ΓΕΩΡΓΙΟΥ  ΣΑΒΒΑΪΔΗ

Πρέσβη επί τιμή

Εναρκτήρια ομιλία του “Τρίτου Κύκλου της Ρόδου”, των σεμιναρίων που συνδιοργανώνουν η Μονάδα Έρευνας για την Ευρωπαϊκή και Διεθνή Πολιτική του Τμήματος Μεσογειακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αιγαίου και η περιφέρεια Νοτίου Αιγαίου. Ρόδος 15 Νοεμβρίου, 2019

ΜΕΡΟΣ Α΄

Γενικά: Οι έννοιες, τα πρόσωπα, τα ζητήματα

Α) Οριοθέτηση του θέματος. Τι εννοούμε με τον όρο «ζητήματα εθνικού ενδιαφέροντος».

Ζητήματα εθνικού ενδιαφέροντος είναι εκείνα τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, τα οποία άπτονται ζωτικών δικαιωμάτων και συμφερόντων της χώρας στο πεδίο της κυριαρχίας, των κυριαρχικών δικαιωμάτων, της εδαφικής ακεραιότητος, της πολιτικής ανεξαρτησίας και της ευημερίας του λαού της.

Β) Υπόκεινται τα ζητήματα αυτά σε διαπραγμάτευση;
Εκ πρώτης όψεως όχι διότι τα εξ’ αυτών απορρέοντα δικαιώματα υφίστανται εξ’ υπαρχής (ab initio) όπως λέμε και αναγνωρίζονται ως τοιαύτα από το Διεθνές Δίκαιο. Όμως το ίδιο το Διεθνές Δίκαιο θέτει όρια και προϋποθέσεις, τόσο στην ύπαρξη όσο και στην άσκηση των δικαιωμάτων αυτών, εξ ού και προκύπτει η ανάγκη διαπραγματεύσεως σε διμερές, περιφερειακό, ή πολυμερές επίπεδο για την εξειδίκευση και οριοθέτησή τους. Παράδειγμα: Υφαλοκρηπίδα-ΑΟΖ.

Γ) Χαρακτήρας ζητημάτων αυτών:
α) Σύνθετος (ιστορικός, πολιτικός, στρατιωτικός, οικονομικός, γεωπολιτικός, κτλ),
β) Διαχρονικός,
γ) Πολιτικά βεβαρυμένος,
δ) Διαπερατικός και διαχεατικός, κατά ορθό ή στρεβλό τρόπο, σε ευρέα στρώματα της πνευματικής elite και της σκεπτόμενης κοινωνίας του τόπου,
ε) Επιδεκτικός να εμπλέξει τη χώρα σε εντάσεις και κρίσεις με αβέβαιη ή επικίνδυνη εξέλιξη και αποτελέσματα.

Δ) Χειριστές των ζητημάτων αυτών
Θεωρητικά είναι οι αρμόδιοι πολιτικοί ταγοί του τόπου και κατ’ εντολήν τους ανώτατοι διπλωματικοί παράγοντες συνεπικουρούμενοι από κατάλληλους ακαδημαϊκούς, νομικούς, στρατιωτικούς και άλλους εμπειρογνώμονες στον χώρο των γνώσεων και εμπειριών εκάστου. Βασικό προσόν όλων ο καλώς νοούμενος επαγγελματισμός και ειδικώς για τον επικεφαλής διπλωμάτη η μελέτη, εκτίμηση και ικανότητα συνολικής προσέγγισης των επί μέρους πτυχών των ζητημάτων της εκάστοτε διαπραγμάτευσης.

Ε) Εκτίμηση συνθηκών και διεθνούς περιβάλλοντος
Προετοιμασία και διαπραγμάτευση παρομοίων ζητημάτων δεν μπορεί και δεν πρέπει να γίνεται σε συνθήκες εργαστηρίου, αλλά με βαθειά και πλήρη εκτίμηση της εν γένει θέσεως της χώρας από εσωτερικής και εξωτερικής πλευράς, καθώς και του διεθνούς γεωπολιτικού περιβάλλοντος. Συχνότατα ανακύπτει ανάγκη επιλογών μεταξύ δεδηλωμένης αδυναμίας, απραξίας, επίδειξης ενός βαθμού κινητικότητος, έστω και επίπλαστης, ή τέλος διεξαγωγής μιας ουσιαστικής διαπραγμάτευσης με αβεβαιότητες και ρίσκα τελικής εκβάσεως και συνεπειών.

ΣΤ) Απαραίτητη η ύπαρξη και εκδήλωση πολιτικής βούλησης και υποστήριξης στο αντικείμενο της διαπραγμάτευσης
Η παράμετρος αυτή δεν συνιστά απλή τυπικότητα (formality), ή προαπαιτούμενο. Είναι η ουσία της όλης προσπάθειας. Πρέπει να είναι ειλικρινής, συνεχής και εκπεφρασμένη, τόσο στο εσωτερικό της χώρας και προς πάσα κατεύθυνση, όσο και προς την άλλη πλευρά της διαπραγματευτικής διελκυστίνδας.

Ζ) Απαραίτητη η ενημέρωση της κοινής γνώμης
Η έγκαιρη, συνεχής και συστηματική ενημέρωση της κοινής γνώμης αποτελεί επίσης αναγκαία προϋπόθεση για την επιτυχία του όλου δομήματος των διαπραγματεύσεων. Βεβαίως δεν νοείται διαπραγμάτευση μέσω μεγαφώνων ή δημόσιας ρητορικής. Επιδιωκτέα πάντοτε η εθνική ομοψυχία ή τουλάχιστον  συναντίληψη μεταξύ των πολιτικών φορέων του τόπου και η αποφυγή πολιτικής εκμετάλλευσης του τύπου «προδοσία, μειοδοσία, ξεπούλημα κ.τλ.». Τέλος επίγνωση του γεγονότος ότι πολιτική βούληση της ηγεσίας για διαπραγμάτευση ενός ζητήματος εθνικού ενδιαφέροντος και οι επικρατούσες αντιλήψεις της κοινής γνώμης επί του ιδίου θέματος, έχουν χαρακτήρα συγκοινωνούντων δοχείων, υπό τη μορφή αλληλοεπηρεασμού.

ΜΕΡΟΣ Β΄
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΑ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΕΩΝ ΕΠΙ ΖΗΤΗΜΑΤΩΝ ΕΘΝΙΚΟΥ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ

Η κατανόηση του τι σημαίνει διαπραγμάτευση επί ζητημάτων εθνικού ενδιαφέροντος θα ήταν ελλιπής και θεωρητική, εάν δεν συνοδευόταν από την παράθεση ορισμένων συγκεκριμένων παραδειγμάτων, που ανάγονται στην πρακτική εφαρμογή των όσων προαναφέραμε. Τα τρία παραδείγματα, στα οποία θα αναφερθώ συνοπτικά και όσο μου επιτρέπει ο χρόνος και ο χώρος, καλύπτουν διεξαχθείσες ή διεξαγόμενες διαπραγματεύσεις, με συμφωνία ή χωρίς συμφωνία με τρίτες χώρες, ή στο πλαίσιο διεθνών οργανισμών. Κοινό τους επίσης χαρακτηριστικό ο πολιτικοδιπλωματικός ή πολιτικο-στρατιωτικός τους χαρακτήρας. Αναφέρομαι συγκεκριμένα στις εξής ενδεικτικές περιπτώσεις, τις οποίες έχω χειρισθεί προσωπικά τα τελευταία 20-25 χρόνια.

α) Πρώτο παράδειγμα οι Διαπραγματεύσεις για την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών της Ελλάδας με τις όμορες χώρες (πλην Τουρκίας). Τα σχετικά ζητήματα υψηλής πολιτικής ανέκυψαν από το 1973 (Νοέμβριος), οπότε η Τουρκία αλλά και η Λιβύη προχώρησαν σε αυθαίρετες ενέργειες για την ανεύρεση υδρογονανθράκων στον Αιγαίο (Τουρκία) ή χονδροειδείς παραβιάσεις του Διεθνούς Δικαίου με το κλείσιμο κόλπων στην Μεσόγειο (Λιβύη). Οι ενέργειες αυτές συνέπεσαν χρονικά με την έναρξη των εργασιών (μετά προετοιμασία ετών) της ΙΙΙ Διασκέψεως του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θαλάσσης, η οποία εννέα χρόνια αργότερα (1982), ολοκλήρωσε τις εργασίες της με την υιοθέτηση του νέου Δικαίου της Θαλάσσης στο Montego Bay της Ιαμαϊκής. Το προϊόν της Διάσκεψης αυτής είναι η ισχύουσα σήμερα Διεθνής Σύμβαση του Δικαίου της Θαλάσσης, η οποία έχει γίνει δεκτή από την συντριπτική πλειοψηφία των κρατών της γης, αλλά αποτυπώνει εν πολλοίς και εθιμικό δίκαιο, που είναι δεσμευτικό για όλα ανεξαιρέτως τα κράτη υπογραφείς και μη.

Η χώρα μας από πολύ ενωρίς αντελήφθη την σημασία των εξελίξεων που σηματοδοτούν στην ουσία την χάραξη συνόρων (ορίων) στην θάλασσα και θέτουν όρους, προϋποθέσεις και περιορισμούς στην εθνική κυριαρχία και στις εθνικές διεκδικήσεις. Εν προκειμένω διεξήγαγε δύο αρχικούς γύρους διαπραγματεύσεων με την Αίγυπτο (1974 και 1975), χωρίς κανένα όμως αποτέλεσμα πέραν της ανταλλαγής απόψεων. Διεξήγαγε όμως και επιτυχείς διαπραγματεύσεις και συνήψε συμφωνία για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδος με την Ιταλία (1977), η οποία κυρώθηκε το επόμενο έτος (1978). Η συγκεκριμένη συμφωνία είναι η μόνη εν ισχύϊ συμφωνία της χώρας μας με όμορο χώρα αλλά καλύπτει, όπως προελέχθη μόνο μια θαλάσσια ζώνη, εκείνη της υφαλοκρηπίδος.

Έκτοτε μεσολάβησε μακρά περίοδος απραξίας, αναφέρομαι αποκλειστικά στο διμερές, δηλ. στο γειτονικό μας πεδίο, γιατί στο πολυμερές δηλ. στο διεθνές, οι εξελίξεις τόσο στο δικαιϊκό όσο και στο νομολογιακό υπήρξαν σημαντικές. Κυριώτερη εξ αυτών η θέση σε ισχύ της προαναφερθείσης Συμβάσεως του Δικαίου της Θαλάσσης (Montego Bay) που αποτελεί το ισχύον σήμερα Δίκαιο και την οποία η Ελλάς κύρωσε με νόμο το 1995 (Ν. 2321/1995 ΦΕΚ 136 Α 23-6-1995). Η εθνική δήλωση της χώρας μας που συνόδευσε την εν λόγω κύρωση και η οποία κατατέθηκε στην Γραμματεία του ΟΗΕ στη Ν. Υόρκη, κατά τα προβλεπόμενα, προκάλεσε την γνωστή απόφαση της Τουρκικής Εθνοσυνελεύσεως περί casus belli (κατά κατάφωρη παραβίαση του Χάρτου του ΟΗΕ), σε περίπτωση επεκτάσεως των ελληνικών χωρικών υδάτων, απόφαση που ευρίσκεται ακόμη σε ισχύ.

Άξιο επισημάνσεως ότι κατά την εν λόγω περίοδο διαρκείας περίπου τριάντα (30) ετών (1977-2006) και παρά την σχετική διμερή απραξία οι ελληνοτουρκικές κρίσεις διεδέχοντο η μια την άλλη. Αποφεύγω συγκεκριμένες αναφορές για λόγους συντομίας.

Από το 2006 και εφεξής, κατόπιν εισήγησης του υποφαινομένου, ο οποίος ανέλαβε και την ευθύνη των σχετικών διαπραγματεύσεων, η τότε πολιτική ηγεσία του ΥΠΕΞ (Υπουργός Ντ. Μπακογιάννη) κατενόησε και υιοθέτησε την επείγουσα ανάγκη, όπως η χώρα θέσει ψηλά στις προτεραιότητες της εξωτερικής πολιτικής, ως στρατηγικό δηλαδή στόχο, την σύναψη διμερών συμφωνιών οριοθετήσεως όλων των θαλασσίων ζωνών της, με τις όμορες χώρες, δηλαδή με την Αλβανία, την Λιβύη και την Αίγυπτο.

Με άλλα λόγια επιδίωξη σύναψης διμερών συμφωνιών, με βάση το ισχύον Δίκαιο της Θαλάσσης, με μοχλό τη διπλωματία και την διαπραγμάτευση και όχι μονομερείς ενέργειες με βάση την ωμή ισχύ και την αυθαιρεσία. Την διεξαγωγή όλων αυτών των διαπραγματεύσεων ανέλαβα ή επέβλεψα προσωπικά με την συμμετοχή εκλεκτών στελεχών, του ΥΠΕΞ και του ΥΠΕΘΑ. Η προετοιμασία όλων των διαπραγματεύσεων απήτησε ικανό χρόνο, κατά περίπτωση, τα δε αποτελέσματά τους μπορούν να χαρακτηρισθούν ως μεικτά δηλαδή συγκεκριμένα, ενθαρρυντικά σε ορισμένες περιπτώσεις αλλά και μη ενθαρρυντικά ως ετεροπροσδιοριζόμενα σε άλλες. Κοινό χαρακτηριστικό όλων, ασχέτως αποτελέσματος, ο αλληλοεπηρεασμός, πράγμα που ασφαλώς αποδεικνύει ότι οι εν λόγω διαπραγματεύσεις πρέπει να εντάσσονται σε μια ενιαία στρατηγική και όχι σε μεμονωμένες προσπάθειες και πρωτοβουλίες. Ειδικότερα:

Πρώτον με την Αλβανία: Μετά διαπραγμάτευση δυόμιση ετών μονογραφήθηκε στα Τίρανα (Μάρτιος 2009) από τους επικεφαλής των δύο Αντιπροσωπειών, δηλ. τον ομιλούντα και τον Γεν. Γραμματέα του Αλβανικού ΥΠΕΞ συμφωνία-μοντέλο, οριοθετήσεως της υφαλοκρηπίδος και όλων των θαλασσίων ζωνών που οι δύο χώρες δικαιούνται βάσει του Διεθνούς Δικαίου. Η επίσημη υπογραφή έγινε τον επόμενο μήνα στα Τίρανα από τους Υπουργούς Εξωτερικών των δύο χωρών, παρουσία των δύο πρωθυπουργών.
Πρόκειται περί Συμφωνίας που καθιερώνει ένα συγκεκριμένο όριο, το οποίο ονομάζεται όριο πολλαπλών χρήσεων, δηλ. που καλύπτει όλες τις θαλάσσιες ζώνες, με κλειστούς όλους τους επονομαζόμενους νομικούς κόλπους και με βάση την μέση γραμμή ίσης αποστάσεως. Αναγνωρίζει επίσης πλήρη δικαιώματα σε όλες τις νήσους και νησίδες, χωρίς εξαιρέσεις παρεκκλίσεις και περιορισμούς.
Η Συμφωνία αυτή δεν έχει κυρωθεί από τις δύο χώρες με αποκλειστική υπαίτια της εμπλοκής την αλβανική πλευρά η οποία, με απόφαση του Συνταγματικού της Δικαστηρίου, την κήρυξε το επόμενο έτος (2010) ως αντικείμενη στο Σύνταγμα της χώρας. Στην ουσία πρόκειται περί πολιτικών ελιγμών και προφάσεων, για ανύπαρκτους λόγους ουσίας, αλλά πιθανότατα κατόπιν τουρκικών ή και τσάμικων εσωτερικών μεθοδεύσεων, και με στόχο την βλάβη των ελληνοαλβανικών σχέσεων, με την προσθήκη μιας μεγάλης εκκρεμότητος σε ένα εξαιρετικά ευαίσθητο πεδίο.
Σήμερα, δέκα χρόνια μετά την υπογραφή της, επιβάλλεται η άμεση κύρωση της εν λόγω Συμφωνίας από την Ελλάδα, χωρίς περαιτέρω καθυστέρηση, λαμβανομένου υπόψιν ότι η Αλβανία, η οποία είναι πλέον πλήρες μέλος του ΝΑΤΟ, προσπαθεί τώρα να επιτύχει απόφαση της Ε.Ε. για την έναρξη ενταξιακών της διαπραγματεύσεων. Η χώρα όμως μαστίζεται από διαφθορά, υπολειτουργία των θεσμών και βαθειές πολιτικές διαιρέσεις. Καθόσον αφορά στην ίδια την Συμφωνία, τυχόν παρεμβάσεις ελάσσονος σημασίας, εάν και εφόσον απαιτηθούν, μπορούν να γίνουν ευχερώς στο μέλλον, εφόσον όμως και οι δυο πλευρές δεχθούν ότι δεν θα υπάρξει νέα διαπραγμάτευση αλλά εφαρμογή της υπογραφείσης συμφωνίας.

Δεύτερον με την Λιβύη: Οι δυσκολίες διαπραγμάτευσης με την χώρα αυτή προκύπτουν από το γεγονός ότι έχει μεν υπογράψει την Σύμβαση του Δικαίου της Θαλάσσης αλλά αποφεύγει με διάφορα προσχήματα να την κυρώσει. Επί πλέον έχει κλείσει παράνομα και αυθαίρετα από τον Νοέμβριο 1973 τον Κόλπο της Σύρτης, με απαράδεκτες επιπτώσεις στην οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών της, τόσο με την Ελλάδα όσο και με την Ιταλία.
Καθόσον αφορά στις διαπραγματεύσεις με την Ελλάδα (2007-2011) διεφάνη, σε ικανό βαθμό, η συμπόρευση λιβυκών και τουρκικών θέσεων στην επιδίωξη εξαιρέσεων αναγνωρίσεως πλήρων δικαιωμάτων στις θαλάσσιες ζώνες ορισμένων ελληνικών νήσων στο Ν. Ιόνιο και νοτίως της Κρήτης. Ενδεχόμενο αντάλλαγμα για την λιβυκή αυτή επιδίωξη θα ήταν η εγκατάλειψη του εντελώς παράνομου κλεισίματος του Κόλπου της Σύρτης. Την σχετική αυτή και έμμεση (αλλά ανεπιβεβαίωτη) λιβυκή πρόταση απέρριψα προσωπικά ως προσπάθεια ανταλλαγής παρανόμων αξιώσεων με νόμιμα δικαιώματα και βεβαίως με δημιουργία προηγουμένου σε άλλους χώρους ελληνικού ενδιαφέροντος.
Τέλος ας σημειωθεί ότι μετά την ανατροπή Καντάφι η Λιβύη έχει βυθισθεί σε αναρχία και εμφύλιες συρράξεις, πράγμα που αποκλείει οποιαδήποτε σοβαρή διμερή διαπραγμάτευση. Είναι όμως αξιοσημείωτο αλλά και άκρως ανησυχητικό ότι, ενώ συμβαίνουν όλα αυτά, η Τουρκία επιδιώκει να δημιουργήσει σφήνα διμερούς συμφωνίας οριοθετήσεως θαλασσίων ζωνών της με την Λιβύη, κατά πλήρη παραγνώριση των ελληνικών δικαιωμάτων επί των θαλασσίων ζωνών της Ρόδου, Καρπάθου και Κρήτης. Εν προκειμένω απαιτείται όχι μόνο ελληνική εγρήγορση αλλά και κινητοποίηση του διεθνούς παράγοντος ευρωπαϊκού και βεβαίως αμερικανικού με δεδομένα τα γεωπολιτικά συμφέροντα αμφοτέρων στην Κεντρική Μεσόγειο.

Τρίτον με την Αίγυπτο: Η Αίγυπτος, χώρα που έχει κυρώσει την Σύμβαση του Δικαίου Θαλάσσης, πρέπει να οριοθετήσει τις θαλάσσιες ζώνες της, τόσο με την Κύπρο (που έχει ήδη πράξει), όσο και με την Ελλάδα. Με την Τουρκία η Αίγυπτος μπορεί να οριοθετήσει θαλάσσιες ζώνες (υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ), μόνο στην περίπτωση που δεν αναγνωρισθούν πλήρη δικαιώματα (επήρεια), του συγκροτήματος του Καστελλορίζου στις θαλάσσιες ζώνες που το ίδιο δικαιούται. Με την Αίγυπτο έχουμε διεξαγάγει αλλεπάλληλους κύκλους διαπραγματεύσεων επί σειρά ετών. Υπάρχει πολιτική βούληση αμφοτέρωθεν αλλά και αιγυπτιακή αμφιθυμία να προέλθουν σε διμερή συμφωνία με την Ελλάδα ενόσω η χώρα μας ευρίσκεται σε καθεστώς διαμετρικής διαφωνίας με τις τουρκικές στοχεύσεις και μεθοδεύσεις τόσο στο Αιγαίο, όσο και στην Ανατ. Μεσόγειο. Και αρχικώς μεν οι αιγυπτιακοί δισταγμοί ενετοπίζοντο περί τα δικαιώματα του συμπλέγματος Καστελλορίζου, βαθμηδόν όμως επεκτάθηκαν και προς άλλες κατευθύνσεις τόσο ΝΑ αυτού όσο και ΝΔ.

Οι κακές σχέσεις της Αιγύπτου με την Τουρκία, ενόσω διεξάγονται διαπραγματεύσεις οριοθετήσεως με την Ελλάδα, δεν φαίνεται να ωθούν την χώρα αυτή σε μια συμφωνία με την πλευρά μας, ιδίως όσο εντείνεται η αστάθεια στον ευρύτερο γεωπολιτικό χώρο που προκαλείται από την επιθετική στάση και την ρητορική της Τουρκίας, η οποία, χωρίς να διαπραγματεύεται με κανέναν, διακηρύσσει urbi et orbi, ότι καμμία συμφωνία οριοθετήσεως ή εκμεταλλεύσεως δεν θα έχει μέλλον στην περιοχή χωρίς να συμμετέχει η ίδια.

Τα τριμερή σχήματα συνεργασιών που δημιούργησε και η Ελλάδα στην περιοχή έχουν την σχετική αξία τους, αλλά μέχρι ενός σημείου. Σήμερα φαντάζει δύσκολο να υπερβούν συνεργασίες για μεταφορές ενέργειας (δηλ. φυσικού αερίου) προς δυσμάς, μέσω υποθαλασσίων αγωγών ή άλλων τρόπων, και να καταλήξουν μέσω διαπραγματεύσεων σε διακρατικές συμφωνίες οριοθετήσεως θαλασσίων ζωνών, όπερ και το ζητούμενο. Η ύπαρξη μακροχρόνιων αλύτων προβλημάτων στα οποία προστέθηκαν οι ανταγωνισμοί μεγάλων χωρών στην περιοχή, εξαιτίας ενεργειακών και άλλων γεωπολιτικών στοχεύσεων, καθιστά την κατάσταση εξαιρετικά περίπλοκη, ασταθή και εν δυνάμει επικίνδυνη.

Επιτυχής ελληνική διαπραγμάτευση θα ήταν νοητή εν προκειμένω μόνο με επαύξηση του ειδικού βάρους της χώρας εκ γεωπολιτικών λόγων, που να μην εκπηγάζουν, ούτε να περιορίζονται στην επίμαχη περιοχή της Ανατ. Μεσογείου, αλλά να υποστηρίζουν την διαπραγματευτική θέση της χώρας μέσω συμμαχιών και κοινών συμφερόντων.

β) Δεύτερο παράδειγμα διαπραγματεύσεων επί ζητημάτων εθνικού ενδιαφέροντος αποτελούν οι κατά καιρούς ελληνοαμερικανικές συμφωνίες αμυντικής συνεργασίας. Οι εν λόγω συμφωνίες προβλέπουν και ορίζουν το καθεστώς και τους όρους λειτουργίας των βάσεων και των άλλων παρομοίων ευκολιών, που παρέχει η χώρα μας στις ΗΠΑ, μέσω ενός ευρέος πλέγματος διμερών ρυθμίσεων (συμφωνιών) των δύο χωρών, η πρώτη των οποίων υπεγράφη το 1953.
Εκ παραλλήλου με το ευρύ πλέγμα συμφωνιών που προαναφέραμε, υπήρχε διαχρονικά και παρόμοιο πλέγμα συμφωνιών, που ρύθμιζε το καθεστώς του προσωπικού των εν λόγω βάσεων και ευκολιών, με διατάξεις και ρυθμίσεις συνήθως διαφοροποιημένες από εκείνες που ίσχυαν και ισχύουν για το στρατιωτικό προσωπικό των χωρών-μελών του ΝΑΤΟ που βρίσκεται κατά καιρούς στην Ελλάδα. Το τελευταίο υπάγεται στις γνωστές συμφωνίες SOFA (Status of Forces Agreements).
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 και ιδίως μετά την υπογραφή της τελευταίας και ακόμη και σήμερα ισχυούσης συμφωνίας αμυντικής συνεργασίας των δύο χωρών, είχε διαπιστωθεί η ανάγκη συνάψεως μιας ενιαίας και συνεκτικής συμφωνίας για το καθεστώς του στρατιωτικού προσωπικού των ΗΠΑ που υπηρετούσε στην Ελλάδα.
Οι διαπραγματεύσεις επί του ζητήματος συνάψεως μιας παρόμοιας συμφωνίας διεξήγοντο επί μια δεκαετία περίπου, όταν ανέλαβα Γεν. Γραμματεύς του ΥΠΕΞ τον Απρίλιο του 2000. Πολύ σύντομα και με μεγάλη ικανοποίηση πληροφορήθηκα ότι οι δύο Αντιπροσωπείες κατέληξαν σε συμφωνία, την οποία και μονόγραψαν υπό τον όρο εγκρίσεως των προϊσταμένων τους Αρχών, αυτό που ονομάζουμε στην διπλωματική γλώσσα ad referendum (εν συντομία ad ref).
Η ικανοποίησή μου όμως αποδείχθηκε μάλλον προσωρινή δεδομένου ότι το Αμερικανικό Πεντάγωνο, στο οποίο υποβλήθηκε το κείμενο της μονογραφηθείσης συμφωνίας, την απέρριψε ζητώντας τροποποιήσεις επί σειράς όρων της. Η ελληνική πλευρά τουναντίον την εδέχθη ως είχε. Δημιουργήθηκε συνεπώς σοβαρό θέμα από τις νεώτερες αμερικανικές απαιτήσεις που επέβαλλε επαναδιαπραγμάτευση, τυπικά μεν όσων σημείων ζητούσαν οι ΗΠΑ, ουσιαστικά όμως του συνόλου της συμφωνίας, διότι ανατροπή του μέρους, εσήμαινε ανατροπή της ισορροπίας του συνόλου.
Ετέθη θέμα περί του πρακτέου. Συμβουλεύθηκα τον επικεφαλής Έλληνα διαπραγματευτή, εάν πρώτον η ελληνική αντιπροσωπεία, μετά δεκαετή διαπραγμάτευση έκρινε τις νεώτερες αμερικανικές απαιτήσεις ως δυνάμενες να γίνουν δεκτές από ελληνικής πλευράς και δεύτερον εάν και η πλευρά μας σκόπευε να ζητήσει άλλες τροποποιήσεις επί του κειμένου, το οποίο ούτως ή άλλως ανοιγόταν για περαιτέρω διαπραγμάτευση. Η απάντησή του ήταν καταφατική επί του πρώτου και αρνητική επί του δευτέρου ερωτήματος.
Τον ερώτησα στη συνέχεια εάν ποτέ, κατά την διάρκεια όλων αυτών των ετών της αέναης διαπραγμάτευσης, η πλευρά μας ζήτησε αμοιβαιότητα για όσα συμφωνούσε με την αμερικανική, δηλ. για το καθεστώς του στρατιωτικού προσωπικού της στην Ελλάδα. Μου απάντησε αρνητικά με ένα χαμόγελο που εκινείτο μεταξύ απορίας και ειρωνείας.
Του έδωσα κατόπιν αυτού σαφείς οδηγίες, όπως η πλευρά μας απαιτήσει από την αμερικανική πλευρά αμοιβαιότητα για όσα συμφώνησε ή θα συμφωνούσε στο νέο κείμενο. Του πρόσθεσα ότι βεβαίως η Ελλάδα ούτε είχε ούτε ποτέ σκόπευε να εγκαταστήσει στρατιωτικές βάσεις στις ΗΠΑ. Όμως η χώρα μας έχει μονίμως στις ΗΠΑ ένα αριθμό αξιωματικών της (υπολογίζονται σε περ. 150-200), οι οποίοι φοιτούν σε αμερικανικά Παν/μια ή στρατιωτικές σχολές μετεκπαιδεύσεως και οι οποίοι θα καλύπτονται από την αμοιβαιότητα. Ο αριθμός τους αυξάνει όταν η χώρα μας παραλαμβάνει αμερικανικά οπλικά συστήματα και αποστέλλει αριθμό στρατιωτικών  της στις ΗΠΑ για την επί τόπου εκπαίδευση και παραλαβή τους.
Τέλος του επισήμανα ότι φυσικά υπάρχει μεγάλη δυσαναλογία στην αμοιβαιότητα, αλλά η έννοια της είναι και πολιτική, διότι για πρώτη φορά στην ιστορία των Ε/Α αμυντικών σχέσεων οι ΗΠΑ θα κληθούν να δώσουν και πολιτικό αντάλλαγμα για όσα ζητούν από την Ελλάδα στον χώρο της προστασίας του προσωπικού τους.
Τα ανωτέρω ενισχύθησαν από το γεγονός, ότι σε τουλάχιστον δύο περιπτώσεις οι ΗΠΑ είχαν ήδη δεχθεί αμοιβαιότητα σε παρόμοιες περιπτώσεις με τρίτες χώρες.
Σημειώνω ότι τελικά οι ΗΠΑ, μετά την επανέναρξη των διαπραγματεύσεων, και μετά από διαμαρτυρίες τους ότι είναι απαράδεκτη η ελληνική αξίωση για αμοιβαιότητα, για πρώτη φορά μετά από τόσα χρόνια Ε/Α αμυντικής συνεργασίας, έστερξαν να δεχθούν, διότι προφανώς ενδιεφέροντο να κλείσει η υπόψη γενική και περιεκτική συμφωνία, τον όρο της αμοιβαιότητος. Προηγήθηκε μάλιστα και προσπάθειά τους, προφανώς για πολιτικούς λόγους, να εισαχθεί ο όρος της αμοιβαιότητος όχι στο κείμενο της συμφωνίας αλλά σε ανταλλαγή επιστολών, πρόταση του τότε Πρέσβεώς τους Ν. Burns, την οποία απέρριψα προσωπικώς.
Τελικώς η Συμφωνία Comprehensive Technical Agreement (CTA) υπεγράφη το 2001 από τους δύο Υπουργούς Εξωτερικών (Γ. Παπανδρέου-C.Powell) στο περιθώριο της Συνόδου των Υπουργών Εξωτερικών του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες και χωρίζεται σε δύο μέρη. Part A για το Αμερικανικό Στρατιωτικό προσωπικό στην Ελλάδα και Part B για το Ελληνικό Στρατιωτικό Προσωπικό στις ΗΠΑ. Η Συμφωνία απαιτούσε και κύρωση από την Ελληνική Βουλή που έγινε με τον Νόμο 3108/2003 ΦΕΚ 32 Α 10-2-2003. Στις ΗΠΑ δεν απαιτείται παρόμοια κυρωτική διαδικασία διότι πλην των Διεθνών Συνθηκών που απαιτούν υπερψήφιση από τα 2/3 των μελών της Γερουσίας, όλες οι άλλες διεθνείς συμφωνίες που συνάπτει το Αμερικανικό κράτος, χαρακτηρίζονται ως Εxecutive Agreements και δεν χρήζουν κυρώσεως. Εννοείται ότι η εν λόγω Συμφωνία βρίσκεται σήμερα σε ισχύ.

γ) Τρίτο παράδειγμα διαπραγματεύσεων επί ζητημάτων εθνικού ενδιαφέροντος, αποτελούν τα δύο Στρατηγεία του ΝΑΤΟ που το 1999 εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα. Στις σχετικές διεργασίες, διαπραγματεύσεις και αποφάσεις ενεπλάκην ενεργά ως Μον. Αντιπρόσωπος της χώρας μας στο ΝΑΤΟ κατά τα έτη 1996-2000.
Για την κατανόηση του θέματος θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας τα ακόλουθα:
-Η εγκατάσταση ενός νατοϊκού στρατηγείου σε χώρα-μέλος του ΝΑΤΟ συνιστά αναγνώριση της γεωπολιτικής και γεωστρατηγικής σημασίας της συγκεκριμένης χώρας για την Βορειατλαντική Συμμαχία.
-Όταν η Ελλάς και η Τουρκία εντάχθηκαν στο ΝΑΤΟ το 1952 εγκαταστάθηκαν δύο συμμαχικά στρατηγεία στην Τουρκία (Σμύρνη), χερσαίο και αεροπορικό με Αμερικανούς Διοικητές, ένα στην Άγκυρα, ναυτικό, με Τούρκο Διοικητή τον εκάστοτε Αρχηγό του τουρκικού ΓΕΝ σε διπλό ρόλο (εθνικό και νατοϊκό) και ένα στην Ελλάδα (Αθήνα) ναυτικό, με Έλληνα Διοικητή, τον εκάστοτε Αρχηγό ΓΕΝ σε διπλό ρόλο (εθνικό και νατοϊκό). Τα εν λόγω στρατηγεία ήσαν τετάρτου επιπέδου, δηλ. υποτεταγμένα σε τρεις ανώτερες νατοϊκές κλίμακες διοικήσεων.
-Η κατάσταση αυτή διετηρήθη μέχρι το έτος 1974, οπότε η Ελλάς απεχώρησε από την ενοποιημένη δομή στρατιωτικής διοικήσεως της Συμμαχίας (Integrated Military Command Structure), το λεγόμενο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ λόγω των γεγονότων της Κύπρου. Είχε προηγηθεί δύο φορές, η προσωρινή απόσυρση των Ελλήνων επιτελών από τα Στρατηγεία της Σμύρνης, λόγω των εις βάρος τους επεισοδίων εκ μέρους του τουρκικού όχλου σε περιόδους εκτραχύνσεως των Ε/Τ σχέσεων.
-Η ελληνική αποχώρηση από το λεγόμενο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ διήρκεσε μέχρι το 1980. Κατά την περίοδο αυτή οι Αμερικανοί Διοικητές απεχώρησαν από τα Στρατηγεία της Σμύρνης και τις θέσεις τους κατέλαβαν Τούρκοι.
-Η Συμφωνία επανεντάξεως της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ του 1980, εν πολλοίς ελλειμματική, ασαφής και με αμφισβητούμενους όρους προέβλεπε, παρά ταύτα, την εγκατάσταση δύο νατοϊκών στρατηγείων στην Ελλάδα (Λάρισα) ενός χερσαίου και ενός αεροπορικού με Έλληνες Διοικητές (προφανώς σε αντιστάθμισμα της αναλήψεως της διοικήσεως των δύο στρατηγείων της Σμύρνης από Τούρκους). Η ίδρυση όμως των στρατηγείων αυτών δεν υλοποιήθηκε διότι η τότε Ελληνική Κυβέρνηση αρνήθηκε την εγκατάσταση και λειτουργία τους στη χώρα, πριν τα στρατηγεία αυτά αποκτήσουν περιοχή επιχειρησιακής ευθύνης (ιδιαίτερα το αεροπορικό).
-Η όλη δεκαετία του 1980 χαρακτηρίσθηκε από αντινατοϊκές, αντιευρωπαϊκές και αντιαμερικανικές ρητορείες. Όμως η κατάσταση αυτή δεν εμπόδισε το ΝΑΤΟ να σχεδιάζει και να διεξάγει ασκήσεις στον χώρο ζωτικού ελληνικού ενδιαφέροντος (Αιγαίο), πάντοτε με τουρκική συμμετοχή, υπό την διοίκηση υπερκειμένων νατοϊκών διοικητών (συνήθως από την Νεάπολη της Ιταλίας). Ο κανόνας σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις αυτές ήταν, η μη συμμετοχή των ελληνικών Ε.Δ. στις εν λόγω ασκήσεις. Επί πλέον υπήρξαν και περιπτώσεις όπου στην διάρκεια παρομοίων ασκήσεων, εκλείσθησαν και νατοϊκές ευκολίες επί ελληνικού εδάφους (π.χ. Σούδα) γεγονός που προκάλεσε έντονες διαμαρτυρίες από ορισμένες συμμαχικές χώρες.
Οι επιπτώσεις από τις καταστάσεις αυτές γίνονται εύκολα αντιληπτές στον γεωστρατηγικό χάρτη της περιοχής, με μια Ελλάδα απούσα και μια Τουρκία μονοπωλούσα τους νατοϊκούς ρόλους στην περιοχή.
-Το 1992 το ΝΑΤΟ αποφάσισε περιορισμένες αλλαγές στην δομή στρατιωτικής διοίκησης, κυριώτερη των οποίων ήταν η κατάργηση των ορίων επιχειρησιακής ευθύνης όλων των υφισταμένων στρατηγείων τετάρτου επιπέδου, δηλ. και της Σμύρνης, αλλά και των υπό ίδρυσιν, δηλ. της Λαρίσης. Παρά ταύτα, νατοϊκά στρατηγεία στην Ελλάδα δεν εγκαταστάθηκαν.
Οι συστηματικές εξελίξεις στο ζήτημα αυτό άρχισαν να διαμορφώνονται από τα επόμενα χρόνια, οπότε άρχισε η λεγόμενη μετεξέλιξη (adaptation) του ΝΑΤΟ, εξωτερική και εσωτερική, από αμυντική συμμαχία κλειστού τύπου βασιζόμενη στην συλλογική άμυνα έναντι εξωτερικής επιθέσεως, σε αμυντικό οργανισμό παγκόσμιας εμβέλειας με αντικείμενο, πλην της παραδοσιακής συλλογικής άμυνας, και την προσθήκη ρόλων παγκόσμιας και περιφερειακής ασφάλειας, την διατήρηση ή και την επιβολή της ειρήνης κ.τ.λ.
-Στο πλαίσιο των αποφάσεων για την εσωτερική μετεξέλιξη του ΝΑΤΟ αποφασίστηκε το 1997, η εισαγωγή νέας δομής στρατιωτικής διοίκησης, προσαρμοσμένης στα νέα δεδομένα διευρύνσεως της Συμμαχίας προς τις χώρες της Ανατ. Ευρώπης, πρώην μέλη του Συμφώνου της Βαρσοβίας, με περιορισμό των επιπέδων στρατιωτικής διοίκησης από τέσσερα σε τρία και με δραστική μείωση των στρατηγείων στο ένα τρίτο των υφισταμένων (δηλ. από 60 σε περ. 20).
-Είχε φθάσει η αποφασιστική στιγμή της διεκδικήσεως εκ μέρους της χώρας μας των υπεσχημένων από το 1980 και μη εγκατασταθέντων στρατηγείων επί ελληνικού εδάφους (Λάρισα). Η διαπραγμάτευση εντός Συμμαχίας διήρκεσε δύο σχεδόν χρόνια και έγινε σε επίπεδο πρώτα της Στρατιωτικής Επιτροπής και κατόπιν σε επίπεδο Βορειοατλαντικού Συμβουλίου, δηλ. σε επίπεδο Πρέσβεων/Μον. Αντιπροσώπων, που είχαν και την τελική ευθύνη. Η τυπική υιοθέτηση έγινε από το Συμβούλιο Κορυφής του ΝΑΤΟ που συνήλθε στην Wanshigton, τον Απρίλιο 1999, όπου το ΝΑΤΟ εόρταζε την 50η επέτειο της ιδρύσεώς του και ενώ εμαίνοντο οι βομβαρδισμοί της Σερβίας εξ αιτίας του ζητήματος του Κοσσόβου.
-Σε όλο αυτό το σκηνικό η χώρα μας, μετά σκληρή διαπραγμάτευση, εξασφάλισε δύο από τα είκοσι νατοϊκά στρατηγεία, ένα διακλαδικό στη Λάρισα (Τύρναβος) με βαρύνον στοιχείο τον στρατό ξηράς (Land Heavy) και ένα αεροπορικό (CAOC) στο Κουτσόχερο Λαρίσης. Με τις αποφάσεις αυτές ολοκληρωνόταν επιτέλους, μετά δέκα εννέα χρόνια, η εφαρμογή της Συμφωνίας Επανένταξης της χώρας μας στο στρατιωτικό σκέλος της Συμμαχίας.
Εν τούτοις οι αποφάσεις του 1999 έμελλε να είναι βραχύβιες. Συγκεκριμένα τέσσερα χρόνια αργότερα (2003), το ΝΑΤΟ αποφάσισε περαιτέρω αλλαγές στις Δομές Στρατιωτικών Διοικήσεών του, με δραστικότερες μειώσεις του αριθμού των στρατηγείων και με ολοσχερή κατάργηση του τρίτου επιπέδου αυτών. Καταργήθηκαν έτσι τα στρατηγεία της Τουρκίας, της Ελλάδος και άλλων χωρών που φιλοξενούσαν στρατηγεία του επιπέδου αυτού. Η νατοϊκή διοίκηση, σε μια προσπάθεια εξοικονόμησης πόρων, ανθρωπίνων και οικονομικών, προέβη σε περαιτέρω συμπτύξεις, μεταφέροντας αρμοδιότητες και διοικήσεις σε υψηλότερο επίπεδο, δηλ. το σύστημα κατέστη πολύ πιο συγκεντρωτικό.

Ειδικά για την Ελλάδα, εάν αυτό μπορεί να θεωρηθεί κίνηση παρηγοριάς, εγκρίθηκε η εγκατάσταση στην Σούδα νατοϊκού κέντρου ναυτικής αποτροπής εκπαιδευτικού κατ’ ουσίαν χαρακτήρος (όχι στρατηγείου), αλλά με αναγνώριση της αυξανόμενης σημασίας που έχουν για τον νατοϊκό σχεδιασμό, οι εξελίξεις στον νότιο τομέα της Συμμαχίας και ειδικά στην Μεσόγειο.
Θεωρώ σκόπιμο να κλείσω την ανάπτυξη του θέματος των διαπραγματεύσεων επί ζητημάτων εθνικού ενδιαφέροντος με μια τελική παρατήρηση. Τα σχετικά ζητήματα και οι προκλήσεις αντιμετώπισής τους υπήρχαν, υπάρχουν και θα ανακύπτουν και στο μέλλον. Η εξωτερική και η αμυντική πολιτική της χώρας μας θα χαράσσεται και θα εφαρμόζεται σχεδόν πάντοτε σε ένα ασταθές, δύσκολο και απρόβλεπτο περιβάλλον. Η Ελλάς χρειάζεται υψηλή στρατηγική στους τομείς αυτούς και πεπειραμένα και αφοσιωμένα στο εθνικό συμφέρον στελέχη για την επιτυχή προώθηση και εφαρμογή τους. Το γεγονός ότι η χώρα επανακάμπτει με φιλοδοξίες στο διεθνές γίγνεσθαι, μετά την πικρή δεκαετία της οικονομικής κρίσεως, επαυξάνει τις προκλήσεις και τις δυσκολίες αντιμετωπίσεώς τους.