ΑΝ ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΗΣΕΙ ΝΑ ΜΗΝ ΕΙΝΑΙ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗ ΚΑΙ ΜΕΣΩ ΑΥΤΗΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΙΡΗΝΗ, ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ, ΑΣ ΑΡΧΙΣΕΙ ΝΑ ΣΤΡΕΦΕΤΑΙ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΞΟΠΛΙΣΤΙΚΗ ΠΡΟΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΚΑΙ Ο,ΤΙ ΑΥΤΗ ΣΥΝΕΠΑΓΕΤΑΙ.

Π.Κ. ΜΑΚΡΗΣ

 

Αρκετοί των αναγνωστών εξέφρασαν, εις παραλλασσομένους τόνους, αντιρρήσεις ή και ενόχληση, προς την στήλη αυτή, επί του κειμένου της του προηγουμένου φύλλου. «Υπέρμετρη απαισιοδοξία η οποία παραγνωρίζει τα σημεία της Ελληνικής ισχύος και τα αδιέξοδα εντός των οποίων έχει περιέλθει η Τουρκία», υπήρξε μία των ηπιωτέρων διατυπώσεων κριτικής. Δεν έλειψαν και οξύτερες: «πρόθυμος και ύποπτος ενδοτισμός», «ηττοπάθεια», «υβριστική άγνοια, από τον συντάκτη, της πολεμικής ευψυχίας των Ελλήνων», «έλλειψη πατριωτικού οράματος», και «αδαής υποτίμηση της ανατροπής των δεδομένων μετά την βύθιση της Τουρκίας στο τέλμα της Συρίας», ήταν ωρισμένες εξ αυτών.

Τα όρια της ιδιοφυΐας, πάντως, προσήγγισε η κουτοπονηρία της διαβιβασθείσης προς τον υπογράφοντα διδαχής ―ex cathedra, από, αναμφιβόλως, διακεκριμένους και εμπείρους, κατά το παρελθόν γνώστες των Ελληνο-Τουρκικών―, ότι «βασικός κανών της διπλωματίας είναι να διαπραγματεύεται κανείς μόνον από θέσεως ισχύος και εφ’ όσον η Ελλάς, σήμερα, μετά την κρίση, είναι ακόμα περισσότερο αδύναμη από ότι ήταν άλλοτε, ούτε μπορεί, ούτε πρέπει, να αρχίσει, τώρα, να διαπραγματεύεται»!

Δηλαδή, όποιος είναι, εξ αδυναμίας, ανίκανος ακόμη και να διαπραγματευθεί, είναι επαρκώς ισχυρός να πολεμήσει!…

Παρέλκει η απάντησις εις τις αιτιάσεως, διότι θα συνεπήγετο την αναμάσηση όσων έχουν ήδη σημειωθεί.

Μάλιστα, η εικών εμφανίζεται σκοτεινοτέρα απ’ ό,τι προ μηνός. Η μεσολάβησις της Τουρκικής επεμβάσεως στην Β. Συρία ―δεν είχε ακόμη αρχίσει όταν ετυπώνετο το τεύχος του Δ.Τ. του Οκτωβρίου― και η πρόθυμη απόσυρσις των Αμερικανικών δυνάμεων αποδεικνύουν ότι, εφ’ όσον θα διαρκεί η Προεδρία Trump, κάθε Αμερικανική διαβεβαίωσις ―ακόμη και αν θα ήταν πολύ σαφεστέρα των αορίστων ευγενών λόγων του Κου Pompeo κατά την πρόσφατη διέλευσή του από την Ελληνική πρωτεύουσα―, στερείται αξιοπιστίας. Οι Αμερικανικοί θεσμοί ελέγχου της Προεδρικής εξουσίας λειτουργούν μεν, αλλά εις βάθος χρόνου. Βραχυπροθέσμως, η ευχέρεια ασκήσεως οιονεί δικτατορικής, προσωπικής, πολιτικής εκ μέρους του Προέδρου εις τους τομείς εξωτερικών σχέσεων και αμύνης, είναι σχεδόν απεριόριστη. Το δε μίγμα της Προεδρικής συμπεριφοράς, επί του Συρο-Κουρδικού ζητήματος, κατά την διάρκεια των τελευταίων εβδομάδων ―κυνισμού, παχυλής αγνοίας, φραστικής ανοησίας και χυδαιότητος, αλλοπροσαλοσύνης και περιφρονήσεως κρισίμων συμφερόντων των ΗΠΑ―, προκαλεί αίσθηση τρόμου. 

Είναι η εικών σκοτεινοτέρα απ’ ό,τι ήταν, διότι όποια και αν θα είναι η έκβασις της Τουρκικής εμπλοκής στην Συρία, θα επιβαρύνει και εντείνει τις διαθέσεις της Αγκύρας προς την κατεύθυνση του Αν. Αιγαίου και της Αν. Μεσογείου. Αν μεν είναι, εις πρώτη φάση έστω, η προσδοκώμενη ―όπως, προς το παρόν, φαίνεται να είναι―, ο επινίκειος οίστρος θα επιταχύνει την φορά του καθεστώτος προς μείζονα αναθεώρηση του περιφερειακού status quo ―και πρωτίστως, του περιβάλλοντος θαλασσίου χώρου.

Αλλά ακόμη και αν η Τουρκία, πράγματι, κατέληγε «να βυθιστεί στο τέλμα της Συρίας», όπως επικαλείται ο προαναφερόμενος, μάλλον υπεραπλουστευμένος και κατά κόρον επαναλαμβανόμενος Κασσανδρισμός αυτών των ημερών, πάλι, δεν «θα μείνει εντελώς ακινητοποιημένη, εκεί, για πολύ καιρό», ούτε «η Γαλάζια Πατρίδα του Erdogan θα παραμείνει, αναγκαστικά, κενό σχήμα λόγου» ―όπως συνεχίζουν οι προαναφερόμενοι ευσεβείς πόθοι· διότι ευσεβείς πόθοι, μάλλον, είναι, παρά ορθολογικοί συλλογισμοί. 

Ακριβέστερα, ακόμη και αν η Τουρκία ευρεθεί προ βαθμιαίως κλιμακουμένης Κουρδικής αντιστάσεως και ανακτήσεως εδαφικής επιρροής, στην Συρία, πάλι, δεν θα ανακοπεί, αλλά θα επιταχυνθεί η ήδη αρξαμένη γεωτρητική δραστηριότητα στην λεκάνη της Αν. Μεσογείου και δεν θα καθυστερήσουν, αλλά θα συντομευθούν οι χρόνοι της τελικής επεκτάσεώς της εντός του Αν. Αιγαίου. Θα το επέβαλε η σκοπιμότητα, η οποία θα προέκυπτε να αντισταθμισθεί οποιαδήποτε αίσθησις δυσκολίας, στην Συρία, δια της προβολής δυνάμεως επί ενός ευκολωτέρου επιχειρησιακού θεάτρου και της ταπεινώσεως ενός περισσότερο ευπέπτου, των Κούρδων, αντιπάλου. 

Πρέπει η Ελληνική πλευρά, επιτέλους, να κατανοήσει ότι δεν θα δυνηθεί να εμμείνει επί της από 40ετίας ακολουθουμένης πολιτικής της πλήρους ακινησίας, επί της σειράς των αρνήσεων και των υπεκφυγών της ―και αυτές δεν είναι λίγες. Πρώτη εξ υπαρχής, ερρίφθη η άρνησίς της να διαπραγματευθεί, είτε διμερώς είτε και εις ευρύτερα πλαίσια, όσα θεωρεί ότι της έχουν κατακυρωθεί και ―«αυτοδικαίως»― της ανήκουν εκ της Συμβάσεως των Η.Ε. επί του Δικαίου της Θαλάσσης. Επηκολούθησε, η ανατροπή ―δια κουτοπονήρου υπεκφυγής―, της ρυθμίσεως του Helsinki περί κοινής προσφυγής στην διεθνή δικαιοσύνη, την οποία η Ε.Ε. είχε επιτύχει να επιβάλει επί της Τουρκίας. Τέλος, προ 5ετίας, ήλθε ―«κι’ έδεσε» κατά την λαϊκή ρήση― και η δήλωσις, δι’ επιστολής, ότι η Ελλάς δεν αναγνωρίζει την δικαιοδοσία των Διεθνών Δικαστηρίων «επί θεμάτων απτομένων εθνικής κυριαρχίας», όπως, κατά ειλημμένη θέση, είναι τα θέματα χωρικών υδάτων, ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδος. 

Πρέπει, προ παντός άλλου, να κατανοηθεί ότι η παραμονή αλύτων και εις ακινησία, όλων των ζητημάτων των Ελληνο-Τουρκικών διαφορών κατέστη δυνατή, επί τόσες δεκαετίες, διότι την εδέχετο και την ήθελε και η Τουρκική πλευρά. Διότι και η Τουρκική πλευρά υπελόγιζε, όπως ακριβώς και η Ελληνική, ότι ο χρόνος θα εβελτίωνε, ακόμη περισσότερο, υπέρ αυτής την ισορροπία των εκατέρωθεν δυνάμεων, ώστε να είναι εις θέση να επιβάλει τις δικές της, αμιγώς, λύσεις. 

Ορθός, ατυχώς, απεδείχθη, μετά 50ετία σχεδόν, ο Τουρκικός υπολογισμός. Η σχετική ισορροπία δυνάμεων και οικονομικών μεγεθών, του τέλους της 10ετίας του 1970 και των αρχών του 1980, έχει, πλήρως, ανατραπεί υπέρ της γείτονος.

Το πλήρωμα του χρόνου καταβολής του τιμήματος ήλθε. Καταβολής του τιμήματος της κακής, από Ελληνικής πλευράς, προγνώσεως του μέλλοντος. του τιμήματος των επαλλήλων αποτυχιών και ελλειμμάτων λειτουργικότητος της Μεταπολιτευτικής περιόδου. του τιμήματος των δημοσιονομικών παραλογισμών 4 δεκαετιών. του τιμήματος της ασωτίας των κοινωνικών παροχών και της δια συνεχούς δανεισμού προσφοράς ευημερίας, προς τις λαϊκές τάξεις, αναντιστοίχου προς την παραγωγικότητά της χώρας. 

Όμως, το καθεστώς της Αγκύρας δεν έχει λόγους περαιτέρω αναμονής. Αισθάνεται ότι έχει ήδη την αναγκαία ισχύ και επείγεται, χάριν πολλαπλών ―ας μην επαναλαμβανόμεθα―, σκοπιμοτήτων, να ασκήσει, εμπράκτως, όσα θεωρεί ως Τουρκικά δικαιώ­ματα επί των θαλασσίων πόρων της Αν. Μεσο­γείου και του Ανατολικού ημίσεως του Αιγαίου ―εκτός, εννοείται, των Ελληνικών χω­ρικών υδάτων― και να αψηφήσει τις εν δυ­νάμει αντιδράσεις των Αθηνών.

Τα χρονικά περιθώρια είναι, στην καλυτέρα των περιπτώσεων, λίγων μηνών, διότι, ευτυχώς, η αρχή ερευνών επί του βυθού δυσχεραίνεται από την χειμερινή κακοκαιρία. 

Θα εξακολουθήσει η Ελληνική πλευρά και να μην συνομιλεί και να μην προσπαθεί ―χάριν επικοινωνιακής σκοπιμότητος, έστω―, να ανακινήσει την διαδικασία του HEL­SINKI, από την οποία, εκείνη πρώτη, επέ­λεξε να απομακρυνθεί;

Τότε, θα ευρεθεί προ ενός ακόμη ―αλλά τελειωτικού, την φορά αυτή―, τετελεσμένου, την έκταση του οποίου δεν θα έχει, καν, προσπαθήσει να μειώσει.

Θα περιορισθεί εις αντιδράσεις κατά το υπόδειγμα εκείνων της Κύπρου; Δεν θα αρκέσουν προς άρση του τετελεσμένου.

Η Κυπριακή Δημοκρατία ήταν πολύ καλύτερα προετοιμασμένη. Είχε μεριμνήσει να έχει σαφώς καθορισμένη και ανεγνωρισμένη από τις παράκτιες γειτονικές χώρες Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ), κατατεθειμένα σχέδια, χαρτογραφήσεις κ.ο.κ. Πρωτίστως, είχε εξασφαλίσει την επιχειρηματική εμπλοκή ισχυρών εταιρειών εκμεταλλεύσεως υδρογονανθράκων, ικανών να ασκούν επιρροή και προς τις ΗΠΑ και προς βαρύνοντες Εταίρους της Ε.Ε.

Παρά ταύτα, τα ερευνητικά πλοία των ετα­ι­ρειών αυτών και τα συνοδά πολεμικά πλοία των αντιστοίχων χωρών, έσπευσαν, ολο­­ταχώς, να αποχωρήσουν ευθύς κατά την πρώτη, επί τόπου, εμφάνιση Τουρκικών ναυ­τικών δυνάμεων και το σήμα προς αυτά να απομακρυνθούν. Ούτε και κατόπιν, τα πο­­λεμικά πλοία οποιασδήποτε των χωρών αυτών, των οποίων εθίγοντο πλέον επιχει­ρη­­ματικά συμφέροντα, επεχείρησαν να απο­τρέ­ψουν τον κατάπλου και την έναρξη της λει­τουργίας των Τουρκικών γεωτρυπάνων.

Ούτε και προσδοκά κανείς την διακοπή της συνεχιζόμενης Τουρκικής γεωτρητικής και εν γένει ερευνητικής δραστηριότητος, εντός της Κυπριακής ΑΟΖ, υπό την πίεση δικαστικών μέτρων και κυρώσεων. 

Έστω και κατά κόρον, ας το επαναλάβωμε: η κλιμάκωσις οποιωνδήποτε τυπικών Ευρωπαϊκών κυρώσεων ή και αθεάτων οικονομικών αντιποίνων εκ μέρους των θιγομένων συμφερόντων, κατά της Τουρκικής δραστηριότητος εντός της Κυπριακής ΑΟΖ, δεν θα φθάσει ποτέ ―εξ αντικειμένου―, να υπερβεί τα όρια του ανεκτού από την Τουρκία και να επιφέρει την πρακτική διακοπή και την τυπική άρση ―ακόμη πλέον απίθανη―, της τετελεσμένης παραβιάσεως. Το διακύβευμα περιφερικής αξιοπιστίας και κύρους του Τουρκικού καθεστώτος είναι, ήδη, βαρύ και η ετοιμότητά του να υποστεί εξ’ ίσου βαρύ κόστος ―όπερ και δεν αποκλείεται―, πρέπει να θεωρείται δεδομένη. 

Συνεπώς, ούτε και έναντι οποιασδήποτε μονομερούς Τουρκικής ενεργείας προς την κατεύθυνση του Αν. Αιγαίου και Ρόδου/Καστελλορίζου, η αλληλουχία των γεγονότων θα είναι διαφορετική απ’ ό,τι εντός της Κυπριακής ΑΟΖ. Οποιαδήποτε έναρξις και εκεί, Τουρκικής εκμεταλλεύσεως θαλασσίων πόρων, θα διαιωνισθεί. Συγχρόνως, οποιαδήποτε μεταγενεστέρα απόπειρα ενάρξεως, εντός των ιδίων θαλασσίων περιοχών, Ελληνικής, αντιστοίχου, δραστηριότητος, θα παρεμποδισθεί ενόπλως. Παρήλθε η εποχή του εκατέρωθεν αποδεκτού moratorium ερευνών επί της αμφισβητουμένης υφαλοκρηπίδος. 

Ούτως ή άλλως, ό,τι έχει, μέχρι στιγμής, επιβληθεί από την Τουρκία δια της απειλής πολέμου, έχει παραμείνει. Πώς, άλλωστε, θα ήταν δυνατόν ο,τιδήποτε να αρθεί, όταν ο ίδιος ο θιγόμενος, αρνείται την δικαιοδοσία του δικαιοδοτικού οργάνου του ΟΗΕ, κύριου μέσου ειρηνικής επιλύσεως των διεθνών διαφορών.

Αν, άρα, είμεθα αποφασισμένοι να αποτραπεί η de facto επιβολή της Τουρκικής διεκδικήσεως επί των πόρων του Αν. Αιγαίου, πρέπει να είμεθα και έτοιμοι να την παρεμποδίσομε και ενόπλως.

Άλλωστε, η ένοπλη υποστήριξις από Ελληνικής πλευράς, των κατά την εκτίμησή της, κυριαρχικών δικαιωμάτων της, προκύπτει, τελικώς, ως η μόνη, λογικώς, ενα­πομένουσα εναλλακτική επιλογή. Ίσως, αυτή είναι και η μόνη αξιοπρεπής και συνεπής επιλογή μιας χώρας, η οποία και κάθε διαπραγμάτευση έχει απορρίψει και μαξιμαλιστική θεώρηση και ερμηνεία των δικαιωμάτων της εκ του Διεθνούς Δικαίου διατηρεί και την δικαιοδοσία και κρίση των Διεθνών Δικαστηρίων, ρητώς και τυπικώς, εδήλωσε ότι δεν αναγνωρίζει.

Αν, όμως, όλη η υπάρχουσα εθνική στρατηγική στηρίζεται επί της αποθαρρύνσεως του αντιπάλου και επί της πεποιθήσεως ότι «τελικά δεν θα τολμήσει να διακινδυνεύσει το κόστος», ή ότι θα πεισθεί ότι «το τίμημα που θα χρειασθεί να καταβάλει δεν θα είναι σε θέση να το υποστεί» ―δεν αρκεί αυτό να βροντοφωνείται, εις τελετές και πανηγύρεις, από τις ύψιστες κορυφές των Πολιτειακών, πολιτικών και στρατιωτικών Αρχών της χώρας. Η μεθόδευσις της αποθαρρύνσεως πρέπει να είναι έμπρακτη.

Πρέπει, συνεχώς και εμπράκτως, να διαμηνύεται και να σηματοδοτείται, ―και προς την πλευρά του αντιπάλου, αλλά και προς Εταίρους και Συμμάχους―, η αποφασιστικότητα της δυναμικής παρεμποδίσεως ερευνών και γεωτρήσεων οπουδήποτε εντός των θαλασσίων περιοχών τις οποίες η Ελληνική πλευρά έχει δηλώσει ότι θεωρεί ως υπαγόμενες στην Ελληνική ΑΟΖ.

Αλλά πώς τεκμηριώνεται, στην πράξη, η πειστικότητα των αρειμανίων πανηγυρικών λόγων;

Πόσες μείζονες Ελληνικές αεροναυτικές ασκήσεις, περιλαμβανομένης χρήσεως πραγ­ματικών πυρών και αντίστοιχες πολυήμερες δεσμεύσεις θαλασσίων περιοχών, έχουν γίνει κατά την διάρκεια της τελευταίας διετίας; ―ιδίως, εντός του Αν. Αιγαίου και εγγύς της Ρόδου και του Καστελλορίζου;

Βαυκαλιζόμεθα ότι μετά το αποτυχόν πρα­ξικόπημα στην Τουρκία —ήδη προ 3½ ετών—,  έχει μειωθεί «δραματικά» ο αριθμός των εμπείρων ιπταμένων στελεχών της Τουρ­κικής αεροπορίας. Αλλά, ενώ οι χειρισταί της από διετίας «ασκούνται», συνεχώς, κατά πραγματικών στόχων εδάφους στην Συρία, ποια είναι η συχνότητα των Ελληνικών αερο­πορικών ασκήσεων υποστηρίξεως χερσαίων δυνάμεων, διά χρήσεως σημαντικού όγκου πραγματικών πυρών;

Πότε, κατά την διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών, υπήρξαν θάνατοι ή τραυματισμοί κληρωτών ή μακράς θητείας στρατιωτών εις ασκήσεις ―λυπηρότατοι πάντοτε, αλλά και ευτυχώς, ελάχιστοι (2-3)―, ή και αποστολή μονάδος εις πολυεθνική επιχείρηση ή ειρηνευτική αποστολή, χωρίς να συγκροτηθούν αμέσως, υπό πρόδηλη κομματική αιγίδα, διαδηλώσεις θρηνουσών «μανάδων στρατιωτών» καταρωμένων και κραυγαζουσών «ΝΑΤΟϊκοί δολοφόνοι, τα παιδιά μας»;

Πόσες φορές δεν εκινήθηκαν ομάδες γονέων κατά αξιωματικών διότι εκρίθη ότι υπέβαλαν τους εκπαιδευομένους εις «επικίνδυνες» ή «σκληρές» ασκήσεις;

Αντιστοίχως, η Τουρκική κοινωνία έχει δεχθεί και συνεχίζει να δέχεται, αγογγύστως, κατά την διάρκεια του ίδιου χρονικού διαστήματος, συνεχή ροή εκατοντάδων νεκρών και τραυματιών στρατιωτών. 

Ποιος είναι, συνεπώς, ο βαθμός της πειστικότητος των διαβεβαιώσεων ότι «θα τους διαλύσουμε αν τολμήσουν κ.λπ….», διό­τι και αυτά έχουν, φευ, λεχθεί…

Πώς προετοιμάζεται η χώρα, προ της δεδομένης φοράς των εξελίξεων; 

Ο συντάκτης του παρόντος δεν είναι εξ επαγγέλματος ή εκ πεποιθήσεως εφεκτικός ως προ την χρήση ενόπλων μέτρων ―ακόμη και εις πρώιμη φάση―, κατά την επίλυση των διεθνών διαφορών, ή και προληπτικώς. Αντιθέτως. Πιστεύει εις το αξίωμα του Clausewitz ότι ο πόλεμος δεν είναι παρά «η συνέχισις των πολιτικών σχέσεων, δι’ άλλων μέσων».

Προσπαθεί, απλώς, να είναι ορθολογιστής. Ας πράξωμε, ό,τι πράξωμε. Αλλά ενσυνειδήτως, εφ’ όσον θα το έχομε επιλέξει, εν γνώσει του κόστους και των συνεπειών. Όχι διότι θα το έχει φέρει ως αναπότρεπτη συνέπεια η απραξία, η ακινησία και η απώθησις του ποτηρίου ―απελθέτω απ’ εμού…―, των αποφάσεων. Η απραξία και η ακινησία δεν εξαφανίζουν αλλά επιτείνουν τους κινδύνους και επιβαρύνουν το κόστος οποιασδήποτε τροπής. 

Αν έχει επιλεγεί η δυναμική παρεμπόδισις Τουρκικών ερευνών και γεωτρήσεων επί βυθού θεωρουμένου από Ελληνικής πλευράς ως Ελληνικού και αν υπάρχει η αποφασιστικότητα ίσης ανταποδόσεως οποιασδήποτε Τουρκικής ενόπλου αντιδράσεως, ας καταστoύν αυτά σαφές προς την άλλη πλευρά.

Προς το παρόν, ούτε προς τους Έλληνες είναι απολύτως σαφές. Εις τους εορτασμούς και τις πανηγύρεις δίδεται η διαβεβαίωσις ότι «θα συντριβεί κάθε απόπειρα καταλήψεως Ελληνικής νήσου». Δεν είναι, όμως, η Τουρκική επίθεσις κατά Ελληνικής νήσου η οποία αναμένεται. Δεν είναι αυτή η οποία θα επιχειρηθεί από τους αντιπάλους. Δεν έχουν συμφέρον ή λόγους, να επιτεθούν, πρώτοι και να καταλάβουν τμήμα Ελληνικού νησιωτικού εδάφους. Τους αρκεί ότι επέβαλαν, δι’ απειλής πολέμου και πάλι, την διακοπή ―και de facto, την κατάργηση― της ασκήσεως της Ελληνικής κυριαρχίας επί των Ιμίων και επί όλης της πλειάδος των νησίδων και βραχονησίδων της λεγόμενης «φαιάς ζώνης».

Αυτό που έχουν δηλώσει ότι τους ανήκει είναι ο βυθός και εν γένει, οι θαλάσσιοι πόροι του Αν. Αιγαίου, της Ρόδου και του Καστελλορίζου. Επί αυτών, θα επέμβουν. Έναντι αυτής της συγκεκριμένης τροπής των εξελίξεων, πρέπει να είναι, εκ των προτέρων, σαφής η ειλημμένη Ελληνική απόφασις ενόπλου αντιδράσεως. Επ’ αυτής δεν πρέπει να αφεθούν αμφιβο­λίες. Όχι επί του αυτονοήτου, δηλαδή, ότι θα προβληθεί αντίστασις αν επιχειρηθεί η κατάληψις νήσου ή νησίδος. 

Ας επιλέξωμε λοιπόν. Αν η χώρα, η κοινή της γνώμη, η πολιτική τάξις της, θέλουν να παραμείνωμε αρειμάνιοι επί των «αδιαπραγμάτευτων δικαιωμάτων», ας αποδεχθούν το τίμημα της πολεμικής προετοιμασίας ―έστω και αργά· αν, εννοείται, υπάρ­χει χρόνος. Αν όχι, τότε, συμφιλιούμενοι όλοι, προς την πραγματικότητα της αδυ­να­μίας της χώρας ας αποδεχθούν συμβι­βα­σμούς, πριν αυτοί επιβληθούν μετά μία κα­ταστροφική πολεμική σύγκρουση ―έστω και όχι ήττα· έστω και όχι περισσότερο επώ­δυνη απ’ ό,τι θα έχει υποστεί και ο αντίπαλος.

Η επιλογή κατευθύνσεως της προετοιμασίας της χώρας πρέπει να είναι σαφής. Αν εξακολουθήσει να μην είναι προς την διαπραγμάτευση και μέσω αυτής προς την ειρήνη, τουλάχιστον ας αρχίσει να στρέφεται προς την πολεμική προπαρασκευή και ό,τι αυτή συνεπάγεται. 

Πάντως, η μέχρι στιγμής σηματοδότησις συνίσταται εις το ότι αντί του επανεξοπλισμού, εξακολουθούν να επιλέγονται δαπάνες εις επιδόματα και δώρα «υπέρ των ασθενεστέρων».

Κατά τις περιόδους των εορτών των δύο τελευταίων ετών, κατά την διάρκεια της προεκλογικής περιόδου και φευ ―όπως εξαγγέλλεται― και εις το τέλος του τρέχοντος Έτους, θα έχουν, σωρευτικώς, δαπανηθεί εις επιδόματα «υπέρ των πιο αδύναμων», συνολικοί πόροι ίσοι προς το κόστος μιας μοίρας μαχητικών F35, ή 3 υποβρυχίων ―ή αν στραφεί κανείς προς ειρηνικότερες προ­τεραιότητες, ενός μεγάλου, νέου και υπερσύγχρονου, στόλου πυροσβεστικών αεροσκαφών και ελικοπτέρων.

Και μόνη η συνέχισις της καταβολής παρομοίων επιδομάτων και δώρων ―κατηργημένων, μάλιστα, βάσει μνημονιακών και μεταμνημονιακών συμβατικών υποχρεώσεων―, εις βάθος μιας ακόμη 5ετίας, θα συνεπάγεται δαπάνη ίση προς το κόστος ριζικού εκσυγχρονισμού ολοκλήρου της Ελληνικής Αεροπορίας.

Κατά τα λοιπά, αυτοπαρηγορούμεθα ότι «…δεν θα τολμήσουν…», χωρίς οποιαδήποτε, εκ μέρους μας, λήψη δυσαρέστων αποφάσεων.

Π. Κ. Μ.