Π.Κ. ΜΑΚΡΗ
Θα είναι ατυχές αν η εμπλοκή του εμβατηρίου «Μακεδονία ξακουστή» στις συμπληγάδες της κομματικής αντιπαραθέσεως καταλήξει να προκαλεί εντάσεις και να αποφεύγεται η ανάκρουσίς του. Οι εμβόλιμοι, επιγενόμενοι, Ελληνικοί στίχοι του είναι απλοϊκοί, όπως των περισσοτέρων εμβατηρίων. Η ιδιότυπη, όμως ―και ευδιακρίτως ξενική―, μουσική του είναι υποβλητική και δικαίως έχει προσελκύσει το ενδιαφέρον μουσικολόγων, ως προς την προέλευσή της. Αν, μάλιστα, είναι ακριβές ότι αυτή είναι Ισπανο-Εβραϊκή (Σεφαρδική) ή νεώτερη Οθωμανική ―όπως υποστηρίζουν ωρισμένοι έγκυροι μελετηταί των μουσικών παραδόσεων της Βαλκανικής―, τότε, θα προσφέρεται ακόμη περισσότερο ως μουσική επένδυσις ενός Μακεδονικού ύμνου κοινής αποδοχής… Στην περίπτωση αυτή, θα είναι εναργής ο μουσικός συμβολισμός του πολυεθνοτικού, πολυ-πολιτισμικού και πολυ-θρησκευτικού μίγματος των πληθυσμών του ευρυτέρου Μακεδονικού γεωγραφικού χώρου κατά τους νεωτέρους χρόνους. Ο γαστρονομικός, άλλωστε, συμβολισμός του υπήρξε, ήδη, εις το όνομα του επιδορπίου αναμίκτων φρούτων, Macédoine de fruits.
Ούτως ή άλλως, ό,τι σχεδόν είχε η πλουσία και πολυπαθής Εβραϊκή κοινότητα, του περιελθόντος στην Ελληνική επικράτεια τμήματος της Μακεδονίας, κατέληξε υπό Ελληνική ιδιωτική ή κρατική κυριότητα, εις επάλληλες φάσεις και υπό διάφορες ρυθμίσεις, κληρονομικής, ούτως ειπείν, διαδοχής: αμέσως μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, εις ταχυτέρους ρυθμούς το 1923 προς αποκατάσταση Μικρασιατών προσφύγων και τέλος, μετά την εξόντωση των Εβραϊκών κοινοτήτων της χώρας κατά την διάρκεια της Γερμανικής κατοχής. Αν, λοιπόν, εις τα κληρονομηθέντα περιλαμβάνεται και η μουσική του εμβατηρίου δια του οποίου παιανίζονται, σήμερα, αξιέπαινα Ελληνικά Μακεδονικά, πατριωτικά, αισθήματα, γιατί όχι;
Αναμφιβόλως, το θέμα είναι άκρως ενδιαφέρον από μουσικολογικής, αλλά και γενικωτέρας πολιτιστικής, απόψεως και αξίζει και περαιτέρω διερευνήσεως. Ίσως να διασώζονται και αρχικοί στίχοι στην Σεφαρδική γλώσσα (Laddino) ―ή ενδεχομένως και στην Τουρκική―, αν ισχύει η άποψις ότι η σύνθεσις είχε παραγγελθεί και αφιερωθεί από την Εβραϊκή κοινότητα προς τιμήν Σουλτάνου ―ίσως του φιλομούσου Abdul Aziz; Θα ήταν έως και συναρπαστική μία δια-Βαλκανική μουσική εκδήλωσις παραλλήλων χορωδιακών εκτελέσεων στις αντίστοιχες γλώσσες.
Οπωσδήποτε, η μελωδία, περιέργως, χάρις στην ιδιότυπη πολυμέρεια των στοιχείων της, προσαρμόζεται χωρίς δυσχέρεια εις διαφόρους εναλλακτικούς εθνικούς οραματισμούς. Μπορεί κανείς να ακούσει αναλόγως των διαθέσεών του, ό,τι επιθυμεί. Οι Έλληνες Μακεδόνες, π.χ., επιλέγουν, πιθανώς, να ακούουν την ρυθμική, υπόκωφη, βαρύτητα του βαδίσματος των φαλάγγων του Αλεξάνδρου. Αυτό, ίσως, θα θέλουν να ακούουν και οι προς Βορράν γείτονές τους ―και ομώνυμοί τους Μακεδόνες και αυτοί, όπως έχουν, δια διακρατικής συμφωνίας πλέον, αναγνωρισθεί και από την Ελλάδα―, οι οποίοι, μάλλον, δεν έχουν αποβάλει την Αλεξανδρομανία τους. Άλλοι, αν θέλουν, θα ανιχνεύσουν, εναλλακτικώς, την νοσταλγία των Σεφαρδιτών Ισραηλιτών προς την Ισπανική γη από την οποία είχαν εκριζωθεί, την Σλαβική μελαγχολία απογοητευμένων Βουλγάρων κομιτατζήδων εξαναγκασθέντων να αρκεσθούν στην μικρή Μακεδονία του Πιρίν, ή και Οθωμανική, αρειμάνια βαρυθυμία. Άλλοι, ακόμη, θα προτιμήσουν να ακούσουν την αγωνιστική προσδοκία ενός νικηφόρου «4ου Γύρου», του φεύγοντος πέραν των συνόρων, ηττημένου, «Δημοκρατικού Στρατού» ―στις τάξεις του οποίου οι Σλαβομακεδόνες έφθασαν εις υψηλότατα ποσοστά της συνολικής δυνάμεώς του (βλ. «Ο Δημοκρατικός Στρατός», Ν. Μαραντζίδη). Όλοι και κάτι θα ανακαλύψουν, της αρεσκείας τους, να φαντασιωθούν.
Πάντως, ας προσέξει η Κυβέρνησις, διότι φαίνεται να είναι αρκετά αξιόπιστη η μουσικολογική άποψις (μεταξύ άλλων και του διακεκριμένου μουσικολόγου ―και απογόνου Μακεδονομάχου― Μάρκου Δραγούμη), περί της Σεφαρδικής καταγωγής της μουσικής επενδύσεως του εν προκειμένω Μακεδονικού «ύμνου». Οπότε, η απαγόρευσίς της ανακρούσεώς του μπορεί να αρχίσει να της καταλογίζεται και ως εκδήλωσις αντισημιτισμού ―του οποίου, βεβαίως, ουδείς αγνοεί ότι υπάρχει και η αριστερή εκδοχή.
Διασκεδαστικά όλα αυτά και προσλαμβανόμενα υπό την ψυχαγωγική διάστασή τους, ευπρόσδεκτα ―μέχρις ενός σημείου τουλάχιστον―, να λέγονται και να ακούονται.