Π.Κ. ΜΑΚΡΗ

Ενώ προσεγγίζει η ημέρα των Ευρωπαϊκών εκλογών και εντείνεται η προεκλογική εκστρατεία των υποψηφίων, καθίσταται εμφανές ότι εκείνοι, εξ αυτών, οι οποίοι θα ήταν καταλληλότεροι να ασκήσουν τα καθήκοντα μέλους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου είναι εκείνοι οι οποίοι, υπό το σύστημα της «σταυροδοσίας», ευρίσκονται στην μειονεκτικότερη θέση.

Εκείνοι οι οποίοι χρειάζονται να συγκροτούν την ολιγομελή κοινοβουλευτική ομάδα μιας μικρής και περιφερειακής Ευρωπαϊκής χώρας ―ακριβώς, επειδή είναι ολιγομελής και περιφερειακή―, είναι εξειδικευμένοι εμπειρογνώμονες της δομής και λειτουργίας των Ευρωπαϊκών θεσμών και του Ευρωπαϊκού Δικαίου, θεωρητικοί διεθνών πολιτικών, διπλωματικών και οικονομικών σχέσεων, θετικοί επιστήμονες οι οποίοι κατανοούν τις προκλήσεις του ραγδαίως αναπτυσσομένου τεχνολογικού πολιτισμού και τις ανάγκες προστασίας του περιβάλλοντος, διατελέσαντες ανώτατοι υπηρεσιακοί λειτουργοί εγκρατείς διοικητικής και οικονομικής διακυβερνήσεως και άλλοι εκπρόσωποι παρεμφερών τομέων σπουδών, προγενεστέρας σταδιοδρομίας και εμπειριών. Πάντως, όλοι, σημαντικών ακαδημαϊκών περγαμηνών, βιωμένης εμπειρίας του Ευρωπαϊκού χώρου και ικανοί να χρησιμοποιούν ανέτως, ως γλώσσες καθημερινής εργασίας τους, τις δύο γλώσσες εργασίας της ΕΕ.

Πόσοι, όμως, υποψήφιοι αναλόγων προδιαγραφών είναι ευρέως γνωστοί και ικανοί να έχουν απήχηση προς την μεγάλη μάζα του εκλογικού σώματος ― «αναγνωρισιμότητα», όπως την ορίζει ένας ακόμη νεολογισμός της πολυπαθούς νέας Ελληνικής; Πόσοι εξ αυτών έχουν ελπίδες επικρατήσεως επί λαοφιλών συνυποψηφίων τους, αθλητών, ηθοποιών, τοπικών «παραγόντων», συνδικαλιστών, ήδη γνωστών πολιτευτών και ισχυρών επιχειρηματιών. Ακόμη χειρότερα, πόσοι εξ αυτών έχουν τα οικονομικά μέσα αντιμετωπίσεως των δαπανών μιας προεκλογικής εκστρατείας;

Όχι, βεβαίως, ότι τα κόμματα υπό το προϊσχύσαν σύστημα του ιεραρχημένου, κατά σειρά εκλογιμότητος, ψηφοδελτίου ―της «λίστας»―, απέδιδαν πάντοτε την προτεραιότητα των εκλογίμων θέσεων εις εκείνους τα προσόντα των οποίων περισσότερο προσιδίαζαν εις το περιβάλλον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και τα καθήκοντα των μελών του. Έβλεπε κανείς και τότε δημοφιλείς ασχέτους προς αυτά ―ή και κομματικώς ισχυρούς αγλώσσους ορεσιβίους, προσβλέποντες την Ευρωκοινοβουλευτική αποζημίωση―, να προτάσσονται εκείνων, οι οποίοι θα έφεραν, τελικώς, εις πέρας την αναγκαία εργασία. Υπήρχε, παρά ταύτα, η σχετική βεβαιότητα ότι εις λίγους επαρκώς εφοδιασμένους θα εδίδετο εκλόγιμη, έστω και οριακώς, θέσις. Υπό το σύστημα της «σταυροδοσίας» η παρήγορη εκείνη βεβαιότητα έχει εκλείψει.

Ατυχώς, οι ελκυστικοί προς την εθνική εκλογική μάζα είναι σπανίως εξαγώγιμοι. Τούτο δεν συνιστά αποκλειστική ιδιομορφία του Ελληνικού πολιτικού βίου, Συμβαίνει και αλλού και ιδίως, αλλά όχι μόνον, εις άλλες περιφερειακές χώρες, νεώτερα μέλη της ΕΕ, όπως π.χ., η Βουλγαρία και η Ρουμανία ―ομοειδείς της Ελλάδος πολιτιστικώς, όπως και κατά την δυσλειτουργία των θεσμών και διαφθορά της διοικήσεώς τους.

Πρέπει, όμως, να κατανοηθεί και να συγκρατείται πάντοτε, ότι λόγω των δημογραφικών δεδομένων της χώρας και της εντάξεως νέων χωρών-μελών, η Ελληνική ομάς του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου είναι, αναλογικώς, εξαιρετικά ολιγομελής, πλέον, συγκριτικώς προς το βάρος των καθηκόντων, την δυναμική της εργασίας και την αναγκαία κινητικότητα και πολυδύναμη δραστηριότητα των μελών της ―όπως, τουλάχιστον, επιβάλλονται να είναι εν όψει των πολλαπλών διακυβευμάτων ενδο-Ευρωπαϊκής και περιφερειακής ασφαλείας υπό τα οποία τελεί η χώρα.

Χώρος ανέργων εις τις τάξεις της μικρής Ελληνικής Ευρωβουλευτικής ομάδος συνιστά ανεπίτρεπτη πολυτέλεια και δεν πρέπει να παραχωρείται ―ή έστω, να είναι μειωμένος εις το έπακρον. «Συμπαθείς», «ελκυστικές», ιδεολογικώς και κοινωνικώς «συμβολικές» και «συνταξιοδοτικές», παρουσίες επιφέρουν δραστική μείωση της δυναμικότητος της ομάδος· προκαλούν θετική εθνική ζημία, μάλλον, παρά, απλώς, διαφυγή εν δυνάμει κέρδους.

Προ 30ετίας, περίπου, ο συντάκτης του παρόντος, υπό υπηρεσιακή, ακόμη τότε, ιδιότητα, είχε παρακολουθήσει επί ένα έτος την λειτουργία της Ελληνικής Ευρωβουλευτικής ομάδος κατά τις ολομέλειες του Στρασβούργου, εις τις Επιτροπές των Βρυξελλών, όπως και υπό την οπτική της αρμοδίας υπηρεσίας του Υπουργείου Εξωτερικών. Ήταν μία, συγκριτικώς, «καλή εποχή». Ήταν το τέλος της πρώτης δεκαετίας Ελληνικής Ευρωπαϊκής εμπειρίας, ο ενθουσιασμός δεν είχε εκλείψει και η σημασία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ―αν και είχε πολύ λιγότερη θεσμική βαρύτητα και δικαιοδοσία απ’ ότι σήμερα―, περιέργως, δεν υπετιμάτο από τα Ελληνικά κόμματα. Ανενεργές παρουσίες Ευρωβουλευτών ―προερχομένων, σχεδόν όλων, από διακεκριμένους ακαδημαϊκούς κύκλους νομικών, πολιτικών και οικονομικών επιστημών―, ήταν λίγες και μάλλον ευπρόσωπες. Τα πλεονεκτήματα της ούτως ειπείν «αριστείνδην» επιλογής και κατατάξεως ήσαν πρόδηλα.

Δεν αποκλείεται, βεβαίως, ότι ορισμένοι αξιόλογοι, κατάλληλοι, υποψήφιοι θα επιτύχουν, τελικώς, να εκλεγούν και υπό το ισχύον σύστημα. Δεν θα είναι, όμως, οι περισσότεροι. Η αυθεντία, η αριστεία, η εμπειρογνωμοσύνη έχουν απαξιωθεί. Ο απαίδευτος ή ημιμαθής ψηφοφόρος τείνει πλέον να ψηφίζει υποψηφίους κατ’ εικόνα και ομοίωσή του, χωρίς τις αναστολές τις οποίες, ενδεχομένως, να είχε προς τους ομοίους του όταν είχε, ακόμη, την αίσθηση της μειονεκτικότητός του· πριν ο πολιτικός λαϊκισμός αφ’ ενός και ανεξέλεγκτες εφαρμογές διαδικτυακής τεχνολογίας αφ’ ετέρου ―συνδέονται άλλωστε―, του προσφέρουν την ψευδαίσθηση της παντογνωσίας.

Η πολιτική βαρύτητα του βλακός, του απαιδεύτου, του αδαούς, του ευπίστου υπήρξε, πάντοτε και εις όλα τα πολιτεύματα, σημαντική (βλ. «Η τεράστια κοινωνική σημασία των βλακών στον σύγχρονο βίο», Ευ. Λεμπέση). Την αναφέρομε και εις άλλη στήλη. Συνεχώς, φευ, αυξάνεται και συνήθως, λειτουργεί υπέρ διαφόρων τύπων αντιφιλελευθέρων κινημάτων και αυταρχικών καθεστώτων. Είναι απολύτως θεμιτή η εξεύρεσις τρόπων θεσμικού περιορισμού της.

Συνιστά, λοιπόν, ατυχή οπισθοδρόμηση, ιδίως μετά παγιωμένη παράδοση δεκαετιών, η εγκατάλειψις εκλογικής πρακτικής κατατάξεως των υποψηφίων κατά σειρά εκλογιμότητος, η οποία επέτρεπε την βεβαιότητα της εκλογής 1-2 υποψηφίων εκάστου κόμματος πληρούντων τις ικανές και αναγκαίες συνθήκες παραγωγικής λειτουργίας μιας κοινοβουλευτικής ομάδος «ειδικών καθηκόντων», όπως είναι εκείνα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Eίναι ασθενής ο αντίλογος ότι τα κόμματα, δια της επιλεκτικότητός τους και της επιβολής αυστηρών κριτηρίων κατά την κατάρτιση των Ευρωπαϊκών ψηφοδελτίων τους, έχουν την δυνατότητα να μειώνουν ή και να μηδενίζουν τους κινδύνους εκλογής υποψηφίων δημωδώς γνωστών και ελκυστικών προς την μάζα των εκλογέων, υπεράνω των κεφαλών των αναγκαίων μεν στις αίθουσες του Στρασβούργου και των Βρυξελλών, αλλά αγνώστων στις συνοικίες των πόλεων και εις τα ορεινά και πεδινά της υπαίθρου ―to the hoi polloi, κατά την προσφυή αγγλική, Ερασμιανή, απόδοση του κλασσικού όρου. Αφ’ ης στιγμής έχει εισαχθεί η «σταυροδοσία» τα κόμματα, ακόμη και αν αρχικώς φανούν ότι, κάπως, αυτοσυγκρατούνται, θα επιλεγούν, προϊόντος του χρόνου, εκείνους τους οποίους θα κρίνουν ικανωτέρους να τους την διασφαλίσουν.

Πρέπει, πάντοτε, να συγκρατείται ότι η Ευρωπαϊκή κοινοβουλευτική ομάς κάθε χώρας-μέλους της ΕΕ είναι και η προβολή της εικόνος της επί των Ευρωπαϊκών θεσμών. Η οριακή χρησιμότητά της ως οργάνου ασκήσεως εξωτερικής πολιτικής και προαγωγής των συμφερόντων της είναι, εκ των πραγμάτων, ανάλογη προς τις προσκλήσεις, τις απειλές, τις εκκρεμότητες ζητημάτων κρισίμου ενδιαφέροντός της, την απόστασή της από τα κέντρα βάρους της Ενώσεως, τις αδυναμίες της και τις ανάγκες ανοχής, συμπαθείας και υποστηρίξεως εκ μέρους των Εταίρων της. Η χώρα μας, ως εν πολλαίς αμαρτίες περιπεσούσα ―το παρόν γράφεται κατά την διάρκεια των μεταπασχαλινών ημερών―, έχει μείζονα ανάγκη της πλέον αποτελεσματικής, κατά το δυνατόν, χρήσεως αυτού του οργάνου ασκήσεως πολιτικής. Έχει, άρα, κάθε ανάγκη τεχνητής, βελτιωτικής αλλοιώσεως της ποιοτικής αντιπροσωπευτικότητός του, την οποία επέτρεπε το μέχρι προ τινός ισχύσαν σύστημα.

Η «σταυροδοσία» εις Ευρωπαϊκές εκλογές θα επιφέρει, όπως εσημειώσαμε, την εκλογή ―συν τω χρόνω αν όχι αμέσως―, Ελληνικών Ευρωπαϊκών Κοινοβουλευτικών ομάδων κατ’ εικόνα και ομοίωση του εθνικού εκλογικού σώματος. Θα ήταν επιθυμητή η κατάληξις αυτή; Τα εν οίκω μη εν δήμω.

Eις κάθε περίπτωση, πάντως, συνιστά αδυναμία του θεσμικού πλαισίου της ΕΕ, κατ’ αυτήν την φάση της εξελίξεώς της, να αφήνεται ο τρόπος διεξαγωγής των Ευρωπαϊκών εκλογών εις κάθε ένα των κρατών-μελών της στην απόλυτη, σχεδόν, διακριτική ευχέρεια των εκάστοτε εθνικών Αρχών του, υπό τις προμετωπίδες, τις ημερήσιες διατάξεις και τις σκοπιμότητες των τοπικών πολιτικών δυνάμεων. Επ’ αυτού θα επανέλθωμε.

Π.Κ.Μ.

 

**