Μιχάλη Ατταλίδη

Πρώην πρύτανη Πανεπιστημίου Λευκωσίας

 

*Ομιλία  στην τελετή για τα 20 χρόνια του Τμήματος Μεσογειακών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Αιγαίου. 20 Νοεμβρίου, 2019

Ευχαριστώ για την τιμητική σας πρόσκληση να είμαι παρών και να συμμετέχω σε αυτή τηνε ωραία γιορτή για τα 20 χρονια του Τμήματος Μεσογειακών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Αιγαίου.

Είναι χαρά μου να  μοιραστώ μαζί σας μερικές σκέψεις για  το Τμήμα, τις Μεσογειακές Σπουδές,  αλλά και για τον ρόλο του σύγχρονου πανεπιστημίου στην αντιμετώπιση των προκλήσεων του  πολύπλοκου κόσμου στον οποίο ζούμε,  και ιδιαίτερα όπως τον αντιμετωπίζουμε ως νησιώτικες κοινωνίες στην Ανατολική Μεσόγειο, όπως αυτές της Ρόδου και  της Κύπρου.

Η πρώτη μου επαφή με το Τμήμα έγινε τον Φεβρουάριο του 2014 με την ευκαιρία μιας άσκησης αξιολόγησης που διοργανώθηκε τότε από την ΑΔΙΠ, την Αρχή Διασφάλισης και  Πιστοποίησης της Ποιότητας στην Ανώτατη Εκπαίδευση. Η διαδικασία της αξιολόγησης  είναι από τις πιο κρίσιμες και πιο κεντρικές στην λειτουργία ενός  σύγχρονου πανεπιστημίου  και ενός σύγχρονου πανεπιστημιακού συστήματος. Και τα πανεπιστήμια διακρίνονται  από το γεγονός ότι ενθαρρύνουν την διαδικασία αυτή περισσότερο από άλλους οργανισμούς.

Εάν συγκρίνω  δυο θεσμούς στην  Κύπρο  που γνωρίζω καλά, δηλαδή την δημόσια υπηρεσία και τα πανεπιστήμια, η πρώτη διακρίνεται από την σχεδόν παντελή απουσία αξιολόγησης, ή κατ’ ακρίβεια την τυπική άνευ περιεχομένου αξιολόγηση, και αφετέρου έχουμε την συνεχή εξαντλητική και τεκμηριωμένη αξιολόγηση των πανεπιστημίων. Στα πανεπιστημιακά συστήματα η αξιολόγηση είναι συνήθως συνεχής, η τουλάχιστο επαναλαμβανόμενη, εμπλέκει  όλους τους μετέχοντες στην πανεπιστημιακή διαδικασία,  συμπεριλαμβανομένων των φοιτητών και της διοίκησης,  και είναι όσο το δυνατό πιο διεθνής.

Αν δεν κάνω λάθος, ο ελληνικός νόμος για την δημιουργία της διαδικασίας του ΑΔΙΠ προνοεί ότι η αξιολόγηση γίνεται από πανεπιστημιακούς που γνωρίζουν φυσικά την ελληνική γλώσσα, αλλά δεν προέρχονται  από πανεπιστήμια της Ελλάδας. Αντιλαμβάνεστε ότι μια τέτοια ρήτρα, ενθάρρυνε την συμμετοχή ενός αρκετά μεγάλου αριθμού Κυπρίων πανεπιστημιακών στη διαδικασία αξιολόγησης  πανεπιστημιακών προγραμμάτων την Ελλάδα. Γι’αυτό είχα την τιμή να προεδρεύσω μιας εξαιρετικά διακεκριμένης επιτροπής. Θα σας αναφέρων τα μέλη της διότι λόγω της διεπιστημονικότητας του Τμήματος Μεσογειακών σπουδών αποτελούσε και μια μεγάλου επιστημονικού εύρους και ενδιαφέροντος επιτροπή. Η καθηγήτρια Kim Sheldon ήταν τότε επίκουρος καθηγήτρια της Αρχαιολογίας σε ένα από τα πιο διακεκριμένα πανεπιστήμια στις ΗΠΑ, στο Berkeley, και ήταν υπεύθυνη σε μια από τις ανασκαφές στις Μυκήνες. Ο καθηγητής Matthias Keppler είναι καθηγητής Ασιατικών και Βορειοαφρικανικών σπουδών  στο πανεπιστήμιο της Βενετίας. O καθηγητής Brian Joseph είναι καθηγητής της γλωσσολογίας στο Ohio State University, και εγώ ήμουν τότε μέλος του Τμήματος Ευρωπαϊκών Σπουδών και Διεθνών Σχέσεων και Πρύτανης του Πανεπιστημίου Λευκωσίας.

Μια από τις διαπιστώσεις της Επιτροπής μετά την επίσκεψη της αναφέρεται στην ιδιαιτερότητα του προγράμματος Μεσογειακών   Σπουδών όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά παγκοσμίως. Η ιδιαιτερότητα έγκειται στο γεγονός της  εξειδίκευσης  στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου,  αντικείμενο που υλοποιείται και με την διδασκαλία των τριών γλωσσών της περιοχής πέραν της ελληνικής, δηλαδή της  αραβικής, της εβραϊκής και της τουρκικής, αλλά και με την μελέτη και έρευνα της αρχαίας και νεότερης ιστορίας, του αρχαίου πολιτισμού,  των οικονομικών και πολιτικών δομών των χωρών της Ανατολικής Μεσογείου, και την τελική εξειδίκευση των αποφοίτων σε μία από τις τρείς κατευθύνσεις,  την Αρχαιολογία, την Γλωσσολογία,  και τις Διεθνείς Σχέσεις και Οργανισμούς.

Στην έκθεση που υποβάλαμε διαπιστώσαμε ότι οι απόφοιτοι του Τμήματος συγκρίνονται, όσον αφορά στην κατεύθυνση της ειδίκευσης τους  με αποφοίτους στον ίδιο τομέα σε άλλα πανεπιστήμια, αλλά με το πρόσθετο πλεονέκτημα ότι οι σπουδές τους εμπλουτίστηκαν με την έμφαση στην γνώση της περιοχής και τη μελέτη τουλάχιστον μιας από τις γλώσσες της περιοχής. Επιτρέψετε μου  να σημειώσω  ότι για μένα τα προτερήματα της διεπιστημονικής προσέγγισης ήταν πολύ γνώριμα. Πέραν του ότι η διεπιστημονική προσέγγιση αποτελεί τομέα αιχμής στην σύγχρονη επιστημονική ζωή, είχα και ένα ιδιαίτερο προσωπικό λόγο να εκτιμώ την διεπιστημονική προσέγγιση, αφού η προσέγγιση αυτή χαρακτήριζε την πρώτη μου επαφή με την πανεπιστημιακή ζωή, όταν άρχισα της πτυχιακές μου σπουδές σε ένα πανεπιστήμιο με πολύ ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, της Σχολής του Λονδίνου των Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών, όπου η σπουδή κάθε κοινωνικής επιστήμης απαραίτητα συμπεριλάμβανε και βασικές γνώσεις  όλων των κοινωνικών σπουδών, όπως ιστορία, οικονομία, φιλοσοφία και ψυχολογία.

Είχαμε διαπιστώσει ως επιτροπή ότι το Τμήμα είχε, στη δική του διαδικασία ετοιμασίας για την επίσκεψη μας,  καταρτίσει  ένα καλομελετημένο Στρατηγικό Σχέδιο για τα επόμενα του βήματα, κάτι που διευκόλυνε το τότε συμπέρασμα μας  ότι «το Τμήμα είναι καλά προετοιμασμένο για να μπορέσει να εφαρμόσει τις αλλαγές και βελτιώσεις που εισηγούμαστε.» Σαν παράδειγμα αναφέρω ότι μια από τις εισηγήσεις της Επιτροπής Αξιολόγησης ήταν η εισαγωγή περισσότερων μεταπτυχιακών προγραμμάτων, και διαπιστώνεται ότι στο ένα μεταπτυχιακό πρόγραμμα που υπήρχε το 2014, έχουν σήμερα προστεθεί άλλα τρία.

Το Τμήμα από τότε ανελίσσεται σταθερά στις βάσεις που η Επιτροπή Αξιολόγησης από τότε διαπίστωσε ότι αποτελούσαν  χαρακτηριστικά του Τμήματος και είναι, τα ψηλά επίπεδα διδασκαλίας και έρευνας, οι εξαιρετικές σχέσεις των μελών του Διδακτικού και Ερευνητικού Προσωπικού με τους φοιτητές, προπτυχιακούς και μεταπτυχιακούς, αλλά και τα ψηλά επίπεδα συνεργασίας του Τμήματος με τους φορείς της κοινωνίας.

Αυτό το ιδιαίτερο πρόγραμμα, στα πλαίσια ενός ιδιαίτερου Πανεπιστημίου, του Πανεπιστημίου του Αιγαίου, με την νησιώτικη τοποθέτηση του στο νευραλγικό χώρο της Ανατολικής Μεσογείου, το Αιγαίο Πέλαγος,  εγείρει το ζήτημα του πως τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του Τμήματος συνάδουν με τα χαρακτηριστικά του σύγχρονου πανεπιστημίου. Κατά την άποψη μου το σύγχρονο πανεπιστήμιο ορίζεται εν μέρει από το πως τοποθετεί τον εαυτό  του και την λειτουργία του σε τρεις παραμέτρους.  Η πρώτη παράμετρος απαντά στο ερώτημα του πως συνδυάζει την θεωρία με την πράξη.   Η δεύτερη παράμετρος απαντά στο ερώτημα του πως συνδυάζει την ιστορία και την παράδοση με την νεωτερικότητα.  Και η τρίτη παράμετρος συνδυάζει το πως υπηρετεί  αφενός την τοπικότητα και αφετέρου την οικουμενικότητα.

Σε ένα πρώτο επίπεδο θα μπορούσε να αναφερθεί κανείς γενικά στο πως ένα πανεπιστήμιο και ένα Τμήμα με τα χαρακτηριστικά στα οποία αναφερόμαστε ανταποκρίνεται στις ανάγκες που διαμορφώνονται σε γεωπολιτικό και διεθνές  οικονομικό επίπεδο, που καθιστούν απαραίτητη την ύπαρξη στελεχών με διεπιστημονικότητα και διορατικότητα, που θα είναι σε θέση να συμβάλλουν στην επίλυση των  πολλών ζητημάτων της περιοχής, αλλά και στην εμπέδωση της συνεργασίας όπου είναι δυνατό, αλλά και στην ανάπτυξη της περιοχής.

Ασφαλώς οι εκπαιδευτικές και ερευνητικές δραστηριότητες αυτές έχουν την δυνατότητα να συμβάλουν στους τομείς της επιστημονικής ανάπτυξης της περιοχής, στην ανάπτυξη της διεθνούς οικονομίας,  της πολιτικής αντιμετώπισης των ζητημάτων και της συνεργασίας όπου καθίσταται εφικτό, στην διπλωματία, και στην μελέτη των γλωσσών, της λογοτεχνίας, της γραμματείας και των πολιτισμών των λαών της Νότιο-Ανατολικής Μεσογείου.

Η Ανατολική Μεσόγειος εντούτοις δεν είναι οποιαδήποτε περιοχή του κόσμου. Είναι μια περιοχή η οποία όπως όλοι γνωρίζουμε έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και απειλείται από ιδιαίτερους κινδύνους. Η Μεσόγειος θάλασσα, σήμερα, έχει χάσει μεγάλο μέρος της ιστορικής λειτουργίας της που ήταν να είναι η σύνδεση μεταξύ των πολιτισμών, και εξελίσσεται σε ένα επικίνδυνο ρήγμα διαχωρίζοντας  μια από τις πλουσιότερες και πιο σταθερές περιοχές στον κόσμο, την Ευρώπη, από ένα ασταθές και συγκρουσιακό μέρος του κόσμου.

Στην Ανατολική Μεσόγειο έχουμε μπροστά μας ένα αριθμό διαφορετικών γεγονότων,  τα οποία συμβαίνουν πάνω σε τεκτονικές μετατοπίσεις των ιστορικών σχέσεων εξουσίας στην περιοχή, και ταυτόχρονα αποκαλύπτουν νέες αρχές διαμόρφωσης της εξουσίας.

Δυτικές παρεμβάσεις, όπως αυτές στο Ιράκ, δυστυχώς, έχουν συνεισφέρει πολύ λίγο στην  καταπολέμηση της τρομοκρατίας, τον έλεγχο των εξοπλισμών και στην δημοκρατική σταθερότητα στην περιοχή, ενώ έχουν συμβάλει, ακούσια, στην αστάθεια και την αναζωογόνηση των εθνοτικών και θρησκευτικών διχασμών που βρίσκονταν υπό καταστολή από τα  παλαιά αυταρχικά καθεστώτα της περιοχής.

Η άλλη μεγάλη Δυτική προσπάθεια παρέμβασης, μέσω  διαδοχικών σχεδιασμών των Μεσογειακών Πολιτικών  της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχουν επιτύχει πολύ λίγα για να ξεπεραστούν βασικά κοινωνικά, οικονομικά, πολιτικά και πολιτισμικά προβλήματα της περιοχής, συμπεριλαμβανομένων των δημογραφικών και μεταναστευτικών θεμάτων, που βρίσκονταν στο επίκεντρο της σκέψης των Ευρωπαίων στις σχέσεις τους με ηγέτες όπως ο Χόσνι Μουμπάρακ και ο Μουαμάρ Καντάφι.

Δεν ευθύνονται όμως μόνο οι επεμβάσεις στην περιοχή.   Η πιο επικίνδυνη γεωπολιτική αποκάλυψη για την περιοχή, είναι ότι λίγο κάτω από την επιφάνεια, οι εθνοτικές και θρησκευτικές συγκρούσεις επανεμφανίζονται και γίνονται πολύ εύκολα κυρίαρχες. Η παραλίγο κατάρρευση της Συρίας και του Ιράκ ως ενιαία κέντρα εξουσίας έχουν δημιουργήσει αλληλοεπιδρώντα  πολύπλοκα φαινόμενα, τα οποία μπορούν τώρα  να απειλήσουν άμεσα την Ευρωπαϊκή Ένωση από την ανεξέλεγκτη έξοδο των ανθρώπων και με την γένεση τόσο Μεσανατολικής όσο και εγχώριας τρομοκρατίας που εκτείνεται πίσω στα εδάφη των Ευρωπαϊκών χωρών.

Μέσα σε αυτό το επικίνδυνο γεωπολιτικό περιβάλλον, ο Ευρωπαϊκός χαρακτήρας της  Ελλάδας και της Κύπρου,  η γειτονία τους προς την περιοχή της αστάθειας, καθώς και η ανιαποικιακή μας ιστορία και οι μακροχρόνιες σχέσεις εμπιστοσύνης με τις χώρες της περιοχής, έχουν εναποθέσει ευθύνες, και αναδείξει κάποιες ευκαιρίες. Η ευρωπαϊκή προσέγγιση είναι εμφανής στην πολυμερή προσέγγιση, με την οποία Ελλάδα και  Κύπρος χειρίζονται τα σύνθετα ζητήματα των ενεργειακών αποθεμάτων στην Ανατολική Μεσόγειο. Σχετικά με αυτό το ζήτημα, όσο και να  φαίνεται εξωπραγματική υπό το φως των σημερινών επικίνδυνων εξελίξεων, δεν πρέπει να ξεχαστεί η πρόταση του πρώην  Υπουργού Εξωτερικών της Κύπρου, Ιωάννη Κασουλίδη, για  «περιφερειακή συνεργασία» και ακόμη «περιφερειακή ολοκλήρωση», με βάση το ιστορικό παράδειγμα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, που ξεκίνησε από την συλλογική διαχείριση των πρώτων υλών του πολέμου, τον άνθρακα και το χάλυβα, στην Ευρώπη, αρχής γενομένης από το 1950.

Ήδη με  σημαντικές πρωτοβουλίες της Ελλάδας σε συνεργασία με την Κύπρο  αριθμός τριμερών  συνεργασιών μεταξύ  χωρών της περιοχής έχουν αρχίσει να λειτουργούν.  Είναι οι μόνες ενεργές πρωτοβουλίες αυτή την στιγμή, έχοντας υπόψη την αποτυχία ή αδράνεια των πρωτοβουλιών της ΕΕ για Ευρωμεσογειακή συνεργασία.  Παρόλο που δεν πρόκειται για συμμαχίες, και δεν είναι ορθό να υπερβάλλονται οι δυνατότητες,  οι δράσεις αυτές έχουν  μεγάλη σημασία, αναδεικνύοντας την Κύπρο και την Ελλάδα ως συντελεστές σταθερότητας στην περιοχή, με συνεργασίες σε διάφορα στάδια εξέλιξης, με το Ισραήλ, με την Αίγυπτο, την Ιορδανία και το Λίβανο, και την Παλαιστίνη, αντιβαίνοντας τις συγκρουσιακές τάσεις στην περιοχή,  και προωθώντας την περιφερειακή συνεργασία, δηλώνοντας ότι και η Τουρκία δεν θα πρέπει να αποκλειστεί στην περίπτωση που η χώρα αυτή αποφασίσει να λειτουργεί στα πλαίσια της νομιμότητας.

Δυστυχώς δεν υπάρχουν σήμερα περιφερειακοί οργανισμοί που να συνδέουν τις βόρειες και νότιες ακτές της Μεσογείου. Η Ευρωμεσογειακή Πολιτική της Βαρκελώνης καθώς και μετέπειτα παρόμοιες πρωτοβουλίες όπως η Ένωση για τη Μεσόγειο και η Πολιτική της Νότιας Γειτονίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν είχαν την αναμενόμενη επιτυχία. Η σειρά των έργων τριμερούς συνεργασίας που έχουν ξεκινήσει η Ελλάδα και η Κύπρος  με το Ισραήλ, την Αίγυπτο, και τώρα στα αρχικά τους στάδια με την Ιορδανία και ίσως με το Λίβανο, μπορεί, ταπεινά και μη απειλητικά να κινήσουν τη  διαδικασία της σταδιακής περιφερειακής συνεργασίας, και αρχίζοντας  από τα μικρά να γεφυρώσουν την  έλλειψη περιφερειακής οργάνωσης και να προωθήσουν τη διαδικασία επιστροφής της Μεσογείου στο διαχρονικό της ρόλο,  του συνδέσμου μεταξύ των διαφορετικών πολιτισμικών περιοχών.

Πρέπει να σημειωθεί για την Τουρκία ότι είναι πολύ δύσκολο να ασκήσει τον οικονομικό και ενεργειακό ρόλο που επιθυμεί να έχει στην Ανατολική Μεσόγειο, χωρίς λύση των προβλημάτων της με την Ελλάδα και την Κύπρο. Παρά ταύτα πολιτικές ηγεσίες όπως στη σημερινή Τουρκία δεν ακολουθούν  την οδό της λογικής και της συνεργασίας.

Εν τούτοις διαφαίνονται δύο εξελίξεις. Η μία είναι ότι  οι τριμερείς συνεργασίες δεν περιορίζονται σε έαν τομέα, αυτό για παράδειγμα της ασφάλειας. Ακολουθόντας το ορθό παράδειγμα των προηγούμενων ευρωπαικών πρωτοβουλιών, δημιουργούν  πλαίσια συντεργασίας και στον οικονομικό,  και  πολιτισμικό  τομέα.

Δεύτερο είναι εμφανές  ότι η προσπάθεια της Ελλάδας και της Κύπρου που προσβλέπουν στην διατήρηση ανοικτών προοπτικών συνεργασίας στην Ανατολική Μεσόγειο,  για να στηριχθούν, χρειάζονται τις υποδομές της μελέτης, της έρευνας και της καλλιέργειας της  πολιτικής ανάλυσης,  και της μελέτης των οικονομιών, των πολιτισμών και των γλωσσών της περιοχής. Και όμως δεν είναι δυστυχώς εκτεταμένες  οι υφιστάμενες υποδομές στις χώρες μας σε αυτούς τους τομείς.

Το Πανεπιστήμιο του Αγαίου, με το Τμήμα Μεσογειακών Σπουδών ηγείται αλλά και αποτελεί μεγάλο μέρος  του συνόλου αυτής της προσπάθειας στο ακαδημαϊκό επίπεδο.

Με την ευκαιρία της εικοστής του επετείου του ευχομαι ακόμη μεγαλύτερες μελλοντικές επιτυχίες.