του Ιωάννη Ν. Γρηγοριάδη*

 

Η δολοφονία του Ιρανού στρατηγού Κασίμ Σουλεϊμάνι από μη επανδρωμένο αεροσκάφος των Ηνωμένων Πολιτειών την 3η Ιανουαρίου ήταν το τελευταίο μιας σειράς περιστατικών που έφεραν Ηνωμένες Πολιτείας και Ιράν στα πρόθυρα πολέμου. Η προ εβδομάδων δολοφονία ενός Αμερικανού πολίτη στο Κιρκούκ από φιλοϊρανική πολιτοφυλακή συνοδεύθηκε από πολύνεκρους αμερικανικούς βομβαρδισμούς των βάσεων της οργανώσεως. Η σε απάντηση των αμερικανικών επιθέσεων πολιορκία της αμερικανικής πρεσβείας από φιλοϊρανούς ιρακινούς διαδηλωτές μπορεί να μην εξελίχθηκε σε αιματηρή επίθεση κατά Αμερικανών διπλωματών, όπως η επίθεση κατά του αμερικανικού προξενείου στην Βεγγάζη τον Σεπτέμβριο του 2012. Φαίνεται όμως ότι συνέβαλε στην απόφαση του προέδρου Τραμπ να διατάξει την δολοφονία του Σουλεϊμάνι, τον οποίο θεώρησε υποκινητή των διαδηλώσεων. Δεδομένων των τραυματικών αναμνήσεων από την υπόθεση της Βεγγάζης, αλλά και της εκτεταμένης αναφοράς στο περιστατικό από τον πρόεδρο Τραμπ κατά την προεκλογική αντιπαράθεσή του με την ανθυποψήφιά  του και υπουργό εξωτερικών των ΗΠΑ το 2012 Χίλλαρυ Κλίντον, είναι δυνατόν να κατανοήσει κανείς τις συνθήκες υπό τις οποίες ελήφθη η απόφαση αυτή.

Το εύρος των αντιδράσεων υπήρξε ευθέως ανάλογο της προσωπικότητος του θύματος. Ο Κασίμ Σουλεϊμάνι δεν υπήρξε απλώς ένας επιτυχημένος αξιωματικός και υπερασπιστής των ιρανικών συμφερόντων, αλλά και ένας από τους πλέον επιδραστικούς παράγοντες στις εξελίξεις στην Μέση Ανατολή. Δεν θα ήταν υπερβολή να χαρακτηρίσει κανείς τον Σουλεϊμάνι ως τον «κακό δαίμονα» της τουρκικής πολιτικής στην Συρία αλλά και του «Ισλαμικού Κράτους» στην Συρία και το Ιράκ. Η επίσκεψή του στην Ρωσία αμέσως μετά την κατάληψη του Ίντλιμπ από τις δυνάμεις της συριακής αντιπολιτεύσεως τον Μάρτιο του 2015 και η συνάντησή του με τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν υπήρξε καθοριστική για την αλλαγή της ρωσικής στάσεως, στην αποστολή ρωσικών στρατευμάτων στην Συρία και την αλλαγή του ρου των εξελίξεων στον συριακό εμφύλιο. Η δράση του Σουλεϊμάνι στο Ιράκ, την Υεμένη, το Αφγανιστάν και τον Λίβανο είχε συμβάλει τόσο στην προώθηση των ιρανικών στρατηγικών συμφερόντων στην Μέση Ανατολή αλλά και στην ισχυρή προσωπική του δημοφιλία ως συμβόλου του ιρανικού εθνικισμού αλλά και της αντιστάσεως στην επέκταση της επιρροής των Ηνωμένων Πολιτειών, της Τουρκίας και της Σαουδικής Αραβίας στην Μέση Ανατολή.

Τούτων δεδομένων οι αντιδράσεις στην Τουρκία υπήρξαν ανάμεικτες. Από την μία, η απαλλαγή από έναν από τους πλέον αποτελεσματικούς περιφερειακούς αντιπάλους της Τουρκίας δεν δυσαρέστησε κανέναν. Από την άλλη, ο διάχυτος αντιαμερικανισμός εντός της τουρκικής κοινωνίας αλλά και στον αραβικό κόσμο και η ανάδυση του Σουλεϊμάνι σε σύμβολο της αντιαμερικανικής αντιστάσεως δεν επέτρεπε την επιδοκιμασία της επιχειρήσεως. Δεν πρέπει να λησμονεί κανείς τις φιλοδοξίες του Τούρκου προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν να εμφανίζεται ως συνήγορος ή και εκπρόσωπος όλου του ισλαμικού κόσμου. Η διαχείριση του κύματος αντιαμερικανισμού τόσο εντός Τουρκίας όσο και στην Μέση Ανατολή, αλλά και η προστασία της διαπροσωπικής του σχέσεως με τον πρόεδρο Τραμπ η οποία έχει εξελιχθεί στο μοναδικό έρεισμα της Τουρκίας στα αμερικανικά κέντρα εξουσίας, οδήγησε στην διατύπωση ζυγισμένων δηλώσεων οι οποίες ούτε εγκωμίασαν την δολοφονία ούτε εστράφησαν ευθέως κατά του προέδρου Τραμπ.

Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι η ενέργεια των αμερικανικών αρχών παραβιάζει επί δεκαετίες ισχύσαντα εθιμικό κανόνα που απαγορεύει τις δολοφονίες αξιωματούχων αντιπάλων κρατών. Είναι άγνωστο αν η δολοφονία Σουλεϊμάνι σημάνει και την εγκατάλειψη του εν λόγω κανόνος, κάτι που θα καταφέρει μείζον πλήγμα στην διεθνή ασφάλεια και σταθερότητα.

* Ο Ιωάννης Ν. Γρηγοριάδης είναι Αναπληρωτής Καθηγητής του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Μπίλκεντ και Επιστημονικός Συνεργάτης του ΕΛΙΑΜΕΠ.