ΚΩΣΤΑ ΜΠΟΤΟΠΟΥΛΟΥ
Συνταγματολόγου, πρώην ευρωβουλευτή
Το 1990 βρισκόμασταν στην αρχή μιας εποχής ελπίδας για ολόκληρο τον πλανήτη, με επίκεντρο την αποκαλούμενη γηραιά ήπειρο. Ήταν τα χρόνια που έπεφταν τα τείχη, πραγματικά και συμβολικά, και θριάμβευε η ελευθερία, άρα και η ελεύθερη μετακίνηση των ανθρώπων. Ο Ζακ Ντελόρ βρισκόταν στο μέσον της δεύτερης θητείας του και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την οποία μαεστρικά διηύθυνε, έβαζε μπροστά ένα διόλου ριψοκίνδυνο, όπως φαινόταν τότε, σχέδιο για κοινούς κανόνες εξέτασης των αιτημάτων κατοίκων τρίτων χώρων για «διεθνή προστασία», δηλαδή για άσυλο.
Η σχετική σύμβαση υπογράφηκε στις 15 Ιουνίου 1990, στην πρωτεύουσα της προεδρεύουσας χώρας, το Δουβλίνο, μια μέρα πριν την καταγραμμένη στην αιωνιότητα διαδρομή του ήρωα του Τζέιμς Τζόις, που δεν λεγόταν Οδυσσέας (αμφιβάλλω αν οι εμπνευστές του «Δουβλίνου» γνώριζαν ότι η Bloomsday είναι στις 16 Ιουνίου). Καθώς δεν υπήρχε ιδιαίτερη βιασύνη, η Σύμβαση του Δουβλίνου, στους 12 πρώτους υπογράφοντες της οποίας ανήκε και η (σχεδόν) αμέριμνη Ελλάδα, τέθηκε σε εφαρμογή το 1997. Ούτε το 2003 η Ευρώπη αντιμετώπιζε μεταναστευτική κρίση, τότε που υιοθετήθηκε ο Κανονισμός «Δουβλίνο 2», ο οποίος αντικατέστησε τη Σύμβαση του Δουβλίνου σε όλα, πλην Δανίας, τα κράτη-μέλη της τότε, προ «μεγάλου ανοίγματος», Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο Κανονισμός άλλαξε μια ακόμα φορά, το 2013 –είχαμε πια μπει στην εποχή της μετ-ευφορίας, τέλειωνε η Επιτροπή χαμηλωμένων πήχεων του Μπαρόζο, αλλά δεν φαίνονταν ακόμα στον ορίζοντα οι μαζεμένες κρίσεις- κι έτσι το «Δουβλίνο 3» αποτελεί ως σήμερα το ρυθμιστικό πλαίσιο, μαζί με τον Κανονισμό Eurodac, δια του οποίου δημιουργήθηκε πανευρωπαϊκή βάση δακτυλικών αποτυπωμάτων για τους «παράνομα νεοεισερχόμενενους».
Ισχύουν οι αρχικοί λίγο-πολύ όροι: σε περίπτωση «παράνομης εισόδου ή παραμονής σε κράτος-μέλος», την αίτηση ασύλου εξετάζει η χώρα στην οποία έγινε η είσοδος – περίπτωση που καλύπτει το 90% περίπου των αιτήσεων. Έτσι ώστε τα λοιπά, ορθά και ανθρωπιστικά, κριτήρια για ανήλικους, μέλη οικογενειών, νόμιμους μετανάστες να αποτελούν απλώς συμπλήρωμα του «δόγματος του Δουβλίνου»: όλο το βάρος της καταχώρησης και διαχείρισης αιτημάτων ασύλου, άρα παραμονής προσφύγων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, πέφτει στις «χώρες άφιξης», δηλαδή κυρίως την Ελλάδα και την Ιταλία και, δευτερευόντως, την Ισπανία και τη Μάλτα. 4 στενάζουν και 24 κοιτάζουν, με τον τρόπο, μάλιστα, «ερμηνείας» των κριτηρίων του Δουβλίνου να διαφέρει σημαντικά ανά (εθνική) περίπτωση και ανά (οικονομικό) συμφέρον.
Η μεγάλη ποιοτική στροφή στο μεταναστευτικό-προσφυγικό έλαβε χώρα το 2015, με τον πολλαπλασιασμό των πολεμικών εστιών κοντά στα ευρωπαϊκά σύνορα. Τότε έγιναν τα απανωτά πολύνεκρα ναυάγια ανοιχτά της Λαμπεντούζα. Τότε ξεβράστηκε στην παραλία του Μποντρούμ (που σε μια άλλη φάση της ιστορίας της ανθρωπότητας λεγόταν Αλικαρνασσός) το πτώμα του μικρού Αϊλάν κι έκλαψε ολόκληρος ο πλανήτης. Τότε η Ελλάδα δέχθηκε εκατοντάδες χιλιάδες μετανάστες: πάνω από 750.000 αφίξεις, επί ευρωπαϊκού συνόλου περίπου 900.000, με την Ιταλία να ακολουθεί με περίπου 150.000 και την Ισπανία με 4.000. Τότε πέντε κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Σένγκεν (Ουγγαρία, Πολωνία, Τσεχία, Σλοβακία, Αυστρία) έκλεισαν τα σύνορά τους κι επέβαλαν μονομερώς διασυνοριακούς ελέγχους. Ακολούθησαν, το Μάρτιο του 2016, οι χώρες των δυτικών Βαλκανίων και, τον ίδιο μήνα, η «κοινή δήλωση» (όχι «συμφωνία», όπως συνήθως λέγεται), μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και Τουρκίας, σύμφωνα με την οποία η τελευταία δέχτηκε, έναντι αδρού οικονομικού ανταλλάγματος (επισήμως 6 δισεκατομμυρίων ευρώ, ενώ στην Ελλάδα δόθηκαν, για τη δημιουργία «δομών», περίπου 1,7 δισεκατομμύρια), να της «επαναπροωθούνται» όσοι πρόσφυγες και μετανάστες «χωρίς χαρτιά» έφταναν στα ελληνικά νησιά προερχόμενοι από την Τουρκία. Με την «κοινή δήλωση», που εμφανίστηκε, ιδίως από την πρωτεργάτριά της, τη Γερμανία, ως η λύση του προβλήματος, πράγματι οι ροές, και προς την Ελλάδα, μειώθηκαν σημαντικά: 18.000 αφίξεις το 2016 και παρόμοια νούμερα από τότε ως φέτος. Εν τω μεταξύ, στη χώρα μας έμειναν, συνήθως εγκλωβισμένοι, μερικές δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι: περί τις 70.000 σε σύνολο 600.000 μεταναστών, με πάνω από 30.000 να «κατοικούν» στα «hotspots» των 5 νησιών πρώτης γραμμής (Λέσβο, Σάμο, Κω, Χίο και Λέρο) και κυρίως στη θλιβερά διάσημη Μόρια, στην οποία στοιβάζονται, τώρα που μιλάμε, πάνω από 20.00 άνθρωποι.
Η εξιστόρηση του πώς φτάσαμε από το Δουβλίνο της ευρωπαϊκού τύπου τεχνικής-συμβιβαστικής «συμφωνίας», καλοπροαίρετης αλλά κυρίως θεωρητικής, ως τη Μόρια της ανθρωπιστικής τραγωδίας και του πολιτικού αδιεξόδου, βοηθά να δούμε τα πράγματα πιο μακροσκοπικά, ν’ αντιληφθούμε το δομικό πρόβλημα. Από άποψη δημοκρατίας, οι διαστάσεις που έχει πάρει το μεταναστευτικό-προσφυγικό ζήτημα και οι πιέσεις που ασκεί στο πολιτικό και κοινωνικό σύστημα όχι μόνο της Ελλάδας και της Ιταλίας, αλλά ολόκληρης της Ευρώπης, έχουν σχέση, ούτε λίγο ούτε πολύ, με αυτό που είναι –και που θα πάψει να είναι, αν δεν βρεθεί γρήγορα μια συμφωνημένη διέξοδος– η Ευρωπαϊκή Ένωση: ένα πολιτικό σχέδιο τύπου ντ’ Αρτανιάν –όλοι για έναν κι ένας για όλους– κι όχι τύπου Ορμπαν και Σαλβίνι.
Το ζωτικό και σχεδόν αξεπέραστο πρόβλημα, ιδίως για την Ελλάδα, δοκιμάζει τις αντοχές τώρα, αυτό το δευτερόλεπτο, αλλά τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά αν η Ευρωπαϊκή Ένωση: α) είχε αντιληφθεί ότι, από το 2015, το Δουβλίνο ήταν όχι μόνο γράμμα κενό αλλά και κάρφος στο μάτι της δικαιοσύνης και της αλληλεγγύης, β) είχε, έστω το 2015, αμέσως ξεκινήσει τη συγκρότηση νέου θεσμικού πλαισίου, υπολογίζοντας και τους αργούς χρόνους υλοποίησης του, γ) ασκούσε το παιδαγωγικό της έργο και θύμιζε στους λαούς ότι το μεταναστευτικό-προσφυγικό δεν είναι πρόβλημα μεγέθους -4,4% του συνολικού ευρωπαϊκού πληθυσμού- αλλά πρόβλημα κατανομής, δ) είχε φροντίσει όχι μόνο να δώσει χρήματα στην Ελλάδα και, δευτερευόντως, την Ιταλία, αλλά και είχε βοηθήσει με μέσα, ανθρώπους και υποδομές για τη διαμόρφωση και, κυρίως, επίβλεψη χώρων «υποδοχής» που να αρμόζουν σε δημοκρατικές κοινωνίες, για τη φύλαξη των συνόρων των χωρών «πρώτης άφιξης», καθώς και για κανόνες ενσωμάτωσης των μεταναστών σε όλα τα κράτη-μέλη, ε) είχε καταφέρει, παρ’ όλη τη νησίδα αντι-φιλελεύθερης «δημοκρατίας» στο γεωγραφικό κέντρο της, να περάσει έγκαιρα την ιδέα-υποχρέωση της δίκαιας κατανομής (τώρα που έρχεται είναι μάλλον καταδικασμένη), στ) δεν είχε καταστήσει τον Ερντογάν βασικό παράγοντα-εκβιαστή κάθε «ευρωπαϊκής» λύσης.
Η ανάγκη να τεθεί το γρηγορότερο σε εφαρμογή το νέο ευρωπαϊκό πλαίσιο, όπως έχει εξαγγείλει ο αρμόδιος Έλληνας Επίτροπος, είναι αδήριτη. Όμως ό,τι και να γίνει, η Ιστορία θα γράψει ότι άνθρωποι είχαν την τύχη ζώων εντός της πιο πολιτισμένης γωνιάς του πλανήτη, ότι κοινωνίες βρέθηκαν στο όριο της έκρηξης κι ότι η δημοκρατία στάθηκε εμπόδιο και όχι σωτηρία.