Η Σημασία της  Ιστορικής  Συμφωνίας Προσχώρησης  στην ΕΟΚ

Του Σωτήρη  Ντάλη*

 

«Η Ελλάς ανέλαβε σήμερα μιαν πρωτοβουλίαν, η έκβαση της οποίας θα επηρεάση αποφασιστικά την μελλοντικήν πορεία του Έθνους. […] » Προ ολίγων ωρών επιδώσαμε στις Βρυξέλλες αίτηση με την οποία η χώρα μας ζητεί να καταστεί πλήρες και ισότιμο μέλος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος. Στην ενέργεια αυτή, στην οποία αποδίδω μεγάλη, ιστορική θα έλεγα, σημασία, προέβημεν με πλήρη επίγνωση τόσο των αναγκών όσο και των δυνατοτήτων της χώρας αλλά και εμπνεόμενοι από το ιδεώδες της ηνωμένης Ευρώπης, η Ελλάς επιθυμεί να συμβάλη κατά το μέτρο των δυνάμεών της. […]

Η Κυβέρνηση γνωρίζει ότι οι διαπραγματεύσεις που θα ακολουθήσουν την υποβολή της σημερινής μας αιτήσεως θα είναι μακραί και επίπονοι. Πιστεύει όμως ότι οι δυσχέρειες της σημερινής μας αιτήσεως θα είναι μακραί και επίπονοι. Πιστεύει όμως ότι οι δυσχέρειες αυτού του είδους θα υπερνικηθούν και ότι η δημοκρατική Ευρώπη θα εκδηλώση έμπρακτα την πολιτική της βούληση να θεωρήση την δημοκρατική Ελλάδα αναπόσπαστο μέλος», ανέφερε σε μήνυμά του προς τον ελληνικό λαό ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής, στις 12 Ιουνίου 1975.

Τέσσερα χρόνια αργότερα, στις 28 Μαϊου 1979 υπογραφόταν στην Αθήνα στο Ζάππειο Μέγαρο η ιστορική Συμφωνία Προσχώρησης της Ελλάδας στην ΕΟΚ που έμελλε να αλλάξει ριζικά τη σύγχρονη  ιστορία της χώρας.

«Το χρονόμετρο του κριτή σταματάει όταν ο αθλητής κόβει  το νήμα στο τέρμα του δρόμου. Έτσι μπορούμε να πούμε ότι εκείνη τη μέρα κόψαμε το νήμα στο αγώνισμα της ένταξης στην Ευρώπη. Πότε όμως έδωσε ο αφέτης το σήμα να αρχίσουμε να τρέχουμε;  H εύλογη απάντηση θα ήταν το 1975, όταν η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε να ζητήσει την ένταξη», έγραφε ο πρέσβης Βύρων Θεοδωρόπουλος (1920-2010) που είχε οριστεί  το 1976 από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή επικεφαλής της ελληνικής διαπραγματευτικής ομάδας για τις διαπραγματεύσεις ένταξης της Ελλάδας στην ΕΟΚ. Και όμως η πορεία της χώρας  προς την Ευρώπη άρχισε πολλά χρόνια νωρίτερα, όταν το 1959 αποφασίστηκε να επιδιώξουμε την έστω και απλή σύνδεσή μας με την τότε ΕΟΚ (βλ. Η Ευρωπαϊκή Ενοποίηση, η Ελλάδα και ο κόσμος. 60 χρόνια από τις Συνθήκες της Ρώμης 1957-2017, Εκ. Παπαζήση 2018).

Δυο χρόνια πιο πριν, το 1957 η Συνθήκη της Ρώμης είχε θέσει τα θεσμικά θεμέλια της οργανωμένης ευρωπαϊκής συνεργασίας. Περάσαμε έτσι από την περιορισμένη στον άνθρακα και τον χάλυβα ΕΚΑΧ των έξι (Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Βέλγιο, Ολλανδία και Λουξεμβούργο) στην ΕΟΚ. Η χώρα βρέθηκε μπροστά στο δίλημμα να επιδιώξει έστω και την απλή σύνδεση  με την ΕΟΚ, μια και η κατάσταση της οικονομίας δεν επέτρεπε τη συμμετοχή της Ελλάδας ως πλήρους μέλους, ή να προτιμήσει  να γίνει πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελεύθερων Συναλλαγών (ΕΖΕΣ) στην οποία την καλούσαν οι Άγγλοι. Εκείνη την περίοδο μια επιτροπή υπό τον Γιάγκο Πεσμαζόγλου επεξεργάστηκε τα οικονομικά στοιχεία των δυο λύσεων. Όμως την απόφαση την έλαβε ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής όχι με βάση τα οικονομικά δεδομένα αλλά με κριτήριο καθαρά πολιτικό διευκρίνιζε ο Βύρων Θεοδωρόπουλος.

Έτσι το 1959 ξεκίνησαν οι διαπραγματεύσεις σύνδεσης της Ελλάδας με τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες οι οποίες ολοκληρώθηκαν στις 9 Ιουλίου 1961 με την υπογραφή στην Αθήνα της Συμφωνίας Σύνδεσης. Ακολούθησε το πάγωμα των σχέσεων Ελλάδας -ΕΟΚ την περίοδο 1967-1974 λόγω της δικτατορίας για να υπάρξει μια ουσιαστική επανεκκίνηση το 1975 όταν η κυβέρνηση (πάλι) Καραμανλή ζητά την ένταξη.

Μετά από διαπραγματεύσεις τριών ετών και με καθοριστική Σύνοδο Κορυφής αυτή της 18ης Δεκεμβρίου 1978 επί γερμανικής προεδρίας όπου όλα τα επίμαχα ζητήματα διευθετήθηκαν, φτάσαμε στην ιστορική υπογραφή της 28ης Μαϊου 1979.

Καθισμένος στα πίσω καθίσματα στο αίθριο του Ζαππείου, ο Βύρων Θεοδωρόπουλος έβλεπε με βαθιά ικανοποίηση τον Καραμανλή, τον Ράλλη και τον Κοντογεώργη να υπογράφουν τη Συνθήκη Ένταξης. «Ήταν  πράγματι για μένα, τώρα που πλησίαζε η αποχώρησή μου από την ενεργό υπηρεσία, η πιο σοβαρή, για να μην πω η μόνη υπόθεση που έβλεπα να ολοκληρώνεται», έγραφε αυτός ο κορυφαίος πρωταγωνιστής της διαπραγμάτευσης για την ενσωμάτωση  της χώρας στην ευρωπαϊκή ενοποιητική διαδικασία.

Αυτή η ιστορική πορεία της Ελλάδας προς τους ευρωπαϊκούς θεσμούς   ξεκινάει το 1959 που ολοκληρώνεται είκοσι χρόνια αργότερα το  1979 και δίνει πλέον τη θέση  της   στην πορεία  συμμετοχής  της χώρας στην ευρωπαϊκή ενοποιητική διαδικασία είναι και μια παράλληλη πορεία με το δίλημμα της Ελλάδας ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση και ανάμεσα στον εκσυγχρονισμό και την παράδοση.

Το είχε συνο­ψίσει με τον καλύτερο τρόπο ένας κορυφαίος πανεπιστημιακός δάσκαλος, ο Αργύρης Φατούρος: «Η προσαρμογή της Ελλάδας στο καθεστώς του μέλους της Ευρω­παϊκής Κοινότητας συνάντησε πολυδιάστατες δυσκολίες. Δυσκολίες και αντιδράσεις προήλθαν κυρίως από την λαϊκή απροθυμία να εγκαταλείψει τις παλιές συνήθειες  και από την έλλειψη εξοικείωσης με τους νεότερους τρόπους συμπε­ριφοράς. Αξίζει να τονιστεί ότι οι “παλιές συνήθειες” δεν ήταν ιδιαίτερα “Ανατολικές”, αλλά αυτή η παραδοχή λειτούργησε ως ένας θεραπευτικός μύθος που επινοήθηκε για να δικαιολογήσει κάθε αντίσταση στην αλλαγή. Για την ακρίβεια, οι δυσκολίες της ελληνικής προσαρμογής δεν ήταν ριζικά διαφορετικές από αυτές της υπόλοιπης Ευρώπης: βιομήχανοι των οποίων οι επιχει­ρήσεις ευημερούσαν με κεφάλαια του Δημοσίου και ταυτόχρονα απολάμβαναν κρατική προστασία από ανταγωνιστές, δημόσιοι υπάλληλοι εθισμένοι σε περίπλοκες και αναποτελεσματικές δι­αδικασίες, τράπεζες που λειτουργούσαν ως κυβερνητικές υπη­ρεσίες, ελεύθεροι επαγγελματίες που συστηματικά δεν δήλωναν  τα εισοδήματά τους, έμποροι που επιβίωναν χάρη σε δάνεια και προστατευτικές κυβερνητικές ρυθμίσεις, και πολιτι­κοί που άνετα έπαιζαν τον ρόλο του Άι Βασίλη – όλοι αυτοί έβρισκαν την προσαρμογή σε μια σύγχρονη κι ανταγωνιστική κοινωνία δυσάρεστη και ενοχλητική».[1]

Από το 1979, η Ελλάδα ακολούθησε  μια στρατηγική επιλογή που οδήγησε στη  βαθύτερη ενσωμάτωσή της στην ευρωπαϊκή ενοποιητική διαδικασία. Αυτή τη στρατηγική επιλογή  ολοκλήρωσε με εύστοχο τρόπο ο Κώστας Σημίτης με την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωζώνη  το 2001 και την καθοριστική συμβολή του στην ένταξη της Κύπρου.

Η Ελλάδα σήμερα πρέπει να ξαναπιστέψει στην ευρωπαϊκή προ­οπτική της, η οποία διέτρεξε σοβαρό κίνδυνο να αυτοακυρωθεί είτε από πολιτικό ερασιτεχνισμό είτε από αμφιλεγόμενες πολιτι­κές στρατηγικές, από τις κυβερνήσεις συνεργασίας ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ.

Σε μια νέα εποχή «μετα-λαϊκισμού», πρέπει να ενισχυθούν τα όποια συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας έχουν απομείνει και να διευρυνθεί ο διεθνής ρόλος της.

Προς  αυτή την κατεύθυνση, έχουμε ανάγκη  από έναν εξωστρεφή  πατριωτισμό που δεν φοβάται   την περαιτέρω ενίσχυση   της ευρωπαϊκής ενοποίησης και  θέλει την Ελλάδα να προκόβει σε μια ισχυρή Ευρώπη.

 

________________

*Αν. Καθηγητής στο Τμήμα Μεσογειακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αιγαίου. Το βιβλίο του

[1]    Argyrios Fatouros, «Political and Institutional Facets of Greece, the New Europe and the Changing International Order», στο Harry Psomiades and Stavros Thomadakis (eds), Greece, the New Europe and the Changing In­ternational Order, Pella, New York 1993, σελ. 30.