Η Ελλάς αρνούμενη την δικαιοδοσία του διεθνούς δικαστήριου επί ζητημάτων “απτόμενων Εθνικής κυριαρχίας” επιδεικνύει συμπεριφορά υπερδυνάμεως.
Η “Ευθυδικία” δεν είναι εφεύρημα της Τουρκιάς άλλα γενική αρχή του δικαίου. Αυτή η ίδια η σύμβασης δικαίου της θαλασσής προβλέπει μετριασμούς των προνοιών της λόγω γεωγραφικών ιδιομορφιών.
Π.Κ. ΜΑΚΡΗΣ
Η συνάντησις των Πρωθυπουργών Ελλάδος και Τουρκίας κατά την Γ. Συνέλευση του ΟΗΕ δεν επέφερε μεταβολή του ήδη εκρηκτικού συνειρμού της αντιπαραθέσεως των δύο γειτονικών χωρών επί της εκμεταλλεύσεως του ορυκτού πλούτου του Αιγαίου και της Αν. Μεσογείου. Ορθώς ως εκ τούτου και το ζήτημα παρέμεινε –επισήμως τουλάχιστον–, εκτός της ημερησίας διατάξεως της μάλλον τυπικής και χάριν αμοιβαίας επιδείξεως καλών τρόπων, γενομένης συναντήσεως.
Η βλοσυρότητα, αν μη τι άλλο, του ύφους του Τούρκου Πρωθυπουργού ήταν προορισμένη να μην επιτρέψει υποθέσεις αμφιταλαντεύσεών του επί των συνεχών απειλητικών εξαγγελιών, περί μονομερούς αναλήψεως Τουρκικών ερευνητικών δραστηριοτήτων εντός του Αν. Αιγαίου και εγγύς της Ρόδου και του Καστελλορίζου, κατά το υπόδειγμα των ήδη υπό εξέλιξη επί της υφαλοκρηπίδος της Κύπρου.
Η αναφερομένη συμφωνία των δύο Πρωθυπουργών περί συγκλήσεως του Συμβουλίου ΕλληνοΤουρκικής συνεργασίας εντός του 6μήνου του προσεχούς έτους, κατ’ ουδέν δεσμεύει, εν τω μεταξύ, την Τουρκική πλευρά να μην το επιχειρήσει.
Κατά τα λοιπά, ενώ συνεχίζεται, εξ Αγκύρας, η ρητορική περί «Γαλανής Πατρίδος» και η ύψωσις απειλητικών τόνων, εξ Αθηνών, ακούονται διαβεβαιώσεις ηγητόρων των ενόπλων δυνάμεων της χώρας ότι ο επιτιθέμενος θα καταβάλει βαρύ τίμημα.
Συγχρόνως, αναλυταί και σχολιασταί, οι οποίοι διατηρούν την καθαρότητα του βλέμματός τους και το θάρρος να μην θωπεύουν τα ώτα θερμοκεφάλων, τίθενται υπό πυρά ως «υποκινούμενοι», «θεράποντες υπόπτων συμφερόντων» κλπ.
Κατά την επικρατούσα, «πολιτικώς ορθή», σχολή σκέψεως, η εθνικώς πρέπουσα παιδαγώγησις της κοινής γνώμης επί της κορυφουμένης εντάσεως εκατέρωθεν του Αιγαίου, περιλαμβάνει ποικίλες καθησυχαστικές επαγγελίες: την «πλήρη απομόνωση» της Τουρκίας, την κατάρρευση –άλλοτε φερομένη ως επελθούσα ήδη και άλλοτε ως αμέσως επικείμενη–, των Αμερικανο-Τουρκικών σχέσεων, την ακύρωση της πωλήσεως των μαχητικών F35 (Σημ.1), την κλιμάκωση των Ευρωπαϊκών κυρώσεων, την κακή οικονομική κατάσταση της Τουρκίας, η οποία, υποτίθεται, δεν της επιτρέπει πολεμικούς περισπασμούς, την έλλειψη, μετά το πραξικόπημα, ιπταμένων στελεχών της Τουρκικής αεροπορίας, την ψήφιση του νομοσχεδίου Menendez-Rubio περί ασφαλείας και συνεργασίας στην Ανατολική λεκάνη της Μεσογείου, επιτρέποντος πωλήσεις Αμερικανικού αμυντικού υλικού στην Κυπριακή Δημοκρατία, την 4μερή στρατηγική συνεργασία (Κύπρου-Ισραήλ-Ελλάδας-Αιγύπτου) κ.α. Εσχάτως προστίθεται και η διακοπή της λειτουργίας των Τουρκικών γεωτρυπάνων νοτίως της Κύπρου λόγω των Αμερικανικών και Ευρωπαϊκών κυρώσεων και η συνακόλουθη αδυναμία εξευρέσεως των ανταλλακτικών τους. (Σημ.2)
Η ακρίβεια όμως όλων αυτών είναι άκρως σχετική και ακόμη και αν ίσχυαν μέχρις ενός βαθμού, δεν θα αρκούσαν να αποτρέψουν την γείτονα από την μεθόδευση της επιβολής των διεκδικήσεών της επί του Αν. Αιγαίου και της Αν. Μεσογείου.
Αναμφιβόλως, δεν πρέπει να θεωρούνται ως άνευ σημασίας ούτε η εις βάθος χρόνου ενόλχησις της Αγκύρας υπό καθεστώς, ηπίων έστω, Ευρωπαϊκών κυρώσεων, ούτε και η Ευρωπαϊκή ετοιμότητα κλικαμώσεώς τους –μέχρις ενός σημείου τουλάχιστον. Αλλά ούτε και να υπερτιμώνται.
Δεν πρέπει να υπερτιμώνται διότι, ούτε η Ε.Ε., ούτε η Β.Α. Συμμαχία, ούτε –προ παντός άλλου–, η Ουάσινγκτον, ούτε οποιοσδήποτε άλλος των μειζόνων Συμμάχων και Εταίρων θα ήταν ποτέ διατεθειμένοι να συγκατατεθούν και να προχωρήσουν στην επιβολή πράγματι επώδυνων κυρώσεων εις βάρος της Άγκυρας, είτε διμερώς, είτε εντός του Βορειο-Ατλαντικού ή Ευρωπαϊκού πλαισίου.
Ουδείς δέχεται να δώσει την τελική ώθηση ρίψεως της Τουρκίας εκτός της Δυτικής σφαίρας επιρροής και της, συνακολούθου, ριζικής ανατροπής της γεω-πολιτικής τάξεως πραγμάτων, η οποία έχει, από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, παγιωθεί στη Ν.Α. Ευρώπη, την Εγγύς και Μέση Ανατολή, την Ν.-Δυτική Ευρασία και την Ανατολική λεκάνη της Μεσογείου. Παντού, δηλαδή, όπου η κυρίαρχη Τουρκική εδαφική μάζα συνιστά καθοριστικής σημασίας συντελεστή περιφερικής ασφαλείας.
Ψέγουν μεν, και μέχρις ενός σημείου τύπτουν, υπό το κράτος λόγων αρχής ή και ανάγκης τηρήσεως προσχημάτων, τις εντός και εκτός των συνόρων της χώρας υπερβάσεις, του νεοπαγούς –και διαρκώς μεταλασσομένου–, Τουρκικού καθεστώτος. Αλλά, συγχρόνως, ελπίζουν και υπολογίζουν στην κατανόηση και αποδοχή εκ μέρους της Αγκύρας της ανάγκης ενός modus vivendi εκατέρωθεν ανοχής, χωρίς να επέρχεται καταληκτική, στρατηγική ρήξις σχέσεων.
Η Τουρκία, δια της επανειλημμένης προκλήσεως οξύτητος προς την Ε.Ε. και τις ΗΠΑ, της εμπράκτου επιδείξεως ριψοκινδύνου ετοιμότητος αψηφίσεώς τους, αλλά και της συχνής, κατά την διάρκεια ολοκλήρων δεκαετιών, χρήσεως, εντός του περιφερειακού χώρου της, στρατιωτικής δυνάμεως, έχει πείσει ότι είναι «νευρική δύναμις» και «απρόβλεπτη», η οποία «τολμά» και έχει συχνά διαψεύσει και υπερβεί αρχικές συντηρητικές και καθησυχαστικές εκτιμήσεις των εν δυνάμει αντιδράσεών της.
Συνεπώς, η Δυτική μέριμνα να μην εξωθηθεί, η Τουρκία, εις τα άκρα είναι πάντοτε μεγαλυτέρα από ότι η δική της να μην υπερβεί οποιαδήποτε όρια κακής υπερσυνοριακής συμπεριφοράς προς μικρούς γείτονες. Καλώς ή κακώς.
Καλώς μάλλον· διότι ουδείς –ούτε, βεβαίως, η Ελλάς–, έχει συμφέρον να συμβάλει εις μια κοσμογονική, όπως προανεφέρθη, γεωπολιτική ανατροπή και την ρίψη της Τουρκίας ακόμη βαθύτερα στην αγκάλη του ήδη a la carte στρατηγικού συνοδοιπόρου της, του Κρεμλίνου –κυρία μέριμνα του οποίου είναι η προώθησις ακροδεξιών εθνικιστικών κινημάτων παντού εντός του Ευρωπαϊκού χώρου, η εκ βάθρων καταστροφή της Ε.Ε. και ο εκ νέου κατακερματισμός της ηπείρου εις αλληλοσυγκρουόμενα εθνικά κράτη.
Ουδείς, άλλωστε, παραγωγικός και οικονομικώς εξωστρεφής και δραστήριος Εταίρος θα συνεκατετίθετο στην επιβολή δραστικών κυρώσεων δυναμένων να θέσουν υπό απειλή το μέλλον των εξαγωγών και γενικώς, της οικονομικής επεκτάσεώς του, προς μια αγορά τόσης δημογραφικής ζωτικότητος –ήδη 85 εκατομμυρίων–, όπως της Τουρκίας.
Εις επίμετρον, η Δαμόκλειος σπάθη των προσφυγικών και λαθρομεταναστευτικών ροών εξακολουθεί και θα εξακολουθήσει να αιωρείται. Κατά καιρούς δε η σπάθη αυτή, θα πίπτει, όποτε η Ε.Ε. θα υπερβαίνει τα ανεκτά από την Άγκυρα όρια Δυτικής κριτικής, κυρώσεων ή παροχής υποστηρίξεως προς την Ελλάδα και την Κυπριακή Δημοκρατία. Αυτό δε, ακριβώς, συμβαίνει, εν μέρει και κατά τη διάρκεια των τελευταίων εβδομάδων.
Ακόμη και αν μειωθεί η ροή των πολεμικών προσφύγων από την Συρία, η υπάρχουσα ήδη στην Τουρκία δεξαμενή, όπως και η ροή Πακιστανών και Αφγανών οικονομικών λαθρομεταναστών –η οποία δεν θα μειωθεί αλλά θα βαίνει αυξανομένη–, θα υπεραρκούν να κατακλύζουν τις νήσους του Αν. Αιγαίου, οψέποτε θα κρίνεται σκόπιμη η εκφοβιστική επίδειξις δυνατοτήτων.
Η «Δύσις», υπό την συλλογική έννοια του όρου –Υπερ-Ατλαντική, Βορειο-Ατλαντική και Ευρωπαϊκή–, θα παραμείνει δεκτική και ανεκτική κακής και επιθετικής συμπεριφοράς της Τουρκίας προς τους μικροτέρους γείτονές της.
Εξ άλλου και από Ισραηλινής πλευράς και παρ’ όλη την Τουρκική πολυπραγμοσύνη προς την Hamas και την Τεχεράνη, παρ’ όλη την διαφημιζομένη, από ωρισμένους, ως στρατηγική πανάκεια «4μερή», παραμένει πάντοτε άκρως επιθυμητή η βελτίωσις των Τουρκο-Ισραηλινών σχέσεων και η αποτροπή νέων αφορμών οξύτητος.
Ας αναμένεται, λοιπόν, μετά βεβαιότητος, από Τουρκικής πλευράς, η συνέχισις της γεωτρητικής δραστηριότητος επί της υφαλοκρηπίδος της Κυπριακής Δημοκρατίας –η νομική κατωχύρωσις της οποίας είναι, ειρήσθω εν παρόδω, σαφώς ισχυροτέρα της Ελληνικής.
Πέραν, όμως, των ήδη γενομένων κρούσεων των Τουρκικών γεωτρυπάνων επί της Κυπριακής υφαλοκρηπίδος, πρέπει, πλέον, να θεωρείται βεβαία και η έναρξις αντιστοίχου Τουρκικής δραστηριότητος και επί βυθού θεωρουμένου, από Ελληνικής πλευράς, ως Ελληνικής υφαλοκρηπίδος. Νοτίως της Ρόδου και του Καστελλορίζου, μάλλον, εις πρώτη φάση, αν όχι αμέσως –αν και ούτε αυτό αποκλείεται–, εντός του Αιγαίου. Το επιβάλλουν, απολύτως, η ιδιοσυστασία του καθεστώτος της Αγκύρας και οι τρόποι κατά τους οποίους κατανοεί την ανάγκη διατηρήσεως και προβολής αξιοπιστίας και κύρους προς κάθε κατεύθυνση· προς οπαδούς και πολεμίους, προς ομοεθνείς και αλλοεθνείς, εντός και εκτός της χώρας. Η ρητορική και ο βαθμός αυτοδεσμεύσεως του δεν αφήνουν οδούς αβλαβούς υπαναχωρήσεως.
Άλλωστε και η επένδυσις, έστω και μόνη αυτή, η οποία έγινε προς απόκτηση ενός στόλου 8-10 σκαφών ερευνών επιβάλλει την χρησιμοποίησή του.
Αλλά και εκτός εσωτερικών σκοπιμοτήτων, η αποδοχή του υφισταμένου status quo του περιβάλλοντος τις Μικρασιατικές και Κιλικικές ακτές θαλασσίου χώρου, είναι και αντικειμενικώς, παντελώς ασυμβίβαστη προς την διεκδίκηση, εκ μέρους της Τουρκίας, θέσεως κυριάρχου περιφερειακής δυνάμεως.
Όλοι οι de facto περιορισμοί Ελληνικής κυριαρχίας –και δεν είναι λίγοι– τους οποίους έχει επιτύχει να επιβάλει η Άγκυρα, κατά την διάρκεια τεσσάρων και πλέον 10ετιών, δια της απειλής πολέμου, δεν αρκούν να φθάσουν ούτε τα ελάχιστα όρια των στρατηγικών επιδιώξεών της –ούτε να αναλογήσουν εις τα ριζικώς νέα δεδομένα ανισορροπίας δυνάμεων μεταξύ των δύο χωρών.
Οι ιθύνοντες της Άγκυρας εκτιμούν –και μάλλον ορθώς–, ότι αίρει, εκ προοιμίου, την βαρύτητα και την σοβαρότητα των διεκδικήσεών τους ασκήσεως καθοριστικής περιφερειακής επιρροής η προβολή της εικόνος μιας δυνάμεως τόσης κρισίμου γεωγραφικής μάζης, πληθυσμού 100 σχεδόν εκατομμυρίων και εκρηκτικού μακροοικονομικού και δημογραφικού δυναμισμού, η οποία αποτυγχάνει να επιβάλει πλήρως τις απόψεις της επί μιας μικράς γείτονος. Επί μιας χώρας, μάλιστα, όπως η Ελλάς, η οποία μόλις αρχίζει, ασταθώς και αργά, να απομακρύνεται από το χείλος του κρημνού, όπου, μετά βίας, επέτυχαν να την συγκρατήσουν οι διασώσται Εταίροι της.
Όπως προανεφέραμε η Ε.Ε. και ωρισμένοι Εταίροι και Σύμμαχοι δεν θα αδιαφορήσουν εντελώς. Η διπλωματική και οικονομική παρενόχλησις της Τουρκίας, την οποία θα είναι εις θέση και διατεθειμένοι να προκαλέσουν, δεν θα είναι, ίσως, αμελητέα. Δεν θα είναι, όμως, αποτρεπτική, δεδομένης της σημασίας την οποία το καθεστώς της γείτονος αποδίδει εις το διακύβευμα.
Προ των Τουρκικών πλοίων ερευνών και των συνοδών τους πολεμικών δεν θα παρεμβληθούν πλοία του 6ου Αμερικανικού Στόλου –ούτε κατά μείζονα λόγον, Ευρωπαϊκών χωρών. (Σημ. 3)
Τέλος, τα αυταρέσκως λεγόμενα περί της «4μερούς», Ελλάδος, Κύπρου, Αιγύπτου, Ισραήλ, ως παραμυθία «εν θλίψεσι», μάλλον, ας προσλαμβάνονται.
Η Ελλάς πρέπει να αντιμετωπίσει την επερχόμενη κορύφωση –την τελική, πιθανώς, πράξη–, μιας 50ετούς κρίσεως, δια των ιδίων δυνάμεών της. Τι δέον, τότε, γενέσθαι; Πρέπει από τώρα να θεωρηθεί και να μελετηθεί το φάσμα των επιλογών. Χωρίζονται εις καθοριστικώς διαφοροποιούμενες –ως προς την συλλογιστική, τους στόχους και το εν δυνάμει κόστος–, δέσμες.
Η πρώτη, εκκινεί από την έγκαιρη αναζήτηση και εκδήλωση Ελληνικής πολιτικής, διπλωματικής, πρωτοβουλίας προς αποτροπή ή έστω προς καθυστέρηση, Τουρκικών ενεργειών διερευνήσεως του ορυκτού πλούτου του Αιγαίου και νοτίως της Ρόδου και του Καστελορίζου, η δυναμική παρεμπόδισις των οποίων θα συνεπάγεται κινδύνους πολεμικής εμπλοκής πέραν των Ελληνικών δυνατοτήτων παρατεταμένης λυσιτελούς αμύνης των πλέον εκτεθειμένων σημείων του Αρχιπελάγους.
Νοουμένη συνέπεια αυτής της επιλογής θα είναι η υποδήλωσις της Ελληνικής πλευράς ότι εγκαταλείπει τις πάγιες θέσεις ερμηνείας της, της Συμβάσεως των Η.Ε. επί του Δικαίου της Θαλάσσης (United Nations International Convention on the Law of the Sea – UNICLOS) και ότι αναγνωρίζει ότι η ιδιάζουσα γεωγραφική διαμόρφωσις του Αιγαίου δικαιολογεί, ίσως, ωρισμένες ειδικές ρυθμίσεις –όπως, εξ’ άλλου, σαφώς ορίζει και ειδική πρόνοια περί γεωγραφικών ιδιομορφιών της προαναφερθείσης Συμβάσεως, η οποία και σεμνοτύφως, πάντοτε αποσιωπάται «παρ’ ημίν».
Η τακτική μεθόδευσις θα εσυνίστατο εις δημοσιοποιουμένη πρόσκληση προς την Τουρκική πλευρά ενάρξεως διαπραγματεύσεων, όχι προς επίλυση των διαφορών, αλλά προς ρύθμιση της κοινής προσφυγής στην Διεθνή Δικαιοσύνη. Η Ελληνική πρότασις θα περιελάμβανε –προς παράκαμψη, βεβαίων σχεδόν, αδιεξόδων κατά την κατάρτιση του προδικαστικού συνυποσχετικού (compromis)–, την διακριτική ευχέρεια των Διεθνών Δικαστών να επιλέξουν εκείνοι τους εφαρμοστέους κανόνες.
Ως μόνοι, πράγματι «αδιαπραγμάτευτοι», Ελληνικοί όροι πρέπει να παραμείνουν η επαρκής περιβαλλοντική προστασία της θαλάσσης και η διασφάλισις συνεχών διαδρόμων απροσκόπτου διασυνδέσεως των Ελληνικών και των διεθνών χωρικών υδάτων του Δυτικού Αιγαίου και των χωρικών υδάτων των νήσων του Ανατολικού Αιγαίου, χωρίς παρεμβολή μονίμων ή ημιμονίμων Τουρκικών εγκαταστάσεων, πλωτών εξεδρών κλπ. Η διασφάλισις, δηλαδή, των «γλωσσών» (“tongues”), ή «δακτύλων» (“fingers”), κατά ορολογία ad hoc εκκολαφθείσα εις μία των φάσεων των διερευνητικών συνομιλιών μεταξύ των δύο πλευρών.
Θα είναι προφανές, βεβαίως, ότι παρομοία Ελληνική πρωτοβουλία έρχεται καθυστερημένη κατά 10ετίες και ότι εκδηλώνεται υπό το κράτος φόβου και αισθήσεως αδυναμίας εν όψει της ριζικής, κατά την διάρκεια της τελευταίας 15ετίας, ανατραπείσης, εις βάρος της Ελλάδος, ισορροπίας δυνάμεων και της φαινομένης Τουρκικής αποφασιστικότητος και συγκρουσιακής διαθέσεως. Θα βελτιώσει, εν τούτοις, τις εντυπώσεις ως προς την Ελληνική λογική και αίσθηση πραγματικότητος.
Κάθε τρίτος βλέπει την ιδιομορφία του Αιγαίου.
Όλοι αντιλαμβάνονται ότι εύρος χωρικών υδάτων 12 ν. μιλίων θα οδηγήσει εις καταστάσεις αδήριτες και ασύμφορες προς όλους –διότι και η Ελλάς, ως κατ’ εξοχήν ναυτική χώρα, ανοικτές και όχι κλειστές, θάλασσες πρέπει να επιθυμεί.
Ουδείς είτε Δυτικός, είτε και οποιουδήποτε άλλου γεωγραφικού προσδιορισμού, αποδέχεται την Ελληνική ευρεσιτεχνία της διεκδικήσεως του ελέγχου των 10 ν. μιλίων εναερίου χώρου, ενώ ο θαλάσσιος περιορίζεται εις 6. Οι πάντες διερωτώνται, καγχάζοντες, που τίθεται η βάσις της στήλης παρομοίου εναερίου χώρου. Το γεγονός ότι η ανοησία αυτή χρονολογείται από την 10ετία 1930 δεν μειώνει το μέγεθός της, ούτε περιορίζει την απώλεια σοβαρότητος των Ελληνικών θέσεων· τα επιβαρύνει.
Όλοι, επίσης, κατανοούν ότι δεν είναι νοητή η πλήρης ακύρωσις της Μικρασιατικής και της Κιλικικής ακτής, της Τουρκίας –του συνόλου, σχεδόν, των Μεσογειακών ακτών της–, από τα συμπλέγματα των Ελληνικών νήσων.
Ο παραλογισμός των Τουρκικών διεκδικήσεων ΑΟΖ/υφαλοκρηπίδος στηρίζεται, μέχρις ενός βαθμού, επί του μαξιμαλισμού της Ελληνικής ερμηνείας της Συμβάσεως του Δικαίου της Θαλάσσης.
Είναι αναγκαία, συνεπώς, μία Ελληνική πρωτοβουλία εκλογικεύσεως και εξορθολογισμού θέσεων υπό τον μανδύα της αποφάσεως του Διεθνούς Δικαστηρίου. Κατά πόσον θα τελεσφορήσει και οδηγήσει εις έναρξη εποικοδομητικού διαλόγου και τελική, λυσιτελή, εμπλοκή της Διεθνούς Δικαιοσύνης μένει να αποδειχθεί. Βεβαιότης δεν δικαιολογείται.
Είναι πιθανόν ότι η Άγκυρα θα εμμείνει επί της απαιτήσεως διμερούς, πολιτικής, διαπραγματεύσεως· ή ότι θα αρνηθεί την κατάρτιση συνυποσχετικού απονέμοντος εις τα μέλη του Δικαστηρίου απεριόριστη ευχέρεια επιλογής των κανόνων εκδικάσεως της υποθέσεως και θα ζητήσει ειδική αναφορά της προτεραιότητος της αρχής της Ευθυδικίας.
Η πιθανότητα επιτυχίας θα ενισχυθεί, πάντως, αν εγκαίρως, αφεθεί να κατανοηθεί, ότι η Ελλάς επιζητεί την ρύθμιση της προσφυγής στην Διεθνή Δικαιοσύνη προς επίτευξη, μέσω αυτής, ευσχήμου τρόπου παροχής ικανοποιήσεως των διεκδικήσεων –των ευλόγων τουλάχιστον–, της Τουρκικής πλευράς, την οποία λόγοι προσχημάτων γοήτρου και εσωτερικού πολιτικού κόστους, καθιστούν πολύ δυσκολώτερα εφικτή μέσω αμιγώς διμερών διαπραγματεύσεων.
Εις κάθε περίπτωση, θα επιτευχθεί, όπως εσημειώσαμε, σχετική βελτίωσις της συνολικής εικόνος της Ελληνικής τοποθετήσεως επί ενός εν δυνάμει εκρηκτικού συνειρμού εξελίξεων. Ομοίως, θα τεθεί βάσις μεγαλυτέρας Συμμαχικής και Ευρωπαϊκής κατανοήσεως έναντι του ενδεχομένου –εις περίπτωση πλήρους Τουρκικής αδιαλλαξίας–, τελικής Ελληνικής επιλογής βιαίας παρεμποδίσεως των Τουρκικών ερευνητικών ενεργειών επί της υφαλοκρηπίδος του Αν. Αιγαίου, της Ρόδου και του Καστελλορίζου.
Άλλη δέσμη επιλογών συγκροτείται πέριξ συνδυασμού, αμετακινήτου μεν εμμονής της Ελληνικής πλευράς επί των ειλημμένων θέσεών της και επί της αδιαλλάκτου αρνήσεώς της να δεχθεί οποιεσδήποτε εκπτώσεις επί όσων θεωρεί ότι, αυτοδικαίως, της ανήκουν βάσει της Συμβάσεως Δικαίου της Θαλάσσης, αλλά και μη προβολής αντιστάσεως κατά Τουρκικών μονομερών ενεργειών, πλην διαμαρτυριών εις διεθνή fora, και προσπαθειών επιβολής κυρώσεων εις διάφορα επίπεδα.
Η επιλογή αυτή θα ισοδυναμεί, ουσιαστικώς, προς μια ακόμη χρονία κατάσταση αποδοχής τετελεσμένων. Εις κατάσταση, δηλαδή, παρεμφερή της διαιωνίσεως της κατοχής της Β. Κύπρου ή της επελθούσης, μετά την κρίση των Ιμίων, de facto αποσπάσεως της «φαιάς ζώνης» της Δωδεκανήσου από την Ελληνική επικράτεια –διότι, όπως και αν αλλεπάλληλες κυβερνήσεις των Αθηνών έχουν, έκτοτε, προσπαθήσει να εξωραΐσουν την πραγματικότητα, είναι προφανές ότι έχουν αποδεχθεί να διακόψουν την επί 10ετίες συνεχή και πραγματική άσκηση εκεί, βάσει διεθνών συνθηκών, Ελληνικής κυριαρχίας.
Υπό μία έννοια και υπό το πρίσμα των προηγηθέντων, η ταπείνωσις και η μείωσις εκ της επιβολής τετελεσμένων επί της υφαλοκρηπίδος της Ρόδου, του Καστελλορίζου και του Αιγαίου, θα συνιστά γνωστή και ήδη δεδοκιμασμένη, τραυματική εμπειρία αποδοχής ακρωτηριασμού χάριν αποτροπής ακόμη χειροτέρων. Άρα, εμπειρία ίσως όχι, πλέον, τόσον επώδυνη, εφ’ όσον έχει ήδη επέλθει κάποιος εθισμός…
Μάλιστα, η αποδοχή της de facto, απωλείας των εκατοντάδων νησίδων και βραχονησίδων της «φαιάς ζώνης» και των χωρικών υδάτων τους, μετά τα Ίμια, απετέλεσε πολύ βαρυτέρα μείωση και προσβολή κυριαρχίας διότι απετέλεσε απώλεια εθνικού εδάφους, χερσαίου και θαλασσίου, επί του οποίου είχε ασκηθεί κυριαρχία και όχι, απλώς, εγκατάλειψη διεκδικουμένων και επιδεκτικών ερμηνείας, οικονομικών δικαιωμάτων επί του βυθού της θαλάσσης, εκτός χωρικών υδάτων. Έχομε, δηλαδή, ήδη, υποστεί και χειρότερα.
Προσφέρεται, βεβαίως και η τρίτη δέσμη επιλογών : και αυτή θα συνεκροτείτο πέριξ της εμμονής επί της Ελληνικής ερμηνείας της Συμβάσεως του Δικαίου της Θαλάσσης και της αρνήσεως ότι παρίσταται οποιαδήποτε ιδιομορφία του χώρου του Αιγαίου, της Δωδεκανήσου ή του συμπλέγματος του Καστελλορίζου, η οποία να δικαιολογεί μετριασμούς και ειδικές ρυθμίσεις υπέρ της Τουρκίας. Αλλά, δεν θα περιορίζετο επί διακηρύξεως θέσεων και δικαιωμάτων και διαμαρτυριών εις περίπτωση Τουρκικών εξορυκτικών ενεργειών επί της υφαλοκρηπίδος του Αιγαίου και νοτίως της Ρόδου και του Καστελλορίζου–, πρακτικώς, οπουδήποτε, σχεδόν, εκτός των Τουρκικών χωρικών υδάτων. Θα συνεδύαζε και την «δυναμική» παρεμπόδισή τους.
Η δέσμη αυτή επιλογών είναι η μόνη, ουσιωδώς, εναλλακτική και εκείνης των εκουσίων παραχωρήσεων και εκείνης της αποδοχής τετελεσμένων. Θα επανέφερε τις ημέρες των μέσων της 10ετίας 1980 και τους ηρωικούς (…) αποήχους της εντολής του τότε Πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου: «Βυθίσατε το Χόρα», η οποία, ακόμη και τότε, υπό ριζικώς ευνοϊκοτέρους όρους ισορροπίας δυνάμεως, ως τίτλος θεατρικής επιθεωρήσεως είχε, τελικώς, καταλήξει να χρησιμεύσει.
Θα ήταν, όμως, αυτή η εντιμωτέρα, αξιοπρεπεστέρα και συνεπεστέρα επιλογή μετά τόσες 10ετίες, αφ’ ενός αδιαλλάκτου, από την Ελληνική πλευρά, απορρίψεως διμερούς διαπραγματεύσεως επί, υποτιθεμένως, «αδιαπραγμάτευτων κυριαρχικών δικαιωμάτων»· αφ’ ετέρου σαφούς, δι’ υπεκφυγής, αρνήσεως της δικαιοδοσίας και κρίσεως των οργάνων της Διεθνούς Δικαιοσύνης, όταν εδόθη η ευκαιρία (αποφάσεις Ευρωπαϊκής Συνόδου κορυφής Helsinki, 1999) προσφυγής εις αυτά. Ακόμη δε χειρότερα, μετά την χαριστική βολή –βολή αυτοτραυματισμού–, της προ 5ετίας, υψιπετούς Ελληνικής δηλώσεως ότι η Ελλάς δεν αναγνωρίζει την αρμοδιότητα του Διεθνούς Δικαίου επί θεμάτων απτομένων εθνικής κυριαρχίας. (Σημ. 4)
Αν αποφεύγομε την αρμοδιότητα των δικαιοδοτικών οργάνων των Η.Ε. να ερμηνεύουν τους κανόνες των Συμβάσεων Διεθνούς Δικαίου και μάλιστα, μιας διεθνούς συμβάσεως όπως εκείνη του Δικαίου της Θαλάσσης, η οποία έχει συνομολογηθεί υπό την αιγίδα αυτού του ιδίου του Οργανισμού των Η.Ε., τότε απονέμομε εις εαυτούς αποκλειστική αρμοδιότητα ερμηνείας και επιβολής των κανόνων του Διεθνούς Δικαίου.
Αν αρνούμεθα, ρητώς, την αρμοδιότητα του Διεθνούς Δικαστηρίου να δικαιοδοτεί επί θεμάτων απτομένων της εθνικής κυριαρχίας, τότε την προστασία των όποιων, νομιζομένων, κυριαρχικών δικαιωμάτων μας, την διασφαλίζομε δια των ιδίων των δυνάμεών μας, ενόπλως αν χρειασθεί.
Ο,τιδήποτε άλλο θα είναι, καταφανώς, πρόφασις εμφόβου αδυναμίας και οψίμου και ταπεινωτικής –υπό απειλή–, επανόδου στην πραγματικότητα και στην λογική, μετά ολόκληρη 50ετία ακρισίας, ακριτομυθιών και παλληκαρισμών.
Η αρειμάνιος εμμονή επί «αδιαπραγματεύτων δικαιωμάτων», είτε είναι συνεπής και ενσυνείδητος των κινδύνων τους οποίους συνεπάγεται, είτε οδηγεί εις ταπείνωση και γελοιοποίηση.
Δυσχεραίνεται ο συντάκτης του παρόντος να απαντήσει αν της ταπεινώσεως θα είναι προτιμώτερος ο συνειρμός των καταστροφικών συνεπειών, ο οποίος, πιθανότατα, θα επακολουθήσει την πρώτη απόπειρα δυναμικής παρεμποδίσεως της ενάρξεως της ερευνητικής δραστηριότητος Τουρκικών πλοίων εντός περιοχών λογιζομένων από Ελληνικής πλευράς ως μέρος της ΑΟΖ της Ελληνικής επικρατείας.
Ας μην ελπίζεται, πάντως, ότι η πρώτη επίδειξις Ελληνικής αποφασιστικότητος και ετοιμότητος δυναμικής αντιδράσεως, θα αρκέσει να προκαλέσει άμεση επέμβαση Δυτικών δυνάμεων και Τουρκική αναδίπλωση.
Κατά τα προαναφερθέντα, το διακύβευμα του Τουρκικού καθεστώτος, δηλαδή η διατήρησις του περιφερειακού κύρους του και η εσωτερική επιβίωσίς του είναι βαρύ. Δεν θα διστάσει.
Η προβλεπομένη Ελληνική προτίμησις ηπίας, αρχικώς, ναυτικής τακτικής –ελιγμών παρεμποδίσεως του πλού των Τουρκικών πλοίων, απωθήσεως, παρεμβολής ή in extremis και εμβολισμών– και οποιαδήποτε αυτοσυγκράτησίς της ως προς την πρώτη έναρξη πραγματικού πυρός, δεν θα ανταποδοθούν από την Τουρκική πλευρά.
Η κλιμάκωσις της συγκρούσεως θα είναι ραγδαία και ανεξέλεγκτη. Ενδεχομένως επί πλειόνων σημείων επαφής δυνάμεων. Η έντασίς της, λαμβανομένων υπ’ όψιν του συνολικού όγκου των εκατέρωθεν οπλοστασίων (π.χ. περισσότερα των 500 μαχητικών Α΄ γραμμής) και της περιορισμένης εκτάσεως του θεάτρου επιχειρήσεων του Αιγαίου, δεν θα είναι ηπία.
Ακόμη και αν, πράγματι, η ταχεία και λυσιτελής επέμβασις τρίτων επιτύχει να περιορίσει εις λίγα 24ωρα την διάρκεια της πολεμικής, πλέον, εμπλοκής, θα είναι, αυτά, αρκετά να επιφέρουν πολυδιάστατη ζημία. Ζημία στρατηγική και εις βάθος χρόνου, πέραν του οποιουδήποτε πολεμικού, υπό στενή έννοια, κόστους, έστω και αν αποφευχθεί απώλεια και η εκείνη μέσων και προσωπικού, μείνει περιορισμένη..
Ούτως ή άλλως, ακόμη και αν, παρ’ όλη την ποσοτική ανισορροπία των εκατέρωθεν δυνάμεων αποφευχθεί η μειωτική εις βάρος της Ελλάδος έκβασις των εχθροπραξιών και αποτραπεί η επίτευξις, από τους αντιπάλους, επωδύνων εδαφικών τετελεσμένων, πάλι στην τράπεζα των διαπραγματεύσεων θα είναι η μόνη δυνατή, μετά την έκρηξη, κατάληξις. Εκείνη, τουλάχιστον, η κατάληξις η οποία θα απέτρεπε την λογικώς αδιανόητη διαιώνιση ενός, κατά περιόδους και δι’ επαναλαμβανομένων θερμών επεισοδίων αναζωπυρουμένου, πολέμου φθοράς, κυμαινομένης εντάσεως.
Πριν, λοιπόν, φθάσομε εκεί, πριν τεθούν και τυπικώς τελεσιγραφικά διλήμματα, πριν την έκρηξη, ενδείκνυται, πολλαπλώς, η ανάληψις της προσπαθείας ευσχήμου περισώσεως κύρους και αξιοπρεπείας δια της προβολής εικόνος «οικειοθελούς» διαπραγματευτικής πρωτοβουλίας. Πρωτοβουλίας προς την κατεύθυνση της Διεθνούς Δικαιοσύνης, ψυχραίμου και αληθοφανώς ηθελημένης· όχι περιδεούς, υπό τελεσίγραφα ή κατόπιν στρατιωτικής ταπεινώσεως.
Όσον ενωρίτερα αναληφθεί παρομοία πρωτοβουλία της Ελληνικής πλευράς, τόσον περισσότερο εύσχημη και πειστική θα είναι. Όπως κάθε αιφνιδία εκλογίκευσις, θα προκαλέσει, την μετά βεβαιότητος, την σκέψη ότι είναι καρπός εκφοβισμού –όπως και θα είναι. Παρά ταύτα, θα περιορίσει τα προσχήματα της Τουρκικής επιθετικότητος.
Αν αναμείνομε την έκρηξη ή και τους πρώτους σπινθήρες πριν από αυτήν, η διαπραγμάτευσις θα επιβληθεί υπό εντελώς διαφόρους όρους και πιθανότατα, χωρίς εμπλοκή της Διεθνούς Δικαιοσύνης.
Οποιαδήποτε δε εγκατάλειψις παγίων Ελληνικών θέσεων γίνει κατόπιν πολιτικής διαπραγματεύσεως, εντός οποιουδήποτε σχήματος διμερούς ή πολυμερούς, θα συνεπάγεται πολύ μεγαλυτέρα μείωση –και βάρος πολιτικού κόστους της κυβερνήσεως της στιγμής εκείνης–, απ’ ότι αν επιβληθεί υπό την ετυμηγορία Διεθνούς Δικαστηρίου.
Ας παύσει, επί τέλους, η από 10ετιών φοβική Ελληνική θεώρησις των οργάνων της Διεθνούς Δικαιοσύνης, μόνων, άλλωστε, τυπικώς και ουσιαστικώς αρμοδίων να ερμηνεύουν και να προσδιορίζουν εν αμφιβολία τους κανόνες του συμβατικού και εθιμικού Διεθνούς Δικαίου.
Ας σπεύσει η Ελληνική πλευρά, προ παντός άλλου, να αποσύρει την προ 4ετίας επιστολή προς το Δ.Δ. ότι η Ελλάς δεν αναγνωρίζει την δικαιοδοσία του επί θεμάτων κυριαρχίας.
Η Ελλάς δεν είναι υπερδύναμις ώστε να ακολουθεί τα πρότυπα υπεροπτικής συμπεριφοράς προς την Διεθνή Δικαιοσύνη των ΗΠΑ και της Ρωσίας.
Είναι ανόητη η στερεότυπη, επαρχιωτική, φοβική, συμπλεγματική και κουτοπόνηρη αιτιολόγησις της Ελληνικής καχυποψίας έναντι των Διεθνών Δικαστών ότι «αυτοί επηρεάζονται, πιέζονται, υπηρετούν σκοτεινά συμφέροντα, καταλήγουν σε συμβιβασμούς και δεν μπορεί, κάτι θα πάρουν από την Ελλάδα, και θα δώσουν στην Τουρκία με το εφεύρημα της Επιείκειας».
Ατυχώς, η Επιείκεια, η Ευθυδικία (equité, equity) δεν είναι εφεύρημα ούτε της Τουρκίας ούτε των δικαστών της Χάγης. Συνιστά αρχή του συνολικού σώματος του Διεθνούς Δικαίου, αρχή του Δικαίου γενικώς και γίνεται, κατά κόρον, αναφορά της κατά την διεθνή νομολογία.
Και επί τέλους, τι «θα πάρουν από την Ελλάδα» οι Διεθνείς Δικασταί; Ποια πραγματικά Ελληνικά κεκτημένα θα κινδυνεύσουν από τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της Χάγης; Ποια κυριαρχικά δικαιώματα επί του Αιγαίου θα απωλέσει η Ελλάς, πέραν των υποτιθεμένων, εκείνων, τα οποία ουδέποτε ήσκησε, καμφθείσα ευθύς εξ αρχής υπό την απειλή του casus belli –ή εκείνων επί των «φαιών ζωνών» της Δωδεκανήσου, τα οποία έσπευσε, εμφόβως, να παύσει να ασκεί μετά την τραυματική εμπειρία του τρόμου της νυκτός των Ιμίων;
Ό,τι και όσα και αν οι δικασταί του Διεθνούς Δικαστηρίου –«πιεζόμενοι», «εκβιαζόμενοι», «εξαγοραζόμενοι», «υπάκουοι σε συμφέροντα» κ.α. φοβερά–, αναγνωρίσουν ως νόμιμες Τουρκικές διεκδικήσεις, όποιους μετριασμούς του γράμματος της Συμβάσεως του Δικαίου της Θαλάσσης υπέρ της Τουρκίας και αν αποφασίσουν ότι δικαιολογεί η γεωγραφική ιδιομορφία του Αιγαίου και του νησιωτικού συμπλέγματος του Καστελλορίζου, πάλι λιγώτερα θα είναι όσων διεκδικεί η Άγκυρα.
Όποια και αν αναγνωρίσουν ότι είναι, τελικώς, τα Ελληνικά δικαιώματα, επί του Αιγαίου, είτε κυριαρχικά εις χωρικών υδάτων και εναερίου χώρου, είτε ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδος, πάλι περισσότερα θα είναι εκείνων τα οποία η Ελλάς ασκεί, πράγματι, την στιγμή αυτή. Διότι –ας το επαναλάβομε–, μεταξύ casus belli και διαφόρων αυτοπαρηγορητικών νομικών πλασμάτων, η Ελλάς έχει περιορίσει παντού τα χωρικά της ύδατα εις τα 6 ν. μίλια και πέραν αυτών, στερείται, παντελώς, πάσης εκμεταλλεύσεως του θαλασσίου πλούτου της.
Ας τραπεί, λοιπόν, η Ελληνική πλευρά εγκαίρως προς την μόνη διαφυγή από την σιδηρά γωνία εντός της οποίας έχει ενσφηνωθεί. Έχει αυτοπαγιδευθεί μεταξύ των συμπληγάδων, της επιθετικής διεκδικήσεως νέων όρων περιφερικής επιρροής και ισορροπίας δυνάμεων εκ μέρους γείτονος στρατιωτικώς ισχυροτέρας, και των δικών της «αδιαπραγμάτευτων» θέσεων επί του Δικαίου της Θαλάσσης. Θέσεων ακάμπτως μαξιμαλιστικών και νομικώς συζητησίμων, παρ’ όλον ότι στερείται και της ισχύος και του εν δυνάμει συγκρουσιακού συμφέροντος της άλλης πλευράς.
Συχνά λησμονείται η ειδοποιός διαφορά μεταξύ της υφής του στρατηγικού παιγνίου της γείτονος και των συμφερόντων της Ελληνικής πλευράς.
Η Τουρκική ηγεσία, πιθανότατα, επιζητεί, εν όψει των εσωτερικών και των περιφερειακών σκοπιμοτήτων τις οποίες προανεφέραμε, την δυναμική αντιπαράθεση και την ταπεινωτική επίδειξη δύναμεως, όπως, εις τα Ίμια.
Η Τουρκία ευρίσκεται διαρκώς επί ποδός πολέμου και έχει διεξάγει μείζονος κλίμακος επιχειρήσεις εις τα Νοτιο-Ανατολικά σύνορά της και κατά της Κύπρου, επί 10ετίες. Η κοινωνία της είναι εθισμένη, σκληρημένη και στωική εις συνεχή ροή απωλειών στρατευμένων και αμάχων.
Ούτε ο φόβος απωλειών εμψύχου υλικού, ούτε των οικονομικών αντικτύπων θα πτοήσει την Άγκυρα. Η Τουρκική οικονομία ετέλη υπό πλήρη σχεδόν κατάρρευση προ 45ετίας, όταν η Κυβέρνησις Ετσεβίτ, αποδεχομένη το τίμημα και περαιτέρω επιδεινώσεώς της χάριν του τελικού στρατηγικού οφέλους, εξαπέλυσε την εισβολή της Κύπρου.
Ίσως, όπως και τότε, το ρέπον εις επικίνδυνα τυχερά παίγνια καθεστώς της γείτονος, αναμένει και σήμερα, περιφερειακά, μακροπρόθεσμα οφέλη από την ευκαιρία επιβολής της στρατιωτικής ισχύος του επί χώρας μέλους της Ε.Ε. Σκοπεύει, μέσω αυτής, την συνολική, «υπερβατική», επίτευξη πολλαπλών στόχων, προς διάφορες κατευθύνσεις. Είναι έτοιμη να διακινδυνεύσει. Η Ελλάς δεν έχει παρόμοια συγκρουσιακά στρατηγικά συμφέροντα. Μόνον ζημία θα αποκομίσει.
Ας αφεθεί να πέσει επί της Τουρκίας ο ψόγος της αρνήσεως επιλύσεως των διαφορών από την Διεθνή Δικαιοσύνη. (Σημ. 5)
Π. Κ. Μ.
Σημ. 1: Είναι ενδιαφέρον ότι ήδη η Τουρκία προτείνει την παράλληλη προς την αγορά των Ρωσικών πυραύλων S400, αγορά και πυραύλων Patriot. Προς το παρόν η Αμερικανική πλευρά φαίνεται ότι το συζητεί. Εις παρομοία περίπτωση, θα ακολουθήσει και η έναρξις παραδόσεως των μαχητικών F35.
Σημ. 2: Η λειτουργία γεωτρυπάνων μεγάλων βαθών είναι, όντως, δαπανηροτάτη και η ροή των ανταλλακτικών τους είναι επιδεκτική ελέγχου και καθυστερήσεων εκ μέρους ενοχλουμένων Αμερικανικών και Ευρωπαϊκών φορέων. Αλλά, υπάρχουν και οικονομικότεροι τρόποι θέσεως της Ελληνικής πλευράς προ του διλλήματος της δυναμικής αντιστάσεως ή της καταπόσεως ενός ακόμη «τετελεσμένου». Η τοποθέτησις, π.χ., Τουρκικών εξεδρών οπουδήποτε εντός του Αν. Αιγαίου ή εγγύς της Ρόδου και οικονομική θα είναι και θα αρκεί να λογισθεί ως τετελεσμένη παραβίασις της, κατά την Ελληνική άποψη, Ελληνικής ΑΟΖ.
Σημ. 3: Βεβαίως, εν αναμονή των χειροτέρων, η υπόθεσις αυτή, της ταχείας παρεμβολής δυνάμεων, πρέπει, «εκ καθήκοντος» –ως υπόθεσις εργασίας, χάριν διασυμμαχικής τυπικής τάξεως, αν μη τι άλλο–, να αρχίσει να τίθεται επιμόνως από την Ελληνική πλευρά προς την Ουάσινγκτον. Αλλά δεν θα πέσει εις ευήκοα ώτα.
Σημ. 4: Ενωρίτερα, η Ελλάς είχε αρνηθεί την δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου επί ζητημάτων απτομένων της Εθνικής Αμύνης, εν όψει ενδεχομένων Τουρκικών προσφυγών επί της παραβιάσεως από Ελληνικής πλευράς του συμβατικού καθεστώτος αφοπλισμού των νήσων του Αν. Αιγαίου. Σημειωτέον ότι η απόφασις του Δικαστηρίου της Χάγης (Απριλίου 2012), η οποία εδικαίωνε προσφυγή της τότε, «καθ’ ημάς», Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, έχει εντείνει τα Ελληνικά φοβικά συμπλέγματα έναντι της Χάγης.
Σημ. 5: Είναι περίεργος ο βαθμός της Τουρκικής εφεκτικότητος έναντι της Συμβάσεως του Δικαίου της Θαλάσσης. Δεν φαίνεται να έχει πλήρως, ακόμη, κατανοήσει η Τουρκική πλευρά ότι η Σύμβασις της παρέχει ισχυρά βάση στηρίξεως αρκετών βασικών απόψεών της, τις οποίες και η διεθνής νομολογία, επί χαρακτηριστικών υποθέσεων –π.χ. των νήσων της Μάγχης–, έχει επανειλημμένως δικαιώσει.