Πέτρος Στάγκος*
Οι εκλογές στις δημοκρατίες για την ανάδειξη του νομοθετικού σώματος είναι ο κορυφαίος θεσμός τους. Λειτουργούν με δυο αλληλοεξαρτώμενους τρόπους. Ο πολίτης καλείται να επιλέξει με την ψήφο του το πολιτικό πρόγραμμα που επαγγέλλεται το πολιτικό κόμμα της προτίμησής του, το οποίο στη συνέχεια θα εφαρμοστεί ως κυβερνητική πολιτική εφόσον το κόμμα αυτό θα έχει κερδίσει τις εκλογές. Επίσης, οι πολίτες επιλέγουν με την ψήφο τους το πρόσωπο που προβάλλεται από το κόμμα της ιδεολογικής ή άλλης αρεσκείας τους για να καταλάβει το ύπατο αξίωμα της εκτελεστικής εξουσίας και να εφαρμόσει το πολιτικό πρόγραμμα που είχε προτείνει. Παραμένοντας για λίγο ακόμη στο πεδίο του εθνικού κράτους, η αντιπροσώπευση των πολιτών που επιτελούν τα κοινοβούλια υποσκελίζεται εξαιτίας μιας μυριάδας λόγων, εντός του θεσμικού ισοζυγίου, από μια ποικιλία θεσμικών και εξωθεσμικών παραγόντων της πολιτικής. Οι πολίτες αποστρέφονται την πολιτική διαδικασία και η σύγχρονη πολιτική σκέψη, όπως και οι ίδιες οι κυβερνήσεις, επιστρατεύουν την ευρηματικότητά τους για να αναζωογονήσουν, με νέους πολιτικούς θεσμούς, τη συμμετοχή των πολιτών στη λήψη των αποφάσεων: την ενόραση των πολιτών να αναγάγουν την όποια εκδήλωση της πολιτικής τους βούλησης στο «εμείς είμαστε εκείνοι που αποφασίζουμε να γίνει το Α ή το Β στην Πολιτεία μας».
Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι κράτος και ούτε πρόκειται ποτέ να γίνει! Αυτό δεν εμποδίζει να μεταφυτεύονται, στους κόλπους της, θεσμοί που ακμάζουν στο εθνικό κράτος, οι οποίοι, αν και διατηρούν την ίδια ονοματολογία, αποκτούν άλλο νόημα ή τους δίνεται διαφορετική σημασία. Αυτό ακριβώς συμβαίνει με την καθιέρωση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ως θεσμικό όργανο της Ένωσης άμεσα εκλεγμένο από τους πολίτες, ευρύτερα δε με τη διάχυση της δημοκρατίας στο πεδίο της Ένωσης ως τρόπο του κυβερνάν και ως πολίτευμα. Ωστόσο η Ένωση, αν και απόλυτα δικαιοκρατούμενη, είναι «ολίγον» δημοκρατική, το δε Ευρωκοινοβούλιο είναι ένας θεσμός που αεικίνητα διεκδικεί προνόμια (αν και όχι πάντα με επιτυχία) στο όνομα της δημοκρατικής οργάνωσης της ενοποίησης της Ευρώπης.
Οι πολίτες, στις ευρωεκλογές, οι οποίες ούτως ή άλλως είναι υποπροϊόν των εθνικών εκλογικών αναμετρήσεων, δεν είναι δέκτες πολιτικών προγραμμάτων για τις πολιτικές που θα ακολουθηθούν στο πλαίσιο της Ένωσης. Η χάραξη των πολιτικών αυτών δεν αποφασίζεται στο πλαίσιο της Ευρωβουλής. Αποφασίζεται, όπως η Συνθήκη της Λισαβόνας ορίζει, από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, το οποίο δεν εκλέγεται από το Ευρωκοινοβούλιο, αλλά είναι το θεσμικό όργανο στο οποίο μετέχουν οι κυβερνήσεις οι εκλεγμένες από τα εθνικά κοινοβούλια, το οποίο και τις αντιπροσωπεύει. Η Συνθήκη της Λισαβόνας προβλέπει ότι δεν είναι η Ευρωβουλή εκείνη που εκλέγει τον αρχηγό της εκτελεστικής εξουσίας, τον πρόεδρο δηλαδή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αλλά οι κυβερνήσεις, δια του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, οι οποίες, απλώς λαμβάνοντας υπόψη τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών, προτείνουν στο Ευρωκοινοβούλιο να εγκρίνει το πρόσωπο που θα καταλάβει αυτό το κυβερνητικό αξίωμα. Είναι αλήθεια ότι το Ευρωκοινοβούλιο είναι εκείνο που πέτυχε, στις ευρωεκλογές του 2014, να επιβάλλει στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο τη διαδικασία την αποκαλούμενη του Spizenkandidaten, του προσώπου δηλαδή που η κάθε συσσωμάτωση στο Ευρωκοινοβούλιο των εθνικών πολιτικών κομμάτων θα υποδεικνύει, ώστε οι κυβερνήσεις να επιλέξουν, στη συνέχεια, εκείνον που θα προτείνουν στο Ευρωκοινοβούλιο να εγκρίνει για την προεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Αυτό το ψήγμα δημοκρατικού προνομίου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που άτυπα, εντέλει, καθιερώθηκε, και που κατά πάσα πιθανότητα θα επαναληφθεί και με αφορμή τις επικείμενες εκλογές, δεν είναι αρκετό για να καθιερώσει, υπέρ της Ευρωβουλής, πρόκριμα αποφασιστικού οργάνου απέναντι στους πραγματικούς «ιδιοκτήτες» του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, που είναι οι κυβερνήσεις, οι οποίες δρούν συλλογικά μέσω του Συμβουλίου. Το Ευρωκοινοβούλιο, κατά τη Συνθήκη της Λισαβόννας, απλώς «συννομοθετεί» με το Συμβούλιο. Στην πράξη, μέσω της «συννομοθέτησης», το Ευρωκοινοβούλιο, κάθε φορά που πρόκειται να νομοθετηθεί μια πράξη εκόν άκον σέρνεται από το Συμβούλιο σε μια μέθοδο λήψης ευρωπαϊκών αποφάσεων που συνίσταται στην αδιάκοπη αναζήτηση συμβιβασμών και ισορροπιών ανάμεσα στα ετερογενή εθνικά συμφέροντα, με τα μέλη του ημικύκλιου του Στρασβούργου να θυσιάζουν, συχνά, τις ιδεολογικό-πολιτικές και κομματικές καταβολές τους (με κριτήριο τις οποίες, ωστόσο, αναδείχτηκαν από τους πολίτες στο επίζηλο αξίωμα) και να αποτελούν, σε τελική ανάλυση, σε «συντροφία» με τους κυβερνητικούς και τους κοινοτικούς αξιωματούχους, καθώς και τους εκπροσώπους των συντεχνιακών και ιδιωτικών συμφερόντων, συναυτουργούς μιας ελιτίστικης (κατ’ άλλους, απλώς «λειτουργικής») άσκησης της κυριαρχίας στο υπερεθνικό επίπεδο.
Είναι απορίας άξιο με ποια γνώση ή έστω απλή ενημέρωση για το πολυμήχανο πολιτικό σύστημα της Ένωσης οι Έλληνες και οι λοιποί ευρωπαίοι πολίτες θα πορευτούν προς τις εθνικές κάλπες των ευρωεκλογών σε λίγες ημέρες ; Η απουσία αληθινής γνωστικής πρόσβασής τους στα ενωσιακά ζητήματα τροφοδοτεί την αδιαφορία τους για τα ευρωπαϊκά κοινά και εκπίπτει σε εντυπωσιακή αποχή από τις ευρωεκλογές. Το 60% των ευρωπαίων πολιτών απείχε από τις ευρωκάλπες του 2014. Τα κόμματα που συνθέτουν το αποκαλούμενο «φιλοευρωπαϊκό τόξο», για να ενεργοποιήσουν την πυκνή συμμετοχή των πολιτών στις επικείμενες ευρωεκλογές επιστρατεύουν το επιχείρημα ότι ο αριστερόφρων και δεξιότροπος λαϊκισμός απειλεί να επελάσει επί της ευρωπαϊκής οικοδόμησης, με σκοπό την κατεδάφισή της.
Ο εχθρός της Ευρώπης δεν είναι ο επελαύνων λαϊκισμός, αλλά ο ίδιος ο εαυτός της ! Αυτός που προσωποποιείται από τις εθνικές κυβερνήσεις και τα κόμματα που σήμερα τις στηρίζουν στα αντίστοιχα εθνικά μέτωπα. Αρκούνται, όλοι αυτοί, στην «ολίγη» ευρωπαϊκή δημοκρατία και στον «ολίγον» αντιπροσωπευτικό τρόπο του κυβερνάν, αδιαφορώντας για το ότι αποτελεί μέρος του κοινού ευρωπαϊκού πολιτικού και νομικού πολιτισμού το γεγονός ότι η δημοκρατία είναι το μοναδικό μέσο προσαρμογής στις απαιτήσεις του ολοένα πιο περίπλοκου και παγκοσμιοποιημένου κόσμου όπου ζούμε. Αφήνουν σε ύπνωση πολιτικούς θεσμούς, οι οποίοι θα μπορούσαν να λειτουργήσουν με σκοπό να εμπεδώσουν στους ευρωπαίους πολίτες τη συνείδηση ότι είναι αυτοί, οι πολίτες, που πράγματι αποφασίζουν για τις τύχες του κοινού τους σπιτιού : την ευρωπαϊκή πρωτοβουλία πολιτών, τις διαβουλεύσεις με τους πολίτες που τα αποτελέσματά τους υποχρεωτικά θα λαμβάνονται υπόψη από το Συμβούλιο, τη δημιουργία θεματικών κοιτίδων λήψης ευρωπαϊκών αποφάσεων που τα μέλη τους θα επιλέγονται με κλήρο από το σύνολο των εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρωπαίων πολιτών, τη διεξαγωγή των ευρωεκλογών με κατάρτιση κοινών καταλόγων υποψηφίων για όλα τα κράτη μέλη κλπ. κλπ. Αν η Ευρωβουλή μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια δεν καταφέρει να δράσει κάτω από τη σημαία της κοινής ευρωπαϊκής στέγης, στην οποία θεσμικά ανήκει, για να σπείρει στο δημόσιο χώρο την πεποίθηση ότι το πολυπόθητο «μέλλον της Ευρώπης» δεν έγκειται πουθενά αλλού παρά στο βαθύτερο εκδημοκρατισμό της Ένωσης, το κεκτημένο της οικονομικής ενοποίησης θα μαραζώσει, χωρίς ο λαϊκισμός να έχει βάλει το χέρι του. Ο «γραμματικός» της Φλωρεντίας πριν από εκατοντάδες χρόνια δεν ήταν εκείνος που έγραφε, στον Ηγεμόνα του (σε έξοχη καζαντζάκεια μετάφραση), «πιστεύω πώς είναι ευτυχής όποιος ηγεμόνας συμμορφώνει τη διαγωγή του με τις απαιτήσεις των καιρών και δυστυχής που η διαγωγή του δεν συμμορφώνεται με τους καιρούς» ;
* Καθηγητής του Ευρωπαϊκού δικαίου στη Νομική Σχολή της Θεσσαλονίκης. Πρόεδρος του Κέντρου του Α.Π.Θ. για τον Ευρωπαϊκό Νομικό Πολιτισμό. Μέλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Κοινωνικών Δικαιωμάτων, Συμβούλιο της Ευρώπης.