ’αυτών. Μάλιστα δε ενώ η Ελληνική θέσις είναι εν προκειμένω ιδιαιτέρως ισχυρά βάσει των συνθηκών.
Ενώ, δηλαδή, έχομε ήδη καμφθεί υπό πολεμική απειλή, παριστάνομε τους ακάμπτους και αρνούμεθα κάθε προσπάθεια αποκαταστάσεως, μέσω ειρηνικών διαδικασιών, της κυριαρχίας της οποίας έχομε, ήδη, παραιτηθεί. Ως αν η νύκτα των Ιμίων ουδέποτε υπήρξε. Ως αν τα πλοία και εναέρια μέσα του Λ.Σ. ή του Π.Ν. εξακολουθούν να προσεγγίζουν και να παραμένουν ελευθέρως στις περιοχές εκείνες, όπως προ 25ετίας.
Ούτως ή άλλως, το επεσημάναμε ήδη, η Άγκυρα εμμένει επί διμερούς πολιτικού διαλόγου υπό πολεμική απειλή. Προς τα εκεί θα στρέψει την κατεύθυνση των διερευνητικών συνομιλιών, αν ποτέ αρχίσουν. Επ’αυτού θα επιμείνει. Δεν θα διεκινδύνευε να ευρεθεί «άνευ όρων» υπό την απόλυτη διακριτική ευχέρεια και κρίση των Διεθνών Δικαστών.
Ας παραστήσωμε, λοιπόν, ότι εμείς, βέβαιοι επί των δικαίων μας και εμπιστευόμενοι τους θεσμούς του Διεθνούς Δικαίου, δεν φοβούμεθα και το διακινδυνεύομε…
Το πλέον πιθανόν είναι ότι προ των μάλλον αμετακινήτων, πλέον, ευρυτάτων αναθεωρητικών, ηγεμονικών περιφερειακών σκοπών του εκ βάθρων μεταλλαγέντος καθεστώτος της Αγκύρας, το «ατύχημα», η ένοπλη σύγκρουσις πολλών ή λίγων ημερών, δεν θα αποφευχθεί τελικώς. Ας φροντίσωμε, τουλάχιστον, αυτή να επέλθη υπό τους καλυτέρους όρους έξωθεν καλής μαρτυρίας ως προς την προηγηθείσα Ελληνική έμπρακτη ―ανεξαρτήτως του βαθμού ειλικρινείας της―, προσπάθεια αποτροπής της.
**