Κωνσταντίνα Ε. Μπότσιου*

 

Ένα στρατηγικό λάθος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν ότι αντιμετώπισε γεωπολιτικά τον ελληνικό Αγώνα της Ανεξαρτησίας υποτιμώντας το ιδεολογικό φορτίο του. Συνηθισμένη να την εποφθαλμιούν οι Μεγάλες Δυνάμεις, θεώρησε το ’21 εξέγερση υποκινούμενη από επίδοξους κληρονόμους και όχι Επανάσταση ταγμένη στην πολιτική τομή με τη θεοκρατία και τη μουσουλμανική κυριαρχία. Εφησύχαζε, άλλωστε, πιστεύοντας ότι είχαν ηττηθεί οριστικά οι ιδέες της εποχής των Φώτων και της Γαλλικής -όπως και της Αμερικανικής- Επανάστασης μαζί με τον Ναπολέοντα που τις διέδωσε στον κόσμο. Με το ίδιο σκεπτικό, καμία απειλή  εκκοσμίσκευσης και φιλελεύθερου εθνικισμού δεν θα περνούσε τον αυστηρό έλεγχο της Ιερής Συμμαχίας, που κατέπνιγε ήδη τις ιταλικές και ισπανικές εξεγέρσεις. Η Υψηλή Πύλη αστόχησε έτσι να κτυπήσει εγκαίρως το κέντρο βάρους της  Ελληνικής Επανάστασης, τον αδιαπραγμάτευτο πολιτικό στόχο που ένωνε ετερόκλητες ομάδες Ελλήνων εντός και εκτός οθωμανικής επικράτειας: τη δημιουργία ανεξάρτητου εθνικού κράτους.

Οι ηγέτες της Επανάστασης καλλιέργησαν συνειδητά την πλάνη. Η επίσημη έκρηξη στη Μολδοβλαχία (24 Φεβρουαρίου 1821) ταίριαζε στις φήμες περί άμεσης ή έμμεσης ρωσικής στήριξης. Με αρχηγό τον υπασπιστή του τσάρου Αλέξανδρο Υψηλάντη και διακριτικό απόστολο της Παλιγγενεσίας τον υπουργό Εξωτερικών του Ιωάννη Καποδίστρια, οι Φιλικοί διέδιδαν από το 1818 ότι επέκειτο ένας ακόμα ρωσοτουρκικός πόλεμος με τους Ρωμιούς εργαλείο των τσάρων, όπως στα «ορλωφικά» 50 χρόνια νωρίτερα (1769-70). Ταίριαζε στη δυσαρέσκεια του τσάρου Αλέξανδρου Α’ για τα πολεμικά «λάφυρα» που έλαβε η Ρωσία  στο Συνέδριο της Βιέννης (1814-15), μολονότι συνέβαλε καταλυτικά στη διάσωση της ελέω Θεού μοναρχίας από το Ναπολέοντα και τη γαλλική «αθεΐα». Όταν ο Καποδίστριας απέσπασε την ανοχή του τσάρου στο Συνέδριο του Λάυμπαχ για το κίνημα του Υψηλάντη, ενώ  η Αγγλία  και η μοναρχική Γαλλία απείχαν από την τελική διακήρυξη εναντίον των επαναστάσεων (Μάιος 1821), οι οθωμανικές υποψίες ενισχύθηκαν, παρόλο που τελικά η Υψηλή Πύλη  εξασφάλισε την απαιτούμενη ρωσική συγκατάθεση για να παρέμβει στρατιωτικά στη Μολδοβλαχία.

Στο μεταξύ, η Επανάσταση κέρδισε πολύτιμο χρόνο και πολιτικό κεφάλαιο. Η σύγχυση του αντιπάλου βοήθησε τους Έλληνες να  ανάψουν τον Αγώνα σε πολλές περιοχές με έμφαση σε όσες διέθεταν συμπαγή ελληνικό πληθυσμό, περιορισμένο οθωμανικό στρατό και απόσταση από την πρωτεύουσα. Οι πρώτες νίκες σε Πελοπόννησο και Στερεά Ελλάδα ενεργοποίησαν τους διστακτικούς μέχρι τότε ‘Έλληνες «προνομιούχους» να θέσουν ζωή και περιουσία στην υπηρεσία του αναδυόμενου ελληνικού έθνους δίπλα σε άλλους «έτοιμους από καιρό» καπεταναίους, οπλαρχηγούς, εμπόρους, λογίους, Φαναριώτες, κληρικούς και χωρικούς.

Το «μυστικό» της Επανάστασης ήταν οι επιτυχίες στους πρώτους μήνες και στα δύο πρώτα κρίσιμα χρόνια (1821-23). Την στερέωσαν στη μεσημβρινή Ελλάδα, διαμόρφωσαν μια πρωτόλεια πολιτική συγκρότηση, κινητοποίησαν το φιλελληνισμό. Οι μετέπειτα προστάτες των Ελλήνων πείστηκαν για το αναπόφευκτο της κρατικής συγκρότησης βλέποντάς τους να πολεμούν μόνοι και αποφασισμένοι. Το 1823 η Αγγλία –όχι η Ρωσία- έγινε καταλύτης του Αγώνα διακόπτοντας την πολιτική διατήρησης ενός ακέραιου οθωμανικού κράτους. Στην επόμενη φάση των εσωτερικών συγκρούσεων (1824-27), εν πολλοίς αναμενόμενων σε τεκτονικές ρήξεις εθνικής συγκρότησης, τα τετελεσμένα της πρώτης διετίας κράτησαν ζωντανή την Επανάσταση.

Η πεισματική επιβίωση του «Ελευθερία ή Θάνατος» γέννησε τη Ναυμαχία του Ναβαρίνου (1827), η οποία διέσωσε την Επανάσταση, αλλά δεν τη δημιούργησε. Η γεωπολιτική των Μεγάλων Δυνάμεων διέσωσε την επαναστατική ιδεολογία, αλλά δεν την δημιούργησε.

 

* Αν. Καθηγήτρια και Διευθύντρια του Κέντρου Ελληνικής και Διεθνούς Ιστορίας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.