Χρήστος Α. Φραγκονικολόπουλος

Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων ΑΠΘ

 

Σήμερα ο κόσμος υποφέρει από ένα ανησυχητικό δημοκρατικό και επικοινωνιακό έλλειμμα, το οποίο υποτίθεται ότι είχαν αφήσει πίσω τους οι κοινωνίες ως απότοκο και μέρος ενός προβληματικού παρελθόντος. Το έλλειμα αυτό δεν οφείλεται μόνο στην εμφάνιση και εξάπλωση προβλημάτων που είναι παγκόσμια, τόσο σε χαρακτήρα όσο και σε έκταση. Αντιθέτως αναδεικνύει δομικές αδυναμίες, στρεβλώσεις, περιορισμούς σε εθνικό, περιφερειακό και διεθνές επίπεδο.

Η πολλαπλότητα των υφιστάμενων διεθνών θεσμών και οργανισμών, και ο χαλαρός συντονισμός τους αποκρίνονται περισσότερο στα βραχυπρόθεσμα εκλογικά συμφέροντα των εθνικών κρατών/ηγετών και λιγότερο στις απαιτήσεις του σημερινού αλληλεξαρτώμενου κόσμου.  Η πανδημία του Κορωνοϊού ανέδειξε το πεπερασμένο και των δυο προσεγγίσεων. Θα είχε αντιμετωπιστεί πολύ καλύτερα εάν είχε προκριθεί η διεθνής συνεργασία, έναντι των απομονωτικών λογικών και εθνικών ανταγωνισμών. Zούμε σε μια περίοδο που χαρακτηρίζεται από έλλειψη εμπιστοσύνης. Τακτικές έρευνες επιβεβαιώνουν την έλλειψη εμπιστοσύνης σε κανέναν, στις κυβερνήσεις, τα πολιτικά κόμματα, στη δημόσια διοίκηση, τα ΜΜΕ και στους διεθνείς οργανισμούς.  Έλλειψη που σχετίζεται με μια δέσμη ανησυχιών που ξεκινούν από ανασφάλειες για τον ρυθμό της τεχνολογικής προόδου και την εργασιακή ανασφάλεια, έως τη δυσπιστία στα ΜΜΕ και μια αίσθηση ότι οι εθνικές κυβερνήσεις και οι διεθνείς οργανισμοί δεν ανταποκρίνονται στις προκλήσεις των καιρών.

Επιπρόσθετα, ο μεταμοντερνισμός και o σχετικισμός των πάντων – ‘everything goes’ – έχει κλονίσει την πίστη των ανθρώπων σε αντικειμενικά γεγονότα/στοιχεία,  με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί  ένα περιβάλλον μέσα στο οποίο τα λεγόμενα «εναλλακτικά γεγονότα» (‘alternative facts’) να παρουσιάζονται με τρόπο που να φαίνεται ότι αντιστοιχούν στην πραγματικότητα, ακόμα και αν έρχονται σε εμφανή αντίθεση με άλλου είδους αποδείξεις. Στόχος των ‘εναλλακτικών γεγονότων’ δεν είναι να πείσουν για την εκάστοτε θέση, αλλά να υπονομεύσουν την ισχύ των γεγονότων υποβαθμίζοντάς τα σε ένα από πολλά απλά ενδεχόμενα, ισότιμα μεταξύ τους, από τα οποία ο καθένας θα διαλέξει όποιο προτιμά. Οι δραματικές μετατροπές στη δομή και στην οικονομία της ενημέρωσης, παρασυρόμενη από τις νέες επικοινωνιακές τεχνολογίες-ψηφιακά εργαλεία και την μετάδοση τεράστιου όγκου πληροφοριών, καθιστά πολύ δύσκολο να διακρίνει κανείς τι είναι γνώση και τι πληροφορία. Η εξέλιξη αυτή, σε συνδυασμό με την αυξανόμενη δυσαρέσκεια των πολιτών με την καθεστηκυία τάξη (status quo), καλλιεργεί και ενισχύει μια κατάσταση της πολιτικής «πέραν της αλήθειας» («μετα-αλήθειας», post-truth)», που παραπαίει ανάμεσα στην αλήθεια και το ψέμα, όπου τα γεγονότα, αν υπάρχουν, χρησιμοποιούνται για να υποστηριχθούν προσωπικές και συλλογικές απόψεις, αδιαφορώντας για τα εργαλεία, τις έννοιες και τις πρακτικές που καθορίζουν την αλήθεια.  Αυτό που κάνει ιδιαίτερη τη σημερινή εποχή δεν είναι η επικράτηση του μη-πραγματικού έναντι του πραγματικού, αλλά ο κατακερματισμός του μη πραγματικού από τις «μεγάλες» πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές αφηγήσεις του παρελθόντος σε «μικρές» αφηγήσεις που ανταγωνίζονται η μια την άλλη χωρίς να επιτρέπουν να δούμε το όλο.

Η πραγματικότητα αυτή είναι ακατάλληλη για να τεθούν επί τάπητος και να συζητηθούν τα θεμελιώδη προβλήματα του σήμερα. Θεωρητικά, τα έμφυτα χαρακτηριστικά των δημοκρατιών (ελευθερία του τύπου, ενημέρωσης, λειτουργία κομμάτων και κυβερνήσεων που ανταποκρίνονται και απολαμβάνουν την εμπιστοσύνη των πολιτών, αξιωματούχοι και λειτουργοί της δημόσιας διοίκησης που επιλέγονται με αξιοκρατικά κριτήρια) θα έπρεπε να προσφέρουν πολλά πλεονεκτήματα στην αντιμετώπιση των κρίσεων. Πολλές δημοκρατίες του κόσμου, ωστόσο, βιώνουν σημαντική παρακμή, με τα επίπεδα εμπιστοσύνης που δείχνουν οι πολίτες ως προς τις δυνατότητες των δημοκρατικών πολιτευμάτων να παρέχουν λύσεις να έχουν μειωθεί παρά πολύ ενώ την ίδια στιγμή επιβραβεύουν αυταρχικά πρότυπα.

Το πρόβλημα, όμως, δεν έχει να κάνει μόνο με την ικανότητα των δημοκρατιών. Όλοι οι θεσμοί και δίαυλοι συζήτησης και επικοινωνίας στις δημοκρατίες έχουν μετατραπεί σε αρένες υπεραπλουστευτικών και διαφορετικών αφηγήσεων και αντιαφηγήσεων. Η κριτική και διερευνητική ματιά και ο εύλογος διάλογος, έχουν αντικατασταθεί από τον πανικό, τη δαιμονοποίηση και τις εύκολες «αλήθειες». Η αντίθετη άποψη ταυτοποιείται ως εχθρική που επιχειρεί να χειραγωγήσει την κοινή γνώμη με ανταγωνιστικές αφηγήσεις της πολιτικής και της αλήθειας. Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, ένα από τα πιο εντυπωσιακά χαρακτηριστικά στην αντιμετώπιση της πανδημίας στα αρχικά της στάδια ήταν η βαθιά απόκλιση μεταξύ των ελίτ και των πολιτών γύρω από βασικά στοιχεία και γεγονότα.   Είναι δύσκολο να υπάρξει πλήρης αλήθεια και η αλήθεια πάντα θα αμφισβητείται. Ωστόσο, η άσκηση πολιτικής χωρίς κάποια δόση ουσιαστικής αλήθειας, και ειδικότερα σε περίοδο κρίσεων, είναι σοφιστεία. Η χρήση έξυπνων αλλά ψευδών ή λανθασμένων επιχειρημάτων κρύβουν την πρόθεση της παραπλάνησης και αποκλείουν a priori από τις συζητήσεις μία σειρά από άλλους δρώντες και δομές που είναι σημαντικοί για την κατανόηση της πλήρους εικόνας των σημερινών παγκόσμιων προβλημάτων.

Η κατάσταση αυτή μας φέρνει ενώπιον κρίσιμων διλημμάτων για το μέλλον. Ίσως είναι νωρίς ακόμη για να κάνει κανείς υποθέσεις για την επόμενη μέρα όσο η κρίση της πανδημίας συνεχίζεται. Έχουμε εσωτερικεύσει τη λογική ότι οι δημοκρατίες είναι ανίκανες να προβούν σε μεγάλες τομές και αλλαγές. Η ιστορία, ωστόσο, έχει αποδείξει ότι οι κρίσεις και οι καταστροφές στρώνουν το δρόμο για αλλαγές, συνήθως προς το καλύτερο. Η πανδημία γρίπης του 1918, για παράδειγμα, οδήγησε στη δημιουργία εθνικών συστημάτων υγείας σε πολλά Ευρωπαϊκά κράτη. Ο 2ος παγκόσμιος πόλεμος οδήγησε στη δημιουργία του κράτους πρόνοιας, στη συμφιλίωση της Γερμανίας και της Γαλλίας και στη διαδικασία της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.

Οι υποθέσεις που ακούγονται περιστρέφονται κυρίως γύρω από δύο βασικά σενάρια. Στο πρώτο σενάριο, το πεσιμιστικό, θα υπάρξει περιχαράκωση των κρατών, ισχυροποίηση των συνόρων και σταδιακή υποχώρηση της δημοκρατίας, αναίρεση κεκτημένων, έλεγχος της κριτικής και της λογοδοσίας και ενίσχυση του απολυταρχικού τρόπου διακυβέρνησης. Στο δεύτερο σενάριο, το αισιόδοξο, ευνοείται η επάνοδος του κεϋσιανισμού και του οικονομικού και κοινωνικού ρόλου του κράτους, υποχώρηση του ‘νεοφιλελευθερισμού’, προσαρμογή της οικονομικής παγκοσμιοποίησης, με περισσότερη δημοκρατία. Το σίγουρο, πάντως, είναι ότι η πανδημία δεν θα σημάνει το τέλος της παγκοσμιοποίησης, η τεχνολογική επανάσταση δεν πρόκειται να εκλείψει και τα κράτη θα συνειδητοποιήσουν ακόμα περισσότερο πως είναι υποχρεωμένα να συνυπάρξουν το ένα με το άλλο.  Η εθνική κυριαρχία δεν υποχωρεί, αναθεωρείται και παραμένει στέρεο θεμέλιο ενός κόσμου που έχει ανάγκη από διακυβέρνηση, συνεννόηση και συνεργασία περισσότερο από ποτέ στο παρελθόν ώστε να προστατευτεί και να διαφυλαχθεί το ιδανικό της δημοκρατίας, χωρίς να διακυβευθούν τα θετικά αποτελέσματα της αυξανόμενης παγκόσμιας διασύνδεσης και συνεννόησης. Η επί δεκαετίες απρόσκοπτη λειτουργία των παγκόσμιων οργανισμών, με τις διαφορετικές πρακτικές και διαδικασίες λήψης αποφάσεων, επίσης έχει δημιουργήσει, παρά τις παθογένειες και την αδυναμία λήψης αποφάσεων σε αρκετές περιπτώσεις, μία δυναμική παγκόσμιας συνεννόησης που μπορεί και πρέπει να λάβει πιο δημοκρατικές  αλλα και αποφασιστικές/εκτελεστικές μορφές.

Με βάση τα παραπάνω και την εμπειρία του COVID19, τόσο στο εσωτερικό των κρατών, όσο και στη συνεργασία μεταξύ των κρατών στο πλαίσιο της παγκόσμιας διακυβέρνησης, θα πρέπει να ενθαρρυνθεί η ενίσχυση της προνοητικότητας και της προβλεψιμότητας και ο σχεδιασμός αντιμετώπισης κρίσεων. Είναι ανάγκη να γίνει κατανοητό ότι τα παγκόσμια προβλήματα απαιτούν παγκόσμιες λύσεις, καλές συντονισμένες διακρατικές και διακυβερνητικές αντιδράσεις. Το ζητούμενο δεν είναι η εσωστρέφεια, το κλείσιμο συνόρων και η προστασία των «δικών σου». Η επιλογή αυτή είναι αυτοκαστροφική, με μεγαλύτερο ανθρώπινο και οικονομικό κόστος.

Το ζητούμενο είναι η επένδυση σε μέτρα ενίσχυσης της διεθνούς συνεργασίας όχι μόνο ανάμεσα στις κυβερνήσεις, αλλά ανάμεσα στις κυβερνήσεις, τους ειδικούς, τους επιστήμονες και τους αξιωματούχους χάραξης πολιτικής στον ΟΗΕ, στον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας,  το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την Ευρωπαϊκή Ένωση, με στόχο τη διαμόρφωση μιας πιο εμπεριστατωμένης στρατηγικής. Θα πρέπει, ωστόσο, να υπογραμμιστεί ότι ο προληπτικός και αποδοτικός σχεδιασμός, απαιτεί και τη λήψη δύσκολων και μη-δημοφιλών πολιτικών. Αυτό απαιτεί τη διαμόρφωση μιας στρατηγικής που απεγκλωβίζει τις δημοκρατίες από τον φαύλο κύκλο της αντιπαράθεσης μεταξύ της  τεχνοκρατικής και της δημαγωγικής λογικής, ενός φαύλου κύκλου που όχι μόνο ενισχύει την καλλιέργεια μιας διαστρεβλωμένης πραγματικότητας για συγκεκριμένα πολιτικά ζητήματα, αλλά ενισχύει  και μυθοπλασίες, θεωρίες συνωμοσίας, διχαστικές και ακραίες προσεγγίσεις που προϋπήρχαν από την εποχή των παραδοσιακών ΜΜΕ και της πληροφόρησης χωρίς το Διαδίκτυο. Όπως σωστά έχει υπογραμμίσει ο Hans Rosling στο βιβλίο του (Factfullness) το ότι γνωρίζουμε για τα παγκόσμια προβλήματα, δεν σημαίνει απαραίτητα ότι τα καταλαβαίνουμε ή πολύ περισσότερο ότι αναγνωρίζουμε το δικό μας μερίδιο ευθύνης για την δημιουργία τους. Πόσο διαφορετικά θα αντιλαμβανόμασταν λοιπόν την πραγματικότητα αν αποφεύγαμε την συσσωρευμένη παραπληροφόρηση πάνω σε ζωτικά προβλήματα, όπως αυτό της κλιματικής αλλαγής; Ένας τρόπος για να προστατευτούμε είναι η αφοσίωση μας στα γεγονότα και τα στοιχεία, στην ενημέρωση από ειδικούς επιστήμονες που μπορούν να δώσουν πραγματικές απαντήσεις σε δυσεπίλυτα ερωτήματα και αφετέρου να μας εξοπλίσουν  με γνώση για τους τρόπους αντιμετώπισης.  Το ζητούμενο είναι η επένδυση στην εγκυρογνωμοσύνη: η συνήθεια να εκφράζουμε απόψεις που στηρίζονται σε έγκυρα στοιχεία και δεδομένα.

Είναι, όμως, και ευθύνη των πολιτικών να σκεφτούν και να δράσουν με διαφορετικά παραδείγματα διαβούλευσης. Είναι απαραίτητο οι ηγέτες φιλελεύθερων δημοκρατιών να προσπαθήσουν να γεφυρώσουν το χάσμα μεταξύ της πραγματικότητας και του τρόπου που οι κρίσεις και οι προκλήσεις γίνονται αντιληπτές, οφείλουν δηλαδή να συμβάλλουν στη γενική ανάλυση και κατανόηση των ζητημάτων που καλούνται να προσδιορίσουν και να επιλύσουν. Υπάρχει ανάγκη πειραματισμού με εναλλακτικές μορφές δημοκρατίας, και αξιολόγησής τους με στόχο την ενσωμάτωσή τους στους ήδη υπάρχοντες θεσμούς και διαδικασίες λήψης αποφάσεων της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, τόσο σε περιφερειακό, εθνικό και διεθνές επίπεδο. Είναι λάθος να αντιμετωπίζουμε τη δημοκρατία ως σταθερή και στατική διαδικασία. Η δημοκρατία εξελίσσεται συνεχώς και η λύση στην αντιμετώπιση παγκοσμίων προβλημάτων δεν βρίσκεται στον περιορισμό της αλλά στην εμβάθυνσή της με στόχο τον εκδημοκρατισμό της.

Πως θα μπορέσουν οι πολίτες να γνωρίζουν την αλήθεια για τον κόσμο σήμερα αν δεν μπορούν να κατανοήσουν το πόσο σύνθετα είναι τα προβλήματα και πόσο περίπλοκες είναι οι πολιτικές διαδικασίες;  Αυτό σημαίνει ότι οι πολιτικοί οφείλουν να ενθαρρύνουν και να ενισχύσουν τη συμμετοχή των πολιτών αναφορικά με τα κυρίαρχα, και θεμελιωδώς πολιτικά, ζητήματα της σημερινής εποχής, με στόχο όχι μόνο την ενίσχυση της διαφάνειας, της νομιμότητας και επομένως και της αποτελεσματικότητάς της, αλλά και την ανάπτυξη λογικών που διαχωρίζουν την πραγματικότητα από τη φαντασία, που στηρίζονται σε έγκυρα στοιχεία και γεγονότα, και διευκολύνουν την επιδιόρθωση των ατελειών της παρά την καταστροφή της.  Και ειδικότερα σήμερα, όπου το ζητούμενο της δημοκρατίας είναι η ανταπόκριση σε ένα ταχέως παγκοσμιοποιούμενο περιβάλλον και στις νέες απειλές και προκλήσεις. Που σημαίνει ότι η ενίσχυση της δημοκρατικής νομιμοποίησης θα πρέπει να στηρίζεται όχι μόνο σε ενδοκυβερνητικές ή  διακυβερνητικές αλλά και σε διακοινωνικές σχέσεις επικοινωνίας και διαβούλευσης.

Ζητήματα όπως η κλιματική αλλαγή, αναπτυξιακές πολιτικές κλπ. απαιτούν τη διαβούλευση πλήθους δρώντων – τη δημιουργία κόμβων για συζήτηση, επιχειρηματολογία και αντιπαραβολή επιχειρημάτων, και εποικοδομητική κριτική. Το ζητούμενο είναι η δημιουργία ενός χώρου για την ανάδειξη εναλλακτικών θεωριών πέραν των κυρίαρχων παραδειγμάτων, με στόχο να διαμορφώσει ευνοϊκό έδαφος για τις εναλλακτικές, ενδεχομένως πρωτοποριακές πολιτικές που θα ακολουθήσουν. Τα σημερινά ζητήματα είναι εξαιρετικά περίπλοκα. Ζούμε σε «ρευστές κοινωνίες»/«κοινωνίες του ρίσκου», όπου η σύγκρουση δεν περιστρέφεται γύρω από τη διανομή των αγαθών και των υπηρεσιών που προσφέρονταν από το κράτος, αλλά από τη διανομή αρνητικών εννοιών όπως το ρίσκο, η απειλή και τα προβλήματα. Τα αρνητικά αυτά δεν αποτελούν φυσικές καταστροφές, αλλά κινδύνους κατασκευασμένους από τους ανθρώπους, όπως η ρύπανση του περιβάλλοντος, τα βιομηχανικά απόβλητα, η εξάντληση των φυσικών πόρων και η νόσος των «τρελών αγελάδων».

Ας πάρουμε το παράδειγμα της ανάπτυξης. Από την έναρξη της βιομηχανοποίησης η λύση σε όλα τα οικονομικά προβλήματα ήταν η μεγέθυνση της παραγωγής και των προϊόντων. Αυτό ήταν εφικτό σε έναν άδειο κόσμο, όπου οι ορυκτοί και άλλοι πόροι ήταν σε αφθονία. Σε έναν  κόσμο όπως ο δικός μας  τα πράγματα, είναι διαφορετικά. Όχι μόνο λιγοστεύουν οι πόροι, αλλά προκαλούνται και σημαντικές ζημιές στο περιβάλλον/κλίμα. Ήρθε, λοιπόν, η στιγμή να σκεφτούμε και να δράσουμε με διαφορετικά παραδείγματα ανάπτυξης. Παραδείγματα που επενδύουν στην ποιοτική ανάπτυξη και βελτίωση, παρά στην επέκταση της οικονομικής δραστηριότητας. Σε παραδείγματα που μειώνουν την επέκταση της οικονομίας με στόχο να μειώσουν τα προβλήματα που αυτή έχει δημιουργήσει. Σε παραδείγματα που αποδομούν την κυρίαρχη λογική της ανάπτυξης, δηλαδή τη μεγιστοποίηση του κέρδους, και την προσαρμογή σε περιβαλλοντικούς και κοινωνικούς στόχους.

Κάπως έτσι θα πρέπει να κινηθεί η διαβούλευση. Να γίνει κατανοητό ότι η ανθρώπινη ύπαρξη είναι άμεσα συνδεδεμένη με την «υγεία» του πλανήτη και ότι η οικονομία και η προστασία του περιβάλλοντος θα πρέπει να αντιμετωπιστούν ολιστικά. Το ίδιο ισχύει και για το ζήτημα της κλιματικής αλλαγής. Πολλά έχουν γίνει. Αυτά που έχουν γίνει, όμως, είναι μικροσκοπικά, μέτρια και δυσανάλογα ως προς το μέγεθος του προβλήματος.  Η αναγνώριση της πραγματικότητας αυτής θα μπορούσε να παράγει σε δημοκρατικές χώρες βαθυστόχαστο διάλογο και αποτελεσματικές πολιτικές. Το εθνικό συμφέρον αντιμέτωπο με παγκόσμια προβλήματα δεν μπορεί να εκπληρωθεί με βραχυπρόθεσμες ή μεσοπρόθεσμες προτεραιότητες και σε σύγκρουση με το παγκόσμιο καλό/συμφέρον, αλλά μόνο από κοινού με το παγκόσμιο καλό/συμφέρον. Που σημαίνει ότι ο διάλογος θα πρέπει να μετακινηθεί από την αντιπαράθεση/σύγκρουση μεταξύ του εθνικού και παγκοσμίου συμφέροντος και να την τοποθετήσει σε ένα διαφορετικό πλαίσιο, δίλημμα, ρωτώντας εάν τα κράτη έχουν την πολυτέλεια να αγνοήσουν το κίνδυνο της κλιματικής αλλαγής.

Εν συντομία, ο διάλογος αποτελεί πλέον επιτακτική εργαλείο διαμόρφωσης πολιτικής. Νέα προβλήματα, νέες ευκαιρίες. Οι προϋποθέσεις ήδη υπάρχουν. Η ευρωπαϊκή κοινωνία πολιτών έχει προβεί, προ πολλού, σε διασυνοριακές δράσεις, με τη συμμετοχή συνδικαλιστικών οργανώσεων και πολιτικών δυνάμεων, για την επίτευξη συναίνεσης μεταξύ της κοινής γνώμης και την πίεση κυβερνήσεων και πολιτικών αρχών ώστε να αλλάξουν ανεπιθύμητες και άδικες πολιτικές. Επίσης, στα ζητήματα περιβαλλοντικής βιωσιμότητας και δράσης για την κλιματική αλλαγή, οι «πράσινες» οργανώσεις έχουν αναγνωριστεί μέσα από την πολιτική ατζέντα που προέκυψε από τα συμπεράσματα της διάσκεψης COP21 που πραγματοποιήθηκε στο Παρίσι στα τέλη του 2015, όπου η Ευρωπαϊκή Ένωση διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο. Η καλύτερη πηγή πληροφοριών, ή ακόμα και ο πιθανότερος καταλύτης πολιτικής αλλαγής και σταθερότητας σε σειρά σημαντικών ζητημάτων, δεν προέρχεται μόνο από το κράτος. Τα πανεπιστήμια, οι ΜΚΟ και οι οργανώσεις της κοινωνίας πολιτών, παρέχουν σημαντικές πληροφορίες σχετικά με την κλιματική αλλαγή, τα ανθρώπινα δικαιώματα και την ανάπτυξη. Οι πολιτικοί και οι ηγέτες των δημοκρατιών, και οι παγκόσμιοι θεσμοί μπορούν και πρέπει να στραφούν προς αυτές τις εναλλακτικές πηγές πληροφοριών και να συμμετέχουν στην παροχή πληροφοριών μέσα από μια ευρωπαϊκή/παγκόσμια προοπτική.

Το ζητούμενο είναι οι φιλελεύθερες δημοκρατίες να αναπτύξουν τις κατάλληλες διαδικασίες και να δημιουργήσουν τους χώρους που θα τους επιτρέψουν να «ακούσουν καλύτερα» τις κοινωνίες που ζουν σήμερα στην ανασφάλεια και το φόβο. Η γεφύρωση αυτού του χάσματος είναι μία από τις μείζονες προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι φιλελεύθερες δημοκρατίες. Η πρόκληση βρίσκεται στην προσαρμογή Το στις αλλαγές της παγκόσμιας πολιτικής, αλλά και η  εκτίμηση ότι οι κυβερνήσεις και οι διεθνείς οργανισμοί δεν μπορούν πλέον να αρκεστούν στις παραδοσιακές μορφές χάραξης πολιτικής και επικοινωνίας αλλά οφείλουν να αξιοποιήσουν  η λογική που δίνει έμφαση στην κυκλοφορία των ιδεών, των αξιών και των ηθικών αρχών προκειμένου να αφουγκραστούν τους πολίτες και τη κοινωνία πολιτών και να προβάλλουν, με τη σειρά τους, τις δικές τους ιδέες και θέσεις.  Ανοίγοντας δίαυλους επικοινωνίας με πολίτες και την κοινωνία πολιτών στα αίτια και στις αντίστοιχες λύσεις οι δημοκρατίες όχι μόνο θα εμπλουτίσουν τον δημόσιο διάλογο, αλλά θα προσφέρουν και περισσότερες επιλογές προς εξέταση και σκέψη που δυνητικά μπορούν να οδηγήσουν σε βέλτιστες πρακτικές και αποτελέσματα. Όσο ανυποχώρητες και πεισματικές παραμένουν οι κυρίαρχες ορθοδοξίες, παρά την αποτυχία τους στην διαχείριση κρίσεων και παγκόσμιων προβλημάτων, ο εμπλουτισμένος διάλογος είναι περισσότερο από ποτέ αναγκαίος.