Γράφει η ΕΙΡΗΝΗ ΧΕΙΛΑ [1]

Το γεωπολιτικό σκηνικό στην Ανατολική Μεσόγειο βρίσκεται σύμφωνα με όλους τους αναλυτές σε αναδιάταξη. Ποια είναι τα νέα δεδομένα;

Η Αραβική άνοιξη δημιούργησε μια δυναμική η οποία, σε συνδυασμό με   γεωστρατηγικά παίγνια, τις χρόνιες αντιπαραθέσεις, όπως η σύγκρουση Ισραήλ-Παλαιστίνης, το  μεταναστευτικό, ο ισλαμικός ριζοσπαστισμός , το οργανωμένο έγκλημα και η τρομοκρατία, εντείνουν την αστάθεια και τροφοδοτούν  εστίες σύγκρουσης.

Αν συνυπολογίσει κανείς τις  αδύναμες πολιτικές και πολιτειακές δομές σε  χώρες της Α. Μεσογείου και της Β. Αφρικής, όπως η Λιβύη, η Υεμένη, η Συρία και το Ιράκ, τα ενεργειακά παίγνια , τους εμπορικούς ανταγωνισμούς και το ρόλο νέων παικτών τότε αποκτά κανείς την αίσθηση ότι  διαμορφώνεται  μια νέα ισορροπία δυνάμεων στη περιοχή της Μεσογείου η οποία φαίνεται να επηρεάζει σημαντικά τις πολιτικές των μεγάλων δυνάμεων.

Με αυτά τα δεδομένα, μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι  ο άνεμος του εκδημοκρατισμού ως απόρροια της αραβικής άνοιξης, άνοιξε ένα παράθυρο ευκαιρίας σε παίκτες όπως η Ρωσία και η Κίνα να ενισχύσουν την παρουσία τους στην περιοχή.

Οι ΗΠΑ, μετά από  δέκα και πλέον χρόνια αιματηρών και δαπανηρών συγκρούσεων στην ευρύτερη περιοχή δεν έχουν την πρόθεση να συνεχίσουν τον ως τώρα  ρόλο του  παγκόσμιου ηγεμόνα, θέση η οποία εν μέρει αποτυπώνεται και στο γνωστό σλόγκαν America first.

Ο ρόλος της Ρωσίας στη Συριακή κρίση αλλά και η διείσδυση της Κίνας στην αγορά της Β.Αφρικης και της Μέσης  Ανατολής μέσω δανείων , επενδύσεων και εμπορικών συνεργασιών είναι εντυπωσιακή.

Και αυτά συμβαίνουν όταν από την άλλη μεριά του Ατλαντικού φαίνεται να αλλάζουν παραδοσιακές  συμμαχίες των ΗΠΑ όπως υφίσταντο από το 1979, (άξονας Τουρκίας-Ισραήλ και Αιγύπτου), που παρείχαν  μια μορφή γεωπολιτικής σταθερότητας για τις ΗΠΑ και τη Δύση γενικότερα.

Σημαντική παράμετρος που θα επηρεάσει άμεσα το μελλοντικό γεωπολιτικό σκηνικό στην περιοχή είναι οι σχέσεις ΗΠΑ-Τουρκίας.

Η Τουρκία μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του Ιουλίου του 2016 έχει διαψεύσει τις προσδοκίες  όσων πίστεψαν ότι το κράτος αυτό θα αποτελούσε πρότυπο δημοκρατίας και οικονομικής σταθερότητας στην περιοχή παντρεύοντας το Ισλάμ με τις αρχές της φιλελεύθερες δημοκρατίας. Ο αυταρχικός, συγκεντρωτικός και προσωποποιημένος , εθνικιστικός και εν πολλοίς συγκρουσιακός τρόπος διαχείρισης της εξουσίας από τον  Ερντογάν από τη μια, και η αμφισβήτηση των σχέσεων της με παραδοσιακούς συμμάχους όπως τις ΗΠΑ μετά και από την οπλική «συμπόρευση» με  τη Ρωσία, αλλά και η αποστασιοποίηση από την ευρωπαϊκή προοπτική, έχουν δυσμενή αντίκτυπο, όχι μόνο στην ιδία την Τουρκία εσωτερικά, αλλά και στην ευρύτερη περιοχή.

Επιπρόσθετα, η επιδείνωση  των σχέσεων ΗΠΑ-Τουρκίας μετά την παραγγελία του ρωσικού αντιπυραυλικού συστήματος S400 και την άρνηση της Άγκυρας, παρά τις προειδοποιήσεις ανώτατων αξιωματούχων της αμερικανικής κυβέρνησης, να άρει τη συμφωνία και να προχωρήσει στην  προμήθεια των μαχητικών F-35 , συνιστά μια εξέλιξη με απρόβλεπτες επί του παρόντος συνέπειες.

Από την άλλη δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής ότι  το σενάριο  απομάκρυνσης της Τουρκίας από τη Δύση σε συνδυασμό με την  επιδείνωση της οικονομικής της κατάστασης  προκαλούν προβληματισμό και ανησυχία δεδομένου ότι η οικονομική αδυναμία συνιστά  παράγοντα «εξαγωγής» αστάθειας στο ευρύτερο περιβάλλον. Πολύ δε περισσότερο που όπως φαίνεται το σχέδιο της να διαδραματίσει ρόλο ηγεμόνα στη Μεσόγειο δεν φαίνεται να επιτυγχάνει, αφού χώρες κλειδιά όπως η Αιγυπτος, η  Ιορδανία, τα Ηνωμενα Αραβικά Εμιράτα και βέβαια  το Ισραήλ, η Κύπρος και η Ελλάδα αναζητούν συνέργειες με σκοπό την προώθηση κοινών στόχων στην περιοχή έχοντας την υποστήριξη των ΗΠΑ και χωρών της Ε.Ε. Επιπλέον ,  μετά και την απομάκρυνση από την εξουσία σε Λιβύη και Σουδάν ηγετών που αγκάλιαζαν τις δυνάμεις που πρόσκεινται στους Αδελφούς Μουσουλμάνους τα πράγματα δυσκολεύουν για την Τουρκια  ακόμη περισσότερο.

Βρισκόμαστε λοιπόν αντιμέτωποι με  νέες δυναμικές στη Α. Μεσόγειο  στην οποία οι παγκόσμιες προσταγές για ενέργεια, νέες αγορές και ικανοποίηση αναγκών για πρώτες ύλες,  βρίσκονται ολοένα και περισσότερο στην ημερήσια διάταξη της διεθνούς πολιτικής και  θα αναδιατάξουν τη γεωπολιτική ισορροπία.

Που βρίσκεται η Ελλάδα σε αυτό το πλαίσιο; Ανοίγει η διαφαινόμενη  επιδείνωση των Αμερικανο-τουρκικών σχέσεων ένα παράθυρο ευκαιρίας για την ελληνική διπλωματία;

Η απάντηση  δεν μπορεί να είναι μονολεκτική και στατική, εφόσον οι ευκαιρίες που θα προκύψουν σε αυτό το μεταβαλλόμενο γεωπολιτικό τοπίο καθώς και η έκβαση  τους είναι δύσκολο να προβλεφτούν στη παρούσα συγκυρία με ακρίβεια. Υπάρχουν σε εξέλιξη  ανοιχτά ζητήματα από το μεταναστευτικό μέχρι τις πρόσφατες δηλώσεις του Αμερικανού Προέδρου περί αναγνώρισης της Ισραηλινής κυριαρχίας στα Υψώματα του Γκολάν. Πόσο  θα επηρεάσει για παράδειγμα η πολιτική αυτή  το αδιέξοδο στο Παλαιστινιακό και ποιά θα είναι η θέση των Ευρωπαϊκών κρατών, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας, απέναντι στο ξέσπασμα μιας ενδεχόμενης Αραβο- ισραηλινής κρίσης με αφορμή αυτό;

Βέβαια, η μέχρι τώρα πολιτική Τραμπ φαίνεται να δίνει περισσότερο έμφαση σε περιφερειακές συνέργειες παρά στη πολυμερή διπλωματία. Σε αυτό το πλαίσιο τόσο η Ελλάδα όσο και η Κύπρος αποτελούν δυο σημαντικούς παίκτες στη περιοχή της Α. Μεσογείου.  Η Ελλάδα είναι μια χώρα με εδραιωμένους δημοκρατικούς θεσμούς, έχει αποδεχτεί τη θέση της στο Δυτικό σύστημα αξιών χωρίς τις παλινωδίες  του παρελθόντος, είναι  μέλος της Ε.Ε και του ΝΑΤΟ , οι σχέσεις της με τα κράτη της περιοχής έχουν ενδυναμωθεί τα τελευταία χρόνια και επιπλέον υπάρχει μια συναντίληψη από κοινού διαμόρφωσης των πολιτικών για το κοινό συμφέρον λαών και κοινωνιών. Η αποκατάσταση των  σχέσεων  με  το Ισραήλ , τα  ανοίγματα μέσω τριμερών πρωτοβουλιών προς την Αίγυπτο και την Ιορδανία, αλλα και τα Δυτικα Βαλκανια,  αναδείχνουν ένα προφίλ παίκτη που συμβάλει στη περιφερειακή σταθερότητα. Εξάλλου η ισχύς της Ελλάδας δεν βρίσκεται στην ικανότητα πολιτικού εξαναγκασμού αλλά στη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει την «ήπια» ισχύ και το διπλωματικό κεφάλαιο των παραδοσιακά καλών σχέσεων που διατηρούσε ανέκαθεν με τις χώρες της περιοχής. Πρωτοβουλίες όπως η σύγκλιση τριμερών Διασκέψεων  μεταξύ Ελλάδας, Κύπρου και   Ισραήλ , ( μάλιστα στην τελευταία τον Μάρτιο του 2019 παριστάτο και ο  αμερικανός ΥΠΕΞ), όπως και η  Τριμερής Ελλάδας, Κύπρου, Ιορδανίας στο Αμμάν αυτό το μήνα αναβαθμίζει την εικόνα της χώρας στη περιοχή, ιδιαίτερα δε αν ληφθεί υπόψη ότι η εικόνα αυτή είχε πληγεί τα τελευταία χρόνια λόγω της οικονομικής κρίσης.

Τελος, όσον αφορά τη συγκεκριμένη επιλογή κατάθεσης προσφάτως  στην αμερικανική γερουσία νομοσχεδίου που αφορούσε  «την ασφάλεια και την ενεργειακή συνεργασία στην Α.Μεσογειο» απο  δύο  γερουσιαστές, ένα δημοκρατικό και ένα ρεπουμπλικάνο, πράγματι πρόκειται για μια εξέλιξη που καταδεικνύει το ενδιαφέρον των ΗΠΑ για την περιοχή και την αναζήτηση απο μέρους τους χρήσιμων και  αξιόπιστων  συμμάχων στήριξης των γεωστρατηγικων περιφερειακών προτεραιοτήτων τους περιλαμβανομένων των ενεργειακών. Ιδιαίτερα σε μια συγκυρία όπου η αμυντική στρατηγική των ΗΠΑ  έχει μπει σε μια περίοδο στρατηγικού ανταγωνισμού με τη Ρωσία να αποτελεί μία πρώτιστη απειλή παράλληλα-τηρουμένων των αναλογιών- με αυτή της Βόρειας Κορέας  αλλά και νέες προκλήσεις  στον κυβερνοχώρο. Στο σημείο δε αυτό θα πρέπει να λεχθεί επίσης ότι  δεν είναι μόνο αποτέλεσμα του ρόλου της ελληνικής ομογένειας –όπως έχει αναφερθεί- αλλά και της έκβασης θετικών πρωτοβουλιών και δράσεων της ελληνικής διπλωματίας τα τελευταία χρόνια και αυτό παρά την οικονομική κρίση. Εξάλλου τα μέσα που χρησιμοποιούνται για την άσκηση της εξωτερικής πολιτικής συναρτώνται όχι μόνο από τους σκοπούς αλλά και από τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ δρώντος-στόχων-περιβάλλοντος.

Σε κάθε περίπτωση και δεδομένου ότι η Μεσόγειος αποτελούσε ιστορικά χώρο συνύπαρξης λαών και πολιτισμών, αλλα και μέτωπο συγκρούσεων και αντιπαραθέσεων, η υιοθέτηση μιας δράσης εξωτερικής πολιτικής θα πρέπει, όπως συμβούλευε και ο Κλαουζεβιτς, να «παραμένει υπό πολιτικό έλεγχο».  Που σημαίνει ότι ένα κράτος θα πρέπει να αναλύει, να πράττει και να διαχειρίζεται τις σχέσεις που αναπτύσσονται στην εξωτερική πολιτική σε πολλές διαστάσεις ταυτόχρονα εκτιμώντας τις σχέσεις ισχύος σε μία δεδομένη ιστορική στιγμή και επανεξετάζοντας τες σε μια άλλη.

Η εγρήγορση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής υπό τις παρούσες συνθήκες είναι κάτι παραπάνω από αναγκαία. Είναι αυτονόητη.

 

 

[1] Καθηγήτρια Διεθνούς Πολιτικής στο Πάντειο Παν/μιο , Visiting Scholar στο George Washington University.