Πως μπορούν οι δύο χώρες να διαμορφώσουν μια πιο συμφέρουσα πραγματικότητα;

 

Για το βιβλίο του Αλέξη Ηρακλείδη

Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειος: 50+1 όψεις των ελληνο-τουρκικών διενέξεων

(Εκδόσεις Θεμέλιο, 2020).

 

Γράφει  ο 

ΧΡΗΣΤΟΣ ΦΡΑΓΚΟΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΣ

Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Τμήμα Δημοσιογραφίας του ΑΠΘ

 

Η αναζωπύρωση της ελληνοτουρκικής διένεξης δημιουργεί πολλά και δύσκολα ερωτήματα:

  1. Yπάρχει περίπτωση οι δύο χώρες να οδηγηθούν σε ένοπλη σύγκρουση;
  2. Ποια τα περιθώρια αντιμετώπισης της διένεξης μέσα από την ειρηνική επίλυση των διαφορών τους;

Η απάντηση στην πρώτη απάντηση είναι η εξής: τη λογική της «μη-λύσης»[i] δεν βελτιώνει την κατάσταση. Αντίθετα χειροτερεύει τα πράγματα και την επεκτείνει σε νέα ζητήματα, όπως αυτό της ενέργειας στην Ανατολική Μεσόγειο. Επίσης, η σημερινή ηγεσία της Τουρκίας όχι μόνο εμφανίζει ανησυχητικά στοιχεία «νέο-οθωμανισμού» αλλά και διάθεση να «παίξει με τη φωτιά» (όπως αποδεικνύουν οι πρόσφατες ακραίες ενέργειες με τους μετανάστες στον Έβρο, τις γεωτρήσεις στο Ανατολικό Αιγαίο και το μνημόνιο με τη Λιβύη).

Η απάντηση στην δεύτερη ερώτηση είναι η εξής: βασική προϋπόθεση για την ειρηνική επίλυση των διαφορών είναι η πιο αντικειμενική γνώση και όχι οι αντιλήψεις και η λήψη αποφάσεων:

  • υπό τον φόβο του πολιτικού κόστους,
  • και αποδοχή του ρεαλιστικού παραδείγματος της επιστήμης των διεθνών σχέσεων, που όχι μόνο ενισχύει τα εθνοκεντρικά στερεότυπα και τη λογική ότι το διεθνές περιβάλλον είναι κατεξοχήν συγκρουσιακό, αλλά και την αντίληψη ότι η «Άλλη» πλευρά δεν διαθέτει σοβαρές θέσεις οι οποίες ενδέχεται να συνιστούν νομιμοποιημένα και ζωτικά συμφέροντά της.

Ευτυχώς, όμως, υπάρχουν και θεωρητικά παραδείγματα στην επιστήμη των διεθνών σχέσεων, όπως ο φιλελευθερισμός (που επενδύει στη διεθνή οργάνωση, τους διεθνείς κανόνες και ηθική), ο κοινωνικού κονστρουκτιβισμός και η ανάλυση και η ειρηνική επίλυση των διαφορών που επενδύουν στην εξέταση των παρατεταμένων πηγών των διενέξεων μέσα από τις αντιλήψεις, τα αφηγήματα και τις ταυτότητες.

Για να κατανοήσουμε το παράδειγμα του κοινωνικού κονστρουκτιβισμού είναι απαραίτητο να τονίσουμε ότι ο ρεαλισμός προϋποθέτει ότι υπάρχει µία «αντικειμενική πραγματικότητα», δηλαδή ότι τα κράτη είναι «εγωιστικοί» δρώντες που λειτουργούν ωφελιμιστικά και αποσκοπούν στην υπηρέτηση συγκεκριμένων συμφερόντων. Ωστόσο, ο ρεαλισμός αδυνατεί να αποσαφηνίσει  µε ποιο τρόπο οι δρώντες διαμορφώνουν άποψη για τα εθνικά τους συμφέροντα και αποφασίζουν τι τελικά συνιστά εθνικό συμφέρον και τι όχι. Οι ρεαλιστές είναι «αντικειµενιστές» καθώς ορίζουν το εθνικό συμφέρον µε όρους ισχύος. Πως, όµως, αποτιμάται το µέγεθος της ισχύος και πως προσλαµβάνεται από τους διαφορετικούς κρατικούς και μη-δρώντες παραµένει αδιευκρίνιστο.

Ο κονστρουκτιβισμός, αντίθετα, δεν θεωρεί τα συµφέροντα των κρατών δεδομένα a priori, αλλά μελετά τις διαδικασίες μέσα από τις οποίες οι δρώντες αντιλαμβάνονται τι στοιχειοθετεί το εθνικό συμφέρον και τι όχι. Οι δοµές της κοινωνικής ζωής σε όλες τις εκφάνσεις της, και στην προκειµένη περίπτωση και στην εξωτερική πολιτική είναι κοινωνικές, όχι υλικές. Σε αντίθεση µε τον ρεαλισμό που μελετά τον κόσμο «όπως είναι», οι κοινωνικές επιστήμες πρέπει να µελετούν τις κοινωνικές δοµές και διαδικασίες που εξηγούν τα κοινωνικά φαινόμενα. Η έννοια-κλειδί είναι αυτή της διϋποκειµενικότητας. Οι αντιλήψεις των δρώντων είναι αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης των κοινωνικών δρώντων, των τρόπων µε τον οποίο επικοινωνούν και συνεννοούνται στην εξωτερική πολιτική. Οι αντιλήψεις που έχουν για τον εαυτό τους και την ταυτότητά τους, αλλά και για τον άλλο, τις προθέσεις και τις αξίες που υιοθετούν και υπηρετούν, διαμορφώνουν το κοινωνικό υπόβαθρο στο οποίο λαµβάνουν χώρα οι εξωτερικές σχέσεις. Η  ταυτότητα και το εθνικό συμφέρον των κρατών δημιουργείται μέσα από αυτές τις κοινωνικές δοµές. Δεν µπορούν να θεωρούνται εκ των προτέρων δεδομένα στη βάση της ανθρώπινης φύσης ή της εγχώριας πολιτικής. Η έμφαση έτσι αποδίδεται στο ρόλο των ιδεών, και πώς αυτές μεταλλάσσονται/διαφοροποιούνται/εμπεδώνονται µμέσα από την επικοινωνία µε άλλους δρώντες δημιουργώντας την κοινωνική πραγµατικότητα.

Η ανάλυση αυτή είναι θεμελιώδους σημασίας καθώς επιτρέπει ευρεία περιθώρια επαναδιαμόρφωσης των κύριων παραμέτρων της εξωτερικής πολιτικής. Εναπόκειται στους δρώντες, και εξαρτάται από αυτούς η κατασκευή µίας ειρηνικής πραγματικότητας. Εξ ου και ο Wendt[ii] ισχυρίζεται ότι η αναρχία είναι «αυτό που την κάνουν τα κράτη να είναι» (“anarchy is what states make of it”), δεν προδιαγράφει εκ των προτέρων τα πλαίσια εντός των οποίων µπορούν να κινηθούν τα κράτη. Η ρεαλιστική υπόθεση εργασίας περί ισχύος, αναρχίας και αυτοβοήθειας στην εξωτερική πολιτικής και τις διεθνείς σχέσεις, σε αυτό το πλαίσιο, δεν αποτελεί παρά ένα ενδεχόμενο που αποτελεί προϊόν της πληµµελούς κοινωνικοποίησης, επικοινωνίας και συνεννόησης των µερών. Στην κονστρουκτιβιστική θεωρία, επομένως, δεν υπάρχει χώρος για ντετερμινιστικές ερμηνείες. Είναι οι κοινωνικές δοµές και οι ιδέες των δρώντων αυτές που δημιουργούν την ποικιλία των αποτελεσμάτων στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής. Η συζήτηση αυτή μετατοπίζει τη συζήτηση περί ισχύος. Δεν είναι η ισχύς καθαυτή, αλλά το πώς αυτή γίνεται αντιληπτή από τους παράγοντες που έχει σηµασία στη διαµόρφωση της εξωτερικής πολιτικής. Επίσης, η ισχύς δεν αντλείται µόνο από ένα ισχυρό στρατό και µία οικονομία που παράγει πλεονάσματα, αλλά και από φύσει διϋποκειµενικές έννοιες, όπως η νομιμοποίηση, οι νόρμες και οι κανονιστικές αρχές, και η πρόσδοση συγκεκριµένου νοήµατος και περιεχοµένου σε έννοιες και γεγονότα.

Είναι δύσκολο, λοιπόν, όπως γράψει και ο Λουκάς Τσούκαλης[iii], να εντοπίσει κανείς  κάποια λογική στο επιχείρημα που προβάλλουν τόσο οι Έλληνες και Τούρκοι αναλυτές και διαμορφωτές αποφάσεων ότι έχουν το δίκαιο με το μέρος τους. Τι μπορεί να σημαίνει αυτό; Μήπως εννοούν «προφανώς δικαιώματα που είτε θα παραμένουν θεωρητικά είτε θα προσπαθήσουμε εμείς να τα επιβάλουμε κάποτε διά της βίας;» Ο Αλέξης Ηρακλείδης[iv], που δυστυχώς εκφράζει μια μειοψηφική άποψη στη χώρα μας, επισημαίνει, στηριζόμενος στο παράδειγμα της ανάλυσης και επίλυσης συγκρούσεων, ότι οι χρόνιες και οι ιστορικές αντιπαραθέσεις  δημιουργούν ιδιαίτερα υποκειμενικές δυσμενείς εικόνες-στερεότυπα για τον «Άλλο» που έχουν επηρεάσει καθοριστικά την αντικειμενική σύγκρουση συμφερόντων. Έτσι, όχι μόνο δεν υπάρχει διάλογος και διαπραγμάτευση, αλλά κρίνεται και αδιανόητο το ενδεχόμενο ενός συμβιβασμού. Τι γίνεται, όμως, όταν το κόστος της «μη-λύσης» φτάνει να υπερβαίνει τα οφέλη από τη συνέχιση της αντιπαράθεσης;

Αυτό, που επισημαίνει ο Καθ. Ηρακλείδης στο νέο του βιβλίο για τις ελληνοτουρκική διένεξη στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγεειο, είναι ότι πρέπει να ξεπεραστεί το αδιέξοδο της μη επίλυσης των προβλημάτων μέσα από «την αλλαγή στο software και από τις δύο πλευρές, από τον άκαμπτο εθνοκεντρικό ρεαλισμό στη λογική της από κοινού επίλυσης, χωρίς ‘νικητές’ και ‘ηττημένους’» (σελ. 192). Αυτό προϋποθέτει

  • γνώση των ζητημάτων της αντιπαράθεσης,
  • αναγνώριση ότι η συνεχιζόμενη διένεξη αποτελεί παράδοξο,
  • αναγνώριση των φόβων και των δύο χωρών,
  • ειλικρινή διάλογο εντός και ανάμεσα στις δύο χώρες

 

Γνώση/πραγματικότητα των διαφορετικών όψεων της ελληνο-τουρκικής σύγκρουσης στο Αιγαίο

Τόσο οι Έλληνες, όσο και οι Τούρκοι πολίτες, που δεν γνωρίζουν το διεθνές δίκαιο, έχουν την εντύπωση αντιμετωπίζουν σαφείς προκλήσεις και κατάφορες παραβιάσεις στην κυριαρχία τους. Ας πάρουμε για παράδειγμα, τις παραβιάσεις του ελληνικού εναερίου χώρου (σελ.54-58)[v] που συνεχίζονται αμείωτες επειδή η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα στον κόσμο που παρουσιάζει το ανορθόδοξο να διαθέτει εναέριο χώρο ευρύτερο κατά τέσσερα ναυτικά μίλια από τα χωρικά της ύδατα (αιγιαλίτιδα ζώνη). Με βάση, όμως, τη Σύμβαση των Παρισίων για την εναέρια κυκλοφορία (1919) και τη Σύμβαση του Σικάγο για τη διεθνή πολιτική αεροπορία (1944), ο εθνικός εναέριος χώρος εκάστου κράτους βρίσκεται ακριβώς υπεράνω των εδαφών και της αιγιαλίτιδας ζώνης, και όχι πιο πέρα, πάνω από την ανοικτή θάλασσα. Επίσης και στη Σύμβαση του Δικαίου της Θάλασσας (1982) διευκρινίζεται ότι ο εναέριος χώρος πρέπει να είναι ταυτόσημος με την αιγιαλίτιδα ζώνη και ότι η αιγιαλίτιδα ζώνη καθορίζει το εύρος του εναερίου χώρου και όχι το αντίθετο. Που σημαίνει ότι με βάση το διεθνές δίκαιο η Τουρκία δεν έχει άλλη επιλογή από τις υπερπτήσεις στα επιπλέον τέσσερα μίλια (όχι όμως πάνω από τα 6 μίλια) για να εδραιώνεται η άρνηση της νομικά διεθνώς.

Το βέβαιο είναι ότι η Ελλάδα πρέπει απαραιτήτως να εναρμονίσει τον εθνικό εναέριο της χώρο με τα χωρικά ύδατα για να σταματήσει η Ελλάδα να παρανομεί, για να μην εκτίθεται ανεπανόρθωτα διεθνώς εμμένουσα σε αυτό το καθεστώς, και για να σταματήσουν οι επικίνδυνες και πολυδάπανες υπερπτήσεις και εικονικές αερομαχίες. Η Τουρκία, αν θέλει να επιδείξει εποικοδομητική στάση ως προς ως προς το ζήτημα αυτό θα πρέπει να προβεί έστω να περιορίσει δραστικά τις υπερπτήσεις της στο μίνιμουμ απαραίτητο αριθμό (προκειμένου να δείξει ότι δεν αποδέχεται τα επιπλέον τέσσερα μίλια του ελληνικού εναερίου χώρου), σε διαφορετική περίπτωση θα συνεχίσει να δίνει τροφή στο ελληνικό αφήγημα που πιστεύει ότι η χώρα μας δικαιώνεται  όταν λέει ότι η Τουρκία είναι αναθεωρητική των συνόρων στο Αιγαίο (σελ.128-129).

Επίσης, η ελληνοτουρκική διένεξη σε σχέση με τα χωρικά ύδατα προκύπτει από την πιθανότητα η Ελλάδα να επεκτείνει την ελληνική κυριαρχία στο Αιγαίο Πέλαγος Αιγαίο από τα 6 ναυτικά μίλια στα 12 (σελ. 45-52)[vi]. Τυπικά η δυνατότητα αυτή δίδεται στα κράτη με τη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας, όμως η επέκταση δεν είναι υποχρεωτική αλλά το μάξιμουμ εύρους που επιτρέπεται. Ωστόσο, η μονομερή επέκταση στα 12 μίλια αποτελεί λάθος. Με μια τέτοια επέκταση κλείνει η ανοικτή θάλασσα, με το Αιγαίο να καθίσταται «ελληνική λίμνη», θίγοντας όχι μόνο  τα «νομιμοποιημένα» και «ζωτικά» συμφέροντα της Τουρκίας στην περιοχή (όπως αναγνωρίζεται στην Διακήρυξη της Μαδρίτης το 1987 μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας)  καθώς θα αποκλειστεί από το Αιγαίο, αλλά ενισχύει και τον φόβο τον τρόμο της συρρίκνωσης,  του διαμελισμού και της περικύκλωσης της Τουρκίας (όπως αυτή που δημιουργήθηκε με τη Συνθήκη των Σεβρών τον Αύγουστο του 1920 (σελ. 158-166)[vii]. Τέτοιοι φόβοι έχουν οδηγήσει την Άγκυρα στο περίφημο casus belli. Η απειλή μπορεί να είναι ρητορική, το σίγουρο, όμως, είναι ότι σε περίπτωση ελληνικής επέκτασης θα λάβει δραστικά μέτρα. Θα δηλώσει ότι δεν αποδέχεται την επέκταση, θα προβεί σε σχετικές διακοινώσεις στους διεθνείς οργανισμούς και θα λάβει έμπρακτα μέτρα νομικής αμφισβήτησης των 12 μιλίων (όπως συμβαίνει με τον εναέριο χώρο), στέλνοντας τα πολεμικά της πλοία στην αμφισβητούμενη περιοχή. Η δε διεθνής κοινότητα δεν προβλέπεται να κατακρίνει την Τουρκία γι΄αυτές τις ενέργειες (όπως αντιθέτως συνέβη με τη δεύτερη εισβολή στην Κύπρο)· στο στόχαστρο της διεθνούς κατακραυγής θα βρεθεί η Ελλάδα.

Πάντως καμία Ελληνική Κυβέρνηση της Μεταπολίτευσης δεν έχει διανοηθεί να προχωρήσεις στη μονομερή επέκταση. Οι διαμορφωτές και λήπτες αποφάσεων γνωρίζουν ότι όποια επέκταση αν λάβει χώρα θα γίνει μετά από διαπραγμάτευση με την Τουρκία και εφόσον δεν κλείνει ή περιορίζεται η ανοικτή θάλασσα του Αιγαίου. Όταν υπάρχει άλλη παρά­κτια χώρα, όπως συμβαίνει με το Αιγαίο, οι αλλαγές στο εύρος των χωρικών υδάτων είναι προτιμότε­ρο, πιο λογικό και πιο δίκαιο να γίνονται σε συνεννόηση με τη γειτονική χώρα, στο πλαίσιο της καλής γειτονίας και της συνεργασίας που πρέπει να διέπει τις σχέσεις μεταξύ των κρατών (σελ.115-128).

Προς αυτήν την κατεύθυνση, η Τουρκία αν θελήσει να επιδείξει εποικοδομητική στάση θα πρέπει να αφήσει κατά μέρος τα περί «γκρίζων ζωνών» που εξοργίζουν την Ελλάδα, να αντιληφθεί ότι τα νησιά του Αιγαίου δεν είναι ανύπαρκτα ή αμελητέα, όπως παραδοσιακά πιστεύει, αλλά έχουν, στις περισσότερες περιπτώσεις (πλην των ακατοίκητων νησιών που έχουν χωρικά ύδατα αλλά όχι υφαλοκρηπίδα), τα ίδια νομικά δικαιώματα με τα χερσαία εδάφη (άλλο αν σε μια εκδίκαση στο Διεθνές Δικαστήριο ή αλλού μπορεί ορισμένα νησιά να καταλήξουν με λιγότερη ή διόλου επήρεια, ειδικά αυτά πλησίον της Τουρκίας), να λάβει σοβαρά υπόψη το γεγονός ότι η Ελλάδα, σε αντίθεση με εκείνη, είναι νησιωτική και θαλάσσια χώρα και ότι για τον Έλληνα είναι έντονη η συναισθηματική ταύτιση με το Αιγαίο,  να αντιληφθεί ότι η ελληνική επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 μίλια είναι ένα πολύ ισχυρό νομικό χαρτί της Ελλάδας, το οποίο αν η Ελλάδα εγκαταλείψει (και μείνει στα 6 μίλια) θα πρέπει να λάβει ένα πολύ σοβαρό αντάλλαγμα, ή αλλιώς να βρεθεί μία λύση μεικτή (π.χ. στην ηπειρωτική χώρα 12 μίλια και στα νησιά του Αιγαίου 6 μίλια) και τέλος να εγκαταλείψει μια για πάντα τα απαράδεκτο casus belli, που άλλωστε την εκθέτει διεθνώς μια και αντιβαίνει κατάφορα σε έναν από τους πυλώνες του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, την απαγόρευση της χρήση, ή της απειλή χρήσης, ένοπλης βίας (σελ. 89-92)[viii]. Η απειλή αυτή επιβαρύνει πολύ το κλίμα των ελληνοτουρκικών σχέσεων, δίνοντας επιχειρήματα σε εκείνους τους Έλληνες που «ζουν» από τη συνέχιση της ελληνοτουρκικής αντιπαλότητας και βέβαια θεωρούν ότι το casus belli τους δικαιώνει.

Προς μια υπέρβαση….

Όλα ανεξαιρέτως είναι διαπραγματεύσιμα και στις δύο θάλασσες προκειμένου να βρεθούν λύσεις που ικανοποιούν και τις δύο πλευρές, χωρίς κερδισμένους και χαμένους.  Εξάλλου, η συνεχιζόμενη διένεξη στο Αιγαίο είναι ‘αναχρονιστική’ και αποτελεί ‘παράδοξο» για τους εξής λόγους (σελ. 192-194):

  • Τα σύνορα μεταξύ των δύο χωρών έχουν οριστεί στις συνθήκες της Λοζάνης και των Παρισίων (1923, 1946),
  • Οι διαφορές στο Αιγαίο δεν αποτελούν διαφορές για εδάφη και κατοίκους κάτι που θα τις καθιστούσε πολύ δύσκολο στην επίλυση τους,
  • Οι δύο χώρες έχουν δηλώσει κατ’ επανάληψη ότι δεν τρέφουν επεκτατικές βλέψεις
  • Η μη επίλυση των διαφορών έχει μεγάλο κόστος (οικονομικό κόστος εξοπλισμών, εθνική αναδίπλωση).

Ποιες θα μπορούσαν, λοιπόν, να είναι οι προφανείς λύσεις στη διένεξη; Ειδικά για την υφαλοκρηπίδα οι δύο χώρες θα μπορούσαν να εγκαταλείψουν τις μαξιμαλιστικές τους θέσεις (η Ελλάδα τη μέση απόσταση νησιών παραλίων και η Τουρκία τη μέση γραμμή στο Αιγαίο) και να προχωρήσουν στην οριοθέτηση και συνεκμετάλλευση ή ένα συνδυασμό των δύο αυτών λύσεων. Στο πλαίσιο μιας μερικής ή πιλοτικής συνεκμετάλλευσης (75% Ελλάδα – 25% Τουρκία), για παράδειγμα, εκεί που τα κοιτάσματα πετρελαίου είναι ενιαία και στα όρια μεταξύ των δύο υφαλοκρηπίδων, θα μπορούσε να υπάρξει μια από κοινού συνεργασία για ένα ζήτημα που ωφελεί τα μέρη και έχει ως αποτέλεσμα η αντιπαράθεση να φαντάζει ξεπερασμένη. Πρόκειται, όπως και στην περίπτωση της Γερμανίας και της Γαλλίας μετά το 1945, για τη λειτουργία των υπέρτατων στόχων, όπου οι επιδιώξεις που είναι πολύ σημαντικές, δεν μπορούν να εκπληρωθούν μόνο από τη μία πλευρά, αλλά είναι απαραίτητη η συνεργασία της άλλης πλευράς, οι προσπάθειες από κοινού.

Προς αυτή την κατεύθυνση το κλειδί για τους Έλληνες και του Τούρκους είναι (σελ194, σελ.75-92, 115-132):

  1. Η Ελλάδα, όπως έχει αναλύσει σε προηγούμενο του βιβλίο[ix], παρά τη μεγάλη ταύτιση της με το Αιγαίο και τα νησιά του, θα πρέπει να αναθεωρήσει την αντίληψη της ότι το Αιγαίο είναι ‘ελληνική θάλασσα’, το το Ελληνικό αρχιπέλαγος. Η Ελλάδα του σήμερα δεν είναι η Ελλάδα του 1919-22 που κατείχε την περιοχή της Σμύρνης. Επίσης, είναι σημαντικό να μην καλλιεργεί την εντύπωση ότι επιδιώκει να επεκταθεί μέχρι την μακρινή Ανατολική Μεσόγειο με εφαλτήριο το μικροσκοπικό Καστελόριζο. Για το Αιγαίο, η ελ­λη­νι­κή θέση ότι  υφί­στα­ται μόνο μία δια­φο­ρά προς επί­λυ­ση (η υφα­λο­κρη­πί­δα), και ότι ο μό­νος τρό­πος επί­λυ­σης στο θέμα αυτό εί­ναι το Διε­θνές Δικα­στή­ριο, διοωνίζει την εσφαλμένη αντίληψη ότι δεν υπάρχουν άλλες διαφορές, αλλά τουρκικές διεκδικήσεις.Η ελ­λη­νι­κή το­πο­θέ­τη­ση αδυ­να­τεί να αντι­λη­φθεί τρία πράγ­μα­τα που γνω­ρί­ζουν όλοι οι νη­φά­λιοι με­λε­τη­τές της διέ­νε­ξης του Αιγαί­ου: στο Αιγαίο διεκ­δι­κη­τι­κή φαί­νε­ται και η Ελλά­δα με τη συ­νε­χή απει­λή της, από το 1981 περί επέ­κτα­σης των χω­ρι­κών της υδά­των στα 12 ν. μί­λια; η Ελλά­δα δί­νει την εντύ­πω­ση του διεκ­δι­κη­τι­κού με το να επι­μέ­νει να δια­τη­ρεί τον εθνι­κό της ενα­έ­ριο χώρο στα 10 ν. μί­λια αντί στα 6 ν. μί­λια. Το Αιγαίο δεν εί­ναι – και δεν μπο­ρεί να γί­νει – «ελ­λη­νι­κή λί­μνη», σαν η Ελλά­δα να κα­τεί­χε τα πα­ρά­λια της Μικράς Ασίας ελ­λη­νι­κή λί­μνη θα γί­νει με την επέ­κτα­ση στα 12 μί­λια, κάτι που δεν θα απο­δε­χθεί κα­νέ­να κρά­τος που πλοία του διέρ­χο­νται από το Αιγαίο και σί­γου­ρα όχι η Ρωσία.

Η Τουρκία θα πρέπει να πάψει να επιμένει ότι τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου  δεν δίνουν δικαιώματα στην Ελλάδα (σελ.89-92) γιατί αποτελούν γεωλογική προέκταση της Ανατολίας ή ότι η Κύπρος είναι γεωγραφική προέκταση της Ανατολίας και τους απειλεί. Χρήσιμο θα ήταν επίσης να μην υπονοεί ότι επειδή διαθέτει την μεγαλύτερη ακτογραμμή στην Ανατολική Μεσόγειο θα πρέπει να εξασφαλίσει τη μερίδα του λέοντος στην περιοχή αυτή. Το μνη­μό­νιο περί οριο­θέ­τη­σης θα­λασ­σί­ων ζω­νών με τη Λιβύη εί­ναι αβά­σι­μο, αγ­γί­ζει τα όρια του γε­λοί­ου και εκ­θέ­τει την Τουρ­κία, όπως και άλλες πιο πει­στι­κές επι­λο­γές που έχουν ανα­δεί­ξει εδώ και δε­κα­ε­τί­ες τούρ­κοι νο­μι­κοί διε­θνο­λό­γοι, αλλά δεν έχουν υιο­θε­τη­θεί επι­σή­μως: (α) τη μη ανα­φο­ρά στη Λωζάν­νη ορι­σμέ­νων κα­τοι­κη­μέ­νων ελ­λη­νι­κών νη­σιών, (β) τη μη οριο­θέ­τη­ση των χω­ρι­κών υδά­των από τις εκ­βο­λές του Εύρου μέ­χρι το Αγα­θο­νή­σι, και (γ) ακό­μη χει­ρό­τε­ρα, τον συν­δυα­σμό απο­στρα­τιω­τι­κο­ποί­η­σης με ελ­λη­νι­κή εθνι­κή κυ­ριαρ­χία[x].

 

… και η Ανατολική Μεσόγειος

Επίσης, και ειδικότερα η Ελλάδα, οφείλει να συνειδητοποιήσει ότι η μη-επίλυση των διαφορών στο Αιγαίο έχει επεκταθεί και στο θέατρο της ενέργειας στην Ανατολική Μεσόγειο, που ενώ συνδέεται με το Κυπριακό, επιτρέπει στην Τουρκία να προβαίνει ακραίες ενέργειες (μνημόνιο με Λιβύη, κύμα προσφύγων στον Έβρο) και δηλώσεις/τοποθετήσεις (όπως για τις «γκρίζες ζώνες» στο Αιγαίο, την «παράνομη στρατικοποίηση» των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου, ή ότι η Ελλάδα μπορεί να έχει υπό την κατοχή της μόνο τα νησιά που αναφέρονται ρητά στις συνθήκες της Λωζάννης και των Παρισίων, 1923, 1946). Που σημαίνει ότι χωρίς επίλυση του Κυπριακού με επανένωση, η εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων  θα καταστεί σχεδόν αδύνατη για τους εξής λόγους (σελ. 151-176).

Πρώτον, επειδή η Τουρκία θα συνεχίσει τις ακραίες ενέργειες της, καθώς πιστεύει ότι η Ελλάδα και η Κυπριακή Δημοκρατία έχουν ως στόχο τον αποκλεισμό της από αυτά που θεωρεί νομιμοποιημένα συμφέροντα στην Ανατολική Μεσόγειο. Για να υπάρχει υπέρβαση στο ζήτημα αυτό, τόσο η Ελλάδα όσο και η Κυπριακή Δημοκρατία, θα πρέπει να επιδείξουν μεγαλύτερη διάθεση επίλυσης του Κυπριακού καθώς και συνεργασίας για την από κοινού εκμετάλλευση των κοιτασμάτων με την Τουρκοκυπριακή πλευρά.

Δεύτερον, επειδή οι ξένες εταιρίες αποφεύγουν να επενδύσουν σε συνθήκες έντασης και σε διαφιλονικούμενες περιοχές, καθώς και του απαγορευτικού κόστους οποιασδήποτε άλλης οδού πλην της Τουρκίας. Οι επιλογές, όπως πολύ σωστά επισημαίνει και αναλύει ο Καθηγητής Ηρακλείδης (σελ. 151-157) είναι είτε ματαίωση της εξόρυξης και μεταφοράς των υδρογονανθράκων λόγω της μη επίλυσης του Κυπριακού ή μιας συγκρουσιακής διχοτόμησης ·είτε προσφυγή σε  λύσεις όπως η υγροποίησή τους και μεταφορά με πλοία ή η δημιουργία του αγωγού Eastern Mediterranean Pipeline (EastMed). Η κατασκευή ενός σταθμού υγροποίησης φυσικού αερίου στην Κύπρο είναι ανέφικτη γιατί θα κόστιζε έξι δισεκατομμύρια δολάρια. Γι’ αυτό προταθεί η υγροποίηση να γίνεται στην Αίγυπτο (εκεί υπάρχει και το μεγάλο κοίτασμα Zhor, με φυσικό αέριο) που διαθέτει τερματικό υγροποίησης. Ωστόσο η μεταφορά διά θαλάσσης υγροποιημένου αερίου απαιτεί ειδικά κατασκευασμένα πλοία και είναι οικολογικά επικίνδυνη καθώς δεν αποκλείεται ο κίνδυνος διαρροής και μόλυνσης της θάλασσας. Η διέξοδος είναι να γίνει αποδεκτή η πρόταση που έκανε ο Μουσταφά Ακιντζί στις 10 Ιουνίου 2019 (που ανεύθυνα απέρριψε ο Αναστασιάδης): να δημιουργηθεί μια κοινή επιτροπή Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων αξιωματούχων για συνεργασία στα θέματα υδρογονανθράκων υπό την επίβλεψη του ΟΗΕ. Αυτό θα έφερνε την λύση του Κυπριακού πάλι στο προσκήνιο. Επιπλέον θα έδινε βάση και σε αυτό που είπε ο Έλληνας Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης όταν υπογράφτηκε η τριμερής συμφωνία στις 3 Ιανουαρίου, ότι ο EastMed δεν στρέφεται κατά της Τουρκίας. Σε διαφορετική περίπτωση, όπως απέδειξε η Τουρκία με το Μνημόνιο με τη Λιβύη, θα συνεχίσει να αγνοεί τα συμφέροντα της Ελλάδας στην θαλάσσια αυτή περιοχή (με βάση τις προβολές των ακτών της Ρόδου, Καρπάθου, Κάσου και βέβαια της Κρήτης, του τέταρτου μεγαλύτερου νησιού της Μεσογείου)[xi].

Η πρόκληση

Συνοψίζοντας, ο Αλέξης Ηρακλείδης μας καλεί να στοχαστούμε πάνω στις εξής παραδοχές:

1η παραδοχή

Η εξω­τε­ρι­κή πο­λι­τι­κή των κρα­τών δεν κα­θο­ρί­ζε­ται τόσο από την αντι­κει­με­νι­κή εξω­τε­ρι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, αλλά από το «τι νο­μί­ζου­με ότι εί­ναι η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα αυτή», από το νό­η­μα που προσ­δί­δου­με σε αυ­τήν.  Tα κρά­τη, με την εκά­στο­τε στά­ση τους, εί­ναι και δη­μιουρ­γοί της διε­θνούς πραγ­μα­τι­κό­τη­τας. Δηλα­δή μια χώρα μπο­ρεί να δια­μορ­φώ­σει μια πιο συμ­φέ­ρου­σα γιʼ αυ­τήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ή να κά­νει το αντί­θε­το, να επι­φέ­ρει μια αυ­το­εκ­πλη­ρού­με­νη προ­φη­τεία. 

Είναι ξεκάθαρο, λοιπόν, ότι δεν υπάρχει άλλο δρόμος εκτός από τον διάλογο και την διαπραγμάτευση. Οι δύο χώρες οφείλουν να δοκιμάσουν αυτήν την επιλογή, αναλαμβάνοντας πρωτοβουλίες. Και οι δύο χώρες έχασαν ευκαιρίες στο παρελθόν να κλείσουν τα ζητήματα, φοβούμενοι το πολιτικό κόστος ενός ιστορικού συμβιβασμού. Και για να υπάρξει ιστορικός συμβιβασμός απαιτείται διεξαγωγή ενός ειλικρινούς διαλόγου εντός των πολιτικών τους συστημάτων και κοινωνιών.

2η Παραδοχή

Το ότι οι πολίτες των δύο χωρών γνωρίζουν για τα προβλήματα που υπάρχουν στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, δεν σημαίνει απαραίτητα ότι τα καταλαβαίνουν ή πολύ περισσότερο ότι αναγνωρίζουν το μερίδιο ευθύνης της χώρας τους για την δημιουργία τους.

Είναι απαραίτητο, λοιπόν, οι πολιτικές ηγεσίες των δύο χωρών να προσπαθήσουν να γεφυρώσουν το χάσμα μεταξύ της πραγματικότητας και του τρόπου που οι διαφορές στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο γίνονται αντιληπτές. οφείλουν δηλαδή να συμβάλλουν στη γενική ανάλυση και κατανόηση των ζητημάτων που καλούνται να προσδιορίσουν και να επιλύσουν. Πως θα μπορέσουν οι πολίτες των δύο χωρών να γνωρίζουν την αλήθεια για τις διαφορές αν δεν μπορούν να κατανοήσουν το πόσο σύνθετα είναι τα προβλήματα και πόσο περίπλοκες είναι οι πολιτικές διαδικασίες;

Ένας τέτοιος διάλογος δεν θα είναι εύκολος, μπορεί να φέρει τις κυβερνήσεις, τα πολιτικά συστήματα και τις κοινωνίες των δύο χωρών σε δύσκολη θέση, να δημιουργήσει τριβές και αρνητικές δράσεις. Που σημαίνει ότι ο διάλογος θα πρέπει να στηρίζεται σε καλά μελετημένες προτάσεις και βάσεις, που σέβεται πολιτιστικές διάφορες και ευαισθησίες και πολιτικές και οικονομικές πραγματικές σε διαφορετικές χώρες. Ο δημόσιος πολιτικός λόγος και στις δύο χώρες θα πρέπει να απαγκιστρωθεί από την πολεμική και αντιπαραθετική λογική, και να επενδύσει σε έναν διάλογο που αμφισβητεί τη λογική «εμείς κι αυτοί» εμβαθύνει στις βαθύτερες αιτίες μιας σύγκρουσης και αναδεικνύει τις συνέπειες, αλλά και τις πιθανές λύσεις.  Τα ΜΜΕ από την πλευρά τους είναι αναγκαίο να διατηρούν μια κριτική απόσταση, να εντοπίζουν οποιαδήποτε ένδειξη που ανοίγει τον δρόμο για την επίλυση, αλλά και να προϊδεάζουν για το όφελος που θα προκύψει, εάν τερματιστούν οι διαφορές. Ειδικότερα, χρειάζεται σε βάθος ενημέρωση των πολιτών για τις επιπτώσεις των συνεχιζόμενων διαφορών στις οικονομίες των χωρών, τα προγράμματα πρόνοιας, παιδείας και ανάπτυξης τεχνολογίας και ανθρώπινου δυναμικού. Σημαντική είναι και η διερεύνηση των πραγματικών λόγων για τους οποίους συνεχίζονται οι διαφορές. Ποιοι είναι οι πραγματικοί στόχοι των πλευρών, και ποιες είναι οι άλλες πλευρές που εμπλέκονται; Προς την κατεύθυνση αυτή απαιτείται μεγαλύτερη γνώση και αντίληψη της θέσης και των προβλημάτων της άλλης πλευράς. Αυτό σημαίνει τακτική επαφή και επικοινωνία των δημοσιογράφων και δημόσια συζήτηση. Απαραίτητη είναι και η μεγαλύτερη ενημέρωση των πολιτών για τι είδους ιδέες υπάρχουν για την επίλυση των διαφορών. Ποιοι (πολιτικοί, ακαδημαϊκοί, κοινωνικά κινήματα/ΜΚΟ) εργάζονται για την προσέγγιση και την επίλυση των διαφορών, ποιες είναι οι θέσεις τους και πως μπορούν να στηριχθούν; Οι γειτονικές χώρες προβάλλονται μόνο στο πλαίσιο των ζητημάτων ασφαλείας που μας απασχολούν. Η πραγματικότητα αυτή δημιουργεί την αντίληψη του ‘ιστορικού’ και ‘ενιαίου εχθρού’. Η αλήθεια όμως είναι ότι ο ‘εχθρός’ δεν είναι μόνο οι πολιτικοί και οι στρατιωτικοί.  Αποτελείται από άτομα και οργανώσεις με διαφορετικές λογικές και κουλτούρες, με επιτεύγματα και κοινά προβλήματα.

Η βούληση και η προθυμία των δύο χωρών να ακούσουν και δείξουν σεβασμό σε εμπεριστατωμένες εναλλακτικές φωνές και προτάσεις, όπως αυτές που αποτυπώνονται στο βιβλίο του Αλέξη Ηρακλείδη, όχι μόνο θα επιστρέψει στις κοινωνίες της Ελλάδας και της Τουρκίας να αρθρώσουν και να εκφράσουν λόγο, αλλά και να συμβάλλουν στην βελτίωση των διμερών σχέσεων. Όταν ανοίγονται δίαυλοι  επικοινωνίας και συζήτησης με πολίτες,  όχι μόνο θα εμπλουτιστεί ο δημόσιος διάλογος, αλλά θα αναπτυχθούν και περισσότερες επιλογές προς εξέταση που δυνητικά μπορούν να οδηγήσουν στην επίλυση των διαφορών. Υπάρχουν περιθώρια επιλογής των πολιτικών συστημάτων των δύο χωρών. Και αυτό ακριβώς θα πρέπει να είναι η πολιτική – μια επιλογή. Προσωπικά δεν μπορώ να πω αν είναι σωστή ή λανθασμένη. Είναι μια επιλογή. Αρκεί, όπως πολύ σωστά υπογραμμίζει ο Αλέξης Ηρακλείδης, να είναι συνειδητή.

 

[i] Παναγιώτης Ιωακειμίδης, «Μήπως η ΄μη-λύση’ είναι η λύση (στα ελληνοτουρκικά); Το Βήμα, 21 Ιουνίου2020,

[ii] Wendt, Alexander, “Anarchy is what States Make of It: the Social Construction of Power Politics”, International Organization 46, no. 2 (Spring 1992): 391–425.

[iii] Λουκάς Τσούκαλης, «Εμείς, η Τουρκία και οι συμπληγάδες», Καθημερινή 21/01/2020, https://www.kathimerini.gr/1061958/opinion/epikairothta/politikh/emeis-h-toyrkia-kai-oi-symplhgades

[iv] Αλέξης Ηρακλείδης (2011), Ανάλυση και επίλυση συγκρούσεων, Εκδόσεις Ι. Σιδέρης

[v] Βλ. και Αλέξης Ηρακλείδης «Παραβιάσεις του εναερίου χώρου: Mύθος και πραγματικότητα», Τα Νέα, 23 Μάιου, 2020, http://www.ananeotiki.gr/el/articles.asp?tid=11013&page=1

[vi] Βλέπε και Αλέξης Ηρακλείδης «Οι εσφαλμένες ελληνικές θέσεις και το κλειδί για μια ειρηνική επίλυση», Τα Νέα 28 Μαρτίου 2020, https://www.tanea.gr/print/2020/03/28/politics/i-dieneksi-tou-aigaiou-croi-esfalmenes-ellinikes-crtheseis-kai-to-kleidi-gia-crmia-eiriniki-epilysi/

[vii] Βλέπε και Αλέξης Ηρακλείδης «Τα Τουρκικά Εθνικά Θέματα», Τα Νέα 2 Νοεμβρίου 2019, http://www.ananeotiki.gr/el/articles.asp?tid=10759&page=1

[viii] Βλ. και Αλέξης Ηρακλείδης «Τουρκία: προς μια εποικοδομητική στάση στη διένεξη του Αιγαίου», Τα Νέα 1 Φεβρουαρίου 2020, https://www.tanea.gr/print/2020/02/01/opinions/tourkia-pros-mia-epoikodomitiki-stasi-sti-dieneksi-tou-aigaioucr/

[ix] Αλέξης Ηρακλείδης. Εθνικά θέματα και εθνοκεντρισμός, Εκδόσεις Ι. Σιδέρης, 2018

[x] Βλέπε και Αλέξης Ηρακλείδης «Αυτοεκπληρούμενες προϋποθέσεις και εθνικά θέματα», Τα Νέα  7 Δεκεμβρίου 2019, http://www.ananeotiki.gr/el/articles.asp?tid=10819&page=1

[xi] Βλέπε και Αλέξης Ηρακλείδης «6+1 προϋποθέσεις για την επιτυχία του EastMed», Τα Νέα 11 Ιανουαρίου 2020, http://www.ananeotiki.gr/el/articles.asp?tid=10858&page=1