ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΟΥΡΚΟΥΛΑ
Πρώην υφυπουργού Εξωτερικών και πρώην πρέσβη της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Δεν χρειάζονται ιδιαίτερες γεωπολιτικές γνώσεις για να αντιληφθεί κανείς ότι, όχι μόνο στη γειτονιά μας αλλά σε παγκόσμιο επίπεδο, οι διεθνείς σχέσεις εισέρχονται σε μια νέα, ποιοτικά διαφορετική φάση. Δεδομένα και βεβαιότητες που επί δεκαετίες θεωρούνταν θέσφατα, ανατρέπονται. Οι τηλεοπτικές εικόνες από την πρόσφατη συνάντηση κορυφής του ΝΑΤΟ στο Λονδίνο δεν αφήνουν καμία πλέον αμφιβολία ότι όλα αλλάζουν.
Θα υπάρξουν ασφαλώς τις επόμενες βδομάδες και μήνες αναλυτές και εμπειρογνώμονες που θα προσπαθήσουν με μικρότερη ή μεγαλύτερη επιτυχία να φωτίσουν πτυχές της νέας διεθνοπολιτικής πραγματικότητας, να προβλέψουν τη μελλοντική πορεία των πραγμάτων και ιδίως να προτείνουν τη βέλτιστη εξωτερική πολιτική που θα πρέπει να ακολουθήσουν η κυβέρνηση και η χώρα.
Η διαμόρφωση μιας νέας στρατηγικής για την ελληνική εξωτερική πολιτική είναι πλέον αναγκαία· δεν είναι μια άσκηση καθαρώς ακαδημαϊκή, αν και πρέπει να ενσωματώνει την ακαδημαϊκή γνώση, ούτε μια άσκηση αμιγώς διπλωματική, μολονότι πρέπει να εδράζεται στη γνώση και στην εμπειρία των διπλωματών. Την τελική ευθύνη θα πρέπει να την αναλάβουν, όπως συμβαίνει πάντα σε μια δημοκρατία, οι πολιτικοί. Θα ήταν όμως ολέθριο λάθος για οποιονδήποτε πολιτικό να πορευθεί αψηφώντας τη συμβουλή και τη γνώμη των διπλωματών και των εμπειρογνωμόνων. Και θα ήταν ακόμη μεγαλύτερο ολίσθημα να πορευθεί με γνώμονα τις περιστασιακές επιθυμίες και τάσεις της κοινής γνώμης. Πρέπει να εγκαταλειφθεί η στρεβλή αντίληψη ότι κάθε αλλαγή πολιτικής, κάθε αλλαγή πλεύσης είναι εξ ορισμού ένδειξη αδυναμίας ή «ενδοτισμού».
Η χώρα μας, όπως και πολλές χώρες της ευρωατλαντικής συμμαχίας, διακατέχεται τα τελευταία χρόνια από μια εμφανή αμηχανία που οφείλεται στην αβεβαιότητα ως προς την εξέλιξη σημαντικών παραμέτρων της διεθνούς σκηνής, όπως ο μελλοντικός ρόλος του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ. Μόνη σταθερή παράμετρος παραμένει η Ευρωπαϊκή Ένωση· όλοι όμως γνωρίζουμε ότι παρά τα σημαντικά βήματα προς μια κοινή εξωτερική πολιτική, η ΕΕ δεν είναι ακόμη σε θέση να υποκαταστήσει τις δομές ασφάλειας που δημιουργήθηκαν μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο με αμερικανική πρωτοβουλία.
Η προφανής διαπίστωση ότι οι παλιές βεβαιότητες δεν ισχύουν πλέον δεν είναι επαρκής. Η εξωτερική πολιτική δεν μπορεί να αφεθεί χωρίς στρατηγικό προσανατολισμό, χωρίς πυξίδα. Η αντίδραση σε αναπάντεχα γεγονότα ή διπλωματικές κινήσεις που άλλοι αποφάσισαν δεν ανταποκρίνεται πλέον στις ανάγκες συνολικής αντιμετώπισης. Μετά τη λαίλαπα της ιδεοληπτικής και αλλοπρόσαλλης «good diplomacy», το πολιτικό μας σύστημα είναι πιστεύω ώριμο να επεξεργαστεί και να υιοθετήσει μια συνεκτική και ρεαλιστική στρατηγική για την πορεία της χώρας τα προσεχή δύσκολα χρόνια.
Ένα τέτοιο εγχείρημα είναι σήμερα εφικτό. Στο σχετικά πρόσφατο παρελθόν η εξωτερική μας πολιτική επέτυχε σημαντικές διπλωματικές νίκες, ή ορθότερα, διπλωματικούς θριάμβους που μπορεί να αποτελέσουν πηγή έμπνευσης για την αντιμετώπιση των σημερινών προκλήσεων. Πώς οργανώθηκε και πώς υλοποιήθηκε το πολιτικο- διπλωματικό άλμα της ένταξης της χώρας μας στην ΕΟΚ το 1981; Πώς οργανώθηκε και πώς υλοποιήθηκε ο διπλωματικός θρίαμβος για την ευρωπαϊκή πορεία της Κύπρου που ξεκίνησε με τη σύναψη συμφωνίας τελωνειακής ένωσης ΕΟΚ-Κύπρου το 1987, έπειτα από συντονισμένες προσπάθειες της ελληνικής και κυπριακής διπλωματίας, και ολοκληρώθηκε με την ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ το 2004;
Πριν από είκοσι χρόνια ο βασικός αρχιτέκτονας της στρατηγικής για την ευρωπαϊκή προοπτική της Κύπρου, ο αείμνηστος Γιάννος Κρανιδιώτης, έφυγε πρόωρα σε ένα τραγικό δυστύχημα. Είχα την τύχη και την τιμή να υπάρξω στενός του συνεργάτης στα τέλη της δεκαετίας του ‘80 και να παρακολουθήσω από κοντά τη διαμόρφωση και την υλοποίηση της στρατηγικής για την Κύπρο. Πιστεύω ότι ο τρόπος που κινήθηκαν τότε η ελληνική διπλωματία και η εξωτερική πολιτική μπορούν να δώσουν χρήσιμα διδάγματα και για το σήμερα, κάτι που θα απέδιδε τον καλύτερο φόρο τιμής στη μνήμη του Γιάννου Κρανιδιώτη.
**