H απόφαση Molla Sali κατά Ελλάδος, η οποία δημοσιεύτηκε την 19η Δεκεμβρίου 2019 από το Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, έθεσε για πρώτη φορά ενώπιον του Δικαστηρίου του Στρασβούργου το ζήτημα της εφαρμογής του Ισλαμικού Δικαίου στην Ελλάδα για τη Μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης. Υπενθυμίζεται ότι τα ζητήματα των εφαρμοστών του Ισλαμικού Δικαίου, δηλαδή των Ιεροδικών -Μουφτήδων, έχουν ήδη εξεταστεί στο Στρασβούργο και έχει καταδικαστεί η Ελλάδα (Αποφάσεις Serif (14.12.1999), Aga no. 2 (17.10.2002), Aga no. 3 (13.7.2006) Aga no. 4 (13.7.2006)). Συνολικά, η Ελλάδα μέχρι σήμερα έχει εννέα καταδίκες από το Στρασβούργο για τα ζητήματα της μειονότητας της Θράκης, συμπεριλαμβανομένων των τριών για τα σωματεία («Τουρκική Ένωση Ξάνθης» (27.3.2008), «Emin και λοιποί – Πολιτιστικός Σύλλογος Τούρκων Γυναικών Ροδόπης» (27.3.2008) και «Bekir-Ousta και λοιποί – Σύλλογος Νεολαίας Μειονότητας Νομού Έβρου» (11.10.2007)) και μίας για την αφαίρεση της ιθαγένειας (Zeibek, 9.7.2009).
Προκαταρκτικά, σημειώνεται ότι οι κανόνες του εφαρμοζόμενου στην Θράκη Ισλαμικού Δικαίου δεν είναι κωδικοποιημένοι, ούτε σαφείς, ούτε σταθεροί, ούτε γραπτοί. Έχει δε συσταθεί ήδη από τις αρχές του 2014 (υπουργίας Κ. Αρβανιτόπουλου) μία επιτροπή για την κωδικοποίησή του αλλά ακόμη δεν έχουμε αποτελέσματα.
Τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης έχουν ως εξής: ο σύζυγος της προσφεύγουσας την άφησε κληρονόμο με διαθήκη συνταχθείσα ενώπιον συμβολαιογράφου, σύμφωνα με τον Αστικό Κώδικα. Το ζεύγος ήταν άτεκνο. Οι δύο αδελφές του διαθέτη προσέβαλαν ενώπιον των Αστικών Δικαστηρίων την εγκυρότητα της διαθήκης, ισχυριζόμενες ότι κανένα μέλος της Μουσουλμανικής Μειονότητας δεν μπορεί να επιλέξει την εφαρμογή του Κληρονομικού δικαίου του Αστικού Κώδικα αλλά είναι υποχρεωμένο να ακολουθήσει τους αντίστοιχους κανόνες του Ισλαμικού Δικαίου. Οι τελευταίοι προβλέπουν την εξ αδιαθέτου διαδοχή, μη δεχόμενοι την διαδοχή εκ διαθήκης. Συνεπώς, αντί του συνόλου της κληρονομιάς υπό τον Αστικό Κώδικα, η προσφεύγουσα θα ελάμβανε το ¼ αυτής και οι αδελφές του διαθέτη τα ¾ αυτής. Το Πρωτοδικείο Ροδόπης απέρριψε την αγωγή αλλά το Εφετείο και ο Άρειος Πάγος την έκαναν δεκτή. Στην συνέχεια, η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου του Στρασβούργου για προσβολή των κληρονομικών (περιουσιακών) δικαιωμάτων της λόγω θρησκείας.
Το Δικαστήριο έκρινε ως σημαντικά τα ζητήματα της προσφυγής και το Τμήμα παραιτήθηκε για να την εκδικάσει το Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης. Ποια ήταν αυτά τα σημαντικά ζητήματα; Το πρώτο που κρίθηκε ήταν ότι η εφαρμογή του Ισλαμικού Δικαίου στην Ελλάδα δεν βασίζεται σε διεθνή υποχρέωση της χώρας, ανατρέποντας έτσι επαναλαμβανόμενες λανθασμένες κρίσεις του Αρείου Πάγου. Η δεύτερη διαπίστωση του Στρασβούργου αφορά την αυστηρή κριτική όλων των διεθνών οργάνων προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου για τα αποτελέσματα διακριτικής μεταχείρισης σε βάρος των Μουσουλμανίδων γυναικών από την εφαρμογή του Ισλαμικού Δικαίου.
Περαιτέρω, το Δικαστήριο διακηρύσσει τη βασική θέση του για τις παράλληλες έννομες τάξεις εντός του ίδιου κράτους, με βάση το θρήσκευμα των πολιτών (π.χ. Κύπρος, Ισραήλ): «η θρησκευτική ελευθερία δεν υποχρεώνει τα Συμβαλλόμενα Κράτη να δημιουργούν ιδιαίτερο νομικό πλαίσιο που παρέχει στις θρησκευτικές κοινότητες ειδικό καθεστώς με ειδικά προνόμια. Παρ’ όλα αυτά, ένα Κράτος που έχει δημιουργήσει τέτοιο καθεστώς οφείλει να εξασφαλίζει ότι τα κριτήρια που έχει θεσπίσει για την αναγνώριση του δικαιώματος μιας ομάδας σε τέτοιο καθεστώς πρέπει να εφαρμόζονται με τρόπο που δεν εισάγει διακρίσεις» (παρ. 155). Το Δικαστήριο προχωράει έτι περαιτέρω, διακηρύσσοντας το αρνητικό δικαίωμα συμμετοχής σε μειονότητα: κανείς δεν μπορεί να εμποδίσει έναν μειονοτικό να παύσει (άνευ εξαναγκασμού) να αντλεί ειδικά δικαιώματα από το μειονοτικό πλαίσιο προστασίας.
Εφαρμόζοντας τα ανωτέρω στα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, το Δικαστήριο έδειξε ικανοποιημένο με την νωπή αλλαγή του νομικού πλαισίου (ν. 4511/2018) που καθιστούσε προαιρετική (αντί για υποχρεωτική) την αρμοδιότητα του Ιεροδίκη-Μουφτή και άνοιγε, επισήμως, τον δρόμο προς τα Αστικά Δικαστήρια και τον Αστικό Κώδικα. Διότι ο δρόμος προς τα Αστικά Δικαστήρια είχε ανοίξει στην πραγματικότητα νωρίτερα όταν οι Μουσουλμάνοι της Ξάνθης , κυρίως, τελούσαν πολιτικούς γάμους και, στηριζόμενο σε αυτό το γεγονός, αναγνώριζε στον εαυτό του το Πρωτοδικείο Ξάνθης αρμοδιότητα για να εκδικάσει τις οικογενειακές διαφορές τους. Οι δε διαφορές αυτές δεν έφθασαν μέχρι τον Άρειο Πάγο για να «διορθώσει» την αρμοδιότητα υπέρ του Ισλαμικού Δικαίου, όπως έκανε με την προσφεύγουσα.
Η απόφαση Molla Sali ήταν ομόφωνα διπλά καταδικαστική για την Ελλάδα: παραβιάστηκαν τα περιουσιακά της δικαιώματα της προσφεύγουσας και η ίδια υπήρξε θύμα διακριτικής μεταχείρισης λόγω της διαφορετικής –ευμενούς– αντιμετώπισης που θα είχε από τον Άρειο Πάγο αν ήταν κληρονόμος μη Μουσουλμάνου Έλληνα διαθέτη.
Ενδιαφέρον έχει να αναμένει κανείς τους επόμενους μήνες την συμπληρωματική απόφαση του Δικαστήριου επί τους αιτήματος αποζημίωσης της προσφεύγουσας. Και τούτο διότι το Εφετείο Θράκης (απόφαση αριθ. 281/2019) αποφάσισε προ λίγων βδομάδων την αλλαγή των κτηματολογικών τίτλων της προσφεύγουσας, αποδίδοντας τα ¾ αυτών στις αδελφές του διαθέτη με την αιτιολογία ότι δεν αναγνωρίζει την απόφαση του Στρασβούργου αλλά μόνον εκείνη του Αρείου Πάγου…
**