Να μην υποτιμάται η μοχθηρά ροπή της ιστορίας να επαναλαμβάνεται…

 

Π. Κ. ΜΑΚΡΗ

 

Το δίλλημα, προ του οποίου ουδείς σοβαρός αναλυτής εδικαιο­λογείτο να ελπίζει ότι η χώρα, τελικώς, δεν θα ετίθετο, ανέκυψε. Θαύματα δεν εμεσολάβησαν.

Η πάντοτε προσδοκωμένη από τους Νεοέλληνες και τις εκάστοτε κυβερνήσεις τους, λύσις δια της απράκτου παρόδου χρόνου και πάλι δεν εδόθη.

Η έναρξις Τουρκικής ερευνητικής δραστηριότητος επί βυθού θεωρουμένου από την Ελληνική πλευρά ως μέρους της δικής της υφαλοκρηπίδος, έχει ήδη ανακοινωθεί. Θα είναι ανοησία ―μία ακόμη―, να υποτεθεί ότι δεν θα επακολουθήσει η εφαρμογή των διοικητικών αποφάσεων και η ταχεία χρονική κλιμάκωσις μεταξύ σεισμογραφικών ερευνών και ―χάριν κτητικού συμβολισμού―, γεωτρήσεων.

Το καθεστώς της Αγκύρας, δεν είναι εις θέση να προβάλει εικόνα διστακτικότητος και ατολμίας. Η απόκτησις θαλασσίου οικονομικού χώρου, αναλόγου του εδαφικού όγκου της χώρας και του μήκους των ακτών της, έχει, μετά συνεπείας κατά την διάρκεια ολοκλήρων 10ετιών, αναχθεί εις κυρία γεωστρατηγική επιδίωξη όλων των καθεστώτων της. Ήδη, από την Κεμαλική παλαιά πολιτική άρχουσα τάξη της χώρας· ήδη, πολύ πριν αναδυθεί ο Κος Erdogan και βαθμιαίως σχηματισθεί η σημερινή τάξις πραγμάτων ―η οποία, όπως κάθε αυταρχία, ευρίσκεται εις ασταθή ισορροπία, τιθεμένη, ως ο ποδηλάτης, υπό αίρεση συνεχούς κινήσεως.

Οι σημερινοί ιθύνοντες της Αγκύρας, αναμένουν σημαντικά οφέλη, διεθνή και εσωτερικά, από την επιτυχή συνέχεια του εγχειρήματος της επιβολής Τουρκικής ΑΟΖ εντός του Αν. Αιγαίου, πέριξ του Καστελλορίζου και Νοτίως της Κρήτης ―παντού, ουσιαστικώς, πέραν των Ελληνικών χωρικών υδάτων. Ομοίως, εκτιμούν ότι θα είναι επώδυνη η εσωτερική πολιτική φθορά τους εις περίπτωση αμφιταλαντεύσεων ή οπισθοδρομήσεων.

Πιθανώτατα, ο Κος Erdogan επιθυμεί, ίσως και περισσότερο παντός άλλου, την βελτίωση των σχέσεων προς την ΕΕ. Υπολογίζει, όμως, να την επιτύχει εκολώτερα διά της επιδείξεως πυγμής προς την Ελλάδα και καταδείξεως του ανισχύρου και αυτής και της Ευρώπης προ της Τουρκικής ενόπλου δυνάμεως και αποφασιστικότητος.

Η συγκυρία της πανδημίας, της επακολούθου οικονομικής υφέσεως της Ευρωπαϊκής οικονομίας, των περισπασμών προ των οποίων τίθεται η ΕΕ και οι μείζονες Εταίροι, αλλά και η δυσμενής συναλλαγματική κατάστασις της ιδίας της Τουρκίας δεν αποτρέπουν, αλλά ωθούν προς ριψοκίνδυνες διακυβεύσεις. Είναι, ιστορικώς, αποδεδειγμένη η προδιά­θεσις προς αυτές και της Τουρκικής στρατηγικής γενικώς και του κ. Erdogan ειδικώς. Εναργές παράδειγμα είναι η επιτυχία της Τουρκικής επεμβάσεως στην εμφύλια σύρραξη της Λιβύης.

Όλα αυτά έχουν ήδη κατά κόρον αναμασηθεί από την στήλη αυτή. Αλλά η παιδαγωγική διδάσκει ότι η επανάληψις είναι μήτηρ μαθήσεως.

Προς το παρόν, εν όψει των ειλημμένων και παγιωμένων θέσεών της η Ελληνική πλευρά ευρίσκεται προ δύο επιλογών.

Μία των επιλογών είναι να μην επιχειρήσει την παρεμπόδιση των Τουρκικών σεισμογραφικών πλοίων, πλωτών γεωτρυπάνων και των συνοδών τους πολεμικών και να αρκεσθεί στην κατάθεση διαμαρτυ­ριών προς Εταίρους τε και Συμμάχους και όλα τα κατάλληλα διεθνή fora. Αποτέλεσμα αυτής της επιλογής θα είναι η δημιουργία ενός ακόμη «τετελεσμένου», διότι ουδείς θα θελήσει να δεχθεί το κόστος και τους παρισπασμούς οποιασδήποτε ενεργού παρεμβάσεως προς ανατροπή του. Ούτε η Γαλλία, η οποία προ του φόβου της νόσου έχει, προς το παρόν, παροπλίσει στους ναυστάθμους της, όλες σχεδόν τις μονάδες του στόλου της ούτε κατά μείζονα λόγον, η Ιταλία, η Αίγυπτος ή η Κύπρος.

Το Ισραήλ, ιδίως μετά την τελευταία εκεί Πρωθυπουργική επίσκεψη προβάλλεται ως νέος, από μηχανής θεός αποτροπής της Τουρκικής επιθετικότητος. Όσοι, κατά ευσεβείς πόθους, διατηρούν την προσδοκία αυτή, μάλλον δεν έχουν παρατηρήσει τις αρκετά αθόρυβες, αλλά και συνεπείς προσπάθειες επαναπροσεγγίσεως Αγκύρας και Ιερουσαλήμ. Ό,τι δικαιολογείται, λογικώς, να αναμένεται από εκείνη την πλευρά είναι ίσως, υποστήριξις εις όρους πληροφο­ριών και κατοπτεύ­σεως της Αν. Μεσογείου. 

Η άλλη επιλογή είναι  η ενεργός παρεμπόδισις των Τουρκικών πλοίων, η οποία, όσον ήπιοι και αν θα είναι οι αρχικοί, Ελληνικοί ναυτικοί χειρισμοί, θα καταλήξει, μετά βεβαιότητος, εις γενικευομένη ανταλλαγή πυρών, κατά την οποία η Ελλάς θα είναι μόνη.

Η Τουρκική ηγεσία, όπως προανεφέρθη, μάλλον προτιμά αυτήν την κατάληξη, ως συνολική και υπερβατική λύση του συνθέτου προβλήματος των πολλαπλών περιφερειακών επιδιώξεών της και εσωτερικών αναγκών της. Εταίροι και Σύμμαχοι και πάλι, δεν θα παρέμβουν προληπτικώς, αφ’ ης στιγμής η σύγκρουσις, τυπικώς τουλάχιστον, θα περιορίζεται επί διμερών διαφορών και επί της Ελληνικής ερμηνείας των κανόνων του Δικαίου της Θαλάσσης, την οποία και Έλληνες, ακόμη, νομικοί εμπειρογνώμονες, θεωρούν και κατ’ ιδίαν χαρακτηρίζουν, ως «μαξιμαλιστική», «διασταλτική» ή και «ακραία».

Υπόθεσις ανωδύνου καταλήξεως οποιασδήποτε πολεμικής αντιπαραθέσεως δεν τίθεται: όχι τόσον λόγω της Τουρκικής αριθμητικής και ποιοτικής υπεροχής υλικού, αλλά, πρωτίστως, λόγω της γεωγραφικής διαμορφώσεως του συγκεκριμένου θαλασσίου και νησιωτικού θεάτρου επιχειρήσεων.

Είναι δεκάδες τα σημεία του Ελληνικού νησιωτικού εδάφους ―ακατοίκητοι βράχοι και νησίδες, αλλά και μεγαλύτερες νήσοι―, επί των οποίων ο αντίπαλος θα είναι εις θέση, εις ελαχίστη απόσταση από την ηπειρωτική του ακτή, να επιχειρήσει την επιβολή εδαφικών τετελεσμένων, σχεδόν αμαχητί. Η προστασία όλων συγχρόνως, συνεπάγεται ευρεία κατανομή και μέσα ταχείας αμφιβίου μεταφοράς επιλέκτων μονάδων και πάντως, αναπόφευκτη αραίωση και διασπορά των δυνάμεων του αμυνομένου, καθ’ υπέρβαση των δυνατοτήτων ακόμη και χώρας πολύ ισχυροτέρας, στρατιωτικώς, απ’ ότι η Ελλάς.

Αντιθέτως, δεν υπάρχουν σημεία Τουρκικού εδάφους γεωγραφικώς προσφερόμενα εις επιβολή και από Ελληνικής πλευράς, ενός ισοδυνάμου εδαφικού τετελεσμένου, ώστε να προκύψει, μετά την κατάπαυση του πυρός, διαπραγματευτική ισοπαλία.

Θα έπρεπε, όμως, να υπάρξει και τρίτη οδός. Εκείνη μιας Ελληνικής διπλωματικής πρωτοβουλίας προς την κατεύθυνση του Δ. Δ. της Χάγης, υπό όρους τους οποίους η Τουρκική πλευρά να μην είναι εις θέση να απορρίψει χωρίς να εμφανισθεί ως η επιτιθεμένη  ―διότι, ας μην λησμονείται ότι μέχρι στιγμής τουλάχιστον, επί των ζητημάτων του Δικαίου της Θαλάσσης, είναι η Τουρκική πλευρά εκείνη η οποία, έχει επανειλημμένως, καλέσει εις έναρξη διαλόγου, ενώ, η Ελληνική επιμένει να αυτοπροβάλλεται ως η αδιάλλακτη, η οποία έχει αρνηθεί «να συρθεί σε οποιαδήποτε διαπραγμάτευση αδιαπραγματεύτων δικαιωμάτων».

Η πρωτοβουλία  αυτή πρέπει να στρέφεται προς την δικαστική διαιτησία και όχι προς την διμερή πολιτική διαπραγμάτευση, διότι πρέπει να στηριχθεί η βασική και ορθή, θέσις ότι τα επίμαχα θέματα είναι μόνον νομικής υφής.  Θα υπήρχαν, ίσως διέξοδοι πολυμερούς διαλόγου, αλλά θα έπρεπε να είχαν επιλεγεί εγκαίρως. Εξ άλλου και η εγκατάλειψις παγίων θέσεων κατόπιν δικαστικής αποφάσεως συνεπάγεται καταβολή εσωτερικού πολιτικού κόστους μικροτέρου απ’ ότι μετά διμερή διαπραγμά­τευση.

Παρομοία Ελληνική πρωτοβουλία δεν θα ήταν ―ούτε καν, εν δυνάμει―, λυσιτελής, παρά μόνον είναι παντελώς απηλλαγμένη στοιχείων δυναμένων να χρησιμοποιηθούν ως λαβή Τουρκικής απορρίψεώς της. Conditio sine qua non, στην περίπτωση αυτή, θα ήταν η παραχώρησις δια του συνυποσχετικού της κοινής προσφυγής ―η διατύπωσις του οποίου, τότε πλέον, θα ήταν συνοπτική―, πλήρους διακριτικής ευχερείας των μελών του Δ.Δ. της Χάγης, επιλογής Γενικών Αρχών Δικαίου και των κανόνων συμβατικού και εθιμικού Διεθνούς Δικαίου επί των οποίων θα εκδικάσουν τις απτόμενες του Δικαίου της Θαλάσσης διαφορές των δύο μερών, όπως εκάστη πλευρά θα τις προσδιορίσει.

Μόνος, αναγκαίος προκαταρκτικός και δεσμευτικός των Δικαστών, όρος του συνυποσχετικού θα ήταν ότι έχουν βαρύνουσα σημασία τα συμβατικά κείμενα των μεταξύ των δύο πλευρών και ειδικώς, εκείνα των συνθηκών ειρήνης μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους και τους Α΄ και Β΄ Παγκοσμίους Πολέμους, αλλά, πάντοτε, κατά την ερμηνεία τους από τα μέλη του Δικαστηρίου. Επίσης, αμοιβαίως, η δέσμευσις αποχής από μονομερείς ενέργειες μέχρι εκδικάσεως της προσφυγής.

Εννοείται ότι ακόμη και η πλέον ευνοϊκή ετυμηγορία του Διεθνούς Δικαστηρίου θα απέρριπτε αρκετές των Ελληνικών θέσεων και δεν θα απεδίδοντο στην Ελληνική πλευρά όλα όσα αυτή, κατά την δική της ερμηνεία του Δικαίου της Θαλάσσης θεωρεί ως «αδιαπραγμάτευτα» και «κυριαρχικά» ―ή απορρέοντα από εδαφική κυριαρχία―, δικαιώματα.

Μετά βεβαιότητος, θα ανεγνωρίζετο στην Χάγη, ότι η γεωγραφική διαμόρφωσις του Αιγαίου είναι ιδιόμορφη, ότι αντιστοιχεί στην ειδική πρόνοια της Συμβάσεως περί ειδικών περιστάσεων (special and relevant circumstances) και συνεπάγεται ειδικές, κατά την Σύμβαση, ρυθμίσεις, τις οποίες και η απόφασις του Δικαστηρίου θα προσεδιόριζε.

Ομοίως, κατά πάσαν πιθανότητα, θα ανεγνωρίζετο ότι η γενική, χωρίς εξαιρέσεις, παραχώρησις στην Ελλάδα χωρικών υδάτων 12 ν. μιλίων παντού εντός του Αιγαίου, θα κατέληγε στην δημιουργία συνθηκών κλειστής Ελληνικής θαλάσσης εντός ενός χώρου του οποίου η Βορεία είσοδος και έξοδος προς και από αυτόν ―τα ύδατα και η εκατέρωθεν ακτή των Δαρδανελίων―, είναι αποκλειστικώς Τουρκική, ενώ η Νοτία, (ανατολικώς και δυτικώς της Κρήτης) είναι διεθνής.

Θα ανεγνωρίζοντο, επίσης, Τουρκικά δικαιώματα ΑΟΖ, αν όχι επί ολοκλήρου του Ανατολικού Αιγαίου, τουλάχιστον επί μέρους του και θα ήταν ελάχιστα πιθανή η αναγνώρισις του Δικαστηρίου ότι το σύμπλεγμα του Καστελορίζου έχει πλήρη «επήρεια» Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης, η οποία ακυρώνει, συνολικώς, την ακτή της Κιλικίας και επιφέρει την επαφή των Οικονομικών Ζωνών της Ελλάδος και της Κύπρου.

Προ παντός άλλου, θα απερρίπτετο η Ελληνική απαίτησις 4 ν. μιλίων εις τον αέρα, πέραν των χωρικών υδάτων.

Θα απερρίπτοντο, εν τούτοις, οι Τουρκικοί παραλογισμοί προς την κατεύθυνση της Κρήτης και της Λιβύης, διότι κανείς διεθνής δικαστής δεν θα διεννοείτο να δεχθεί ότι νήσος του μεγέθους της Κρήτης, κειμένη στην απόσταση στην οποία κείται από την Μικρασιατική ακτή, στερείται δικής της υφαλοκρηπίδος και γενικώς ΑΟΖ.

Επιπροσθέτως, θα καθίστατο δυνατή η θέσις περιορισμών περιβαλλοντικής προστασίας ως προς την εγκατάσταση μονίμων και ημιμονίμων Τουρκικών πλωτών εξεδρών και ως προς την έκταση των ζωνών ασφαλείας τους, ώστε να μην μεθοδευθεί δυσχέρανσις της επικοινωνίας μεταξύ των Ανατολικών Ελληνικών νήσων και της ηπειρωτικής χώρας.

Πάντως, εις κάθε περίπτωση, θα κατερρίπτετο η όψιμη ―από τα μέσα της 10ετίας 1990―, Τουρκική διεκδίκησις συμπλεγμάτων νησίδων και βραχονησίδων, διότι, επ’ αυτών, τα κείμενα των συνθηκών είναι σαφή.

Ο «κίνδυνος», όμως, αποδοχής από την Τουρκία προτάσεως η οποία θα εναπέθετε την τύχη των διεκδικήσεών της στην κρίση των διεθνών δικαστών, είναι περιορισμένος. Το καθεστώς της Αγκύρας, αφ’ ενός, φαίνεται να επιθυμεί την σύγκρουση ως υπερβατική λύση του προβλήματος της συνολικής προαγωγής πολλαπλών εσωτερικών και περιφερειακών σκοπιμοτήτων του και αφ’ ετέρου, δεν θα αποδέχετο το κόστος της απορρίψεως των διεκδικήσεών του της ΑΟΖ νοτίως της Κρήτης.

Συνεπώς, η υπόθεσις της συγκρούσεως θα παρέμενε και πάλι, η πλέον πιθανή ακόμη και αν η Ελλάς ανελάμβανε, επί τέλους, πρωτοβουλία του τύπου αυτού.

Όμως, ακόμη και αν η Τουρκία έχει προαποφασίσει την έμπρακτη επίδειξη και χρήση στρατιωτικής δυνάμεως και την απόρριψη οποιασδήποτε Ελληνικής προτάσεως «πολιτικής» διαπραγματεύσεως, δεν θα είναι άσκοπη η προβολή Ελληνικής ετοιμότητος αποδοχής οποιασδήποτε ετυμηγορίας της Χάγης.

Αν θα έχει προηγηθεί μία πράγματι ουσιαστική, Ελληνική πρωτοβουλία προς την διεθνή δικαστική ρύθμιση, χωρίς όρους οι οποίοι θα καθιστούν, εκ προοιμίου, ανέφικτη την σύναψη του συνυποσχετικού της προσφυγής, θα είναι κατά τι πιθανωτέρα η κάπως ενεργότερη παροχή υποστηρίξεως εκ μέρους της Ε.Ε. και των Η.Π.Α.

Είναι βάσιμη η υπόθεσις ότι ο Κος Erdogan και οι ομόφρονές του ―αλλά και οι περισσότεροι Κεμαλικοί αντίπαλοί του―, υπό την φόρτιση της νέο-Οθωμανικής ιδεολογίας τους και των περιφερειακών παλινορθωτικών φιλοδοξιών τους, επιθυμούν, διακαώς, η επέτειος της δισ-Εκατονταετηρίδος της Ελληνικής ανεξαρτησίας να ευρεθεί υπό την σκιά μιάς ακόμη και προσφάτου, στρατιωτικής ταπεινώσεως της παλαιάς υποτελούς, υπό την σπάθη του πα­λαιού και πάντοτε ισχυροτέρου, κυριάρχου της.

Άλλωστε και η επέτειος των πρώτων 100 ετών της Ανεξαρτησίας, η ήττα του Σαγγα­ρίου και η καταστροφική Μικρασιατική περιπέτεια, είχαν, σχεδόν, συμπέσει. Η μοχθηρά ροπή της Ιστορίας να επαναλαμβάνεται είναι γνωστή. Ας μην υποτιμάται…

Θα είναι ακατανίκητοι ο συμβολισμός και ο συνακόλουθος, προς την Άγκυρα, πειρασμός να μην χαθεί η επανεμφανιζομένη μετά έναν αιώνα, ταυτόσημη ευκαιρία, προβολής απαραλλάκτων σχέσεων ισχύος.. Δύσκολα ο Κος Erdogan θα αντισταθεί. Ας μην υπάρχουν επ’ αυτού ψευδαισθήσεις.

Ας καταβληθεί, λοιπόν, ακόμη και την εσχάτη στιγμή, η μεγίστη δυνατή Ελληνική προσπάθεια επιδείξεως ετοιμότητος αποδοχής της όποιας ετυμηγορίας του δικαιοδοτικού οργάνου των Η.Ε., επί των έως τώρα «αδιαπραγματεύτων», ώστε, αν μη τι άλλο, να δυσχερανθεί, διπλωματικώς, η Τουρκική επιθετικότητα και να ενθαρρυνθεί, μέχρι του δυνατού, η ευαισθησία της Ε.Ε. και ίσως και των Η.Π.Α.

Ασφαλώς, οι ευρωπαίοι υποστηρίζουν –και θα υποστηρίξουν και εις το μέλλον– την Ελλάδα κατά χερσαίας εισβολής μυριάδων λαθρομεταναστών. Βεβαίως, η Γαλλία και πιθανώς και άλλοι εταίροι –ίσως και οι αμερικανική πλευρά–, θεωρούν την Τουρκο-Λυβική συμφωνία καταχρηστική και την επέκταση της τουρκικής επιρροής στη Λιβύη επικίνδυνη και ανεπιθύμητη. Αλλά και ουδείς εξ αυτών –και κατ’ ιδίαν, το λέγουν–, θεωρεί τη διασταλτική ελληνική ερμηνεία του Δικαίου της Θαλάσσης, ορθολογική, μεμετρημένη ή ρεαλιστική. Ουδείς πιστεύει ότι η Τουρκική πλευρά θα την εδέχετο ποτέ αποστερουμένη θαλασσίας οικονομικής ζώνης αναλόγου του μήκους των ηπειρωτικών ακτών της.

Αν η Εύβοια, ο Πόρος ή Ύδρα ανήκαν στην Τουρκία, θα είχε δεχθεί η Ελλάς να έχουν χωρικά ύδατα 12 ν. μιλίων και τη μεγίστη δυνατή έκταση ΑΟΖ την οποία αναφέρει η Σύμβαση του Δικαίου της Θαλάσσης; Πρέπει, πάντοτε, να τίθεται κανείς και στη θέση του αντιπάλου και να προσπαθεί να την κατανοεί. Άλλως στρέφεται προς περιπέτειες.

 

Π.Κ. ΜΑΚΡΗΣ

**