Δεν υπάρχουν άλλες πλην των διαπραγματεύσεων και της διεθνούς δικαιοσύνης.
Π.Κ. ΜΑΚΡΗΣ
Η ανακοινωθείσα υπογραφή του μνημονίου Τουρκο-Λιβυκής συμφωνίας οριοθετήσεως των Αποκλειστικών Οικονομικών Ζωνών των δύο πλευρών, παριστά την σκληρότητα του παιγνίου της Αγκύρας. Επίσης, παριστά την αποφασιστικότητά της να προχωρήσει εντός συντομευμένων χρόνων στην επιβολή των διεκδικήσεών της των θαλασσίων πόρων του Αν. Αιγαίου και Νοτίως, Νοτιοανατολικώς και Νοτιοδυτικώς της Δωδεκανήσου και της Κρήτης, ως αν τα Ελληνικά Νησιωτικά συμπλέγματα δεν είχαν οποιαδήποτε «επήρεια» Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης, πέραν των χωρικών υδάτων τους.
Το εύρος των Τουρκικών διεκδικήσεων στις περιοχές αυτές, είχε, προ πολλού ήδη, επαρκώς προσδιορισθεί. Μέχρις στιγμής, όμως, ανεφέρετο μόνον εις όρους δηλώσεως θέσεων και εξαγγελίας προθέσεων. Κατ’ αντιδιαστολή, η σύναψις της συμφωνίας μεταξύ της Αγκύρας και του Καθεστώτος της Τριπόλεως και κυρίως, η επ’ ευκαιρία αυτής κατάθεσις συντεταγμένων εις τα Η.Ε. ―και παρ’ όλον ότι δεν διαφέρουν από εκείνες των παγίων και γνωστών εν προκειμένω Τουρκικών θέσεων―, υπερβαίνουν, ήδη, την φάση των εξαγγελιών. Συνιστούν, πλέον, συγκεκριμένες ενέργειες, προπαρευστικές του κατάπλου στις καθοριζόμενες θαλάσσιες περιοχές του στόλου των Τουρκικών ερευνητικών σκαφών και των συνοδών τους και ενάρξεως, εκεί, σεισμογραφικών ερευνών και γεωτρήσεων.
Αυτή είναι και η ουσιαστική σημασία του γεγονότος της Τουρκο-Λιβυκής συμφωνίας: της εμπράκτου προειδοποιήσεως, προς όλους, ότι η απόφασις συνεχείας και αποδοχής κινδύνων και κόστους είναι δεδομένη και η χρονική κλιμάκωσις των ενεργειών επιβολής θα είναι ταχεία.
Η σημασία της αποδοχής της συμφωνίας εκ μέρους του καθεστώτος της Τριπόλεως, έγκειται, απλώς, εις το ότι προσέφερε το πρόσχημα αυτής της επιδείξεως και όπως προανεφέρθη, καταθέσεως συντεταγμένων.
Κατά τα λοιπά, είναι περιορισμένη η πρακτική αξία της κάμψεως υπό την Τουρκική πίεση ενός καθεστώτος, όπως, εκείνου της Τριπόλεως, εντόνων Ισλαμιστικών αποκλίσεων, και κλονιζομένου υπό την απειλή των δυνάμεων του Στρατηγού Haftar στην Αν. Λιβύη. Ούτως ή άλλως, μόνοι υποστηρικταί του είναι, στην πραγματικότητα, η Άγκυρα και το Κατάρ. Οποιαδήποτε πίεσις ή αντίποινα επ’ αυτού, εκ μέρους της Ελλάδος ―και αισιοδόξως, ας υποθέσωμε και της Ε.Ε. ―, ουδέν θα μεταβάλουν.
Ως προς το διεθνές κύρος της συμφωνίας, πρέπει να συγκρατηθεί ότι η κοινοβουλευτική επικύρωσίς της, φαίνεται, προς το παρόν, ανέφικτη, από Λιβυκής πλευράς, εν όψει της εχθρότητος του Προέδρου και σημαντικού μέρους της Λιβυκής Βουλής, προς την κυβερνητική φατρία της Τριπόλεως.
Συνεπώς, «ιδού η Ρόδος, ιδού… κλπ.».
Παρ’ όλη την κλιμακουμένη βαναυσότητα λόγων και ύφους του κ. Erdogan, τα δεδομένα παραμένουν, ακριβώς, όπως είχαν. Απλώς, η ελπίς ότι ίσως αυτά δεν είναι τόσο δυσοίωνα όπως φαίνονται, ότι τα φαινόμενα απατούν ―π.χ., η γνωστή επωδός ότι «η Τουρκία θα περιορίζεται να απειλεί, όπως πάντοτε, αλλά δεν θα τολμήσει»―, είναι περισσότερο στρουθοκαμηλική από ποτέ.
Το ερώτημα ―το ουσιώδες ερώτημα―, παραμένει και αυτό, όπως είχε. Όπως το έχομε ήδη κατά κόρον θέσει: Αρνούμενοι οποιαδήποτε ουσιαστική, ευθεία διαπραγμάτευση των δύο πλευρών επί της ουσίας, των διαφορών τους επί του Δικαίου της Θαλάσσης και μετά την, ρητή και τυπική, δήλωση ότι η Ελλάς δεν αναγνωρίζει την αρμοδιότητα του δικαιοδοτικού οργάνου των Η.Ε. επί της οριοθετήσεως χωρικών υδάτων, πως ελπίζομε ότι θα διαφυλάξωμε ο,τιδήποτε ―πλην δια της προσφυγής εις τα όπλα;
Είναι ή δεν είναι προφανές ότι η εκ προοιμίου απόρριψις, σχεδόν επί 50ετία, από την Ελληνική πλευρά όλων των συνήθων διαύλων ειρηνικής επιλύσεως των διαφορών παραχωρεί ιδανική, ελαφρυντική πρόφαση ασκήσεως αυτοδικίας εκ μέρους του ισχυροτέρου αντιπάλου;
Επείγει, λοιπόν, η ανάληψις Ελληνικής Διπλωματικής πρωτοβουλίας προς την κατεύθυνση είτε πολυμερούς διαπραγματεύσεως υπό την αιγίδα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών ―υπό την αιγίδα του οποίου, άλλωστε, κατηρτίσθη και εισήχθη η Σύμβασις του Δικαίου της Θαλάσσης―, είτε, κοινής προσφυγής στην κρίση των οργάνων της διεθνούς δικαιοσύνης.
Έχομε ήδη σημειώσει εις προηγούμενα κείμενα, ότι η ανάληψις Ελληνικής διαπραγματευτικής πρωτοβουλίας θα είναι, αναποφεύκτως, μειωτική της σοβαρότητος της χώρας και ταπεινωτική.
Θα είναι ταπεινωτική διότι θα είναι όψιμη. Θα εκδηλωθεί μετά ―ας το επαναλάβωμε―, μετά πολλές δεκαετίες πείσμονος, αταλαντεύτου, και μεγαλοστόμου εμμονής επί του αδιαπραγματεύτου των «κυριαρχικών δικαιωμάτων», τα οποία «αυτοδικαίως (sic) κατακυρώνει» ―έχει, φευ, λεχθεί και αυτό―, στην Ελλάδα η Σύμβασις των Η.Ε. επί του Δικαίου της Θαλάσσης. Θα είναι καταφανές ότι αναλαμβάνεται υπό το κράτος φόβου και αισθήσεως αδυναμίας· ότι δεν είναι καρπός αιφνίδιας εκλογικεύσεως.
Έτι πλέον ταπεινωτική θα είναι και οποιαδήποτε, εκ μέρους ημών, αναφορά των Διεθνών Δικαστηρίων μετά ―και αυτό ας το επαναλάβωμε―, την ανοησία της προ 5ετίας τυπικής Ελληνικής δηλώσεως ότι η Ελλάς αποκλείει την δικαιοδοσία τους επί της οριοθετήσεως χωρικών υδάτων ―και κατά συνέπεια επί όλης της συναφούς δέσμης θεμάτων Δικαίου της Θαλάσσης. Δηλώσεως δια της οποίας απεκλείσθη, από την ιδία την Ελλάδα, μια φυσική, σημαντική και αξιοπρεπής διέξοδος. Διέξοδος δια μέσου των συμπληγάδων αντικρουομένων διεκδικήσεων και πολεμικών απειλών την οποία οι μηχανισμοί της διεθνούς κοινότητος προσφέρουν, κατ’ εξοχήν, προς όφελος των ασθενεστέρων.
Ατυχώς, προκαλεί, πάντοτε την ιλαρότητα των θεατών η κυβίστησις ―είναι προτιμοτέρα η χρήσις του λογίου αυτού όρου, από τον συνήθη δημώδη, ο οποίος έχει παγκοσμίως διαδοθεί. Κομψός και σοβαρός τρόπος εκτελέσεως της οπισθοβαρούς αυτής γυμναστικής ασκήσεως δεν υπάρχει.
Ομοίως, έχομε επισημάνει ότι, πέραν της μειώσεως την οποία θα συνεπάγεται η δια κυβιστήσεως, εγκατάλειψις του «αδιαπραγματεύτου», θα είναι και άκρως αμφίβολη ―κατ’ αυτήν, πλέον, την σχεδόν καταληκτική φάση των εξελίξεων―, οποιαδήποτε θετική Τουρκική ανταπόκρισις.
Αν μη τι άλλο, όμως, αν εκδηλωθεί Ελληνική πρωτοβουλία προς διαπραγμάτευση ή προς διαιτησία και αποκρουσθεί από την Τουρκία, θα έχει, τότε, μετατεθεί επί της άλλης πλευράς μέρος της ευθύνης αν, τελικώς, δεν αποφευχθεί η ένοπλη σύγκρουσις.
Αν πράγματι καθίστατο δυνατόν να εκκινήσει διαδικασία ειρηνικής επιλύσεως των διαφορών επί του Δικαίου της Θαλάσσης ―διότι κάθε άλλη διαφορά θα πρέπει να παραμείνει εκτός ημερησίας διατάξεως―, είναι βέβαιον ότι δεν θα αποδοθούν στην Ελληνική πλευρά όλα όσα, αυτή, θεωρεί, κατά την δική της ερμηνεία, ό,τι της αποδίδει η Σύμβασις του Δικαίου της Θαλάσσης. Θα διετηρούντο, εν τούτοις, αρκετά. Αρκετές των πλέον ακραίων Τουρκικών διεκδικήσεων ―ενδεχομένως τακτικής, διαπραγματευτικής σκοπιμότητος―, θα καθίστατο, ίσως, δυνατόν να εγκαταλειφθούν.
Αν η Ελληνική πλευρά, δεν ευρεθεί, έστω και αργά, είτε εις την Χάγη είτε εις τράπεζα ουσιαστικής διαπραγματεύσεως, διατεθειμένη να κατανοήσει τις λογικότερες απόψεις της άλλης πλευράς ―διότι υπάρχουν και αυτές, παρακείμενες παραλογισμών έστω, αλλά υπάρχουν― και να εγκαταλείψει δικές της μαξιμαλιστικές θέσεις ―και αυτές υπάρχουν―, τις οποίες η νομολογία της Διεθνούς Δικαιοσύνης (π.χ. των νήσων της Μάγχης) δεν έχει δικαιώσει, τότε θα πρέπει η χώρα να πολεμήσει. Αλλά και τότε, μετά την ανάφλεξη, πάλι στην τράπεζα των διαπραγματεύσεων θα καταλήξει. Θα έχει, όμως, υποστεί, εν τω μεταξύ, στην καλυτέρα των περιπτώσεων, το κόστος μιας στρατιωτικής ισοπαλίας και στην χειροτέρα και το κόστος και την ταπείνωση μιας ήττας.
Μετά, σχεδόν, 50 έτη ―τρίτη επανάληψις, όχι εκ παραδρομής―, ακινησίας και αδιαλλαξίας υπό το κράτος του φόβου του «πολιτικού κόστους», η προκειμένη επιλογή έχει περιορισθεί μεταξύ κακών και χειροτέρων. Και η πάροδος του χρόνου θα μετατρέψει τα χειρότερα εις τρισχειρότερα. «Τις πταίει» όμως;
Ας αποτυπωθεί, επί τέλους, επί της συλλογικής συνειδήσεως των συμπολιτών μας, ότι η χώρα έχει αποκλείσει όλες τις γνωστές οδούς και διαδικασίες ειρηνικής επιλύσεως των διαφορών ―διότι, άλλες, πλην της διαπραγματεύσεως και της διεθνούς δικαιοσύνης δεν υπάρχουν. Τις απέκλεισε εκ προοιμίου και επιμόνως ―ακόμη και όταν ήταν εις θέση πολιτικής υπεροχής υπό τις ρυθμίσεις του Helsinki (1999-2004)[2]. Τις απέκλεισε μάλιστα, κατά απόλυτη, πρωτοφανή και έως σήμερα αρραγή, διακομματική συναίνεση: υπό 18 κυβερνήσεις και 8 ή 9 πρωθυπουργούς. Έχει μόνη της ενσφηνωθεί εντός σιδηράς γωνίας. Έχει, μόνη της, διευκολύνει την επιβολή του δικαίου του ισχυροτέρου. Ας προετοιμασθεί, επειγόντως, αν προφθαίνει, να την αντιμετωπίσει δια των όπλων.
Άλλως, ας δεχθεί την αυτοταπείνωση της αποκηρύξεως των εμμονικών ιδεών του «αδιαπραγματεύτου» και της «μη λύσεως» ―«καλυτέρα καμμία λύση, παρά λύσεις με παραχωρήσεις». Ας δεχθεί, δηλαδή, την ομολογία της χρεωκοπίας της εθνικής πολιτικής ημίσεως αιώνος, και ας αναλάβει πρωτοβουλία, προς Συμμάχους και Εταίρους ―στην πραγματικότητα ως ικέτης―, προς έναρξη κάποιου τύπου διαπραγματεύσεως ή διαιτησίας.
Μέσες λύσεις δεν υπάρχουν. Το φάσμα των αφηνομένων επιλογών δεν είναι ευρύ. Προσφέρεται, αφ’ ενός, η ταπείνωσίς του εξαναγκασμού, προδήλως υπό φόβον και συναίσθηση αδυναμίας, της αποδοχής, επιτέλους, κάποιας διαδικασίας διαλόγου και ειρηνικής επιλύσεως διαφορών. Αφ’ ετέρου, προσφέρεται και ή ενσυνείδητη των συνεπειών, αποδοχή τελικής κρίσεως διά της ισχύος.
Αν ο εθνικός ψυχισμός αποκλίνει προς την δευτέρα των ως άνω επιλογών, ας είναι σαφής και πειστική η ροπή προς αυτήν. Θα εμπλουτισθεί, τουλάχιστον, ο εορτασμός της δισεκατονταετηρίδος της Ανεξαρτησίας και δεν θα χρειασθούν θεατρικές αναπαραστάσεις μαχών διά χρήσεως τεχνικών φωτιστικών και οπτικοακουστικών μέσων.
Π.Κ.Μ.
Σημ. 1: Οίκοθεν εννοείται ότι η δήλωσις αυτή θα πρέπει, δια νεωτέρας, να αποσυρθεί αν ποτέ η Ελλάς, μεταμελουμένη, επιδιώξει την προσφυγή στη Χάγη. Η δια της παλινωδίας πρόσθετη μείωσις σοβαρότητος δεν θα είναι μικρή.
Σημ. 2: Ας ελπισθεί ―αν και χρειάζεται μέγιστη αισιοδοξία― ότι δεν ήταν μοιραία η απόφασις της Κυβερνήσεως Κ. Καραμανλή να υπαναχωρήσει και να ανατρέψει, τελικώς (2004), τις ρυθμίσεις της Ευρωπαϊκής Συνόδου Κορυφής του Helsinki (1999), περί επιβολής στην Τουρκία της κοινής προσφυγής στην Χάγη. Ότι δεν θα αποβεί και ανεπανόρθωτη απώλεια ευκαιρίας, όπως, ακριβώς, ανεπανόρθωτη απώλεια ανεπαναλήπτου ευκαιρίαςευκαιρία υπήρξε, στην περίπτωση του Κυπριακού, η απόρριψις εκ μέρους του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου ―συναινούσης, σιωπηρώς, της Κυβερνήσεως των Αθηνών― του Σχεδίου Harding) 1955, προσφορά αυτοδιαθέσεως, μετά λίγα έτη αυτοδιοικήσεως.
**