Ποιος θα ήταν ο κίνδυνος; Να χαθούν όσα δεν έχουν ποτέ, στην πραγματικότητα, αποκτηθεί;
Π.Κ. ΜΑΚΡΗ
Θεάρεστη, βεβαίως, αξιέπαινη και αξία πάσης εθνικής ευγνωμοσύνης η Γαλλική διπλωματική ―και εις βάθος χρόνου ίσως και υλική―, υποστήριξις. Θα παρεμβληθεί, όμως, ο Γαλλικός στόλος προς παρεμπόδιση της δραστηριότητος των Τουρκικών σεισμογραφικών σκαφών και αντιμετώπιση της πολεμικής συνοδείας τους;
Ας μην λησμονείται ότι η μείωσις της Γαλλίας ―και προσωπικώς του Προέδρου Macron―, είναι ό,τι, όλως ιδιαιτέρως, επιθυμεί ο Κος Erdogan. Η εκδηλούμενη, συνεπώς, Γαλλική υποστήριξις προς την Ελλάδα και η παρουσία 2-3 Γαλλικών πολεμικών πλοίων εντός της ευρυτέρας θαλασσίας περιοχής Κρητικού Πελάγους-Αιγαίου-Αν.Μεσογείου συνιστούν κίνητρα, μάλλον, παρά αποτρεπτικούς παράγοντες Τουρκικών ενεργειών.
Αξιοσημείωτη και ευπρόσδεκτη, αναμφιβόλως, ήταν και η δήλωσις του Γάλλου Πρέσβεως ότι η συμφωνία Τριπόλεως-Αγκύρας είναι «ανυπόστατη» (“nule”). Υπάρχει όμως. Και απλώς υπάρχουσα, εφ’ όσον θα υπάρχει και όποια και αν είναι η αρτιότητα της νομικής υποστάσεώς της, θα επιφέρει αποτελέσματα.
Θα επιφέρει αποτελέσματα, διότι, πρωτίστως και πέραν οποιασδήποτε σημασίας αποδίδεται, στην συμφωνία αυτή, από τις κυβερνήσεις άλλων παρακτίων χωρών ―η Ιταλία, πάντως, δεν φαίνεται να την αγνοεί―, θα ενισχυθεί η επιφυλακτικότητα των πετρελαιακών εταιρειών. Θα αποθαρρύνεται το ενδιαφέρον τους να στραφούν προς την Ελληνική πλευρά και να συνάψουν συμφωνίες διερευνήσεως των πόρων υδρογονανθράκων επί «οικοπέδων»1 ευρισκομένων οπουδήποτε εντός αμφιλεγομένων περιοχών.
Ως προς δε την πρακτική, εξοπλιστική πλευρά, οποιαδήποτε ουσιαστική αναβάθμισις των Ελληνικών ενόπλων δυνάμεων ―η οποία ευτυχώς εθίγη κατά την πρόσφατη Γαλλο-Ελληνική επικοινωνία―, οποιαδήποτε διόρθωσις επιχειρηθεί της ανισορροπίας δυνάμεων, θα χρειασθεί ―ή μάλλον, εις πλέον ρεαλιστική, υποθετική διατύπωση, θα εχρειάζετο―, διάστημα διετίας τουλάχιστον και δημοσιονομική γενναιότητα, φθάνουσα τα όρια του ηρωϊσμού.
Αν η πρόθεσις επανεξοπλισμού της χώρας είναι σοβαρά, θα εχρειάζετο, αν μη τι άλλο, η επάνοδος στις μνημονιακές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις τις οποίες η προηγούμενη Κυβέρνησις επέτυχε όχι, μόνον, ατιμωρητί να εγκαταλείψει, αλλά και να επιβάλει και στους διαδόχους της να μην τηρούν.
Τα σωρευόμενα ποσά των τακτικών, από 3ετίας και πλέον, εποχιακών φιλοδωρημάτων ―«δοσίματα» κατά την ηρωική γλώσσα αρματολών τε και κλεφτών, τα ήθη των οποίων πάντοτε ετηρήσαμε―, «για τους πιο αδύναμους», θα είχαν ήδη αρκέσει να καλύψουν σημαντικά κενά του εξοπλισμού της χώρας. Παρομοία δε, κάπως εγκαιροτέρα, δαπάνη υπέρ της Εθν. Αμύνης θα είχε, ίσως, πείσει και κάπως περισσοτέρους φίλους και αντιπάλους ότι είναι σοβαρά η πρόθεσις ενόπλου υποστηρίξεως όσων η Ελληνική πλευρά έχει δηλώσει ότι θεωρεί ως κυριαρχικά δικαιώματά της..
Το γε νυν έχον, ο χρόνος ο οποίος εναπομένει δεν αρκεί να αποτρέψει οποιαδήποτε αισθητή διόρθωση της ισορροπίας δυνάμεων, διότι τα Τουρκικά σεισμογραφικά πλοία πλέουν ήδη εντός υδάτων του Ανατολικού Αιγαίου υπερκείμενα υφαλοκρηπίδος την οποία η Ελληνική πλευρά θεωρεί ως Ελληνική.
Ο περίπλους του “Oruc Reis” υπερέβη τις 30 ώρες ο δε πλοίαρχός του, εις κλήσεις Ελληνικού πολεμικού πλοίου, να απομακρυνθεί, απήντησε ότι ευρίσκεται εντός της Τουρκικής ΑΟΖ. Η απάντησις αυτή δεν έχει, άλλοτε, δοθεί. Έως τώρα, τα Τουρκικά πλοία ερευνών δεν παρέτειναν τόσο την διάρκεια της διελεύσεώς τους και εις κλήσεις να αποχωρήσουν εκ μέρους Ελληνικών πολεμικών ―υπήρξαν λίγα σχετικά περιστατικά κατά την διάρκεια των τελευταίων τεσσάρων δεκαετιών―, απλώς, εκώφευσαν και δεν απήντησαν. Είναι προφανές, ότι ευρισκόμεθα προ Τουρκικής προειδοποιήσεως και συγχρόνως, πρώτης δοκιμής μεθοδεύσεως αιφνιδίας εντάσεως. Η εντός συντόμου χρονικού διαστήματος επάνοδος του “Oruc Reis”, υπό πολεμική, όμως, τότε συνοδεία, θα ήταν άφρον να μην θεωρηθεί ως η επικρατεστέρα των πιθανοτήτων.
Κατά τα άλλα, η ουσία των πραγμάτων παραμένει αμετάβλητη. Δεν έχει παραλλαγεί το δίλημμα: τι θα πράξει η Ελληνική πλευρά όταν τα Τουρκικά σεισμογραφικά πλοία αρχίσουν έρευνες επί οποιουδήποτε βυθού τον οποίον θεωρεί ότι εμπίπτει εντός της δικής της υφαλοκρηπίδος και γενικώς, Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης. Θα αποδεχθεί την είσπραξη ενός ακόμη τετελεσμένου, περιοριζομένη εις διαμαρτυρίες; Θα αποδεχθεί τους κινδύνους μείζονος πολεμικής αναφλέξεως και θα επιχειρήσει να παρεμποδίσει την προσέγγιση των σεισμογραφικών πλοίων και την έναρξη της δραστηριότητός τους;
Οι ναυτικοί γνωρίζουν ότι ελιγμοί παρεμποδίσεως του πλου των Τουρκικών σεισμογραφικών πλοίων και η ανταλλαγή εμβολισμών θα καταλήξουν, μετά βεβαιότητος, εις ανταλλαγή πυρών, όση αυτοσυγκράτησις και αν επιδειχθεί ―και θα επιδειχθεί―, από Ελληνικής πλευράς.
Δεν πρέπει να υποτιμάται ο υψηλός βαθμός αποδοχής πολεμικών κινδύνων, εκ μέρους του καθεστώτος της Αγκύρας, χάριν της επιτυχίας του ευρυτέρου γεωπολιτικού παιγνίου του ―συναφούς και της εσωτερικής σταθερότητός του.
Το έχομε κατά κόρον επισημάνει ότι μέσω της ταπεινώσεως της Ελλάδος η Άγκυρα επιδιώκει συνολικούς περιφερειακούς εκβιασμούς. την ταπείνωση ολοκλήρου της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, και την τελική εδραίωση της Τουρκίας ως της κυρίας περιφερειακής δυνάμεως. Οι Τουρκικοί υπολογισμοί είναι τολμηροί μεν, αλλά όχι και εξ ορισμού εσφαλμένοι.
Συνεπώς τι; Ευτυχώς, αρχισε πλέον να ακούγεται, σχεδόν ως κοινός τόπος πλέον, η αναφορά της Ελληνικής αναλήψεως πρωτοβουλίας προς την Χάγη. Είναι και αυτό πρόοδος. Προ λίγων μηνών ακόμη το άκουσμα του δισυλλάβου αυτού ονόματος και μόνον, έφθανε και επερίσσευε να ριφθεί, ο εκστομίσας, στην ειδική εκείνη θέση του κατωτάτου κύκλου της υπό Ελληνική διαχείριση κολάσεως ―αφ’ ού υπάρχει ειδικός «Θεός της Ελλάδος», μάλλον, υπάρχει και αντίστοιχη κόλασις― την οποία οι Νεοέλληνες πατριώται επιφυλάσσουν εις παντός είδους ενδοτικούς, μειοδότες, εξωνημένους και ξενοκινήτους συμπολίτες τους.
Ήδη το όνομα της Ολλανδικής πρωτευούσης παύει να είναι εκ προοιμίου εθνικώς επιλήψιμη λέξις. Το προφέρουν πλέον ―έστω βήχοντες και πνιγόμενοι― και πολιτικοί αμέμπτων περγαμηνών Τουρκοφαγίας και Μακεδονομαχίας. Η θέσις των Ελληνο-Τουρκικών διαφορών οριοθετήσεως θαλασσίων ζωνών υπό την κρίση του εκεί Διεθνούς Δικαστηρίου δεν κατακεραυνώνεται ―τουλάχιστον, όπως εσημειώσαμε όχι, εκ προοιμίου―, ως άσεμνη πρότασις. Τυπικώς, όλοι την συζητούν. Πώς όμως; Οι περισσότεροι το διευκρινίζουν: «όπως ακριβώς είχε δεχθεί την μετάβαση στην Χάγη ο Κωνσταντίνος Καραμανλής: αυστηρά και αποκλειστικά περιορισμένη επί της οριοθετήσεως της υφαλοκρηπίδος». Εδώ κάμουν μια παραχώρηση και δέχονται συζήτηση και της ΑΟΖ, η οποία προ 45ετίας ήταν άγνωστη έννοια.
«Προσοχή, όμως», προειδοποιούν ακόμη και μάλλον μετριοπαθείς πολιτικοί και του Συντηρητικού και του Κεντρώου, αλλά και του Αριστερού χώρου. «Τίποτε άλλο. Μακριά από την παγίδα του κειμένου του Helsinki που επέτρεπε στην Τουρκία όλα να τα θέσει και όλα να τα αναθεωρήσει». Ειδικώς δε επισημαίνουν ότι, δεν πρέπει να τεθεί υπό συζήτηση ούτε το δικαίωμα της Ελλάδος, να επεκτείνει, παντού, τα εθνικά χωρικά της ύδατα εις τα 12 ν.μ., ούτε τα 10 ν.μ. χώρου εθνικού εναερίου ελέγχου, ούτε η ζώνη των βραχονησίδων την οποία διεκδικεί η Τουρκία, ούτε ο εξοπλισμός των νήσων του Αν. Αιγαίου. «Θα καταρρεύσει (!) όποια Κυβέρνησις δεχθεί να συζητήσει οποιαδήποτε άλλα ζητήματα πέραν της ΑΟΖ και της υφαλοκρηπίδος»…
Σοβαρολογούν; Είναι λογικώς νοητή οποιαδήποτε συζήτησις οριοθετήσεως της ΑΟΖ/υφαλοκρηπίδος, χωρίς να έχει, προηγουμένως, προσδιορισθεί το εύρος των χωρικών υδάτων; Είναι λογικώς νοητή οποιαδήποτε συζήτησις του Διεθνούς Δικαστηρίου επί της οριοθετήσεως θαλασσίων ζωνών του Αιγαίου χωρίς οι Διεθνείς Δικασταί να αποφανθούν, προηγουμένως, επί της ορθότητος, αντιστοίχως, της Ελληνικής και της Τουρκικής ερμηνείας των κανόνων του Δικαίου της Θαλάσσης; Χωρίς δηλαδή, να έχουν αποφασίσει αν η διαμόρφωσις του θαλασσίου χώρου του Αιγαίου είναι πράγματι ιδιόμορφη ώστε να δικαιολογεί και να επιβάλλει ειδικές ρυθμίσεις, όπως υποστηρίζει η Τουρκική πλευρά― και έχει δεχθεί και η νομολογία του Διεθνούς Δικαστηρίου επί άλλων, παρομοίων διακρατικών διαφορών, εις διάφορες θαλάσσιες περιοχές του κόσμου.
Θα είναι, νοητικώς, σοβαρός ο όρος να παρακαμφθεί, εντός ενός παρομοίου θεματικού νομικού συνειρμού η συζήτησις της εκκεντρικής Ελληνικής εμμονής επί των 10 ν. μιλίων εναερίου χώρου ―4 δηλαδή, προσθέτων ν. μιλίων «αέρος», χωρίς βάση επί εθνικών χωρικών υδάτων; Ιδιορρυθμία την οποία ουδείς έχει ποτέ σεβασθεί, ούτε Δυτικός ούτε Παρευξείνιος;
Θα ήταν, άλλωστε, προς το συμφέρον της Ελληνικής πλευράς να μην τεθεί προς συζήτηση η Τουρκική διεκδίκησις της ζώνης των βραχονησίδων; Ο συντάκτης του παρόντος θα εδέχετο, μετά μεγίστου πατριωτικού ενθουσιασμού, το επιχείρημα ότι η Ελληνική κυριαρχία επί των Ιμίων και της λοιπής ζώνης νησίδων και βραχονησίδων, δεν τίθεται υπό αμφιβολία και δεν συζητείται, διότι και τα κείμενα των συνθηκών και Βορειο-Ατλαντικοί ναυτικοί χάρτες, ισχύσαντες από τα πρώτα μεταπολεμικά έτη, δεν αφήνουν περιθώρια αμφισβητήσεων.
Αλλά, καλώς ή κακώς, η Ελληνική πλευρά απεδέχθη, μετά την μοιραία εκείνη «νύκτα των Ιμίων», την de facto διακοπή της πεντηκονταετούς έως τότε ασκήσεως της κυριαρχίας της, είτε επί των Ιμίων είτε επί ομόρων νησίδων, των οποίων σήμερα, αποφεύγεται ―αλλά όχι, αμοιβαίως και από Τουρκικής πλευράς―, ακόμη και η προσέγγισις.
Εις επίμετρον, η Άγκυρα δεν ομιλεί πλέον, όπως προ δεκαπενταετίας περίπου, περί ζώνης αμφισβητουμένης, λόγω της ασαφείας των συμβατικών κειμένων, κυριαρχίας η οποία πρέπει να επαναπροσδιορισθεί, αλλά, περί Τουρκικού εδάφους.
Θα έπρεπε, λοιπόν, η Ελληνική πλευρά να επιθυμεί την αναφορά του ζητήματος αυτού, προς την Χάγη, ώστε να δικαιωθεί. Η Ελληνική θέσις είναι επ’ αυτού ισχυρά. Έπρεπε να είναι η Τουρκία εκείνη, η οποία αντιδρά ―όπως και πιθανότατα θα πράξει αν η Ελλάς προτείνει την συμπερίληψη του θέματος στην θεματική της προσφυγής στην Χάγη.
Ακόμη και ο εξοπλισμός των νήσων είναι επιδεκτικός συζητήσεως. Ο αφοπλισμός τους επιβάλλεται μεν από διεθνείς συνθήκες. Αλλά και η Τουρκική απειλή είναι, παρά ταύτα, πρόδηλη και προ αυτής, ορθώς έχουν εξοπλισθεί. Η Ελληνική θέσις επ’ αυτού είναι ισχυρά και επιδέχεται όχι, μόνον υποστήριξη προ του Διεθνούς Δικαστηρίου, αλλά και διαπραγματευτική Ελληνική πρωτοβουλία εις τα πλαίσια της Βορειο-Ατλαντικής Συμμαχίας.
Υπό ασφαλείς εγγυήσεις ο αφοπλισμός εδάφους συνιστά την πλέον λυσιτελή άμυνα του. Περισσότερα επ’ αυτού εις άλλη στιγμή. Αλλά, η Ελληνική πλευρά δεν πρέπει εξ υπαρχής, ως ένοχος, να αρνείται την συζήτηση του εξοπλισμού των νήσων.
Η Τουρκική πλευρά, παρά προσφάτους υπαινιγμούς δεκτικότητός της έναντι της Χάγης δεν επιθυμεί, κατά βάθος, την κοινή προσφυγή εκεί, ούτε και επί ευρείας θεματικής βάσεως. Δεν την επιθυμεί διότι, ακριβώς, ελπίζει να κερδίσει πολύ περισσότερα μέσω στρατιωτικών/πολεμικών εκβιασμών, όπως, εξ άλλου, έχει επιτύχει μέχρι στιγμής. Έχει, εν τούτοις, ανάγκη του προσχήματος της «Ελληνικής αδιαλλαξίας», η οποία θα θέτει εκτός συζητήσεως θέματα αυταποδείκτως υπαρκτά. Ας μην της προσφερθεί το πρόσχημα αυτό.
Δεν πρέπει να φοβούμεθα την Χάγη. Έμπειροι και ευπόληπτοι, κατά τεκμήριον θέσεως, διεθνολόγοι δικασταί στην υπηρεσία του ΟΗΕ θα κρίνουν. Δεν είναι όλοι «εκβιαζόμενοι» και «εξαγοραζόμενοι» και «υπηρέται σκοτεινών συμφερόντων»―όπως τους περιέλουαν οι γογγυσμοί του Πανελληνίου, όταν προ ετών (2012) είχαν δικαιώσει προσφυγή της τότε ΠΓΔΜ κατά της Ελλάδος.
Ας μην δίδομε την εντύπωση ότι κρίνομε εξ ιδίων τα αλλότρια, ή έστω, ότι στερούμεθα αυτοπεποιθήσεως επί όσων έχουμε προσδιορίσει ως «Ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα».
Όντως, «κινδυνεύουμε να χάσουμε» ωρισμένα τα οποία διεκδικήσαμε κατά μεγιστοποιημένη, υπέρ ημών, ερμηνεία διαφόρων, συμβατικών κειμένων. Αλλά, φευ, πολλά των «δικαιωμάτων», αυτών, είτε ουδέποτε ασκήσαμε, είτε διεκόψαμε την άσκησή τους ―π.χ., κατά τα προαναφερθέντα, επί των Ιμίων. Πρέπει, άρα να θέλομε την νομική κατοχύρωσή τους και την έμπρακτη επανάληψη της ασκήσεώς τους. Πώς, άλλως, θα επιτευχθεί αυτή, πλην δια διεθνών δικαστικών αποφάσεων, επί όλης της θεματικής των Ελληνο-Τουρκικών διαφορών επί του ενδιαμέσου θαλασσίου και νησιωτικού χώρου;
Θα επαναλάβωμε μία ακόμη φορά: επιβάλλεται επειγόντως η ανάληψις Ελληνικής Διπλωματικής πρωτοβουλίας προς κάθε κατεύθυνση ―προς την ΕΕ, την ΒΑτλαντική Συμμαχία, τα Η.Ε., προς την Άγκυρα και διμερώς προς βαρύνοντες Εταίρους, Συμμάχους και όμορα κράτη―, δια της οποίας θα ζητείται η επάνοδος στις αποφάσεις της Ευρωπαϊκής κορυφής του Ελσίνκι (1999). Δηλαδή, η δια κοινής ΕλληνοΤουρκικής προσφυγής θέσις των διαφορών μεταξύ των δύο χωρών υπό την κρίση των Διεθνών Δικαστών της Χάγης, υπό όρους συνυποσχετικού, αναλόγους προς την ελαστική και περιεκτική φρασεολογία των αποφάσεων του Ελσίνκι. Ενδεχομένως, απονεμομένης εις τα μέλη του Δικαστηρίου και της διακριτικής ευχερείας να επιλέγουν, εις τις περιπτώσεις αδυναμίας προσυμφωνίας των μερών, εκείνα τους εφαρμοστέους κανόνες της εκδικάσεως.
Η Ελληνική αποδοχή θέσεως προ του Δικαστηρίου όλων των διμερών διαφορών επί του ενδιαμέσου θαλασσίου και νησιωτικού χώρου, θα ενισχύσει και θα ενθαρρύνει τους φίλους εκείνους οι οποίοι θα ήσαν διατεθειμένοι να προσφέρουν έμπρακτη βοήθεια, εις περίπτωση αδιαλλάκτου Τουρκικής εμμονής εις μονομερείς ενέργειες.
Π.Κ.Μ.
Σημ. 1: Είναι κακίστη η ελληνική απόδοσις —«οικόπεδα»— του όρου plots όταν γίνεται αναφορά εις βυθούς θαλασσών. Πού θα είναι ο «οίκος» επί του βυθού; Αντί «οικόπεδα» θα μας επείραζε να ορίζονται ως «τεμάχια»; Ενοχλεί ο όρος «αγροτεμάχια» ο οποίος διεμορφώθη πριν ακόμη η γλωσσική παιδεία να καταλήξει εκεί όπου κατέληξε;