Θεματικές αλληλεπικαλύψεις μεταξύ της κυρίας στήλης των Ελληνικών σελίδων του φύλλου αυτού και εκείνης του ξενογλώσσου, συνήθως αποφεύγονται. Τα θέματα εκάστης επιλέγονται κατά την αποτίμηση των ενδιαφερόντων των αντιστοίχων ομάδων αναγνωστών. Χωρούν όμως και εξαιρέσεις. Η συνέχεια του παρόντος επαναλαμβάνει, εν πολλοίς, τις στοιχειώδεις επισημάνσεις Ευρωπαϊκής μεταπολεμικής πολιτικής ιστορίας, τις οποίες περιείχε η κυρία στήλη στην Αγγλική, του προηγουμένου τεύχους (Απριλίου –“All but one”) επί των Γερμανικών πολεμικών επανορθώσεων. Το θέμα δεν είχε ακόμη ριφθεί εκ νέου επί τάπητος από την Κυβέρνηση. Είχαν, όμως, ήδη αρχίσει να ακούονται ανησυχητικοί, δυσοίωνοι, ήχοι.
Την αφορμή του προ μηνός σχολιασμού είχε δώσει η 70η επέτειος της συστάσεως της Βορειο-Ατλαντικής Συμμαχίας (Ουάσιγκτων, 4/4/949). Εσημειώναμε ότι η συγκρότησίς της απετέλεσε, υπό μία έννοια, την φυσική συνέχεια και συμπλήρωση της εξαγγελίας (Ουάσινγκτων, 12/3/1947) και εφαρμογής του Σχεδίου Marshall. Διότι αν η Συμμαχία απέβη τόσο αποτελεσματική και ανθεκτική κοινή ασπίς των Δυτικών δημοκρατιών κατά της Σοβιετικής στρατιωτικής ισχύος, ήταν η ζωογόνος ροή της μαζικής βοηθείας του Σχεδίου Marshall προς πολλές, υπό ερείπια, ακόμη τότε, ευρισκόμενες Ευρωπαϊκές χώρες, η οποία απέτρεψε την περιέλευσή τους εντός διατεμνομένων φαύλων κύκλων πενίας και την επακόλουθη τροφοδότηση της ανατρεπτικής δυναμικής των επιτοπίων κομμουνιστικών κινημάτων ―στην εξημέρωση, μάλιστα, των οποίων και συνέβαλε.
Πρωτίστως, όμως, εσημειώναμε ότι παράλληλος, αλλά εξ ίσου κρίσιμος, σκοπός του Σχεδίου Marshall, ήταν η απαλλαγή της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, ευρισκομένης εις εμβρυακή ακόμη φάση της θεσμικής αναπτύξεώς της, του βάρους καταβολής πολεμικών επανορθώσεων. Του ιδίου, δηλαδή, βάρους το οποίο κατεταλαιπώρησε την Δημοκρατία της Βαϊμάρης επί πολλά έτη μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και επεβάρυνε τα αίτια της τελικής καταρρεύσεώς της εντός της Εθνικο-Σοσιαλιστικής αβύσσου.
Τούτο είχε, από μιας αρχής, καταστεί σαφές, από Αμερικανικής πλευράς, προς όλους τους Δυτικούς ―διότι τα υπό Σοβιετική κατοχή κράτη είχαν αποποιηθεί την γενομένη και προς αυτά προσφορά―, αποδέκτες των ροών του Σχεδίου. Όλοι, κατά συναντίληψη, κατενόησαν και απεδέχθησαν ότι η Αμερικανική βοήθεια η οποία τους εδίδετο εις τα πλαίσια του Σχεδίου προορίζετο, μεταξύ άλλων, να άρει την ανάγκη καταβολής Γερμανικών επανορθώσεων και να τις υποκαταστήσει ―ή μάλλον, να τις υπερκαταστήσει, διότι η παροχή, παντού, απέβη, τελικώς, πολλαπλασία των πολεμικών καταστροφών.
Ουδείς, έκτοτε, εζήτησε ή έλαβε ο,τιδήποτε υπό τύπον επανορθώσεων από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, πέραν όσων είχαν ήδη δοθεί από αυτήν έως τότε (1947-48) ―κυρίως εις είδος, ως επί το πλείστον εις ποσότητες βιομηχανικού υλικού―, εις διάφορες χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάς.
Όλοι, εν τούτοις, είχαν υποστεί καταστροφές. Οι περισσότεροι, μάλιστα, μεγαλύτερες της Ελλάδος (Σημ.).
Περιέργως, μόνον εκ μέρους των Ελληνικών πολιτικών δυνάμεων επιδεικνύεται χρονία δυσχέρεια προσλήψεως και κατανοήσεως του, από όλους, από μιας αρχής κατανοηθέντος.
Η εκ βάθρων αρνητική τοποθέτησις της παραδοσιακής, φιλο-Σοβιετικής, Ελληνικής Αριστεράς έναντι του Σχεδίου Marshall και όλων των παραλλήλων δράσεών του, υπήρξε ευνόητη και ιδεολογικώς συνεπής.
Αλλά και τα “αστικά” κόμματα επέδειξαν πάντοτε, επ’ αυτού, αμφίσημη διάθεση. Εγκαίρως μεν απέστησαν της διεκδικήσεως των επανορθώσεων, αλλά πολλού γε και δη, σχεδόν απολογούμενα, και πάντοτε επικαλούμενα επιλογές και αποφάσεις προκατόχων τους… Ουδέποτε ανεφέρθη από χείλη Έλληνος πολιτικού, η κοινή αποδοχή και συναντίληψις όλων των εκτός Σιδηρού Παραπετάσματος Ευρωπαίων, οι οποίοι είχαν ευρεθεί υπό Γερμανική κατοχή, ότι αποδεχόμενοι την βοήθεια του Σχεδίου Marshall εγκατέλειπαν, οριστικώς, την διεκδίκηση επανορθώσεων από την Κυβέρνηση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Όλοι εξεύρισκαν, πάντοτε, άλλους, λιγώτερο οριστικούς, τρόπους αιτιολογήσεως.
Η επέλευσις της οικονομικής κρίσεως και η γένεσις και τελική επικράτησις περιέργων ιδεολογικών και πολιτικών μορφωμάτων και αμαλγαμάτων προσέδωσαν εις το θέμα γελοιογραφική διάσταση. Η συγκρότησις και λειτουργία ειδικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής ―«Διακομματική Κοινοβουλευτική Επιτροπή για τη διεκδίκηση των γερμανικών οφειλών»― κατά την διάρκεια του μοιραίου Α΄ 6μήνου του 2015, υπό την άμεση επιστασία της Προέδρου της Βουλής, είχε προσφέρει θέαμα και ακρόαμα σουρεαλιστικής ιλαρότητος ―αναλόγου εκείνης την οποία προσέφερε και η παραλλήλως συσταθείσα «Επιτροπή Αλήθειας Δημόσιου Χρέους».
Το τέλος της εποχής κατά την οποία, κατά την Πρωθυπουργική διατύπωση, «είχαμε αυταπάτες», επέφερε αισθητή μείωση της αυθαδείας ―της εξωστρεφούς τουλάχιστον― και επί των επανορθώσεων ετηρήθη, επί μία 3ετία περίπου, σεμνότυφος σιωπή. Σύντομοι, κατά καιρούς, θόρυβοι επρόδιδαν, παρά ταύτα, ότι το θέμα έχει κρατηθεί εις εφεδρεία· ως φυσίγγιον, εις σταυρωτή φυσιγγιοθήκη αντάρτου, από όπου και θα ανεσύρετο οψέποτε η Κυβέρνησις απεφάσιζε να αποβάλει την νέα, ημιαστική ―χωρίς λαιμοδέτη―, περιβολή της, των τελικώς ―και ευτυχώς―, εκλογικευθέντων και συνομολογησάντων την συνέχεια των Μνημονίων, και να αποπειραθεί, μία ακόμη φορά, να εμφανισθεί, ζωσμένη «άρματα» αρειμανίων λαϊκών αγωνιστών
Τούτο και συνέβη πριν λίγες εβδομάδες. Λυπείται κανείς την αντιπολίτευση ότι και επ’ αυτού, όπως και εφ’ όλης της ημερησίας διατάξεως των προεκλογικών κοινωνικών παροχών της Κυβερνήσεως, θα συρθεί από αυτήν. Πρέπει να το υποστεί διότι είναι, την στιγμή αυτή, καθήκον της, προς εαυτήν και προς όλους, να μην αφεθεί να χαθεί ούτε μια ψήφος ηλιθίου, αδαούς ή ευπίστου. Ατυχώς, εις τα δημοκρατικά πολιτεύματα ―τα οποία δεν είναι βέλτιστα παρά μόνον υπό την έννοια του μη χείρωνος, συγκριτικώς προς όλα τα άλλα―, η βαρύτητα των ηλιθίων, των ευπίστων και των αδαών δεν είναι λιγώτερο κρίσιμη, απ’ ό,τι είναι και εις τα αυταρχικά.
Είναι εντροπή, παρ’ όλα αυτά, ότι η Ελλάς εμφανίζεται ως η μόνη χώρα του αρχικού Δυτικού ―υπό την έννοια της γεωπολιτικής εντάξεώς της―, Ευρωπαϊκού κόσμου όπου, μία και πλέον 70ετία μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η πολιτική τάξις της εμφανίζεται να αγνοεί ή κακοπίστως, να παριστάνει ότι αγνοεί, στοιχειώδη δεδομένα της ιστορίας των μεταπολεμικών διεθνών σχέσεων και ρυθμίσεων. Είναι άκρως μειωτική της σοβαρότητός της, ή αδυναμία της ή μάλλον, η ηθελημένη άρνησίς της, να αντιληφθεί ―και να διερωτηθεί επ’ αυτού―, ότι ουδεμία άλλη Ευρωπαϊκή χώρα αποδέκτης του Σχεδίου Marshall εζήτησε ή έλαβε ποτέ Γερμανικές επανορθώσεις.
Ακόμη και επί του Κατοχικού Αναγκαστικού Δανείου ―πράγματι, διαφοροποιουμένου νομικώς―, ουδείς συν-Έλλην φαίνεται να υπέθεσε ποτέ ότι αντίστοιχα δάνεια είχαν δοθεί από τις κατοχικές Κυβερνήσεις και άλλων υπό κατοχή Ευρωπαϊκών χωρών, πολύ πλουσιωτέρων, μάλιστα, της Ελλάδος και άρα, μείζονος δανειοδοτικής ικανότητος· ούτε, άρα, και να διερωτηθεί αν έχει ποτέ ζητηθεί η εξόφλησίς τους.
Η συναντίληψις των εντεταγμένων στην ΒΑτλαντική Συμμαχία Ευρωπαίων ότι η προσφορά του Σχεδίου Marshall υπερκάλυψε και τις Γερμανικές επανορθώσεις, είχε, ως προς τους τύπους, ωρισμένα, ευδιάκριτα χαρακτηριστικά «Συμφωνίας Κυρίων» ( Gentlemen’s agreement) και περιγραφεί, κατ’ επανάληψη, διά του όρου αυτού. Κατά την κακεντρεχή παρατήρηση Ευρωπαίου, εδώ, διπλωματικού παρατηρητού, «αυτός είναι ίσως ο λόγος ο οποίος έκαμε τους Έλληνες και ιδίως την σημερινή Κυβέρνησή τους, να θεωρήσουν ότι αυτούς δεν τους αφορά». Απρεπής, απρεπέστατος, ο υπαινιγμός. Αλλά και προσφέρεται, πεισμόνως, πρόσχημα και λαβή.
Παραδόξως, ―ή εκ του πονηρού―, ουδεμία Ελληνική Κυβέρνησις επιδιώκουσα, είτε την ανακίνηση του ζητήματος, είτε την δικαιολόγηση της αδυναμίας της επαναφοράς του επί τάπητος, εζήτησε ποτέ την επίσημη διερεύνησή του από τις αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Εξωτερικών. Ουδέποτε εδόθη εντολή διαβημάτων των κατά τόπους Ελληνικών Πρεσβειών και υποβολής συγκεκριμένου ερωτήματός τους προς τα Υπουργεία Εξωτερικών της Γαλλίας, του Βελγίου, του Λουξεμβούργου, της Ολλανδίας, της Νορβηγίας και της Δανίας ―όλες, πλην της Δανίας, είχαν βαρύτατα πληγεί εκ μαχών και από βομβαρδισμούς―, αν ποτέ εζήτησαν ή έλαβαν Γερμανικές επανορθώσεις.
Αυτός και θα ήταν ―αν είναι πράγματι επιθυμητή η έγκυρη και οριστική ενημέρωσις των Ελλήνων επί της ιστορικής εξελίξεως και πρακτικής υφής του ζητήματος―, ο μόνος σοβαρός τρόπος μεθοδεύσεως: η υποβολή —«απεύ-
θυνση», κατά την Πρωθυπουργική μεταγλώσσα―, επισήμων ερωτημάτων των Ελληνικών Διπλωματικών Αρχών προ όσες Ευρωπαϊκές χώρες αποδέκτριες του Σχεδίου Marshall είχαν περιέλθει, υπό Γερμανική κατοχή κατά την διάρκεια του πολέμου, αλλά όχι και υπό Σοβιετική εις το τέλος του.
Σημειωτέον ότι η Πολωνία, η μόνη άλλη χώρα της Ε.Ε. η οποία σήμερα θορυβεί και απαιτεί 800 δις € Γερμανικών επανορθώσεων, δεν υπήρξε αποδέκτης της βοηθείας του Σχεδίου Marshall, διότι, τελούσα, τότε, υπό Σοβιετική κατοχή είχε απορρίψει την προσφορά της. Αλλά ακόμη και ο κύριος Kaczyński, καίτοι επανερχόμενος επί παλαιοτέρων διμερών ρυθμίσεων, εμφανίζεται λογικώτερος των ημετέρων. Διεκδικεί μόνον 800 δις € ―έναντι 300 δις € της απαιτήσεως της προαναφερθείσης Ελληνικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής―, παρ’ όλον ότι η χώρα του είναι πολλαπλασίας εκτάσεως της Ελλάδος, ότι επ’ αυτής δεν είχε μείνει λίθος επί λίθου και ότι είχε απωλέσει πέραν του 1/5ου του πληθυσμού της.
Εννοείται ότι ικανή και αρμοδία —αρμοδιωτέρα όλων— να υπενθυμίσει τους πολλαπλούς σκοπούς τους οποίους είχε προορισθεί να εξυπηρετήσει η εφαρμογή του Σχεδίου Marshall είναι και η Αμερικανική πλευρά.
Η ιστορία, πάντως, αυτή πρέπει να τελειώνει.
Είναι, αναμφιβόλως, ευνόητη η απορία γιατί δεν αρκεί η ανάγνωσις, απλώς, έργων μεταπολεμικής ιστορίας. Διότι υπάρχουν ειδικώτερες αναφορές επί του προκειμένου και στην Ελληνική γλώσσα, π.χ., εις κείμενα του Βύρωνος Θεοδωροπούλου. Η απάντησις είναι ότι αυτοί που πρέπει, κυρίως, να ενημερωθούν είναι, όπως οι παιδαγωγοί τους προσδιορίζουν, «ακουστικοί τύποι». Δεν ρέπουν εις φιλαναγνωσία. Κατά την διατύπωση ―εις εκπομπή της ΕΡΤ―, θεωρητικού της προοδευτικής παιδαγωγικής και υποστηρικτού της κυβερνητικής εκπαιδευτικής πολιτικής, «τα παιδιά δεν πρέπει να πιέζονται να διαβάσουν και να μάθουν. Θα διαβάσουν και θα μάθουν, μόνο όταν θα έχει έρθει η ώρα που εκείνα πια θα το θέλουν και κάθε παιδί έχει τη δικιά του ώρα». Η ώρα, ατυχώς, αυτή, όταν τα συγκεκριμένα «παιδιά» θα θελήσουν να διαβάσουν και ―ακόμη χειρότερα― να μάθουν, μάλλον θα καθυστερήσει.
Π.Κ.Μ.
Σημ.: Η βαρύτητα των καταστροφών και των απωλειών αμάχων, τις οποίες υπέστησαν άλλες Δυτικές Ευρωπαϊκές χώρες φαίνεται να αγνοείται, συνήθως, από την Ελληνική κοινή γνώμη. Τα εδάφη της Γαλλίας, του Βελγίου, της Ολλανδίας και του Λουξεμβούργου κατέστησαν καθ’ όλη την έκτασή τους πεδία μεγάλων μαχών και κατά την εκδήλωση των Γερμανικών επιθέσεων της ανοίξεως του 1940, όπως και κατά την Συμμαχική προέλαση προς τις όχθες του Ρήνου μετά την απόβαση στην Νορμανδία (1944-1945). Τα αστικά τους κέντρα είχαν βομβαρδισθεί ανηλεώς και από τους Γερμανούς και από τους Συμμάχους και πολλά είχαν σχεδόν ισοπεδωθεί εις το τέλος των εχθροπραξιών ―όπως, π.χ., η μεγαλύτερη πόλις της Ολλανδίας, το Ρότερνταμ, ήδη από το 1940. Βαρύτερο όλων, κόστος κατέβαλε η Βρετανία, η οποία, βεβαίως, ουδέποτε εζήτησε επανορθώσεις.
Στην Ελλάδα, αντιθέτως, προεβλήθη μεν σθεναρά, παρά την ανισότητα των δυνάμεων, άμυνα κατά της Ιταλικής και της Γερμανικής εισβολής, τα πεδία, όμως, των μαχών είχαν περιορισθεί επί Αλβανικού εδάφους, επί της γραμμής των Μακεδονικών συνοριακών οχυρών και στην Κρήτη, στην περιοχή του αεροδρομίου Μάλεμε. Βομβαρδισμοί αστικών κέντρων σχεδόν δεν υπήρξαν.
Αναμφιβόλως, το κόστος της επισιτιστικής κρίσεως των ετών 1941-43 ήταν βαρύ. Η ποσόστωσις εν τούτοις, της επισχέσεως από τις δυνάμεις κατοχής της αγροτικής παραγωγής και γενικώς, των επισιτιστικών πόρων των κατεχομένων χωρών κατ’ αναλογία των πληθυσμιακών τους δεδομένων, ήταν, παντού, η αυτή. Οι λόγοι της διαφοροποιουμένης κατά τόπους βαρύτητος των συνεπειών δεν είναι του παρόντος. Οπωσδήποτε, κρούσματα λιμοκτονίας ήταν κοινά και εκτεταμένα και εις άλλες χώρες υπό κατοχή.
Ουδείς διανοείται να μειώσει το κόστος και την οδύνη και την βαναυσότητα της Γερμανικής κατοχής. Αλλά η Ελλάς δεν υπήρξε η μόνη η οποία τα υπέστη. Εις ακραιφνή θιασώτη της συνεχείας της διεκδικήσεως των Γερμανικών επανορθώσεων, ―ούτε οικείου, ούτε προηγουμένως γνωστού, αλλά συνομιλητού εκ κοινωνικής συγκυρίας―, ο υπογράφων έθεσε, προ ημερών, το ερώτημα πώς αυτός εξηγεί ότι καμία, άλλη, Δυτική, Ευρωπαϊκή χώρα ούτε εζήτησε, ούτε έλαβε Γερμανικές επανορθώσεις μετά την θέση εις εφαρμογή του Σχεδίου Marshall. Προεκλήθη, αρχικώς, αμηχανία του συνομιλητού. Προφανώς, αγνοών το γεγονός, είχε αιφνιδιασθεί. Αμέσως, ελειτούργησαν, όμως, τα αντανακλαστικά του πεμπτουσιακού, καλού Νεοέλληνος: «Και γιατί να πάρουν. Αυτοί, ούτε πολέμησαν ούτε έπαθαν, ούτε πόνεσαν…». Τα τυπικά ακαδημαϊκά προσόντα του, όπως και τα από 4ετίας καθήκοντά του―, κάθε άλλο παρά αμελητέα είναι. Η άγνοια της ιστορίας είναι επικίνδυνη.