Του ΚΩΣΤΑ ΚΩΣΤΗ

Καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών

  • Πριν από οτιδήποτε άλλο θα ήθελα να ευχαριστήσω το ΕΛΙΑΜΕΠ και τον Πρόεδρό του Λουκά Τσούκαλη για την πρόσκλησή τους να δώσω την ετήσια διάλεξη του Ιδρύματος, πρόσκληση που με τιμάει ιδιαίτερα.
  • Ιδιαίτερα με τιμάει εξάλλου και η παρουσία όλων σας εδώ απόψε. Σας ευχαριστώ θερμά.
  • Καθώς όμως η διάλεξη αυτή δίνεται με αφορμή την έκδοση του βιβλίου μου, «Ο Πλούτος της Ελλάδας. Η Ελληνική Οικονομία από τους Βαλκανικούς Πολέμους μέχρι σήμερα», θα μου επιτρέψετε να ευχαριστήσω την Άννα Πατάκη, τον Άγγελο Κοκολάκη, την Ελένη Μαρτζούκου καθώς επίσης και τις εκδόσεις Πατάκη για το ενδιαφέρον που έδειξαν για το συγκεκριμένο βιβλίο και την εξαιρετική δουλειά που έκαναν προκειμένου να μας δώσουν μία άρτια έκδοση.
  • Λυπάμαι μόνο που δεν είναι πια μαζί μας ένας αγαπημένος φίλος, ο Γιώργος Προγουλάκης, που αγαπούσε να σαρκάζει τις συντηρητικές, όπως τις θεωρούσε αντιλήψεις μου.
  • Ας διευκρινίσω στο σημείο αυτό ότι δεν προτίθεμαι να σας μιλήσω για το βιβλίο. Ο Πλούτος της Ελλάδας επιδιώκει να παρακολουθήσει πως σχηματίζεται ή καταστρέφεται ο πλούτος της χώρας μας στην διάρκεια ενός αιώνα, ποιοι είναι οι παράγοντες εκείνοι που καθορίζουν αυτή τη διαδικασία.
  • Εκείνο που θα επιδιώξω να κάνω απόψε είναι να θέσω σε μία ιστορική προοπτική τη σημερινή ελληνική οικονομική πραγματικότητα. Πράγμα που αποδείχθηκε πιο δύσκολο από όσο αρχικά φανταζόμουνα.
  • Η αφετηρία βρίσκεται λίγο περισσότερο από έναν αιώνα πριν, όταν μετά από μία δεκαετή πολεμική περίοδο το ελληνικό κράτος γίνεται από εδαφική και πληθυσμιακή άποψη αυτό που είναι σήμερα πάνω κάτω.
  • Έχουν πολλά γραφτεί για αυτή την περίοδο της ελληνικής ιστορίας. Θα επιμείνω ωστόσο σε ένα σημείο: η Ελλάδα βγαίνει από τα χρόνια των πολέμων και του Εθνικού Διχασμού, από μια περίοδο δηλαδή που της επέτρεψε, όπως ήδη ανέφερα, να διπλασιάσει πληθυσμό και έδαφος ηττημένη.
  • Έχει υποστηριχθεί ότι και μόνη η διεύρυνση των συνόρων του ελληνικού κράτους αποτελούσε ένα στοιχείο ενεργητικού για την ελληνική οικονομία. Όλοι οι Έλληνες αισιοδοξούσαν στα χρόνια εκείνα για τις οικονομικές δυνατότητες και τους επιχειρηματικούς ορίζοντες που διανοίγονταν στις Νέες Χώρες. Σύντομα θα ανακαλύψουν πως τα πράγματα ήσαν πολύ πιο περίπλοκα από όσο φαντάζονταν.
  • Οι νέες χώρες για να ανταποκριθούν στις προσδοκίες που έτρεφαν για αυτές οι κυβερνήσεις της εποχής, θα έπρεπε να γνωρίσουν σημαντικές επενδύσεις: με κατά πολύ αρχαϊκότερες οικονομικές δομές σε σύγκριση με την Παλαιά Ελλάδα, έπασχαν από δραματική έλλειψη υποδομών, ενώ ακόμη και η στοιχειώδης αγροτική αξιοποίησή τους απαιτούσε μεγάλα έργα, που θα απέτρεπαν τις πλημμύρες, θα καθιστούσαν  τα εδάφη αρδεύσιμα και θα καταπολεμούσαν την ελονοσία, η οποία κάθε χρόνο έφθανε να πλήττει ακόμη και το μισό των πληθυσμών ορισμένων τουλάχιστον επαρχιών της Νέας Ελλάδας. Έγραφε τότε ο Γεώργιος Μόδης, δημόσιος υπάλληλος και αργότερα βουλευτής των Φιλελευθέρων:
  • «Οι Ελληνικοί κάμποι ήταν νοσογόνες εστίες και το καλοκαίρι και το φθινόπωρο οι περισσότεροι αγρότες μας κείτονταν άρρωστοι…. Το 1916-1918 Γάλλοι και Άγγλοι είχαν στο Μακεδονικό μέτωπο μεγαλύτερες απώλειες απ’ την ελονοσία παρά απ’ τα εχθρικά βλήματα»
  • Πέρα όμως από όλα αυτά, οι Νέες Χώρες απαιτούσαν και διοικητική αφομοίωση, κάτι που όπως αποδείχθηκε ήταν εξαιρετικά δύσκολο με τα δεδομένα της εποχής, πολύ περισσότερο που ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού τους δεν αντιμετώπιζε με συμπάθεια την ελληνική διοίκηση.
  • Τέλος, οι δυσκολίες θα αυξηθούν με τις πληθυσμιακές μετακινήσεις της εποχής και κυρίως με την εισροή των προσφύγων και τις προσπάθειες αποκατάστασής τους, που απαιτούσαν ανθρώπινους και μη πόρους που ήσαν εξαιρετικά δυσεύρετοι στην Ελλάδα. Και στο σημείο αυτό δεν θα πρέπει να λησμονούμε ότι οι πρόσφυγες δεν υπήρξαν ιδιαίτερα ευπρόσδεκτοι  στη χώρα μας, και στις περισσότερες περιπτώσεις αγροτικής, αλλά και σε ουκ ολίγες αστικής, αποκατάστασης αντιμετωπίστηκαν ως εχθροί.
  • Σε καθαρά οικονομικούς όρους θα πρέπει να υπογραμμίσω το γεγονός, ότι ο βασικότερος δείκτης ευημερίας που διαθέτουμε, το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν κατά κεφαλήν και σε σταθερές τιμές, μας δείχνει ότι η Ελλάδα μόλις το 1936 πετυχαίνει να φθάσει ξανά το επίπεδο του 1911, της τελευταίας δηλαδή χρονιάς πριν από την πολεμική περίοδο.
  • Όμως η μείωση δεν είναι εντυπωσιακή μόνο σε απόλυτα μεγέθη, αλλά και σε σχετικά. Βλέπουμε λοιπόν ότι το εγχείρημα της εθνικής ολοκλήρωσης οδήγησε σε μία σημαντική απόκλιση την ελληνική οικονομία από τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, τη στιγμή που πριν από τους πολέμους είχε καλύψει ένα σημαντικό κομμάτι της απόστασης που τη χώριζε από αυτές.
  • Το μεγάλο δε χτύπημα από κάθε άποψη ήταν η Μικρασιατική εκστρατεία. Ενώ λοιπόν η Ελλάδα του 1919 θα μπορούσε να διεκδικήσει το καθεστώς μιας ισχυρής περιφερειακής δύναμης, μόλις τρία χρόνια αργότερα κατέληξε να θεωρείται απλά μία βαλκανική δύναμη και μάλιστα όχι πρώτης σειράς.
  • Στα τέλη του μεσοπολέμου η χώρα έχει καταφέρει να αντιμετωπίσει πολλές από τις πληγές που της είχε προκαλέσει η πολεμική περίοδος και παραπέρα έχει καταφέρει να υλοποιήσει ένα τεράστιο πρόγραμμα αποκατάστασης των προσφύγων, μπροστά στο οποίο η σημερινή κατάσταση στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου μόνο πικρά γέλια μπορεί να προκαλεί.
  • Την ίδια στιγμή δίνεται απόλυτη προτεραιότητα στην εκπαίδευση, σε μία εκπαίδευση μάλιστα που είχε ως στόχο να εξαλείψει τις διαφορές και να αφομοιώσει τους πληθυσμούς της χώρας στο εθνικό κράτος. Κατά τον ίδιο τρόπο έγιναν προσπάθειες να διαμορφωθεί μία ανώτατη εκπαίδευση πιο φιλική στην οικονομία, να καταπολεμηθεί η εμμονή στις θεωρητικές σπουδές. Τέλος, εξίσου σημαντική ήταν η προσπάθεια να διαμορφωθούν ελίτ στη χώρα αυτή, οι οποίες θα μπορούσαν να την κυβερνήσουν στο μέλλον και κρατικοί υπάλληλοι ικανοί να διοικούν.
  • Στις παραμονές του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου η Ελλάδα μπορούσε να αισθάνεται ότι είχε σταθεί ξανά στα πόδια της. Επρόκειτο φυσικά για μία πολύ φτωχή αγροτική χώρα, αλλά με τα δεδομένα της εποχής είχε καταφέρει να καταγράψει αξιόλογες επιδόσεις σε όλους τους τομείς και ήταν σε θέση να προσφέρει στους πολίτες της καλύτερες συνθήκες ζωής.
  • Ένα τεράστιο κύμα μεταρρυθμίσεων, πολλές από τις οποίες, είναι αλήθεια, επέβαλλαν οι δανειστές της χώρας, όπως καλή ώρα τα τελευταία χρόνια, είχαν αλλάξει πλήρως το θεσμικό τοπίο. Την κολοσσιαία προσπάθεια που κατέβαλλε η χώρα μπορούν με τρόπο εντυπωσιακό να στηρίξουν όχι μόνο οικονομικοί δείκτες, αλλά και οι δείκτες της εκπαίδευσης, της υγείας, της δικαιοσύνης, οι δημογραφικοί δείκτες.
  • Και όλα αυτά συνέβησαν σε ένα διεθνές περιβάλλον που ήταν κάθε άλλο παρά ευνοϊκό για την ανάπτυξη της οικονομίας. Η έντονη από-παγκοσμιοποίηση που χαρακτηρίζει την περίοδο δεν ήταν δίχως κόστος για τις μικρές οικονομίες όπως η ελληνική, ενώ για το μεγαλύτερο μέρος της περιόδου η Ελλάδα δεν είχε πρόσβαση στις διεθνείς αγορές.
  • Κατά τον ίδιο τρόπο και το εγχώριο πολιτικό περιβάλλον δεν ήταν πρόσφορο για την οικονομική ανάπτυξη της χώρας και στις συνθήκες της εποχής η επιβίωση της δημοκρατίας αποτελούσε ένα δύσκολο εγχείρημα. Ωστόσο, υπάρχει κάτι που δεν θα πρέπει να λησμονούμε: οι κατευθύνσεις της οικονομικής πολιτικής ήταν στις βασικές γραμμές τους ίδιες για όλες τις πολιτικές παρατάξεις. Η πρακτική αυτή δεν θα αλλάξει παρά μόνο από τη μεταπολίτευση και μετά.
  • Οι επιτυχίες του μεσοπολέμου και οι ριζοσπαστικές αλλαγές που πραγματοποιήθηκαν θα μπορούσαν να έχουν νόημα μόνον εφόσον η επιστροφή στην κανονικότητα στην οποία όλοι προσβλέπανε μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο γινόταν πραγματικότητα.
  • Δεν συνέβη όμως κάτι τέτοιο. Όλος ο κόπος και όλη η προσπάθεια που έγινε στα μεσοπολεμικά χρόνια φάνηκαν να εξαερώνονται κυριολεκτικά στη διάρκεια μιας δεύτερης δεκαετίας πολέμων, εκείνη του 1940 – 1949.
  • Η Ελλάδα έπρεπε να περιμένει το 1950 για να βρεθεί, τουλάχιστον ποσοτικά στο ίδιο επίπεδο παραγωγής που βρισκόταν το 1938, δηλαδή πριν αρχίσει ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Και αυτό το πέτυχε χάρις στη βοήθεια που της έδωσαν οι Σύμμαχοί της, γιατί διαφορετικά δεν θα ήθελα ούτε να φανταστώ ποια θα ήταν η εξέλιξη, καθώς δεν ήταν σε θέση να εξασφαλίσει ούτε τη διατροφή των πληθυσμών της.
  • Σημασία πάντως έχει ότι το 1950 η χώρα βρισκόταν εκεί που ήταν δώδεκα χρόνια νωρίτερα και ίσως μάλιστα ακόμη χειρότερα, δεδομένου ότι οι δυνατότητες χρηματοδότησης της οικονομίας ήσαν περιορισμένες: οι καταθέσεις για παράδειγμα αντιπροσώπευαν μόλις το 25% των προπολεμικών ως αποτέλεσμα της χρυσοφιλίας και της έλλειψης εμπιστοσύνης στη δραχμή, ενώ και οι διεθνείς αγορές ήταν κλειστές για την Ελλάδα και θα εξακολουθήσουν να είναι για πολλά χρόνια ακόμη.
  • Η αφετηρία επομένως ήταν πολύ χαμηλή. Σε όλες σχεδόν τις διεθνείς στατιστικές η χώρα μας συναγωνιζόταν την Πορτογαλία για το ποια από τις δύο θα κατελάμβανε την τελευταία θέση μεταξύ των χωρών της Δυτικής Ευρώπης.
  • Στον απόηχο του εμφυλίου πολέμου, η Ελλάδα εξακολουθούσε να είναι πάντα μία πολύ φτωχή αγροτική χώρα, με εκπληκτικές αντιθέσεις ανάμεσα στις πόλεις και τα χωριά.
  • Θα σας δώσω κάποια παραδείγματα. Ακόμη και το 1962 το κατά κεφαλήν ακαθάριστο εγχώριο προϊόν για το σύνολο της χώρας ανερχόταν σε μόλις 400 $. Για τον νομό Αττικής το αντίστοιχο μέγεθος ήταν 627 $, οπότε μπορείτε να φανταστείτε τι συνέβαινε σε όλες τις υπόλοιπες περιοχές. Αν υποθέσουμε ότι ο νομός Αττικής αντιπροσωπεύει το 100, η Θράκη βρισκόταν στο 59,2%, κυρίως λόγω των καπνών και η Πελοπόννησος στο 56,7%. Όλες οι υπόλοιπες περιφέρειες κινούνταν κάτω από το 50.
  • Ένα άλλο παράδειγμα από τη ίδια χρονιά. Η κατά κεφαλήν ηλεκτρική κατανάλωση για την περιοχή Αθηνών ήταν 833 κιλοβατώρες, ενώ για τη Θράκη 34, την Ήπειρο 48 και τα Ιόνια νησιά 66. Και η Ελλάδα συνολικά βρισκόταν στην τελευταία θέση στην κατανάλωση ηλεκτρισμού σε όλη την Δυτική Ευρώπη.
  • Τα ιδιωτικά αυτοκίνητα στην περιοχή της Αθήνας ήταν 168 ανά 10.000 κατοίκους. Στη Θράκη ήταν μόλις 8, την Ήπειρο 7 και τα Ιόνια 12.
  • Και όλοι αυτοί δείκτες έχουν ως βάση το 1962, δηλαδή ένα έτος, του οποίου έχουν προηγηθεί κάποια χρόνια γρήγορης ανάπτυξης. Στις αρχές της δεκαετίας του 1950, το μεν κατά κεφαλήν εισόδημα βρισκόταν στα 140$ ενώ η μέση ημερήσια κατανάλωση κατά κάτοικο ήταν για την Ελλάδα 2520 θερμίδες, μέγεθος οριακό, τη στιγμή που για την ηττημένη στον πόλεμο και κατεστραμμένη Δ. Γερμανία ήταν 3.000. Ακόμη χειρότερα στην ελληνική περίπτωση μόνο το 13% της ημερήσιας κατανάλωσης θερμίδων ήταν ζωικής προέλευσης, ενώ στη Γερμανία το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 34%.
  • Την εικόνα της εποχής δίνει απόσπασμα από ένα αυτοβιογραφικό κείμενο ενός πολύ γνωστού και καλού δημοσιογράφου, του Πάνου Λουκάκου, όπου περιγράφει τις εντυπώσεις του από τη δεκαετία του 1950:
  • «.. τα σπίτια στα χωριά ήταν μισογκρεμισμένα ή καμένα, τα παιδιά ρακένδυτα και καχεκτικά. Κοιτούσαν με περιέργεια τα ελάχιστα την εποχή εκείνη αυτοκίνητα που περνούσαν από τα χωριά τους. Καμιά φορά μάλιστα μας πετούσαν πέτρες… Λίγα χρόνια μετά την Κατοχή και τον Εμφύλιο, τα παιδιά αυτά και οι οικογένειές τους είχαν ζήσει πολλά και είχαν δει περισσότερα. Και ενστικτωδώς φοβούνταν οτιδήποτε άγνωστο γι’ αυτούς, όπως πχ. τους Αθηναίους εποχούμενους εκδρομείς».
  • Αν επιμένω σε όλα αυτά είναι γιατί συχνά ξεχνάμε, ή για την ακρίβεια προσπαθούμε να ξεχάσουμε ότι η Ελλάδα ξεκίνησε την μεταπολεμική περίοδο ως μία πολύ φτωχή, κατεστραμμένη αγροτική χώρα. Χρειάστηκε μεγάλη προσπάθεια και πολλές θυσίες από τους ανθρώπους της για να ορθοποδήσει. Να αναφέρω χαρακτηριστικά τη μετανάστευση, μια διαδικασία τραυματική για τους ανθρώπους της εποχής, χωρίς την οποία όμως το ισοζύγιο πληρωμών της χώρας δεν θα μπορούσε να ισορροπήσει και κατ’ επέκταση η ανάπτυξη που ακολούθησε δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί.
  • Ο ρυθμός της αλλαγής από το 1950 μέχρι το 1979 είναι βέβαια τρομακτικός και μέσα σε είκοσι χρόνια η χώρα μας έχει αλλάξει φυσιογνωμία. Θα πάψει να είναι μία χώρα στην οποία υπερέχει ο αγροτικός τομέας, η βιομηχανία έχει αποτελέσει το βασικό μηχανισμό μετασχηματισμού.
  • Ένα διεθνές πλαίσιο μιας ρηχής παγκοσμιοποίησης, που επέτρεπε στις εθνικές πολιτικές να εφαρμόζονται χωρίς δυσκολίες, ένα φορντικό μοντέλο που διευκόλυνε χώρες όπως η Ελλάδα να αναπτυχθούν με ταχύτατους ρυθμούς και μόνο εξαιτίας της μετακίνησης πληθυσμών από τον χαμηλής παραγωγικότητας αγροτικό τομέα, σε δραστηριότητες υψηλής παραγωγικότητας, στην Ελλάδα και το εξωτερικό, επέτρεψαν στην πατρίδα μας να αντιμετωπίσει τη φτώχεια και τη στέρηση που αποτελούσαν τον φόβο κάθε έλληνα πολιτικού.
  • Την ίδια στιγμή το καθεστώς μακροοικονομικής πολιτικής που έδινε απόλυτη προτεραιότητα στην εκβιομηχάνιση με σταθερότητα τιμών έγινε σεβαστό από όλες τις κυβερνήσεις και ασφαλώς ώθησε προς το ευτυχές αποτέλεσμα του μετασχηματισμού της χώρας.
  • Δεν είμαι οπαδός των αναλογιών στην ιστορία, ούτε πιστεύω ότι μπορεί κάποιος να διδαχθεί μελετώντας το παρελθόν. Επίσης δεν πιστεύω ότι υπάρχουν κύκλοι στις εθνικές ιστορίες, αλλά και αυτόματοι μηχανισμοί επίλυσης των εθνικών προβλημάτων που έχουν ως αφετηρία την εθνική ιδιαιτερότητα.
  • Από την άλλη όμως πιστεύω ότι μελετώντας τους μηχανισμούς παραγωγής του εθνικού πλούτου σε μία μακρόχρονη προοπτική μπορούμε να εντοπίσουμε τα ισχυρά και τα αδύναμα σημεία των οικονομικών μοντέλων που επικράτησαν σε κάθε περίοδο.
  • Μετά την μεταπολίτευση, τα δεδομένα σε κάθε τομέα αλλάζουν ραγδαία. Η κατάρρευση του συστήματος του Bretton Woods και οι πετρελαϊκές κρίσεις διαμορφώνουν ένα περιβάλλον που ήταν εκ διαμέτρου αντίθετο με αυτό που προηγήθηκε. Μια βαθειά παγκοσμιοποίηση έρχεται να επιβληθεί σταδιακά, αλλάζοντας εντελώς τα δεδομένα του διεθνούς οικονομικού παιγνιδιού. Αν μέχρι το 1974, οι εθνικές πολιτικές ήταν εφικτές, μετά από τη χρονιά αυτή οι δυνατότητες προς την κατεύθυνση αυτή περιορίζονται όλο και περισσότερο. Κάτι που αργήσαμε να καταλάβουμε, αν το έχουμε ποτέ καταλάβει.
  • Η Ελλάδα μπήκε στη νέα εποχή πρωτοπόρος χωρίς αμφιβολία στο σκέλος της παγκοσμιοποίησης που στη βιβλιογραφία είναι γνωστό ως δημοκρατική παγκοσμιοποίηση (democratic globalization). Δύσκολα θα μπορούσε κανείς να αμφισβητήσει την ικανότητα της Ελλάδας να αποκαταστήσει τη δημοκρατία και στη συνέχεια να την ισχυροποιήσει, μ’ όλες τις αδυναμίες που θα μπορούσαμε να εντοπίσουμε.
  • Ωστόσο, στο δεύτερο σκέλος της παγκοσμιοποίησης, το οικονομικό, η χώρα μας έκανε ότι μπορούσε για να αποφύγει την πραγματικότητα επιδιώκοντας ουσιαστικά να αποφύγει το σχετικό κόστος από την προσπάθεια που ήταν απαραίτητη.
  • Θα μπορούσε να συζητήσει κανείς κατά πόσον οι αντιδράσεις της Ελλάδας ήσαν συνειδητές. Στον τομέα της οικονομίας έχω την απόλυτη πεποίθηση ότι οι αρχικές επιλογές δεν ελάμβαναν υπόψη τους τα δεδομένα μιας παγκόσμιας οικονομίας που αλλάζει.
  • Η ομάδα των πολιτικών γύρω από τον Καραμανλή ήταν κατ’ εμέ εντελώς παρωχημένη στις οικονομικές επιλογές της, ή με άλλα λόγια δεν ήταν σε θέση να ξεπεράσει το οικονομικό μοντέλο που είχε στο μυαλό της και που ήταν ακριβώς το ίδιο που είχε ισχύσει κατά τη μεταπολεμική περίοδο.
  • Αυτό φαίνεται σε όλους τους τομείς. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, υπογράφοντας τη συμφωνία των Αθηνών για την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα είπε χαρακτηριστικά:
  • «Θα ήθελα να τονίσω ότι η Ελλάς δεν επιθυμεί την ένταξίν της αποκλειστικώς και μόνον για λόγους οικονομικούς. Την επιδιώκει προ πάντων για λόγους πολιτικούς, που αναφέρονται εις την σταθερότητα της δημοκρατίας και εις το μέλλον του έθνους… Διότι είναι πλέον σαφές ότι η Ελλάς εντασσομένη εις την Ευρώπην θα επιτύχη και την ενίσχυσιν της εξωτερικής ασφαλείας και την κατοχύρωσιν του δημοκρατικού πολιτεύματος».
  • Επομένως η συμμετοχή σε μια μεγάλη οικονομική ένωση, αναγκαιότητα θεμελιώδης για μια χώρα σαν την Ελλάδα με βάση τα νέα δεδομένα της παγκοσμιοποίησης δεν πραγματοποιείται για τους λόγους που θα την δικαίωναν ως οικονομική επιλογή, αλλά για τη σταθεροποίηση της δημοκρατίας. Χαρακτηριστική αντίφαση της περιόδου.
  • Αλλά και οι διάδοχοί του Καραμανλή με τον Ανδρέα Παπανδρέου επικεφαλής, μέσα από τις θεωρίες της εξάρτησης και του κέντρου – περιφέρειας έβλεπαν και κατανοούσαν όλα τα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας να προέρχονται από τους κακούς ξένους και όχι από τις κοινωνικές συμπεριφορές που σταδιακά παγιώνονταν στη χώρα μας. Τις οικονομικές επιδόσεις της εποχής αυτής τις γνωρίζουμε, γνωρίζουμε επίσης και το κόστος που είχαν για τη συνέχεια, δεν χρειάζεται να επιμείνω σε αυτές.
  • Την ίδια στιγμή άλλες χώρες που μέχρι τις απαρχές της δεκαετίας του 1970 κινούνταν σε οικονομικούς όρους παράλληλα με την Ελλάδα πετύχαιναν να αποδεσμευτούν από την τροχιά ενός ξεπερασμένου μοντέλου και να ακολουθήσουν οικονομικά πρότυπα υψηλής τεχνολογίας.
  • Η Νότιος Κορέα αποτελεί ίσως το πιο εξέχον παράδειγμα αυτής της κατηγορίας οικονομιών, μια χώρα που μέχρι τότε ακολουθούσε σε οικονομικούς όρους την ελληνική πορεία. Αλλά και η σοσιαλιστική Γαλλία, που στα πρώτα χρόνια της προεδρίας του Φρανσουά Μιτεράν πειραματίστηκε με μοντέλα παρωχημένα, πολύ σύντομα συνειδητοποίησε το αδιέξοδο στο οποίο είχε οδηγηθεί και ανέκρουσε πρύμναν.
  • Φτάνουμε στο σήμερα. Πολλοί εκ των παρισταμένων, φίλοι και μη, σίγουρα όμως άνθρωποι που εκτιμώ ιδιαιτέρως μου προσάπτουν την απαισιοδοξία μου απέναντι στο μέλλον της χώρας και φυσικά και το δικό μου. Θα έλεγα ότι έχουν άδικο. Έχοντας μεγαλώσει μέσα σε ένα γυμναστήριο, έχοντας ζήσει στον χώρο του αθλητισμού, αυτό που έμαθα είναι ότι ο καρπός των κόπων σου είναι ανάλογος με την προσπάθεια που έχεις κάνει. Και ακόμη ότι το αν θες να αποφύγεις την πραγματικότητα είναι μεγάλο λάθος, το οποίο κοστίζει πολύ ακριβά.
  • Τι εννοώ. Καιρός είναι νομίζω να μιλήσουμε με βάση τα δεδομένα της χώρας μας. Καιρός είναι να μιλήσουμε με όρους ρεαλισμού. Το ευχολόγιο δεν βοήθησε κανένα και είναι ένα όπλο για να οδηγήσουμε την Ελλάδα ακόμη πιο βαθιά από εκεί που βρίσκεται. Επίσης η άποψη πολλών, ότι έλα βρε αδερφέ κάτι θα γίνει και για μας την τελευταία στιγμή και θα βολευτεί η κατάσταση δεν νομίζω ότι ταιριάζει σε μία χώρα, που θέλει να έχει φιλοδοξίες για το μέλλον της και το μέλλον των παιδιών της.
  • Ας δούμε τα δεδομένα του προβλήματος, όπως αυτά διαμορφώθηκαν τα τελευταία σαράντα και χρόνια, δίνοντας μεγαλύτερη ασφαλώς έμφαση στην τελευταία δεκαετία.
  • Μέχρι το 2007 η Ελλάδα συνέκλινε εντυπωσιακά με τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι πολιτικές του Ελληνικού κράτους προσαρμόστηκαν στην πραγματικότητα από την εποχή της κυβέρνησης Μητσοτάκη μέχρι το 2001, αλλά ήταν η περίοδος μετά το 1995 που γνώρισε μία σημαντική δυναμική σύγκλισης της ελληνικής οικονομίας. Θα ήθελα να τονίσω μόνο ότι οι πολιτικές ηγεσίες της χώρας στα χρόνια αυτά συναίνεσαν απολύτως στην ανάδειξη της συμμετοχής της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ ως εθνικού στόχου και αναλόγως προσάρμοσαν τις πολιτικές της χώρας.
  • Ωστόσο μετά την ένταξη της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ καμιά προσπάθεια δεν έγινε, ώστε να πραγματοποιηθούν οι διαρθρωτικές αλλαγές που ήσαν απαραίτητες για την ομαλή ενσωμάτωση της Ελλάδας στο ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα. Χαρακτηριστικό, όσο και για το λόγο αυτό συχνά μνημονευόμενο, παράδειγμα η εγκατάλειψη της προσπάθειας μεταρρύθμισης του ασφαλιστικού συστήματος επί υπουργίας Τάσου Γιαννίτση το 2001, που σηματοδότησε και την εγκατάλειψη κάθε προσπάθειας της ελληνικής οικονομίας να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις μιας παγκόσμιας οικονομίας σε διαρκή μεταβολή.
  • Μοιραία συνέπεια ήταν η παγκόσμια κρίση του 2007-2008 να έχει βαριές συνέπειες για τη χώρα μας. Οι εισοδηματικές απώλειες ήσαν της τάξης του 25%, όσες δηλαδή περίπου είχαμε κατά τη δεκαετία 1912-1922, δηλαδή κατά τη διάρκεια μιας πολεμικής δεκαετίας. Στην πραγματικότητα οι απώλειες στο διαθέσιμο εισόδημα, δηλαδή αφού αφαιρέσουμε και τους φόρους, φτάνουν το 40%, μέγεθος που όπως όλοι θα συμφωνείτε φαντάζει δυσθεώρητο.
  • Αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε μεν στο επίπεδο του 2000, θα έλεγε κανείς σε πρώτη ανάγνωση ότι πρόκειται για μάλλον ικανοποιητικό επίπεδο, αλλά η απόσταση που μας χωρίζει από τον μέσο όρο της Ε.Ε. είναι η ίδια που είχαμε το 1960. Όχι μόνο αυτό, αλλά χώρες οι οποίες άλλοτε υστερούσαν εντυπωσιακά σε σχέση με τις εισοδηματικές επιδόσεις της Ελλάδας, σήμερα μας έχουν φτάσει σχεδόν, όπως η Ρουμανία και η Κροατία, η Βουλγαρία μας πλησιάζει, η Σλοβενία μας έχει ξεπεράσει.
  • Η Ελλάδα χρειάζεται επειγόντως να επιταχύνει τους ρυθμούς ανάπτυξής της, αν δεν θέλει να μείνει και άλλο πίσω από τους εταίρους της. Σε αυτή την περίπτωση ακόμη και η διατήρηση της θέσης της στη ζώνη ευρώ, για την οποία έγιναν τόσες θυσίες, θα τεθεί ουσιαστικά πλέον σε αμφισβήτηση, δεν θα είναι ρεαλιστική.
  • Για να επιταχύνει ωστόσο η οικονομία μας το ρυθμό της χρειάζονται επενδύσεις. Ας θυμίσω ότι ακόμη και σήμερα οι αποσβέσεις παραμένουν υψηλότερες από τις ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου, η με διαφορετικά λόγια καταστρέφουμε περισσότερο κεφάλαιο από αυτό που δημιουργούμε. Την ίδια στιγμή περιορίζουμε τις δημόσιες επενδύσεις για να κάνουμε προεκλογικές παροχές.
  • Οπότε κάτι θα πρέπει να συμβεί και να γίνουν μαζικές επενδύσεις. Οι αρμόδιοι μιλάνε για μία επενδυτική έκρηξη της τάξης των 60 έως 100 δις. ευρώ που ε’ιναι απαραίτητη για να μπορέσει η Ελλάδα να μπει σε μ τροχιά γρήγορης και διατηρήσιμης ανάπτυξης.
  • Αλλά ας διευκρινίσουμε ότι με τα δεδομένα της σημερινής εποχής δεν χρειαζόμαστε ότι επενδύσεις να είναι. Η Ελλάδα δεν χρειάζεται επενδύσεις χαμηλής προστιθέμενης αξίας ή χαμηλής τεχνολογίας, χρειαζόμαστε ακριβώς το αντίθετο, αν θέλουμε να αποφύγουμε τον ανταγωνισμό με βάση το κόστος εργασίας, έναν τομέα στον οποίο ασφαλώς υστερούμε σε σχέση με τους γείτονές μας.
  • Χρειαζόμαστε ένα νέο οικονομικό υπόδειγμα, αλλά δεν βλέπω ποιος ασχολείται με αυτό το ζήτημα. Υπάρχει μόνο μία μελέτη μιας ιδιωτικής εταιρείας προ επτά, οκτώ χρόνων, που προσωπικά δεν με έπεισε για τα θεμέλιά της.
  • Αλλά ας υποθέσουμε ότι υπάρχει διάθεση για να γίνουν επενδύσεις στην Ελλάδα, ποια πιστεύετε ότι θα είναι η τελική απόφαση των επενδυτών έχοντας κατά νου τις εξελίξεις στον Ελληνικό Χρυσό, στο Ελληνικό ή τον ΟΛΠ. Σύμφωνα με κάποια στοιχεία που μπόρεσα να συγκεντρώσω ένα κορυφαίο πρόβλημα για τους ξένους επενδυτές στην Ελλάδα είναι η απονομή της δικαιοσύνης και μόνο κατά δεύτερο λόγο τα υψηλά επιτόκια, η γραφειοκρατία, το υψηλό κόστος της ενέργειας.
  • Μιλάω για ξένους επενδυτές. Σε μια χώρα με ισχνή αποταμίευση είναι προφανές ότι μόνο από το εξωτερικό μπορούμε να βρούμε τις μαζικές επενδύσεις που χρειαζόμαστε. Και το μοντέλο αυτό έχει τα μειονεκτήματά του, αλλά δεν έχουμε και εναλλακτικές λύσεις. Παρ’ όλα αυτά κάνουμε ότι μπορούμε για να γίνουν πιο δύσκολες οι επενδύσεις από το εξωτερικό. Έχουμε φορολογία επενδύσεων 29%, οι γείτονες μας κυμαίνονται στο 10 με 15%.
  • Θα προσθέσω κάτι ακόμη. Το μέλλον των οικονομιών βρίσκεται σε δύο τομείς. Στη βιοτεχνολογία και την τεχνητή νοημοσύνη. Τα κράτη έχουν κάνει λίγο ή πολύ τις επιλογές τους και οι πρωτοπόροι απομακρύνονται όλο και περισσότερο από τους υπόλοιπους. Προφανώς στη βάρκα των πρωτοπόρων δεν υπάρχει η Ελλάδα και σε αυτό χωρίς καμιά αμφιβολία ρόλο βασικό παίζει το εκπαιδευτικό μας σύστημα, που είναι ξεπερασμένος και κάνουμε οτιδήποτε μπορούμε για να το αχρηστεύσουμε εντελώς.
  • Δεν είναι τυχαίο που σχετικά πρόσφατα ο πρόεδρος του ΣΕΒ έκανε λόγο για 60.000 θέσεις εργασίες που δεν είναι δυνατόν να καλυφθούν. Και αυτό σε μια χώρα με ανεργία 20% και πολύ μεγαλύτερη ανεργία νέων. Καυγαδίζουμε για νέα Νομική σχολή, που είναι παντελώς άχρηστη αντί να ζητάμε τις ειδικότητες που είναι απαραίτητες στη νέα οικονομία. Οι πρόσφατες συγχωνεύσεις ΤΕΙ και Πανεπιστημίων δεν ήσαν τίποτε περισσότερο από μια χαριστική βολή.
  • Η τρίτη διάσταση του προβλήματος βρίσκεται στον χώρο, του κοινωνικού κράτους που δεν θα πρέπει να αποτελεί βάρος στην οικονομία, θα προσφέρει δε εχέγγυα κοινωνικής δικαιοσύνης. Για το κόστος της ασφάλισης δεν χρειάζεται να πω πολλά το βάρος της είναι καταθλιπτικό για την οικονομία και δημιουργεί αντι-κίνητρα στην επιχειρηματική δραστηριότητα. Πολύ σοβαρό όμως είναι και το θέμα της κοινωνικής δικαιοσύνης.
  • Η αποτυχία του μεταπολιτευτικού κοινωνικού μοντέλου είναι κάτι περισσότερο από φανερή αν λάβουμε υπόψη μας τις επιδόσεις της Ελλάδας στον τομέα αυτό. Το Ίδρυμα Bertelsmann υπολογίζει έναν δείκτη κοινωνικής δικαιοσύνης για την ΕΕ-28.
  • Στο δείκτη αυτό λαμβάνονται υπόψη έξι μεταβλητές: πρόληψη φτώχειας, πρόσβαση στην εκπαίδευση, πρόσβαση στην αγορά εργασίας, κοινωνική συνοχή και αποφυγή διακρίσεων, υγεία και διαγενεακή δικαιοσύνη.
  • Η εικόνα της Ελλάδας τόσο το 2014 όσο και το 2017 είναι αποκαρδιωτική. Η χώρας μας καταλαμβάνει την τελευταία θέση μεταξύ όλων των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τις δύο χρονιές.
  • Οι επιδόσεις της Ελλάδας είναι σχετικά αξιοπρεπείς στους τομείς της πρόσβασης στην εκπαίδευση, καθώς επίσης και στο προσδόκιμο ζωής, αλλά σε όλους τους υπόλοιπους τομείς η εικόνα είναι θλιβερή και αυτό που την καθιστά ακόμη χειρότερη είναι το γεγονός ότι δεν εμφανίζεται καμία βελτίωση μεταξύ των δύο πλέον πρόσφατων χρονικών σημείων για τα οποία έχουμε εκτιμήσεις του δείκτη.
  • Ή για να είμαστε ακριβείς η βελτίωση που καταγράφεται μεταξύ των δύο ετών είναι μικρότερη από τη βελτίωση που καταγράφει ο μέσος όρος της Ε.Ε. Η Ελλάδα εξακολουθεί να παραμένει τελευταία σε χειρότερη θέση ακόμη και από χώρες που κάποτε αντιμετωπίζαμε ως δυνητικές οικονομικές αποικίες μας, όπως η Ρουμανία και η Βουλγαρία. Και μάλιστα μεταξύ 2014 και 2017 η απόσταση που μας χώριζε από τα κράτη αυτά μεγάλωσε.
  • Πέρα όμως από όλα αυτά υπάρχουν και προβλήματα που δεν είμαι σε θέση αυτή τη στιγμή να δω πώς θα λυθούν με τρόπο ικανοποιητικό για τη χώρα και χωρίς πολύ δυσάρεστες συνέπειες.
  • Πρώτα απ’ όλα το ασφαλιστικό. Αυτή τη στιγμή έχει επέλθει μία ισορροπία στον τομέα αυτό, αλλά είναι μάλλον προσωρινή. Με μία αναλογία εργαζομένων προς συνταξιούχους που πλησιάζει τη μονάδα το σύστημα δεν είναι βιώσιμο και αργά ή γρήγορα τα προβλήματα θα επανεμφανισθούν.
  • Να σας θυμίσω ότι σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Τάσου Γιαννίτση το 80% του δημοσίου χρέους πριν από την κρίση οφειλόταν στη χρηματοδότηση του συνταξιοδοτικού συστήματος, δηλαδή στον δανεισμό προκειμένου η χώρα να έχει ένα πολυτελές συνταξιοδοτικό σύστημα, ένα σύστημα που ξεπερνούσε τις δυνατότητες της και εξακολουθεί να τις ξεπερνάει. Με βάση τα σημερινά δεδομένα καθώς ο πληθυσμός της χώρας γερνάει, το ασφαλιστικό σύστημα θα γεννάει όλο και περισσότερους φτωχούς.
  • Το δεύτερο πρόβλημα δεν είναι άσχετο με το προηγούμενο. Πρόκειται για το δημογραφικό. Η πορεία γήρανσης των Ελλήνων είναι μη αναστρέψιμη, η Ελλάδα όμως θα μπορούσε να έχει κάποια, ίσως και πολλά οφέλη αν η πολιτική της στο μεταναστευτικό ήταν πιο επιδέξια και έξυπνη. Ας σκεφτούμε το μεσοπόλεμο και την εποποιία της αποκατάστασης των προσφύγων.
  • Η επόμενη γενιά Ελλήνων θα περιλαμβάνει ένα μεγάλο αριθμό ελλήνων των οποίων οι γονείς ή και οι ίδιοι δεν θα έχουν γεννηθεί στην Ελλάδα. Αυτό ακόμη και αν δεν μας αρέσει θα συμβεί, όλες οι μελέτες για τη μετανάστευση αυτό μας δείχνουν.
  • Στο χέρι μας είναι να επωφεληθούμε και να τους αφομοιώσουμε οικονομικά, πολιτικά και κοινωνικά με τρόπο αποτελεσματικό. Μόνο κέρδος θα έχουμε. Φοβάμαι μόνο ότι οι λίγες προσπάθειες μας στον τομέα αυτό αντιβαίνουν την κοινή λογική και προσδιορίζονται από επιλογές κοντόθωρες.
  • Μία μεγάλη παράλειψή μου στην ενότητα αυτή έχει να κάνει με το διεθνές περιβάλλον. Σκέφτηκα όμως ότι σε μία εκδήλωση του ΕΛΙΑΜΕΠ θα υπάρχουν πιο ειδικοί από μένα στο τομέα αυτό και θα ήταν θράσος μου να μιλήσω. Δεν μπορώ πάντως να το αγνοήσω Περιορίζομαι λοιπόν μόνο στο να σημειώσω ότι ζούμε σε μία εποχή εξαιρετικά μεγάλης ρευστότητας στις διεθνείς σχέσεις, σε ένα κόσμο πολύ-πολικό και επομένως πρόσφορο σε συγκρούσεις και ότι αν συνεχιστεί η πολιτική Trump ενδεχομένως να βρεθούμε μπροστά σε ένα εμπορικό πόλεμο στον οποίο μόνο η στενότερη πρόσδεση με την Ε.Ε. θα μας βοηθούσε.
  • Αλλά και στο στενό μας περιβάλλον η κατάσταση είναι δύσκολη και νομίζω ότι χωρίς μια οικονομία που να πατάει στα πόδια της δύσκολα θα μπορέσει κανείς να επιβιώσει χωρίς κόστος. Οι αμυντικές δαπάνες και η αύξησή τους θα βρεθούν μπροστά μας αργά ή γρήγορα. Θα είμαστε όμως σε θέση να ανταποκριθούμε;
  • Όλα αυτά συγκροτούν στοιχεία μιας νέας φάσης παγκοσμιοποίησης. Δεν γνωρίζουμε πόσο θα διαρκέσει και πόσο βαθιά θα είναι. Δεν μπορούμε πάντως να την αγνοούμε.
  • Με βάση τα δεδομένα που σας εξέθεσα προηγουμένως νομίζω ότι ταιριάζει στην ελληνική πραγματικότητα ένα σχήμα που έχει προταθεί, αν και με άλλους στόχους, από ένα σημαντικό οικονομολόγο τον Danny Rodrick, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ.
  • Η Ελλάδα, κατά τη γνώμη μου, θα βρεθεί μέσα στην επόμενη δεκαετία ή εικοσαετία, απέναντι στην ανάγκη να κάνει μία επιλογή ανάμεσα στην ανάπτυξη, την παγκοσμιοποίηση με τη συμμετοχή της στη ζώνη του ευρώ και τη δημοκρατία. Εάν βρεθούμε μπροστά σε ένα τέτοιο τρίλημμα, τότε θα έχουμε χάσει τα κεκτημένα της μεγάλης προσπάθειας που έγινε από το 1945 και μετά για να ξεφύγει η χώρα από τη φτώχεια και να θεμελιώσει σε γερές βάσεις τη δημοκρατία.
  • Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με αισιοδοξία ή απαισιοδοξία. Υπάρχουν κάποια δεδομένα και ή τα λαμβάνουμε υπόψη μας ή όχι. Τα δεδομένα αυτά δεν οδηγούν σε εύκολες λύσεις. Από την άλλη οι επαγγελματίες εφησυχαστές θα πρέπει να μας πουν ποιο είναι το κέρδος από το να καθησυχάζουμε τους ανθρώπους. Το Δ.Ν.Τ. αντιμετωπίζει με εξαιρετικό σκεπτικισμό το μέλλον της Ελλάδας για τα επόμενα 20 χρόνια, εκτιμώντας ότι ο μέσος ρυθμός ανάπτυξης θα είναι γύρω στο 1%. Πολύ χαμηλός για να δώσει λύσεις στις δυσκολίες που αντιμετωπίζουμε.
  • Στα τέλη του 2017, ο Τάσος Γιαννίτσης είχε δημοσιεύσει σε εφημερίδα ένα καταπληκτικό κείμενο που περιέγραφε την κατάστασή της χώρας και το διαγραφόμενο μέλλον. Σας διαβάζω ένα απόσπασμα:
  • «Αν η καρδιά της κρίσης είναι οικονομική, η αφετηρία της είναι αξιακή, γνωστική και πολιτισμική, και οι χειρισμοί της πολιτικοί. Όλα παραπέμπουν σε παράγοντες όπως οι γνώσεις και οι αντιλήψεις μας, η συλλογική ευφυΐα μας και η λειτουργία της κοινωνίας μας συνολικά, αλλά και των τμημάτων που βρίσκονται «επάνω», στη «μέση» και «κάτω». Εδώ βρίσκεται και το μεγάλο πρόβλημα: Το σκληρό και διευρυνόμενο χάσμα μεταξύ Ελλάδας και «προωθημένων» χωρών της Ευρώπης αφορά τις διαθέσιμες δυνάμεις κάθε πλευράς, που ιστορικά παίζουν ένα προωθητικό ρόλο στην εξέλιξη της χώρας τους. Η διαφορά μας δεν είναι στις προβληματικές καταστάσεις. Είναι στην απουσία μιας κρίσιμης μάζας δυνάμεων που να σκέφτονται το αύριο της κοινωνίας μας και να καταλαβαίνουν τη σημασία των μεγάλων εξελίξεων που σημειώνονται στην Ευρώπη, στην Ασία, στον κόσμο, στην οικονομία, στην πολιτική, στο κλίμα, στις σχέσεις μεταξύ κοινωνιών»
  • Σε μία χώρα που αρέσκεται στον εφησυχασμό και δεν αντιμετωπίζει καθόλου ευνοϊκά αρνητικές κρίσεις για το μέλλο, τα λόγια του Τάσου Γιαννίτση δημοσιευμένα όπως είπα λίγο πριν από το τέλος του 2017 αγνοήθηκαν, δεν θυμάμαι να τα σχολίασε οποιοσδήποτε, τη στιγμή που πετύχαιναν να περιγράψουν με πολύ μεγάλη ακρίβεια το ελληνικό πρόβλημα σήμερα. Έτσι, το βασικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Ελλάδα σήμερα και την εμποδίζει να ξεφύγει από τα αδιέξοδα στα οποία βρίσκεται είναι η απουσία των ομάδων εκείνων που έχοντας συνείδηση των προβλημάτων, θα επωμίζονταν το βάρος της αντιμετώπισής τους.
  • Στην πραγματικότητα το πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Ελλάδα βρίσκεται μακράν από του να είναι οικονομικό. Πρόκειται για ένα αμιγώς πολιτικό πρόβλημα, το οποίο δείχνει να φτάνει στην κορύφωσή του. Αν το πολιτικό σύστημα της χώρας είναι εκείνο που την οδήγησε στην καταστροφική κρίση, το ίδιο σύστημα δείχνει ότι δεν είναι σε θέση να την σπρώξει προς την έξοδο και να τη βάλει σε μία τροχιά σύγκλισης με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, τη μοναδική δυνατότητα που έχει η χώρα για να μην αντιμετωπίσει δεινά πολύ χειρότερα από αυτά που έζησε μέχρι σήμερα. Όχι μόνο αυτό, αλλά η εμπειρία του 2014-2015 δείχνει ότι τη στιγμή που θα μπορούσε να είχε ήδη γίνει κάτι, ήταν το πολιτικό σύστημα που εμπόδισε την Ελλάδα να ανασάνει.
  • Το πολιτικό σύστημα της χώρας έτσι όπως έχει διαμορφωθεί πλέον είναι ένα κλειστό σύστημα που ενδιαφέρεται κυρίως για την αναπαραγωγή του, αδιαφορώντας πλήρως για τις συνέπειες που έχουν οι επιλογές του στο σύνολο της χώρας. Κάτι τέτοιο μπορεί να το διαπιστώσει κανείς πλέον σε καθημερινή βάση, θα αρκούσε ωστόσο η παρατήρηση των προσπαθειών συνταγματικής μεταρρύθμισης για αν πείσει..
  • Οι παρατηρήσεις αυτές δεν αφορούν μόνο ένα κόμμα, σε αυτό οφείλω να επιμείνω, αλλά το σύνολο του συστήματος, το οποίο έτσι όπως έχει διαμορφωθεί πολύ δύσκολα μπορεί να αυτό-μετασχηματισθεί προς ένα μοντέλο φιλικό προς τις μεταρρυθμίσεις που χρειάζεται η χώρα και επομένως την μεγέθυνση της οικονομίας.
  • Δε είμαι σε θέση να σας εξηγήσω πώς θα μπορούσαμε να βγούμε από την παγίδα στην οποία έχουμε πέσει. Έχουμε φτιάξει μία χώρα που ζει από τις σάρκες της, που δεν δημιουργεί πλούτο για τους κατοίκους της, αλλά καταστρέφει αυτόν που υπάρχει, αγνοώντας το μέλλον. Την ίδια στιγμή οι θεσμοί που στηρίζουν την προσοδοφορία εξακολουθούν να λειτουργούν, και σας θυμίζω ότι το φαινόμενο αυτό που υπήρξε σημαντικός λόγος που μας οδήγησε εδώ που είμαστε, αλλά και θεσμοί που εντείνουν τη διαγενεακή ανισότητα και τον οικονομικά ενεργό πληθυσμό.
  • Ο μεσοπόλεμος και η μεταπολεμική περίοδος μας έδειξαν πως η χώρα έχει δυνατότητες για να αντιμετωπίσει σκληρά προβλήματα και μάλιστα κάτω από πολύ πιο δύσκολες συνθήκες.
  • Κάτι θα πρέπει να γίνει, για να γίνει όμως αυτό το κάτι το πρώτο βήμα είναι να αρχίσουμε να αντιμετωπίζουμε την πραγματικότητα κατά πρόσωπο. Κάτι που επιμελώς αποφεύγουμε.

 

*Ομιλία στο πλαίσιο της Ετήσιας Διάλεξης του ΕΛΙΑΜΕΠ, Αθήνα 14 Μαϊου 2019.