Του ΓΙΩΡΓΟΥ   ΚΟΥΜΟΥΤΣΑΚΟΥ

Αναπληρωτή Υπουργού  Μεταναστευτικής Πολιτικής

 

Επαναλαμβάνεται, σωστά, ότι το μεταναστευτικό δεν είναι ελληνικό πρόβλημα ούτε πρόκληση που αφορά μόνον την Ελλάδα, αλλά όλη την Ευρώπη. To απέδειξαν άλλωστε τα γεγονότα του περασμένου Μαρτίου στον Έβρο.

Η Τουρκία χρησιμοποίησε τη μεγάλη δεξαμενή μεταναστών και προσφύγων που βρίσκεται στο έδαφός της σαν πολιορκητικό κριό για να επιτύχει γεωπολιτικά οφέλη και στόχους εξωτερικής πολιτικής. Επιχείρησε να το πράξει ασκώντας εκβιασμό στην ΕΕ με τη μαζική παραβίαση των ελληνικών συνόρων.

Επρόκειτο για μια υβριδικής μορφής απειλή για την εθνική ασφάλεια που απέτυχε λόγω της σθεναρής στάσης μας.

Η παρατηρούμενη έκτοτε ύφεση στις μεταναστευτικές ροές δεν δικαιολογεί τον παραμικρό εφησυχασμό.

Η Κοινή Δήλωση ΕΕ-Τουρκίας του 2016 δέχθηκε σοβαρό πλήγμα από την Τουρκία, η οποία άλλωστε δεν εφαρμόζει ούτε τις Συμφωνίες Επανεισδοχής με την Ελλάδα του 2001 και με την ΕΕ του 2014. Χρειάζεται επομένως προσαρμογές και αναθεωρήσεις όπως:

  • Κατάργηση του γεωγραφικού περιορισμού από τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου ως προϋπόθεση για επιστροφή μεταναστών στην Τουρκία, όπως δυστυχώς είχε αποδεχθεί η Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ.
  • Ευρωπαϊκή χρηματοδότηση προς την Τουρκία υπό όρους, δηλαδή περισσότερη χρηματοδότηση για λιγότερες ροές και μειωμένη/καθόλου χρηματοδότηση για αυξημένες ροές.
  • Μεικτές επιχειρήσεις επιτήρησης από τη FRONTEX και το τουρκικό λιμενικό και στρατοχωροφυλακή στην ξηρά και κατά μήκος των τουρκικών ακτών.

Η τουρκική διάσταση της μεταναστευτικής πρόκλησης που αντιμετωπίζουν Ευρώπη και Ελλάδα είναι ιδιαίτερα σοβαρή. Αλλά δεν είναι μόνον αυτή. Η ευρύτερη περιοχή μας σε περιβάλλον οικονομικής ανέχειας παράγει εντάσεις, κρίσεις ακόμα και συγκρούσεις. Οι αιτίες και οι ρίζες του μεταναστευτικού φαινομένου βρίσκονται εκτός συνόρων, όπως άλλωστε και η στήριξη που χρειάζεται η χώρα μας για να το αντιμετωπίσει.

Για αυτόν τον λόγο η Ελλάδα έχει διαμορφώσει συμμαχίες εντός και εκτός Ευρώπης.

Αυτό πράξαμε εγκαίρως με την Βουλγαρία και την Κύπρο όταν καταθέσαμε στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο κοινό κείμενο που υπογράμμιζε τη σοβαρότητα της Ανατολικής Μεσογείου ως του πιο ευπαθούς και ευάλωτου «μεταναστευτικού» μετώπου της Ευρώπης.

Συμμαχία έχουμε διαμορφώσει – μάλιστα ως πρωταγωνιστές – μαζί με τις άλλες τέσσερις μεσογειακές χώρες πρώτης γραμμής, Ισπανία, Ιταλία, Μάλτα και Κύπρο. Οι «5» έχουμε καταθέσει κείμενο με τις βασικές προτεραιότητες και επιδιώξεις μας για την ευρωπαϊκή Πολιτική Μετανάστευσης και Ασύλου. Συνοψίζονται ως εξής:

  • Οι χώρες πρώτης γραμμής πρέπει να τύχουν δίκαιης κατανομής του μεταναστευτικού βάρους που φέρουν. Γι αυτό ζητούμε μηχανισμό υποχρεωτικής μετεγκατάστασης αιτούντων άσυλο σε όλα τα κράτη-μέλη.
  • Κοινός ευρωπαϊκός μηχανισμός επιστροφών. Η Ελλάδα έχει καταθέσει από τον Δεκέμβριο του 2019 συγκεκριμένες προτάσεις.
  • Το νέο σύστημα ασύλου θα πρέπει να θεμελιώνεται στο σεβασμό των δικαιωμάτων, ταυτόχρονα, όμως, θα πρέπει να εμποδίζει την καταχρηστική εκμετάλλευση των διαδικασιών.
  • Αναγνώριση της ιδιαιτερότητας και των αυξημένων απαιτήσεων για τη διαχείριση των θαλασσίων συνόρων.
  • Δεν μπορούμε να δεχθούμε υποχρεωτικές διαδικασίες υποδοχής και εξέτασης ασύλου στα εξωτερικά σύνορα των κρατών-μελών πρώτης γραμμής, χωρίς αυτό να αντισταθμίζεται με τη θεσμοθέτηση αντίστοιχης υποχρεωτικής αλληλεγγύης με δίκαιο επιμερισμό του βάρους και με την ανάλογη μετεγκατάσταση αιτούντων άσυλο στα υπόλοιπα κράτη-μέλη. Θεμελιώδης διαπραγματευτική θέση της Ελλάδας είναι ότι «τίποτα δε θα είναι υποχρεωτικό εάν δεν είναι όλα υποχρεωτικά».
  • Διασύνδεση της εσωτερικής και εξωτερικής διάστασης της μεταναστευτικής πολιτικής της ΕΕ με συνεργασίες με τρίτα κράτη.

Πέραν αυτών, η Ελλάδα έχει ζητήσει και προτείνει με συγκεκριμένες προτάσεις τη διαμόρφωση ενός στιβαρού και αποτελεσματικού μηχανισμού για την καταπολέμηση των δικτύων των λαθροδιακινητών, που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της παράνομης μετανάστευσης.

Η Ελλάδα, όπως ποτέ άλλοτε στο παρελθόν, είναι διαρκώς δραστήρια και παρεμβατικά παρούσα στην Ευρώπη, με συγκεκριμένη στρατηγική, συμμαχίες και προτάσεις.

Μια ακόμα πρωτοβουλία, που έχει προκαλέσει μεγάλο ενδιαφέρον, είναι η πρόταση που καταθέσαμε πρόσφατα με την Βουλγαρία και την Κύπρο. Προτείνεται να συμπεριληφθεί στη νέα ευρωπαϊκή Πολιτική μια ειδική «ρήτρα ευελιξίας» που θα εφαρμόζεται αποκλειστικά και μόνον σε εξαιρετικές και ακραίες καταστάσεις μεταναστευτικών κρίσεων, όπως αυτή που αντιμετώπισαν η Ελλάδα και η Ευρώπη στον Έβρο.

Όταν ένα κράτος-μέλος βρίσκεται αντιμέτωπο με καταστάσεις καταφανώς ακραίες, που ξεπερνούν τις δυνατότητές του στο πλαίσιο των προβλεπομένων για ομαλές συνθήκες ρυθμίσεων, θα πρέπει να μπορεί να λαμβάνει τα προσήκοντα μέτρα για την αποτελεσματική αντιμετώπισή τους. Εννοείται ότι αυτό θα συμβαίνει εντός του ευρύτερου θεσμικού πλαισίου του διεθνούς δικαίου και του ευρωπαϊκού κεκτημένου.

Σκοπός μας είναι να προστατεύεται και το κράτος δικαίου αλλά και η χώρα εκείνη που αντιμετωπίζει προβλήματα ακόμα και εθνικής ασφάλειας, όπως η Ελλάδα τον περασμένο Μάρτιο.

Τότε όλοι συνεχάρησαν τον Πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, την Κυβέρνηση, την Ελλάδα. Μάλιστα, η Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής  μας αποκάλεσε «Ασπίδα της Ευρώπης».

Ωστόσο, από διάφορους κύκλους ασκήθηκε κριτική στην Ελλάδα ακριβώς γιατί λειτούργησε ως ασπίδα της Ευρώπης, προστατεύοντας ζωτικά της συμφέροντα.

Εδώ υπάρχει, το λιγότερο, αντίφαση. Δεν μπορεί η Ελλάδα να είναι ενθουσιωδώς αποδεκτή ως «ασπίδα» και ταυτόχρονα να καθίσταται υπόλογη. Η υποκρισία πρέπει να τελειώσει.

Αυτές είναι εν συντομία οι θέσεις μας ενόψει της μεγάλης και δύσκολης διαπραγμάτευσης για τη νέα ευρωπαϊκή πολιτική μετανάστευσης και ασύλου, στην οποία αναμένεται να αντιπαρατεθούν τρεις αντιλήψεις: της υποχρεωτικής ισχυρής αλληλεγγύης, της ευέλικτης αλληλεγγύης και της ανεπαρκούς αλληλεγγύης. Η διεθνής δράση μας στο μεταναστευτικό δεν εξαντλείται όμως μόνο στην ευρωπαϊκή διαπραγμάτευση.

Επεκτείνεται και στην αναζήτηση υποστήριξης σε διμερές επίπεδο, είτε αυτό αφορά πρόσθετη οικονομική ενίσχυση, είτε αποτελεσματικές επιστροφές σε τρίτες χώρες, είτε μετεγκατάσταση ασυνόδευτων ανηλίκων αιτούντων άσυλο.

Έχουμε προχωρήσει σε τέτοιες μορφές συνεργασίας με τις ΗΠΑ, τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ολλανδία, το Ην. Βασίλειο, την Ελβετία, τη Νορβηγία, τη Δανία, τη Σλοβενία, την Πορτογαλία, την Ιρλανδία, το Λουξεμβούργο, τη Φιλανδία, τη Λιθουανία, την Αυστρία, το Βέλγιο, τη Βουλγαρία, τη Σερβία και άλλες χώρες.

Ιδιαίτερα ουσιαστική είναι και η καθημερινή συνεργασία μας  με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, τον Διεθνή Οργανισμό Μετανάστευσης, την Ύπατη Αρμοστεία Προσφύγων (UNHCR), την FRONTEX, και την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Ασύλου (EASO). Με την τελευταία υπογράφηκε και πρόσφατα κυρώθηκε Συμφωνία Έδρας, ενώ οριστικοποιούνται αντίστοιχες συμφωνίες με την UNHCR και τον ΔΟΜ.

Η διεθνής συνεργασία είναι απαραίτητη ειδικά στο θέμα των επιστροφών στις χώρες καταγωγής τους, προσώπων μη δικαιούμενων διεθνούς προστασίας. Στον τομέα αυτό, η Ελλάδα εκπόνησε πρόσφατα ειδικό πρόγραμμα εθελούσιων επιστροφών στην βάση ενισχυμένων οικονομικών κινήτρων για όσους συμμετέχουν. Το πρόγραμμα χρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και υλοποιείται σε συνεργασία με τον Διεθνή Οργανισμό Μετανάστευσης. Επιλέξιμοι για συμμετοχή είναι αποκλειστικά και μόνον μετανάστες και αιτούντες άσυλο που έχουν αφιχθεί στη χώρα πριν από την 1η  Ιανουαρίου 2020 και βρίσκονται στα ελληνικά νησιά.

Η συνεργασία με τις Πρεσβείες χωρών, όπως το Αφγανιστάν και το Ιράκ, για την χορήγηση ταξιδιωτικών εγγράφων στους υπηκόους τους προχωρά ικανοποιητικά και οι πρώτες επιστροφές εκτιμάται ότι θα πραγματοποιηθούν εντός του Ιουλίου, μόλις αρθούν οι περιορισμοί στις μετακινήσεις που έχουν επιβληθεί λόγω της πανδημίας του COVID-19.

Η Ελλάδα έχει διαμορφώσει και αναπτύσσει μια πλήρη διεθνή και ευρωπαϊκή στρατηγική στα θέματα μετανάστευσης και ασύλου. Το πράττει με σχέδιο, επιμονή και προσήλωση στο στόχο που είναι διττός:

  • η προστασία των συμφερόντων της και η προβολή των προτεραιοτήτων, των αναγκών και των θέσεων της.
  • Η ανάδειξή της σε μια χώρα αναφοράς για τα θέματα μετανάστευσης που, όπως έχει τονίσει ο ΟΗΕ, θα είναι στη κορυφή της ημερήσιας διάταξης της διεθνούς πολιτικής για τον 21ο αιώνα.

Αυτή είναι η προσπάθεια και η φιλοδοξία μας.