Χρήστος Α. Φραγκονικολόπουλος

Καθηγητής Τμήματος ΜΜΕ , ΑΠΘ

 

Υπάρχει τεράστια αναντιστοιχία μεταξύ των όσων γράφουν και παρουσιάζουν τα ΜΜΕ και διάφοροι οξύθυμοι αναλυτές/διεθνολόγοι και της κοινής γνώμης για τα ελληνοτουρκικά. Σύμφωνα με έρευνα της Metron Analysis για το Κυριακάτικο Βήμα (https://www.tovima.gr/2020/09/07/politics/i-elliniki-falagga-ton-psekasmenon-2/), όσοι αντιστέκονται στις διαπραγματεύσεις είναι 13%, ενώ 83% δηλώνουν υπέρ (39% για το σύνολο των θεμάτων που βάζουν στο τραπέζι και οι δύο χώρες και 43% για τα θέματα που μόνο εμείς βάζουμε στο τραπέζι). Αυτό το 43%, που επιθυμεί διαπραγματεύσεις μόνο στα ζητήματα που επιθυμεί η Ελλάδα, υποχρεώνει την κυβέρνηση να εξηγήσει στους Έλληνες πολίτες τι σημαίνει ότι σε όλα τα άλλα ζητήματα “έχουμε το δίκαιο με το μέρος μας”.

Όποτε και όταν, ωστόσο, ξεκινήσει ο διάλογος με την Τουρκία, χρήσιμο θα ήταν να γνωρίζουμε:

Πρώτον, ότι η υιοθέτηση από τον Πρόεδρο Ερντογάν ενός αλαζονικού και επικίνδυνου μοντέλου διαχείρισης της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας, έχει ενεργοποιήσει τα αμυντικά εθνικιστικά αντανακλαστικά των ΜΜΕ, τα οποία υπερισχύουν έναντι μιας πιο ανοιχτής και ευέλικτης ανάλυσης των εξελίξεων. Η κατάσταση αυτή ενισχύει την ‘αντιπαραθετική λογική’, μέσω της επιλεκτικής εστίασης-μεγέθυνσης δηλώσεων, ενεργειών του Ερντογάν, παρά την αναζήτηση και προβολή στοιχείων κοινού ενδιαφέροντος που θα μπορούσαν να συμβάλλουν στην επίλυση των προβλημάτων.

Δεύτερον, ότι οι αυταρχικές, αντιδημοκρατικές πολιτικές εναντίον αντιφρονούντων του Ερντογάν, δεν επιτρέπουν στους Έλληνες πολίτες να γνωρίζουν ποιοι πολιτικοί, ακαδημαϊκοί, κοινωνικά κινήματα/ΜΚΟ εργάζονται για την προσέγγιση και την επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών στην Τουρκία, ποιες είναι οι θέσεις τους και πως μπορούν να προβληθούν και να στηριχθούν. Υπάρχουν φωνές που δεν ακούγονται και οφείλουμε να το καταλάβουμε αυτό. Τη συνθήκη αυτή, οι Έλληνες πολιτικοί, τα ελληνικά ΜΜΕ και αρκετοί αναλυτές δεν την αναδεικνύουν, και δυστυχώς υποδαυλίζουν τα εθνικιστικά “πάθη” με την αναπαραγωγή αρνητικών στερεοτύπων για τη χώρα. Ακόμα και στην περίπτωση της πανδημίας, η πλειοψηφία των ελληνικών δημοσιευμάτων και ρεπορτάζ για την Τουρκία, αναφέρθηκαν στην προσπάθεια της τουρκικής κυβέρνησης να εξαπατήσει την κοινή γνώμη δίνοντας εσκεμμένα μικρότερο αριθμό κρουσμάτων και να εκμεταλλευτεί πολιτικά και οικονομικά μια πολύ δύσκολη συγκυρία για την παγκόσμια κοινότητα. Το ίδιο, όμως, θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει και για την Ελλάδα, που παρασύρθηκε σε ένα ντελίριο ενθουσιασμού και εθνικής ανάτασης, λόγω της επιτυχίας της, που επιδιώκει να υπερτονίσει υπερτονίσουν τη μοναδικότητα του “ελληνικού λαού”, ο οποίος καταφέρνει να επιδείξει στοιχεία διαφορετικά από τα όσα του προσάπτουν τα διάφορα στερεότυπα και να πετύχει ένα “θαύμα”, σε σύγκριση μάλιστα με τους υπόλοιπους.

Τουρκία δεν είναι μόνο ο Ερντογάν. Εκτός από τον Ερντογάν, υπάρχει η αντιπολίτευση, πολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές οργανώσεις. Όλοι οι Τούρκοι πολίτες δεν έχουν την ίδια ιδεολογική τοποθέτηση, ούτε την ίδια στάση απέναντι στην Ελλάδα και τους Έλληνες. Επίσης, και παρά τις συμφωνίες που έχουν υπογράψει οι δύο χώρες σε ζητήματα τουρισμού, μετανάστευσης, οικονομίας/επιχειρηματικότητας και περιβάλλοντος, οι ειδήσεις που επιλέγονται είναι ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, που όχι μόνο παρουσιάζονται ως «εθνικά θέματα», αλλά ομαδοποιούνται και απλοποιούνται πολυεπίπεδες σχέσεις σε διχοτομικές καταστάσεις, με την Τουρκία να παρουσιάζεται ως η συνέχεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μιας μη δυτικής βάρβαρης, αδιάλλακτης επεκτατικής δύναμης. Η αναφορά στα επιστημονικά επιτεύγματα και τα καλλιτεχνικά δρώμενα της Τουρκίας απουσιάζει παντελώς. Απουσιάζουν δηλώσεις και παρουσιάσεις έργων αξιόλογων Τούρκων στον τομέα της πολιτικής, των επιστημών, της τέχνης. Μάλιστα, κείμενα ή ρεπορτάζ στον τομέα του Τουρκικού πολιτισμού συνδέονται με θέματα εξωτερικής πολιτικής ή ανθρωπίνων δικαιωμάτων (εκδηλώσεις στην εκκλησία της Αγίας Σοφίας, απεργία πείνας καλλιτεχνών). Προβάλλεται και υπογραμμίζεται το σκληρό πρόσωπο της Τουρκίας, μιας χώρας που δεν έχει τίποτα να προσφέρει στην επιστημονική πρόοδο και στις τέχνες.

Έτσι, όμως, λειτουργούν ως «οχυρά αρνησικυρίας» που αγνοούν, παραλείπουν και αποσιωπούν την προβολή συνθηκών που θα μπορούσαν να συμβάλλουν ή να μη συμβάλλουν στην επίλυση των διαφορών. Υιοθετούν μια συνειδητή ιδεολογική αντίληψη «ευθύνης» και «καθήκοντος», που περιορίζει ασφυκτικά τα περιθώρια όσων έχουν αντίθετη άποψη. Συμβάλουν στην περιχαράκωση άκαμπτων θέσεων και τον αποκλεισμό από τον δημόσιο διάλογο προτάσεων που θα μπορούσαν να ενισχύσουν τους δημοσιογράφους και τους πολίτες της Ελλάδας να έχουν μια σαφή και ολοκληρωμένη εικόνα για την Τουρκία.

Το ίδιο, όμως, ισχύει και για τα Τουρκικά ΜΜΕ. Όπως επισημαίνει ο Σ. Χ. Ιλτάζ (https://www.academia.edu/39544888/Το_να_είσαι_Τούρκος_στην_Ελλάδα), οι Τούρκοι δημοσιογράφοι δεν αφιερώνουν χρόνο στην κάλυψη των τεκτενομένων στον Ελληνικό χώρο, με τον μέσο Τούρκο πολίτη να γνωρίζει ελάχιστα για την κατάσταση στην σύγχρονη Ελλάδα. Προς το παρόν, ένα είναι σίγουρο: συμβάλλουν στην διατήρηση και επιδείνωση της έντασης μεταξύ των δύο χωρών. Οι ελληνοτουρκικές διαφορές, επισημαίνει ο Γιαλλουρίδης (http://www.biblionet.gr/book/57293/Γιαλλουρίδης,_Χριστόδουλος_Κ./Η_ελληνο-τουρκική_σύγκρουση_από_την_Κύπρο_έως_τα_Ίμια,_τους_S-300_και_το_Ελσίνκι_1955-2000) «θα μπορούσαν να είχαν από καιρό διευθετηθεί, αν δεν παρουσιάζονταν συνεχώς εχθρικές εικόνες, προκαταλήψεις και εθνικά στερεότυπα από τα ΜΜΕ και αν δεν παγιώνονταν με αυτό τον τρόπο στο σύστημα». Τα ΜΜΕ πρόκεινται αρνητικά έναντι της προοπτικής ενός ελληνοτουρκικού διαλόγου, επιτείνοντας την εμμονή της σύγκρουσης, της δυναμικής αντιπαράθεσης και της σχέσης του μηδενικού αθροίσματος, καλλιεργώντας, όπως σωστά επισημαίνουν οι Terzis & Ozunes (https://www.academia.edu/31491097/Terzis_G_and_Ozgunes_N_2000_Constraints_and_Remedies_for_Journalists_Reporting_National_Conflict_the_case_of_Greece_and_Turkey_Journalism_Studies_Vol_1_3_August_pp_405_426_Routledge) οι τη λογική των «δεικτικών εκφράσεων», την κουλτούρα των «αφορισμών» και των «αντιθετικών προσδιορισμών», ενισχύοντας το διπολικό σχήμα «εμείς-αυτοί». Μένει, λοιπόν, πολύ δουλειά για να γίνει στον τρόπο που τα εθνικά μέσα θα μπορούσαν να συμβάλλουν στην κατανόηση των δύο χωρών.