Του Κωνσταντίνου Αρβανιτόπουλου
Στο τρίγωνο Ουάσιγκτων- Αθήνας- Άγκυρας, οι παρεμβάσεις αμερικανών προέδρων, στις ελληνοτουρκικές κρίσεις, υπήρξαν καταλυτικές.
Το 1964, μετά την πρόταση του Μακάριου για την αναθεώρηση δεκατριών σημείων του κυπριακού συντάγματος, η Τουρκία απειλούσε με εισβολή στην Κύπρο. Η αυστηρή επιστολή Τζόνσον προς Ινονού, στις 5 Ιουνίου, απέτρεψε την σχεδιαζόμενη τουρκική εισβολή.
Το 1967, η αποτυχία της ελληνοτουρκικής συνάντησης του Έβρου και η κρίση της Κοφίνου, σχεδιασμένη από τον Γρίβα και τη χούντα, οδήγησαν και πάλι στα πρόθυρα ενός ελληνοτουρκικού πολέμου. Αυτήν τη φορά, ο Τζόνσον άσκησε πίεση στην ελληνική πλευρά. Η κρίση έληξε με την ανάκληση του Γρίβα και την αποχώρηση της ελληνικής μεραρχίας από το νησί.
Το 1974, το εγκληματικό πραξικόπημα της χούντας κατά του Μακαρίου έδωσε το πρόσχημα για την Τουρκική εισβολή. Το κενό εξουσίας στην αμερικανική πρωτεύουσα, την εποχή εκείνη, είχε ανοίξει ένα “παράθυρο ευκαιρίας”, που η Τουρκία δεν άφησε ανεκμετάλλευτο. Ο Νίξον στη δίνη του Γουωτεργκέϊτ είχε ουσιατικά εκχωρήσει την εξωτερική πολιτική στον Κίσσινγκερ. Ο Κίσσινγκερ θεώρησε οτι ο κατευνασμός της Τουρκίας εξυπηρετούσε τα ευρύτερα αμερικανικά συμφέροντα και μια περιορισμένη τουρκική εισβολή ήταν ανεκτή. Η αμερικανική “αδράνεια» απελευθέρωσε τις κινήσεις του Ετσεβίτ, με τα γνωστά αποτελέσματα.
Μετά την μεταπολίτευση, η τουρκική επιθετικότητα μετατοπίστηκε στο Αιγαίο. Οι κρίσεις του 1976 και 1987 αποκλιμακώθηκαν χάρις στον επιδέξιο χειρισμό (brinksmanship) του Κωνσταντίνου Καραμανλή και του Ανδρέα Παπανδρέου. Αντίθετα, το 1996 στην κρίση των Ιμίων, η ζητηθείσα αμερικανική παρέμβαση κράτησε ίσες αποστάσεις.
Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις έχουν εισέλθει σε μια κρίσιμη περίοδο. Η κλιμάκωση της επιθετικότητας της Τουρκίας οφείλεται σε δυο παράγοντες που εκλαμβάνονται από την Τουρκία ως ένα νέο “παράθυρο ευκαιρίας”. Ο πρώτος είναι η υποχώρηση της διεθνούς φιλελεύθερης τάξης και η μετάβαση σε ένα πολυκεντρικό και περισσότερο Χομπσιανό διεθνές σύστημα. Το νέο περιβάλλον ευνοεί δυνάμεις όπως η Τουρκία που βασίζονται στην ισχύ και την απειλή χρήσης βίας στην εξωτερική τους πολιτική.
Ο δεύτερος είναι, η προσωπική σχέση που έχει αναπτύξει ο Ερντογάν με τον πρόεδρο Τραμπ. Ο Τραμπ έχει ακολουθήσει πολιτική κατευνασμού απέναντι στον Ερντογάν. Στο Συριακό, η άτακτη υποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων έγινε εις βάρος των κουρδικών δυνάμεων, που ήταν η αιχμή του δόρατος της αμερικανικής πολιτικής. Η Τουρκία, επίσης, προμηθεύτηκε τους ρωσικούς S400 χωρίς να υποστεί την παραμικρή κύρωση. Τέλος, μετά από επίμονα τουρκικά αιτήματα για την έκδοση του Φετουλάχ Γκιουλέν, ο Τραμπ ζήτησε από το FBI να διεξάγει προκαταρτική έρευνα.
Πέραν αυτών, η σημερινή ηγεσία του Λευκού Οίκου αντιμετωπίζει μια τριπλή κρίση τέσσερις μήνες πριν τις προεδρικές εκλογές. Η πανδημία, η οικονομική κρίση και το θέμα των φυλετικών διακρίσεων έχουν απομειώσει τις πιθανότητες επανεκλογής του Τραμπ. Η περιδίνηση της προεδρίας Τραμπ, και μάλιστα σε προεκλογική περίοδο, αλλά και η σκανδαλώδης εύνοια που έχει δείξει προς τον Ερντογάν, έχουν αποχαλινώσει την Τουρκία. Προκειμένου να αναχαιτιστεί η τουρκική επιθετικότητα θα χρειαστεί συνδυασμός διπλωματικών πρωτοβουλιών και αξιόπιστη προβολή αποτρεπτικής ισχύος.
*Ο Κωνσταντίνος Αρβανιτόπουλος είναι Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής στην έδρα Κωνσταντίνος Καραμανλής στη σχολή Fletcher, του πανεπιστημίου Tufts, πρώην υπουργός.