ΚΩΣΤΑΣ ΜΠΟΤΟΠΟΥΛΟΣ
Συνταγματολόγος-πρώην ευρωβουλευτής
Αρκετοί φίλοι που παρακολουθούν τη στήλη μου στην εφημερίδα «Τα Νέα» διερωτήθηκαν αν θα επέμενα, μετά τις τελευταίες εξελίξεις, στον μάλλον απαισιόδοξο για την Ευρώπη τόνο που απέπνεαν τα κείμενα για τη σύγκρουση του Ολλανδού Υπουργού Οικονομικών με τον Πορτογάλο Πρωθυπουργό (4 Απριλίου) και για την εξάντληση της πολιτικής δυναμικής της Ένωσης από τις απανωτές κρίσεις του 21ου αιώνα (16 Μαΐου). Μια απάντηση θα μπορούσε να βγει από μια θαλασσινή ιστορία: του περίπλου της Ευρώπης μέσα από σαράντα κύματα μέχρι να διαμορφώσει μιαν «απάντηση» στην πανδημία.
Η αρχή, ίσως όχι αδικαιολόγητα, ήταν πάντως κατώτερη των περιστάσεων: με την επίσημη ανακήρυξη της πανδημίας από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, η «ενωμένη» Ευρώπη πιάστηκε στον ύπνο, αρκετές κυβερνήσεις άρχισαν να κλείνουν τα σύνορα τους χωρίς καμία συνεννόηση με άλλες χώρες ή με τα όργανα της Ένωσης, ενώ η Επιτροπή -η οποία, μην το ξεχνάμε, αποτελείται από ανθρώπους με πατρίδες και οικογένειες- έλαμψε για μερικές βδομάδες με τη σιωπή της. Η υγεία έτσι κι αλλιώς δεν ανήκει στις κοινές ευρωπαϊκές πολιτικές, η Κύπρια Επίτροπος δεν μπορούσε, και να ήθελε, να δράσει μόνη της, ο φόβος και το άγνωστο δεν είναι ποτέ σύμμαχοι, αλλά η αυτό-εξουδετέρωση της ζώνης του Σένγκεν έδειξε, ξανά, πόσο εύθραυστοι είναι οι ενωσιακοί θεσμοί. Θεσμοί που, μόλις ξύπνησαν, απάντησαν με τον τρόπο που ξέρουν, δηλαδή με τεχνικές προσαρμογές που κάποιοι θα ονόμαζαν, και δεν θα είχαν εντελώς δίκιο, μερεμέτια: αύξηση πόρων και διευκόλυνση απορρόφησης προγραμμάτων που ήδη «έτρεχαν» (RescEU, Reach), καθώς και θέσπιση, με συνοπτικές διαδικασίες, εξαιρέσεων από υπάρχοντες κανόνες, ώστε να διευκολυνθεί η λήψη μέτρων σε εθνικό επίπεδο: προσωρινή κάμψη των αυστηρών προϋποθέσεων του Συμφώνου Σταθερότητας (έτσι η Ελλάδα «ξέχασε», προσωρινά, τα υπερπλεονάσματα), άρση των εμποδίων στις κρατικές ενισχύσεις (έτσι η Γερμανία κράτησε ζωντανή την εξαγωγική βιομηχανία της).
Η πρώτη πραγματικά «ευρωπαϊκή» αντίδραση -στο όνομα της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και με τον τρόπο της Ευρωπαϊκής Ένωσης- ήρθε από προβλέψιμες και συγχρόνως αμφιλεγόμενες δυνάμεις: την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Eurogroup. Η πρώτη, δυο μέρες μετά τη μεγάλη φραστική γκάφα της Προέδρου Λαγκάρντ («δεν είμαστε εδώ για να κλείνουμε τα σπρεντς»), δημιούργησε ένα «ημι-μπαζούκα» (το λεγόμενο PEPP: Pandemic Emergency Purchase Programme), με αγορές κρατικών τίτλων ύψους 750 δις για παροχή ρευστότητας σε χώρες και τράπεζες -πρόσφατα προστέθηκαν άλλα 600 δις στο ίδιο πρόγραμμα. Το δεύτερο, παρά και μέσα στις κόντρες που είχαν αρχίσει να αναπτύσσονται, συμφώνησε, στις 23 Απριλίου, και το Συμβούλιο ενέκρινε, στις 26 Απριλίου, ένα σπονδυλωτό πρόγραμμα επείγουσας βοήθειας αποκλειστικά από δάνεια προερχόμενα από πολλές πηγές: 240 δις από τον ESΜ για τα κράτη-μέλη, 200 από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων για τις επιχειρήσεις και 100 από ένα νέο πρόγραμμα που ονομάστηκε (όλα θα ήταν καλύτερα στην Ένωση αν η ονοματολογική φαντασία των οργάνων της συνοδευόταν και από αντίστοιχη πολιτική τόλμη) Sure και είχε ως στόχο την υποβοήθηση της απασχόλησης. Μέτρα ανακουφιστικά και σημαντικά, που δεν θα έκαναν όμως τη διαφορά αν…
Αν δεν έρχονταν δυο μεγάλες οπισθοχωρήσεις, οι οποίες, όπως εξακολουθεί να συμβαίνει στην Ένωση, προκάλεσαν κινήσεις που αλλιώς μπορεί να μην έρχονταν ποτέ (γι’ αυτό, με όλο το σεβασμό, το γνωστό ρητό των Μονέ-Σουμάν απαιτεί μια διόρθωση: «η Ευρώπη προχωρεί» όχι μέσα από τις «κρίσεις» αλλά μέσα από τις «προσωρινές οπισθοχωρήσεις»). Ο με συνοπτικές, όσο και τραυματικές, διαδικασίες ενταφιασμός της ιδέας περί «ευρω-ομολόγου», καθώς και η απόφαση του Γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου (5 Μαΐου), που αμφισβητούσε, αν όχι άμεσα το πρόγραμμα κατά της πανδημίας, πάντως όλα τα εκπορευόμενα από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα μέτρα στήριξης στη λογική της «ποσοτικής χαλάρωσης», θα μπορούσαν άνετα να είχαν ρίξει το ευρωπαϊκό πλοίο στα βράχια. Θα μπορούσαν, καθώς φανέρωναν την ισχύ κάποιων άγραφων αλλά αξεπέραστων «κόκκινων γραμμών» (όχι αμοιβαιοποίηση, αλληλεγγύη κυρίως στα λόγια, τίποτα που να τρομάζει τη Γερμανία) -αλλά δεν το έκαναν. Αντίθετα, προκάλεσαν μια μικρή, αλλά μεγάλη για τα μέτρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, «επανάσταση» -ή μάλλον αντεπανάσταση.
Σημείο καμπής για την αλλαγή πορείας μέσα στη θύελλα αποτέλεσαν μια απόφαση και μια εκδήλωση με επίκεντρο την ίδια χώρα. Η απόφαση ήταν της καγκελαρίου Μέρκελ (που έτσι, τελικά, και όχι με την ακόμα πιο γενναία προ τετραετίας υποδοχή των μεταναστών, κλείδωσε τη θέση της στην Ιστορία): όχι μόνο δεν θα ακολουθούσε τη φιλοσοφία του Συνταγματικού της Δικαστηρίου αλλά θα του έδειχνε ότι ο δρόμος της πολιτικής βούλησης ήταν εντελώς διαφορετικός. Και η εκδήλωση ήταν μια κοινή πρωτοβουλία Γερμανίας- Γαλλίας, που όχι μόνο αναζωπύρωνε έναν μάλλον κοιμισμένο «άξονα» αλλά έδειχνε στην Καρλσρούη, και στους «4 τσιγκούνηδες» (Αυστρία, Ολλανδία, Σουηδία, Δανία), ότι, για τις μεγάλες δυνάμεις, η «απάντηση» στην πανδημία θα δινόταν μέσω της εμβάθυνσης, και όχι της διάλυσης, της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Σε αυτό το βάθρο πάτησε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για να προτείνει το αποτελούμενο όχι μόνο από δάνεια αλλά και επιχορηγήσεις «πακέτο» το 750 δις και την εκ βάθρων αναθεώρηση του κοινοτικού προϋπολογισμού που το στηρίζει.
Το ότι η συγκεκριμένη πρόταση συνιστά όχι «μικρό βήμα» (παρντόν, Ζαν, αλλά έτσι θα το ήθελες κι εσύ), αλλά ποιοτικό άλμα, προκύπτει από τα ακόλουθα, όλα πρωτόγνωρα, χαρακτηριστικά της: α) θα δημιουργηθεί «κοινό χρέος», αφού τα ποσά θα αντληθούν από τις αγορές στο όνομα ολόκληρης της Ένωσης και με την εγγύηση του προϋπολογισμού της, β) θα υπάρχει μεταφορά πόρων, αφού τα ποσά δεν θα κατανεμηθούν αναλογικά αλλά με κριτήριο την ανάγκη: 5 χώρες -Ιταλία και Ισπανία κυρίως, αλλά και Ελλάδα, Πορτογαλία, Κύπρος- έχουν λαμβάνειν πάνω από το 50% του συνολικού διαθέσιμου ποσού), γ) προτείνεται επιτέλους (το πάλευα από τα χρόνια μου στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο) η δομική αύξηση των ίδιων πόρων της Ένωσης, χρημάτων που δεν θα προέρχονται από εθνικές συνεισφορές αλλά από πόρους, δηλαδή φόρους, της Ένωσης, δ) οι επιδοτήσεις συνδέονται άρρηκτα με μεταρρυθμίσεις, που, όπως και οι ίδιοι πόροι, υπηρετούν την προώθηση κοινών, διόλου ουδέτερων και συνδεόμενων με τις ανάγκες της εποχής στόχων: της «Πράσινης Ανάπτυξης» και της «Ψηφιακής Μετάβασης», που, έτσι, αποκτούν σημαντικές πιθανότητες να περάσουν από τη θεωρία στην πράξη.
Το καράβι δεν έφτασε ακόμη σε λιμάνι -η πανδημία δεν έχει νικηθεί και το ποιοτικό άλμα έχει τη μορφή πρότασης, με τα εμπόδια της υλοποίησης να είναι πολλά και σημαντικά. Ωστόσο, ναι, ένας άλλος αέρας φύσηξε, όσο κι αν ο Αίολος είναι πάντα απρόβλεπτος. Ραντεβού, αν με ξαναρωτήσετε, στο τέλος του χρόνου.