Γράφει ο Π.Κ. Ιωακειμίδης
Το κέιμενο αυτό γράφεται ενώ δεν είναι γνωστό το τελικό αποτέλεσμα των ευρωεκλογών. Όταν θα το διαβάζετε θα είναι. Αλλά ανεξέρτητα από το συγκεκριμένο αποτέλεσμα , οι προοδυτικές , δημοκρατικές πολιτικές δυνάμεις εκείνες που ενδιαφέρονται για την προοπτική της Ευρώπης και την βαθύτερη ενοποίηση θα πρέπει να εργασθούν τώρα προκριμένου να διασφαλίσουν πρώτον, την κεντρικη αξιολογική ταυτότητα του οικοδομήματος της Ευρωπαικής Ένωσης ( ΕΕ) ως δυνητικά δημοκρατικής ποιλιτικής ένωσης στη παράδοση του Διαφωτισμού και δεύτερον την προώθηση δέσμης θεμελιακών στόχων για το μέλλον.
Σε ότι αφορά την ταυτότητα θα πρέπει να διασφαλισθεί :
Πρώτον, ο μετα-ιστορικός χαρακτήρας της Ένωσης. Η ΕΕ είναι ένα μετα-ιστορικό φαινόμενο. Αντίθετα δηλαδή με τα έθνη κράτη που οικοδομούνται πάνω σ’ ένα ιστορικό μύθο ως “φαντασιακές κοινότητες” (B. Anderson) με τον εξωραϊσμό της ιστορίας ως καθ’ όλα ένδοξου ηρωικού παρελθόντος, κλπ., η Ένωση οικοδομήθηκε όχι σ’ ένα μύθο, όχι στον εξωραϊσμό αλλά στην απόρριψη της ιστορίας ή, όπως λέγει ο T. Judt, πάνω σε “μια δόση συλλογικής αμνησίας”. Θεώρησε ότι η Ευρωπαϊκή ιστορία ήταν κάτι πολύ αρνητικό (εμφύλιοι σπαραγμοί, αιματοχυσίες, ερείπια) που έπρεπε να ξεπεραστεί. Να πάμε “μετά” την ιστορία αυτή για να ακυρώσουμε τις εμφύλιες συρράξεις. Οι ακροδεξιές εθνολαϊκιστικές δυνάμεις θέλουν να μας ξαναγυρίσουν στην ιστορία αυτή. Όχι για να την γνωρίσουμε όπως πρέπει αλλά περίπου για να την επαναλάβουμε.
Δεύτερον, η Ένωση είναι ένα μετα-εθνικό οικοδόμημα. Θέλησε ευθύς εξ αρχής “να πάει” πέρα από το έθνος-κράτος (Habermas). Όχι να καταργήσει το έθνος κράτος αλλά “να πειθαρχήσει” το εθνικό κράτος μέσα σ’ ένα υπερεθνικό πλαίσιο θεσμών, αρχών και κανόνων που θα το καθιστούσαν ανήμπορο να προκαλέσει συγκρούσεις. Και τούτο γιατί οι πατέρες της Ευρωπαϊκής ενοποίησης (Spinelli, κ.ά.) θεώρησαν ότι το ανεξέλεγκτο εθνικό κράτος και οι συνακόλουθοι εθνικισμοί ευθύνονταν για τα δεινά της Ευρώπης, τις συγκρούσεις και εκατόμβες νεκρών. Και ως εκ τούτου δημιούργησαν το υπερεθνικό σύστημα θεσμών και διαδικασιών που σε υψηλό βαθμό πέτυχε να πειθαρχήσει τα εθνικά κράτη και να εδραιώσει τη σταθερότητα και ειρήνη στην Ευρώπη. Είναι ακριβώς αυτό το μείζον επίτευγμα που αμφισβητούν οι ακροδεξιοί εθνολαϊκιστές. Στοχεύουν στην πλήρη επαναφορά του ανεξέλεγκτου εθνικού κράτους και των συναφών δαιμόνων του παρελθόντος.
Τρίτον, η ενοποιητική διαδικασία ξεκίνησε ως ένα μεταπολιτικό φαινόμενο με τα θετικά και αρνητικά του, με την έννοια ότι θέλησε να αποφύγει τις πολιτικές συγκρούσεις για την προώθηση των κεντρικών στόχων. Επεδίωξε την πολιτική συναίνεση ή “σιωπηρή ανοχή όλων”. Έτσι η διαδικασία τεχνοκρατικοποιήθηκε έντονα και υπερβολικά. Επεκράτησε η “πολιτική των κανόνων” και όχι η “πολιτική των γεγονότων” όπως γράφει ο L.V. Middelaar στο τελευταίο εξόχως ενδιαφέρον βιβλίο του (“Alarms and excursions”). Ένα από τα χαρακτηριστικά της οικονομικής κρίσης και των συνεπειών της είναι ότι πολιτικοποίησε την ενοποιητική διαδικασία. Την κατέστησε αντικείμενο της πολιτικής αντιπαράθεσης. Ενδιαφέρον της κοινωνίας. Αυτή είναι στη βάση της μια θετική εξέλιξη. Αλλά οι εθνολαϊκιστές πηγαίνουν πολύ πιο πέρα. Θέλουν να σπάσουν και τα πλέον στοιχειώδη ερείσματα συναίνεσης που στηρίζουν το ενωσιακό οικοδόμημα. Και αυτό είναι το εξόχως επικίνδυνο.
Τέλος, θα πρέπει να επισημανθεί ότι η Ένωση αυτή καθ’ αυτή ενώ εδράζεται στις ευρωπαϊκές αξίες (διαφωτισμού, ορθολογισμού, κλπ.) , δεν ταυτίζεται με κάποιο συγκεκριμένο “πολιτιστικό μόρφωμα”. Είναι πολυπολιτισμικός χώρος και ταυτότητα. Αυτό που ορίζει την Ένωση είναι η δέσμη πολιτικών αξιών και αρχών – δημοκρατίας, κράτους δικαίου, ατομικών δικαιωμάτων, κ.ά. Και αυτές θα πρέπει να αποδέχεται και πληροί μια χώρα για να ενταχθεί στην ΕΕ.
Σε ότι αφορά τους στόχους, η άτυπη διάσκεψη κορυφής των ηγετών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) στο Σιμπίου της Ρουμανίας (9 Μαίου ) υιοθέτησε ένα κείμενο για τους υποτιθέμενους στρατηγικούς στόχους για την επόμενη πενταετία 2109-2014 (η λεγόμενη Ατζέντα των Ηγετών/ Leaders’ Agendα που θα ολοκληρωθεί με νέα συζήτηση στην τυπική συνάντηση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου μέσα στον Ιουνίου , 20-21/6).
Είναι ένα κείμενο τεσσάρων βασικών αξόνων, προστασία των πολιτών, ανάπτυξη της οικονομικής βάσης , οικοδόμηση μιας περισσότερο πράσινης, δίκαιης και περιεκτικής Ευρώπης, προώθηση των συμφερόντων της Ευρώπης στον κόσμο. Το κείμενο ωστόσο είναι σημαντικό όχι τόσο γι αυτά που περιλαμβάνει όσο για όσα παραλείπει ή υποβαθμίζει . Επισημαίνω τρεις τουλάχιστον κύριους στρατηγικους στόχους που υποβαθμίζονται ενώ εξακολουθούν να παραμένουν κρίσιμα έγκυροι:
(α) η ολοκλήρωση της ΟΝΕ (οικονομικής και νομισματικής ένωσης – ευρωζώνης)
(β) η προικοδότηση της Ένωσης με ένα νέο ισχυρό πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο (προϋπολογισμό)
(γ) τη νέα διεύρυνση προς τις χώρες των Δ. Βαλκανίων.
Α. Ολοκλήρωση της ΟΝΕ. Παρά τα ορισμένα βήματα που έγιναν στη διάρκεια της κρίσης για τη βελτίωση της Ευρωζώνης – ΟΝΕ με τη σύσταση του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθεροποίησης (ΕΜΣ – ESM), την προώθηση της ημιτελούς τραπεζικής ένωσης, τις νέες ρυθμίσεις δημοσιονομικής πειθαρχίας, κλπ., η ΟΝΕ παραμένει εν πολλοίς ένα ατελές αρχιτεκτόνημα. Προτάσεις επί προτάσεων που έχουν διατυπωθεί για την ολοκλήρωσή της έχουν τοποθετηθεί στο ράφι. Όπως π.χ. για τη δημοσιονομική ένωση (fiscal union), την ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης με τη θέσπιση ενιαίου ευρωπαϊκού συστήματος εγγύησης των καταθέσεων, τη θέσπιση “safe asset”, κλπ. Το σχετικό κείμενο των συζητήσεων περιείχε μόνο δύο λέξεις για το θέμα – “to deepen EMU” / “να εμβαθύνουμε την ΟΝΕ” χωρίς καμιά άλλη αναφορά ή δέσμευση. Είναι προφανές ότι κυρίαρχες χώρες μέλη της Ένωσης (Χανσεατική ένωση κρατών, Γερμανία, κ.α.) δεν φαίνεται να ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για παραπέρα βήματα προς την κατεύθυνση ολοκλήρωσης της Ευρωζώνης . Νομίζουν ότι πρόβλημα λύθηκε. Λάθος. Ειδικότερα οι χώρες που συγκροτούν τη Χανσεατική Ένωση (Ολλανδία, Φινλανδία, Ιρλανδία, Αυστρία, κ.α.) έχουν ανοιχτά ταχθεί ενάντια σε κάθε νέο μέτρο ανάπτυξης της ΟΝΕ. Στην ίδια περίπου λογική κινείται η Γερμανία. Είναι ενδεικτικό ότι σε σχετική συζήτηση την περασμένη εβδομάδα ο υποψήφιος πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος (PES) για την Επιτροπή Φρ. Τίμμερμανς κατηγόρησε ευθέως το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα (ΕΛΚ) και τον υποψήφιό του Γερμανό Μ. Βέμπερ ότι αντιτάσσονται στη δημοσιονομική ένωση που είναι τόσο αναγκαία για τη βιωσιμότητα της ΟΝΕ ενώ “προτεραιοποιούν” τη δημιουργία του Ευρωπαϊκού στρατού που κατά τον Τίμμερμανς δεν είναι και τόσο αναγκαίος. Αλλά χωρίς την ολοκλήρωση της ΟΝΕ (τελικά και με Πολιτική Ένωση) το σύστημα θα παραμείνει εγγενώς ασταθές έτσι που μια νέα κρίση να μπορεί να το κλονίσει συθέμελα , ιδιαίτερα καθώς η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) δεν θα είναι μάλλον σε θέση να παίξει το σωστικό ρόλο που υπό τον Μ. Ντράγκι διαδραμάτισε τα τελευταία χρόνια.
Β. Δημοσιονομικό Πλαίσιο. Το νέο πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο (ΠΔΠ – προϋπολογισμός ΕΕ) για την περίοδο 2021-2027 βρίσκεται σε μια αποτελματωμένη διαπραγμάτευση εδώ και καιρό. Απαιτείται επομένως ισχυρή πολιτική ώθηση για να ξεκολλήσει η διαπραγμάτευση αυτή και κυρίως για να διασφαλισθούν οι επαρκείς πόροι στήριξης των πολιτικών της Ένωσης σε μια μακροχρόνια σταθερή βάση με ένα νέο σύστημα χρηματοδότησης της ΕΕ. Τα κείμενα της Διάσκεψης δεν λένε τίποτα ουσιαστικό. Αγνοούν το θέμα.
Γ. Διεύρυνση της Ένωσης. Μαζί με την ΟΝΕ, η διεύρυνση της Ένωσης πρός τις χώρες των Δ. Βαλκανίων (Σερβία, Μαυροβούνιο, Β. Μακεδονία, Αλβανία, Βοσνία-Ερζεγοβίνη, Κόσοβο) και ίσως Τουρκία υπήρξε το δεύτερο μεγάλο project ως προϋπόθεση για την εδραίωση της σταθερότητας και δημοκρατίας στην Ευρώπη. Κι όμως αυτό το στρατηγικό σχέδιο φαίνεται τώρα να παγώνει. Η Ένωση μιλά αορίστως για “την Ευρωπαϊκή προοπτική” των χωρών αυτών με “τις θύρες της να παραμένουν ανοιχτές”. Καμιά συγκεκριμένη δέσμευση. Ακόμη και η περυσινή δέσμευση για έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με τη Β. Μακεδονία και Αλβανία τον Ιούνιο φέτος φαίνεται να τίθεται τώρα σε αμφισβήτηση. Χώρες όπως Γαλλία (κυρίως), Ολλανδία κ.ά. αντιτίθενται σφοδρά στη διεύρυνση της Ένωσης με τις χώρες των Δ. Βαλκανίων με κύριο επιχείρημά ότι οι εν λόγω χώρες είναι εντελώς απροετοίμαστες για ένταξη στον μεσοπρόθεσμο τουλάχιστον ορίζοντα. Για την Τουρκία δεν μπορεί βεβαίως να γίνεται καν λόγος κάτω από τις συνθήκες που επικρατούν. Η εγκατάλειψη όμως του σχεδίου για τη διεύρυνση θα αποτελούσε μείζον στρατηγικό λάθος από πλευράς Ένωσης. Καθώς θα αφαιρούσε ένα ισχυρό κίνητρο για τις χώρες της περιοχής να προχωρήσουν στις μεταρρυθμίσεις αλλά και να ξεπεράσουν οριστικά τον κίνδυνο να διολισθήσουν σε νέες συγκρούσεις. Από μια τέτοια εξέλιξη μόνο δυνάμεις όπως Ρωσία, Κίνα, Τουρκία θα έβγαιναν κερδισμένες επεκτείνοντας την επιρροή τους στην περιοχή.
Χρειάζεται πραγματικό στρατηγικό όραμα ιδιαίτερα για να αντιμετωπισθούν στην ρίζα του; οι δυνάμεις του εθνολαικισμού.
*Ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών