ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΟΥΡΚΟΥΛΑ

Πρώην Υφυπουργoύ Εξωτερικών, πρώην πρέσβη της ΕΕ

H Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) —τότε ΕΟΚ— πρωτοεμφανίσθηκε στα Βαλκάνια στις αρχές της δεκαετίας του ’60 με τη σύναψη της Συμφωνίας Σύνδεσης με την Ελλάδα. Δύο χρόνια μετά τη Συμφωνία των Αθηνών, η ΕΟΚ συνήψε Συμφωνία Σύνδεσης με την Τουρκία με παρόμοιο περιεχόμενο, στα πλαίσια της πολιτικής ίσων αποστάσεων έναντι της Τουρκίας και της Ελλάδας. Η τήρηση ίσων αποστάσεωναποτελούσε θεμελιώδες δόγμα της ευρωπαϊκής και γενικότερα της δυτικής πολιτικής. Σε σημαντικά ζητήματα η Συμφωνία της Άγκυρας περιλάμβανε προβλέψεις που προφανώς δεν ανταποκρίνονταν στις οικονομικές και κοινωνικές πραγματικότητες της τότε Τουρκίας, έπρεπε όμως να μοιάζει με την ελληνική Συμφωνία.

Παρότι η γεωπολιτική εμβέλεια της ΕΟΚ ήταν τότε περιορισμένη, εξ αιτίας του ψυχρού πολέμου αλλά και λόγω του ότι βρισκόταν στα πρώτα βήματα της οικοδόμησής της, οι δύο αυτές Συμφωνίες Σύνδεσης δεν περιορίσθηκαν στην σταδιακή δημιουργία Τελωνειακής Ένωσης αλλά άφησαν ανοικτό το δρόμο για μελλοντική αναβάθμιση της συνεργασίας.

Η πολιτική ίσων αποστάσεων έναντι της Ελλάδας και της Τουρκίας καταπατήθηκε για πρώτη φορά όταν το 1976 ξεκίνησαν οι διαπραγματεύσεις για την ένταξη της Ελλάδας, χωρίς αντίστοιχες διαπραγματεύσεις με την Τουρκία. Η Τουρκία βρισκόταν σε δύσκολη διπλωματική θέση μετά την εισβολή στην Κύπρο αλλά κυρίως βίωνε μια πολυσήμαντη εσωτερική πολιτική κρίση που είχε ενισχύσει το ισλαμιστικό κόμμα του ΝετσμεττίνΕρμπακάν, ένα κόμμα ανοιχτά εχθρικό προς την Ευρώπη. Έτσι η Τουρκία όχι μόνο δεν ζήτησε και δεν πέτυχε έναρξη διαπραγματεύσεων για δική της ένταξη αλλά δεν πήρε κανένα αντάλλαγμα πέραν ενός χρηματοδοτικού πρωτοκόλλου του 1980, το οποίο στη συνέχεια έμεινε παγωμένο λόγω του στρατιωτικού πραξικοπήματος του 1980 και μετέπειτα λόγω της ελληνικής άρνησης να συναινέσει στην αναθέρμανση των σχέσεων ΕΟΚ-Τουρκίας.

Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ’80 και την κατάρρευση του σοβιετικού μπλόκδεν υπήρξαν ευκαιρίες μεγαλύτερης ευρωπαϊκής εμπλοκής στα Βαλκάνια. Οι χώρες της ΚΟΜΕΚΟΝ και του Συμφώνου της Βαρσοβίας αρνούντο να αναγνωρίσουν την ΕΟΚ και άρα να συνάψουν συμβατικές σχέσεις, με μοναδική εξαίρεση την αιρετική Ρουμανία. Η ίδια άρνηση αναγνώρισης ίσχυε και για την Αλβανία που αρχικά ανήκε στο Σύμφωνο της Βαρσοβίας αλλά αργότερα αυτονομήθηκε από τη Μόσχα διαφωνώντας με την αποσταλινικοποίηση.

Η Ρουμανία απολάμβανε μιας ιδιαίτερης προνομιακής μεταχείρισης εκ μέρους της ΕΟΚ γιατί ήταν η μόνη χώρα της ΚΟΜΕΚΟΝ που την αναγνώριζε και είχε συνάψει εμπορική συμφωνία από το 1980. Ο δικτάτορας Τσαουσέσκου εθεωρείτο από τη Δύση πιο αποδεκτός γιατί προσπαθούσε να αποκτήσει κάποια αυτονομία έναντι της Μόσχας και είχε καταδικάσει την σοβιετική εισβολή στην Τσεχοσλοβακία. Τα πρώτα μάλιστα χρόνια δεν ήταν εύκολο να προβλέψει κανείς τον αυταρχικό κατήφορο που ακολούθησε στα τέλη της δεκαετίας του ’80.

Η Γιουγκοσλαβία του Τίτο μετά το διαζύγιό της με τη Μόσχα ακολούθησε από τη δεκαετία του ’60 ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική πρωτοστατώντας στο κίνημα των Αδεσμεύτων. Τη δεκαετία του ’80 συνήψε ορισμένες περιορισμένου βεληνεκούς συμφωνίες εμπορικής και οικονομικής συνεργασίας με την ΕΟΚ. Η διαπραγμάτευση και υπογραφή μιας πιο προχωρημένης συμφωνίας Σύνδεσης στα τέλη του ’80 συνέπεσε με την αρχή του τέλους της Γιουγκοσλαβίας, με τους αιματηρούς πολέμους και τη διάλυσή της και έτσι δεν πρόλαβε να εφαρμοσθεί.

Υπάρχει έντονη αντιπαράθεση για τους λόγους κατάρρευσης της Γιουγκοσλαβίας και για ενδεχόμενες ευθύνες της Δύσης και ειδικότερα της Ευρώπης. Είναι αρκετά διαδεδομένες απόψεις που επιρρίπτουν ευθύνες στη Γερμανία που φθάνουν και σε θεωρίες συνομωσίας για εμπλοκή του Βατικανού και άλλων παραγόντων. Πρόκειται για ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον και αμφιλεγόμενο ζήτημα που απαιτεί συστηματική μελέτη αλλά και κάποια χρονική απόσταση από τα τραγικά γεγονότα της δεκαετίας του ’90 για μια νηφάλια ερμηνεία τους. Η προσωπική μου εμπειρία, που απέκτησα κατά την τετραετή παραμονή μου στην Βοσνία-Ερζεγοβίνη ως πρέσβης της ΕΕ, μου επέτρεψε να ψηλαφίσω πολλούς ενδογενείς παράγοντες της διάλυσης της γιουγκοσλαβικής ομοσπονδίας που ίσως υποτιμώνται. Χωρίς βεβαίως να μπορεί κάποιος να ισχυρισθεί ότι δεν υπήρξαν και σημαντικοί εξωγενείς παράγοντες. Θα ήταν όμως λάθος να κρίνουμε τα γεγονότα της δεκαετίας του ’80 και του ’90 αγνοώντας το γεωπολιτικό περιβάλλον που επικρατούσε τότε. Με άλλα λόγια η διαδεδομένη, ιδίως στη χώρα μας επικριτική επιχειρηματολογία εναντίον της ΕΟΚ γιατί δεν απέτρεψε την διάλυση της Γιουγκοσλαβίας παραβλέπει το γεγονός ότι η ΕΟΚ είχε πολύ λίγα περιθώρια επηρεασμού των εξελίξεων, σε σχέση με την σημερινή της επιρροή. Η προσπάθεια συντονισμού της εξωτερικής πολιτικής των κρατών μελών βρισκόταν στα πρώτα της δειλά βήματα και δεν είχαν ακόμα δημιουργηθεί οι μηχανισμοί εναρμόνισης της εξωτερικής πολιτικής και της πολιτικής Άμυνας που διαθέτουμε σήμερα. Ο διπολισμός του ψυχρού πολέμου δεν είχε καταρρεύσει και η Γιουγκοσλαβία δεν αποτελούσε προνομιακό πεδίο επιρροής της Δύσης και της ΕΟΚ.

Είκοσι έξι χρόνια μετά την ένταξη της χώρας μας στην ΕΟΚ, δύο γειτονικές βαλκανικές χώρες, η Βουλγαρία και η Ρουμανία, ακολουθούσαν την ίδια διαδρομή. Για να γίνει κάτι τέτοιο εφικτό μεσολάβησαν μεγάλες και εν πολλοίς απρόβλεπτες γεωπολιτικές ανατροπές που επέτρεψαν στις χώρες αυτές να ξεφύγουν από τον στενό εναγκαλισμό της Μόσχας και να επιλέξουν την εγκαθίδρυση μιας δυτικού τύπου πλουραλιστικής δημοκρατίας και μιας οικονομίας της ελεύθερης αγοράς.

Η στρατηγική σημασία της ένταξης της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας για τη χώρα μας και για την περιοχή έχει υποτιμηθεί. Η ένταξή τους ολοκληρώθηκε το 2007 λίγο πριν η Ελλάδα μπει στη δίνη της κρίσης. Ίσως αυτός ο παράγων αλλά και μια βαθιά ριζωμένη ελληνική υπεροψία έναντι των βαλκάνιων γειτόνων, δεν επέτρεψε μια σωστή αποτίμηση της σημασίας της διεύρυνσηςαυτής.

Στο μεγαλύτερο διάστημα του 20ου αιώνα η Ελλάδα είχε βρεθεί σε αντίπαλα στρατόπεδο από τη Βουλγαρία και εν μέρει από τη Ρουμανία και την Γιουγκοσλαβία. Η χερσαία πρόσβαση από τον ελληνικό χώρο στην κεντρική και δυτική Ευρώπη διέρχετο αναγκαστικά από εχθρικά εδάφη. Η έκτη διεύρυνση της ΕΕ που ολοκληρώθηκε το 2007 έθεσε τέρμα στην επί δεκαετίες αποκοπή της Ελλάδας από τις χώρες εταίρους στην κεντρική και δυτική Ευρώπη. Για πρώτη φορά μετά από πολλές δεκαετίες η Ελλάδα βρέθηκε στην ίδια γεωπολιτική και γεωοικονομική συμμαχία με τους βόρειους γείτονές της.Για πρώτη φορά μπορούσε κανείς να πάει οδικώς στην δυτική Ευρώπη διασχίζοντας εδάφη χωρών που ανήκουν στο ίδιο στρατόπεδο. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς και την κατάργηση των ελέγχων στα εσωτερικά σύνορα της ΕΕ είναι τεράστιας γεωπολιτικής, οικονομικής και εμπορικής σημασίας. Επέτρεψε στην Ελλάδα από απομονωμένη νησίδα σε σχέση με την καρδιά των μεγάλων ευρωπαϊκών αγορών να διεκδικεί σήμερα τον ρόλο πύλης προς την Ευρώπη για τα ασιατικά προϊόντα.

Η ΕΕ έχει δεχθεί πολλές επικρίσεις γιατί «βιάστηκε» να εντάξει στους κόλπους της χώρες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης. Κάθε φορά που προκύπτει ένα μείζον πρόβλημα σε κάποιο από το νέα κράτη μέλη, ακούγεται το επιχείρημα ότι δεν έπρεπε να επιτραπεί η ένταξή τους πριν ωριμάσουν πολιτικά, οικονομικά και ιδίως θεσμικά. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα νέα κράτη μέλη, και ιδίως τα δύο βαλκανικά μέλη η Βουλγαρία και η Ρουμανία, έχουν να διανύσουν μεγάλη απόσταση για να φθάσουν στο μέσο ευρωπαϊκό επίπεδο θεσμικής επάρκειας. Οι δύο αυτές χώρες δεν διέθεταν, ακόμα και πριν από την επιβολή του κομμουνισμού, μεγάλη δημοκρατική παράδοση και επί τέσσερις δεκαετίες γνώρισαν ένα ολοκληρωτικό πολιτικό σύστημα και αποκλείσθηκαν από το διεθνές σύστημα της ελεύθερης οικονομίας της αγοράς. Ήταν αναμενόμενο ότι η εναρμόνισή τους με τα ευρωπαϊκά δεδομένα θα απαιτούσε μεγάλες προσπάθειες και μακρύ χρόνο. Είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω από κοντά την πορεία της Βουλγαρίας προς την ΕΕ την περίοδο των διαπραγματεύσεων για την ένταξη της χώρας αυτής 2001-2007. Ήταν ένας εθνικός στόχος που το 2001 έμοιαζε ανέφικτος και στους ίδιους τους ηγέτες της Βουλγαρίας. Πιστεύω ότι η ένταξη της Βουλγαρίας αλλά και της Ρουμανίας συνέβαλε αποφασιστικά στην σταθεροποίηση της περιοχής, στην προώθηση της Δημοκρατίας και της ευημερίας και δημιούργησε νέες ευκαιρίες συνεργασίας. Σήμερα και οι δύο χώρες που εντάχθηκαν το 2007 αποτελούν στρατηγικούς φίλους της Ελλάδας και σημαντικούς οικονομικούς εταίρους.

Σε τελική ανάλυση η μεταρρυθμιστική δύ­να­μη της ευρωπαϊκής ενοποίησης —αυτό που στην βιβλιογραφία ονομάζεται «transformativepower»— δεν λειτουργεί παντού και πάντα με την ίδια ένταση και αποτελεσματικότητα. Λειτούργησε με θαυμαστά αποτελέσματα την δεκαετία του ’90. Διότι χάρις στην ευρωπαϊκή προοπτική των χωρών που έζησαν επί δεκαετίες κάτω από τον κομμουνιστικό ζυγό, η μετάβασή τους από ένα ολοκληρωτικό σε ένα δημοκρατικό και πλουραλιστικό καθεστώς και από ένα οικονομικό σύστημα κεντρικά σχεδιασμένης οικονομίας σε ένα οικονομικό σύστημα της ελεύθερης αγοράς έγινε με τρόπο αξιοθαύμαστο και κυρίως με τρόπο ειρηνικό. Οι χώρες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης που σήμερα είναι εταίροι μας αντιμετώπιζαν επίσης οξυμένα προβλήματα μειονοτήτων και αμφισβήτησης συνόρων που επί δεκαετίες είχαν κρυφτεί κάτω από το χαλί της «σοσιαλιστικής αλληλεγ­γύης» χωρίς όμως να έχουν επιλυθεί. Η ΕΕ με συγκεκριμένες διπλωματικές και πολιτικές πρωτοβουλίες την περίοδο 1993-1996 κατόρθωσε να απενεργοποιήσει, να εξουδετερώσει αυτές τις επικίνδυνες νάρκες που απειλούσαν την ειρήνη και την συνεργασία μεταξύ χωρών όπως η Ουγγαρία, η Ρουμανία ή η Σλοβακία.

Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις αποτυ­χίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, και δυστυχώς ακόμα επίκαιρο, η Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Αναφέρομαι στην αποτυχία της Ευρώπης και των ΗΠΑ να δημιουργήσουν συνθήκες συμφιλίωσης των τριών λαών που συγκατοικούν στη χώρα αυτή: των Μουσουλμάνων, των Σέρβων και των Κροατών. Η Βοσνία Ερζεγοβίνη συνεχίζει μέχρι σήμερα, 25 σχεδόν χρόνια μετά το τέλος του αιματηρού πολέμου, να μην είναι μια κανονική, αυτεξούσια χώρα που θα μπορούσε να αναλάβει τις υποχρεώσεις ενός κράτους μέλους της ΕΕ. Η όμορφη αυτή χώρα παραμένει μια ανοιχτή πληγή στην καρδιά των Βαλκανίων. Στην περιοχή υπάρχουν ακόμα σημαντικές ευρωπαϊκές εκκρεμότητες. Βρίσκονται σε εξέλιξη, αλλά δε διαφορετική σε κάθε περίπτωση φάση, οι διαδικασίες για την ένταξη των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων: της Σερβίας, της Αλβανίας του Μαυροβουνίου και της Βόρειας Μακεδονίας. Στην προβληματική των σχέσεων ΕΕ-Βαλκανίων εντάσσεται ασφαλώς και το τεράστιο ζήτημα των ευρωτουρκικών σχέσεων και της άδηλης προς το παρόν προοπτικής τους.

Για να περιγράψουμε με ρεαλισμό το γεω­πολιτικό μέλλον των Βαλκανίων και των σχέ­σεων της περιοχής αυτής με την ΕΕ, θα πρέ­πει ασφαλώς να λάβουμε υπόψη μας και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει σήμερα και την επόμενη δεκαετία η ίδια η Ευρώπη: Μόνο αν η Ευρώπη διατηρήσει την ικανότητα να δρα σαν μια αξιόλογη γεωπολιτική δύναμη στην περιοχή θα μπορέσει να συμβάλει στην από-βαλκανιοποίηση των Βαλκανίων. Για να μπορέσει δηλαδή να συνεχίσει να αποτελεί πόλο σταθερότητας για τα Βαλκάνια, η ΕΕ πρέπει να διατηρήσει το επίπεδο που σήμερα ακόμα κατέχει στην παγκόσμια γεωπολιτική τάξη. Άρα πρέπει να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά μια σειρά από προκλήσεις που έχουν ήδη παρουσιαστεί ή ελλοχεύουν στο άμεσο μέλλον και σχετίζονται τόσο με την εσωτερική της δομή, την κρίση της ευρωζώνης, την έξοδο της Μεγάλης Βρετανίας αλλά και τις σχέσεις της με τις ΗΠΑ, την Ρωσική Ομοσπονδία και την Τουρκία.

Η ΕΕ δεν είναι απλώς μια ακόμα μεγάλη δύναμη, όπως οι ΗΠΑ, η Ρωσία, η Γαλλία ή η Μεγάλη Βρετανία που προσπαθεί να επεκτείνει την επιρροή της στη χερσόνησο του Αίμου με τους παραδοσιακούς τρόπους και διαδικασίες. Η παρουσία της Ευρώπης αλλάζει ριζικά το πεπρωμένο των Βαλκανίων, προωθεί την από-βαλκανιοποίηση ή τον «εξευρωπαϊσμό» της περιοχής και είναι μια μη αναστρέψιμη διαδικασία. Η διαδικασία αυτή ξεκίνησε το 1981 με την ένταξη της Ελλάδας, απέκτησε νέες προοπτικές με την κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων και την ένταξη της Ρουμανίας, της Βουλγαρίας και της Κροατίας και θα ολοκληρωθεί με την ένταξη των υπόλοιπων χωρών των Δυτικών Βαλκανίων που δεν είναι ακόμα μέλη της ΕΕ.

Το μέλλον όμως της Βαλκανικής χερσονήσου θα κριθεί σε μεγάλο βαθμό από ενδογενείς παράγοντες. Από την ικανότητα κάθε χώρας της περιοχής να εκσυγχρονίσει την οικονομία και τον τρόπο διακυβέρνησής της, παραμένοντας ταυτόχρονα πιστή στις θεμελιώδεις αρχές της φιλελεύθερης ευρωπαϊκής δημοκρατίας, την διάκριση των εξουσιών, την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, τα ανθρώπινα δικαιώματα και τον σεβασμό της αρχής της ειρηνικής συνύπαρξης. Όλα τα βαλκανικά κράτη είτε είναι μέλη της ΕΕ είτε επιδιώκουν να γίνουν, υπολείπονται ακόμα του ευρωπαϊκού επιπέδου διακυβέρνησης, όπως έδειξε και με δραματικό τρόπο η ελληνική κρίση.

Όλοι γνωρίζουμε τα προβλήματα και τους κινδύνους που ταλανίζουν την περιοχή μας. Η ευρωπαϊκή παρουσία έχει ήδη συμβάλει στην άμβλυνση των προβλημάτων αυτών. Τα Βαλκάνια έχουν εν μέρει απομακρυνθεί από την κακή τους φήμη. Ο όρος «Νοτιοανα­τολική Ευρώπη» χρησιμοποιείται όλο και πιο συχνά αντί του γεωγραφικά ταυτόσημου όρου «Βαλκάνια». Η γλωσσική αυτή μετάλλαξη και η σταδιακή εξαφάνιση του αρνητικά φορ­τισμένου όρου «Βαλκάνια» ταυτίζεται με την ευρωπαϊκή πορεία της νοτιοανατολικής Ευρώπης. Η συνέχιση της πορείας αυτής εξαρτάται από την ικανότητα των λαών της περιοχής να αντιπαρατεθούν στις σειρήνες του εθνολαϊκισμού και να ισχυροποιήσουν τους δημοκρατικούς τους θεσμούς σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα.

 

**