Η ίδια η φύση της ασφάλειας τη συνδέει στενά και άρρηκτα με το κράτος. Όχι άδικα, μιας και η ασφάλεια είναι ένα από τα θεμελιακά δικαιώματα του κάθε ανθρώπου. Για αυτό το λόγο και το κράτος, ως ο βασικός πάροχος ασφάλειας, έχει τη δυνατότητα άσκησης νόμιμης βίας, όταν αυτή κρίνεται, για τη διατήρηση της ασφάλειας. Αυτή η πραγματικότητα οδηγεί τις περισσότερες φορές τα πολιτικά κόμματα που διεκδικούν  την κυβερνητική εξουσία (εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων) να αναδεικνύουν ως σημαντική πολιτική προτεραιότητα την ασφάλεια. Στην Ελλάδα, για μία σειρά λόγους, έχει παρατηρηθεί διαχρονικά μία αμηχανία των κομμάτων έναντι της πολιτικής για την ασφάλεια. Δεν είναι λίγες οι  φορές που έχει προσεγγιστεί με μία διεκπαιρεωτική λογική απλής αποκατάστασης της τάξης . Οι δυτικές κοινωνίες έχουν ξεπεράσει  εδώ και δεκαετίες αυτό το στάδιο. Η ασφάλεια έχει αποκτήσει ένα συνολικό χαρακτήρα και οι πολιτικές εστιάζουν στην πρόληψη και στην προστασία από παλιές και νέες απειλές ασφάλειας.

Η περίοδος της δεκαετούς κρίσης είχε σοβαρές επιπτώσεις και στον τομέα της ασφάλειας. Η απαξίωση και η καχυποψία έναντι του πολιτικού συστήματος και του κρατικού μηχανισμού δεν θα μπορούσε να μην επηρεάσει τη σχέση των πολιτών με τα Σώματα Ασφαλείας. Ίσως η πλέον αρνητική εξέλιξη είναι η άτυπη κανονικοποίηση της βίας ως μέσο έκφρασης της πολιτικής, ιδεολογικής ή όποιας άλλης διαφωνίας. Η βία χαμηλής έντασης τα τελευταία χρόνια λειτούργησε όπως οι λίγες καθημερινές σταγόνες δηλητήριο  για τον Βασιλιά Μιθριδάτη. Επιπρόσθετα,  η διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ άφησε έντονο και αρνητικό στίγμα στο ζήτημα της ασφάλειας. Το αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας είναι να υπάρξει μία πρωτόγνωρη δυναμική από τη βάση για μία νέα πολιτική ασφάλειας. Οι πολίτες στις πρόσφατες εκλογικές διαδικασίες ανέδειξαν την ασφάλεια και την καταπολέμηση της εγκληματικότητας ως βασικά ζητήματα. Δεν πρέπει να παραβλέπουμε πως η ασφάλεια και η πολιτική προστασία  (λόγω και του έντονου τραύματος από την τραγωδία στο Μάτι) ήταν  κεντρικά διακυβεύματα και των αυτοδιοικητικών εκλογών (ειδικά για το Δήμο Αθηναίων και την Περιφέρεια Αττικής).

Σε αυτή τη δυναμική ανάδειξης πολιτικού ζητήματος από τη βάση ανταποκρίθηκε από την πρώτη στιγμή η νέα Κυβέρνηση. Η δημιουργία ενός Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη με αυξημένες αρμοδιότητες είναι από τις σημαντικότερες διοικητικές μεταρρυθμίσεις που μπορούν να γίνουν στον τομέα της ασφάλειας. Ωστόσο, ειδικότερα με τα προβλήματα που έχουν ήδη αναδειχθεί, ο νέος σχεδιασμός ασφάλειας δεν μπορεί να γίνει σε μία ημέρα. Τα πρώτα όμως δείγματα γραφής από το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη είναι ιδιαιτέρως θετικά. Η αποτελεσματική διαχείριση των κρίσεων και των φυσικών καταστροφών αναδεικνύουν την κρισιμότητα της ηγεσίας. Η ενίσχυση της εμφανούς αστυνόμευσης δυναμώνει το αίσθημα ασφάλειας των πολιτών και λειτουργεί αποτρεπτικά ως προς το έγκλημα. Ο σχεδιασμός και η υλοποίηση πολιτικής ασφάλειας στην Ελλάδα μοιάζει λίγο με την περίφημη μάχη για το αυτονόητο. Για να πετύχει η όποια πολιτική πρωτοβουλία χρειάζονται πέντε βασικά συστατικά: α) αντίληψη της πραγματικότητας, β) πολιτική βούληση, γ) σχεδιασμός, δ) υλοποίηση και ε) αξιολόγηση.  Οι σημαντικές αλλαγές ξεκινούν από τα μικρά, αλλά ουσιώδη πράγματα. Το σημαντικότερο εξ αυτών είναι να νιώσει ο πολίτης πως το κράτος είναι δίπλα του για να τον προστατεύει ακόμη και κάτω από τις δυσκολότερες συνθήκες.

Τριαντάφυλλος Καρατράντος

Διεθνολόγος, Δρ. Ευρωπαϊκής Ασφάλειας και νέων απειλών.