Κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Παπαζήση
στη σειρά «Διεθνής και Ευρωπαϊκή Πολιτική»,
το βιβλίο του πρέσβη ε.τ. Γιώργου Σαββαΐδη.
Ακολουθεί η εισαγωγή του κου Σαββαΐδη στο βιβλίο του:
Oφείλω εξ αρχής ορισμένες τίμιες εξηγήσεις σε όσους αναγνώστες, γνωστούς ή αγνώστους, θελήσουν να πάρουν το βιβλίο στα χέρια τους και να φυλλομετρήσουν τις σελίδες του.
Οι εξηγήσεις αυτές αναφέρονται στην ουσία των κειμένων που περιέχονται σε αυτόν, στην μεθοδολογία παρουσιάσεώς τους, αλλά και στους λόγους χρονικούς και άλλους, που συνέτειναν στην σύνταξή τους. Αναλυτικότερα:
Ως προς την ουσία:
Πρόκειται περί κειμένων που αφορούν στα μεγάλα διαχρονικά ζητήματα που αντιμετωπίζει η ελληνική διπλωματία, εκείνα που συνήθως χαρακτηρίζουμε, έστω και καθ’ υπερβολήν, ως εθνικά θέματα και τους τρόπους και την μεθοδολογία προσέγγισής τους. Η έκθεση και η αναφορά τους επιχειρείται σε επίπεδο γενικότητος, (όχι γενικολογίας και πολύ λιγώτερο αοριστολογίας) και με συναίσθηση του χαρακτήρος τους ως ανοικτών ζητημάτων.
Κεντρικός στόχος παραμένει η διπλωματική προσέγγιση με βάση την ρεαλιστική αλλά μελετημένη διαπραγμάτευση, χωρίς την οποία δεν υπάρχει πεδίο ασκήσεως εξωτερικής πολιτικής αλλά μόνον η ρητορεία, η ένταση και η βία.
Στα κείμενα που ακολουθούν τα γεωπολιτικά, γεωστρατηγικά και γεωοικονομικά στοιχεία είναι πανταχού παρόντα. Οι σταθερές όπως π.χ. οι βάσεις του Διεθνούς Δικαίου, των Συνθηκών αλλά και της Διεθνούς Νομολογίας είναι επίσης παρούσες και σεβαστές κατ’ ανάλογον εφαρμογήν ως μεθοδολογία ερμηνείας, κατανόησης και χειρισμού των σχετικών ζητημάτων.
Η χρονική συγκυρία εξ άλλου, δηλαδή η δεκαετία της οικονομικής κρίσεως (από του 2009 και εντεύθεν) που διήλθε η χώρα μας και από την οποία μόλις εξέρχεται, με τις συνέπειες που η κρίση αυτή είχε στην χάραξη και άσκηση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, συνιστά βίο παράλληλο με την εξέλιξη των ζητημάτων που πραγματεύονται τα εν λόγω κείμενα. Η απόπειρα είναι να καταδειχθεί η ανάγκη συμπόρευσης των προσπαθειών οικονομικής ανάταξης της χώρας με την λήξη της οικονομικής κρίσεως, με την σταδιακή, μελετημένη αλλά και προγραμματισμένη επίλυση των μεγάλων ζητημάτων/προκλήσεων της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.
Ως προς τη μεθοδολογία:
Αν και προκύπτει αβίαστα από απλή φυλλομέτρηση των σελίδων που ακολουθούν, καλόν είναι να επισημανθεί εκ προοιμίου, ότι όλα τα περιεχόμενα στον τόμο αυτόν κείμενα, δεν αποτελούν πρωτότυπο υλικό που σήμερα δίδεται στην δημοσιότητα.
Συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Όλα τα υπόψη κείμενα, δηλαδή ομιλίες, άρθρα, συνεντεύξεις κ.λπ., που ο αναγνώστης θα θελήσει και θα βρει το ενδιαφέρον να προσεγγίσει, έχουν συγγραφεί, παρουσιασθεί και δημοσιευθεί από τον συγγραφέα στο πρόσφατο, μέχρι εσχάτως παρελθόν και συγκεκριμένα την τελευταία δεκαπενταετία.
Η δεκαπενταετία αποτελεί ένα είδος οροσήμου διότι συμπίπτει μερικώς και εμπεριέχει, κατά κάποιο (χαλαρό) τρόπο, την ολοκλήρωση της υπηρεσίας μου στο Υπουργείο Εξωτερικών, οπότε και αρχίζει κυρίως η σχετική συγγραφική παραγωγή. Υπάρχει όμως μία εξαίρεση η οποία, αν και δεν εμπίπτει στην δεκαπενταετία έκρινα, ότι θα έπρεπε λόγω της σημασίας της, να συμπεριληφθεί στην παρούσα έκδοση. Η συμπερίληψη αυτή παρατίθεται χρονολογικά εκεί όπου ανήκει, δηλαδή στο τέλος του παρόντος.
Οφείλω μια εξήγηση στον αναγνώστη για την σειρά και την κατάταξη όλων των κειμένων που περιέχονται στο παρόν. Η εξήγηση είναι απλή και πρακτική, όχι δεοντολογική. Εξηγούμαι: Όλα ανεξαιρέτως τα κείμενα ασχέτως φύσεως, θέματος, τίτλου και υποκειμενικού ενδιαφέροντος, κατετάγησαν προς δημοσίευση χρονολογικά, δηλαδή με βάση το χρόνο συντάξεως ή εκφωνήσεώς τους, χωρίς καμμία εκ των υστέρων αξιολόγηση.
Η προσέγγιση αυτή επεβλήθη, όπως προσημείωσα, για καθαρά πρακτικούς λόγους και προς αποφυγήν επαναλήψεων, αν και αναγνωρίζω ότι μεθοδολογικά θα μπορούσε να προτιμηθεί και άλλη διαδικασία.
Στην πράξη όσα προσημειώθηκαν σημαίνουν ότι η παράθεση των κειμένων αρχίζει με τα νεώτερα (και πλέον πρόσφατα) και καταλήγει χωρίς εξαιρέσεις στα παλαιότερα μέχρι του τελευταίου, δηλαδή του 1981.
Το εν λόγω κείμενο, που είναι και το μόνο υπηρεσιακό σημείωμα που περιλαμβάνεται στην παρούσα συγκομιδή, είχε υψηλή διαβάθμιση ασφαλείας όταν συνετάγη από τον υπογράφοντα και έπαιξε καταλυτικό ρόλο, ως βάση κυβερνητικών αποφάσεων της εποχής, για την επιστροφή στην πατρίδα των πολιτικών προσφύγων του ελληνικού εμφυλίου πολέμου, δηλαδή των Ελλήνων και όχι των αλλογενών. Σήμερα, σχεδόν σαράντα χρόνια μετά την υποβολή του, και αφού σε τουλάχιστον δύο περιπτώσεις τα γεγονότα του 1981 και ο τρόπος που ελήφθησαν οι σχετικές κυβερνητικές αποφάσεις είναι πλέον γνωστές, με δημόσιο έγγραφο τρόπο (βλ. συνέντευξή μου στην Εφημερίδα «Καθημερινή» της 3ης Φεβρουαρίου 2018, που περιέχεται στα περιεχόμενα του παρόντος με αριθμό 9, αλλά και σε αναφορές τρίτων), θεώρησα πρέπον να δοθεί στην δημοσιότητα και αυτούσια η έγγραφη εισήγησή μου με άρση του βαθμού ασφαλείας της.
Για λόγους συστηματικούς το κάθε κείμενο που συμπεριλαμβάνεται στο παρόν ακολουθεί την τυπική ομοιομορφία, δηλαδή δεν γίνεται διάκριση μεταξύ ομιλιών, δημοσιευμάτων, άρθρων, συνεντεύξεων, κ.τ.λ. Κατά συνέπεια αποκαθαίρονται όλα τα κείμενα από εικόνες, φωτογραφίες και άλλες επισημάνσεις που οι φορείς δημοσιότητος επέλεξαν να τα συνοδεύσουν κατά τον χρόνο της δημοσιεύσεώς των, εφόσον αυτές δεν σχετίζονται άμεσα με τα κείμενα, στα οποία εμπεριέχονται.
Αξίζει επίσης να επισημάνω ότι σε αρκετές περιπτώσεις, οι εφημερίδες που φιλοξένησαν άρθρα μου επέλεξαν, όπως έχει γίνει παραδοσιακά δεκτό, να τα τιτλοφορήσουν κατά τρόπο διάφορο εκείνου που είχα προσωπικά υποβάλει. Το γεγονός βέβαια δεν με ενθουσιάζει, αλλά δεν είχα εκ των υστέρων άλλη επιλογή. Εν πάση περιπτώσει στο ανά χείρας συγκεντρωτικό πόνημα οι τίτλοι ακολουθούν τους δημοσιευμένους, είτε τους επέλεξα ο ίδιος, είτε το μέσον δημοσιότητος.
Θεωρώ υποχρέωσή μου να κλείσω την παρούσα εισαγωγή/ διευκρινιστική μου τοποθέτηση με την έκφραση θερμών ευχαριστιών προς τον Δ/ντή της σειράς Διεθνής και Ευρωπαϊκή Πολιτική των Εκδόσεων Παπαζήση και Καθηγητή του Παν/μου Αιγαίου κ. Σωτήρη Ντάλη, ο οποίος επιχειρηματολόγησε, με παρώτρυνε και με βοήθησε ουσιαστικά στην πραγματοποίηση της παρούσης εκδόσεως. Πράγματι ήμουν πάντοτε αρνητικός στην εκ μέρους μου συγγραφή κάποιου βιβλίου, θεματικού ή μορφής απομνημονευμάτων, για δύο κατά βάσιν λόγους: Πρώτον διότι πάντα πίστευα ότι υπάρχει προφανής αναντιστοιχία μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης (δηλ. ανάγνωσης και σωστής κατανόησης) ενός ουσιαστικού βιβλίου διπλωματίας, στο οποίο ενυπάρχουν ή απουσιάζουν πολλοί γνωστοί ή άγνωστοι παράγοντες ουσίας και συγκυρίας. Δεύτερον διότι πάντα πίστευα ότι φυσικός αποδέκτης των όποιων σκέψεων, προτάσεων, εισηγήσεων και λοιπών επισημάνσεών μας, ως διπλωματικών υπαλλήλων, είναι και πρέπει να είναι η Υπηρεσία και δη σε πραγματικό χρόνο και όχι εκ των υστέρων, οπότε οι μνήμες ξεθωριάζουν και οι προσωπικές αντιλήψεις καθίστανται οιονεί θέσφατα του τύπου «déjà vu, déjà lu» ή, ακόμη χειρότερα, «τους τα είπα αλλά με αγνόησαν γιατί δεν τους ήταν αρεστά».